29 Δεκ 2007

39 ~ Rami Saari: Είμαι πρόσφυγας

Δυναστεία

Ο παππούς μου εγκατέλειψε την Πολωνία το 1937,
πρόσφυγας του στρατού της μοχθηρίας.
Ο πατέρας μου εγκατέλειψε τη Ρουμανία το 1946,
πρόσφυγας του πολέμου και των ανέμων.
Η μητέρα μου εγκατέλειψε την Αργεντινή το 1961,
πρόσφυγας του μεγάλου έρωτα.
Και το 1981 με εγκατέλειψε η Πέταχ Τικβά
για να ζήσω τη Φιλανδία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία:
να σωπαίνω στα χιόνια, να σείομαι στους σεισμούς,
να εκστασιάζομαι με τον Δούναβη στα παραπήγματα της κόλασης.
Κάτι προϋπήρχε, μα τώρα
είναι αργά πια να ξεκαθαρίσω τι.
Η συνειδητοποίηση της αιτίας και η κατανόηση των λόγων
θα συνεχίσουν το τρελό ταξίδι. Αυτή είναι η καταδίκη:
να είμαι πρόσφυγας, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες του όχι,
να ξέρω ότι οι στρατοί και τα καθεστώτα θ' αλλάξουν κάποτε
κι όμως η λέξη θα μένει για πάντα -
θα μένει επιθυμώντας την ομορφιά,
θα διαλυθεί στην ανάμνηση του δρόμου.

Και δεν θά 'χω γιο, ο Κάιν δεν θ' αποκτήσει γιο.
Ο απόγονος του Σημ, περιπλανιέται στον κόσμο δίχως όνομα,
κάτοικος του σώματός του.

Ράμι Σαάρι (1963)


*Tο ποίημα δημοσιεύθηκε στην ΠΟΙΗΣΗ - τ.23, 2004,
σε μετάφραση Χρυσούλας Παπαδοπούλου.

* Φωτογραφία: www.ljudmila.org

Ετικέτες , ,

16 Δεκ 2007

38 ~ Peter Handke: Αυτοβιογραφική δοκιμή

Οι εκθέσεις
Επειδή σαν παιδί, ξεχνούσα τις εμπειρίες μου, στις εκθέσεις έγραφα ό,τι μου είχαν μάθει, με τα λόγια που μου είχαν μάθει. Κάθε φορά που έπρεπε να περιγράψω μια εμπειρία μου, δεν έγραφα γι' αυτήν όπως την είχα ζήσει' η εμπειρία μου αλλοιωνόταν απλά και μόνο επειδή έγραφα γι' αυτήν' υπήρχαν φορές που η εμπειρία γεννιόταν τη στιγμή ακριβώς που έγραφα, και μάλιστα με τον τρόπο που μου είχαν μάθει να γράφω: ακόμα κι οι δικές μου εμπειρίες μου φαίνονταν ξένες όταν έγραφα γι' αυτές. Στις εκθέσεις για την Πίστη και την Υπακοή έγραφα όπως πρέπει να γράφει κανείς σε εκθέσεις για Π. και Υ. Στις εκθέσεις για μια Όμορφη Καλοκαιριάτικη Μέρα έγραφα όπως πρέπει να γράφει κανείς σε εκθέσεις για μια Ο.Κ.Μ. Στις εκθέσεις με θέμα την παροιμία "Φασούλι το Φασούλι γεμίζει το Σακούλι", έγραφα όπως πρέπει να γράφει κανείς σε εκθέσεις με θέμα την παροιμία "Φ.τ.Φ.γ.τ.Σ.". 'Ωσπου, τελικά, μια όμορφη μέρα του καλοκαιριού δεν έβλεπα γύρω μου την όμορφη μέρα του καλοκαιριού, αλλά την έκθεσή μου για την Όμορφη Μέρα του Καλοκαιριού.

Το παιχνίδι
Στριμωχνόμουν και κολλούσα το κορμί μου στο ποδοσφαιράκι, στην αίθουσα των παιχνιδιών: ταυτόχρονα ντρεπόμουν που μ' άρεσε "ακόμα" να παίζω. Έμαθα να μη φοβάμαι τις βαριές μπάλες που μου 'ριχναν από μικρή απόσταση και να τις πιάνω στην αγκαλιά μου, ακόμα κι αν το βάρος τους μ' έκανε να παραπατάω. Ο παπάς που μας πρόσεχε ένα απόγευμα, μας τιμώρησε βάζοντάς μας να τρέχουμε πάνω-κάτω στην κοντινή πλαγιά επειδή κάναμε φασαρία πριν από την προσευχή στην τραπεζαρία. Κι αυτό το ονόμασε παιχνίδι. Όταν φτάσαμε σε ηλικία που μας επέτρεπαν πια ν' ακούμε στο ράδιο τα αποτελέσματα των εκλογών, ενδίδοντας σε μια παιχνιδιάρικη διάθεση, υποστήριζα το σοσιαλιστικό κόμμα μόνο και μόνο επειδή το αποδοκίμαζαν στο σχολείο. Τις ημέρες της θρησκευτικής άσκησης, που μας υποχρέωναν να μένουμε σιωπηλοί, δεν χόρταινα τις λέξεις. Έλυνα τα προβλήματα της αριθμητικής μ' ένα παθιασμένο ενδιαφέρον, που μόνο μ' αυτό το οποίο είχα για τα αστυνομικά μυθιστορήματα θα μπορούσε να συγκριθεί.

Η συμπεριφορά
Σηκωνόμουν αμέσως μόλις κάποιος ανώτερός μου έμπαινε στην αίθουσα. Δεν απουσίαζα ποτέ αδικαιολόγητα. Όταν έμενα στο σπίτι άρρωστος, το θερμόμετρο έδειχνε ότι ήμουν στο κρεβάτι με το δίκιο μου. Όταν έγινε της μόδας να ζωγραφίζεις στην παλάμη σου αγκυλωτούς σταυρούς με κιμωλία και να χτυπάς τους ανυποψίαστους στον ώμο, ήμουν συνήθως απ' αυτούς που την πάθαιναν. Το χειμώνα, την ώρα του μαθήματος, δεν τολμούσα να λιώσω με την ανάσα μου τα κρυστάλλινα λουλούδια που κρέμονταν έξω απ' τα παράθυρα. Πότε πότε κρυφοδιάβαζα κάτω απ' το θρανίο. Κάθε φορά που οι καθηγητές με κοίταζαν, προσπαθούσα να τους ανταποδώσω τη ματιά τους με "ειλικρίνεια" και "ευθύτητα". Μπορούσα να βάλω τα χέρια μου πάνω στο θρανίο αυτοστιγμεί, αν με πρόσταζαν να το κάνω. Τις περισσότερες φορές τα κορδόνια των παπουτσιών μου ήταν τόσο κοντά που δεν μπορούσα να τα δέσω.
Πέτερ Χάντκε (1942)




*Tο κείμενο είναι από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ - τ.157-158, Αύγ. 2007,
σε απόδοση στα ελληνικά Μαρίας Αγγελίδου.

* Φωτογραφίες: answers.com, marcopolo.provincia.venezia.it
handkeromance.scriptmania.com


= = =
Από τις 7 Μαΐου, στο θέατρο Σημείο, το έργο του Πέτερ Χάντκε Όταν δεν ήξερε ο ένας για τον άλλο σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά και σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή. Το έργο θα παρουσιαστεί ξανά από τον Οκτώβριο του 2008. Περισσότερα
-ΕΔΩ-

Ετικέτες , ,

5 Δεκ 2007

37 ~ Νανά Ησαΐα: Η ωραιότητα, του τίποτα

14 Μαΐου 1981
Σ' ένα τέταρτο θα έρθει ένας πιστός φίλος, δικός μου και του κινηματογράφου, με τον οποίο χρόνια τώρα, τακτικά, πηγαίνομε μαζί στον κινηματογράφο ακριβώς! Για χρόνια τώρα, με όλα όσα γύρω μας αλλάζουν και ανατρέπονται, διασχίζοντας κρίσεις δικές μας, του τόπου μας και του κόσμου, εμείς, σταθερά, πηγαίνομε στον κινηματογράφο. Έχομε τόσο συνηθίσει ο ένας τον άλλο, στις αίθουσες της προβολής, που συχνά ξεχνάμε ότι είμαστε ο ένας μαζί με τον άλλο. Αλλά διάλεξα κακή στιγμή για να γράψω εδώ, γιατί σε πέντε λεπτά θα έρθει. Γενικά, δεν θα προλάβω να γράψω καθόλου απόψε, εκτός και αν θα συνεχίσω εδώ μετά, όταν θα έχω επιστρέψει. Όμως το βιβλίο που γράφω τώρα για τρίτη φορά, θα μείνει πίσω. Επιμένω να το τελειώσω σ' ένα ελάχιστο διάστημα. Σαν να πρέπει να το τελειώσω, πριν κάτι συμβεί στη ζωή μου, που θα ήταν δυνατόν να το σταματήσει και με αυτή την αίσθηση δουλεύω και σε ό,τι άλλο κάνω τώρα. Και όπως το μυαλό μου, συνέχεια, παράγει περισσότερα πράγματα απ' όσα μπορεί να παρακολουθήσει, συνέχεια, βρίσκομαι σε μια κούρσα θανάτου, που πρέπει να φτάσει στο τέλος της, πριν διακοπεί από τις επίτηδες επικίνδυνες στροφές της. Θα τελειώσω, ποτέ, με αυτή την κούρσα, που διαρκώς ξεκινάω από την αρχή, κάνοντας πάντα την ίδια τρομακτική διαδρομή από κάποιο σημείο του νου μου ώς κάποιο άλλο; Πολλές φορές αναλογίζομαι τα όσα πρόλαβαν να γίνουν σε αυτού του είδους τις διαδρομές, λέγοντας ότι, αν πρόλαβαν αυτά, θα προλάβουν και τ' άλλα, Όμως, αυτά που πρόλαβαν δεν μ' ενδιαφέρουν πια, και είναι πάντα τ' άλλα, που θέλει κανείς, αυτά που διακινδυνεύουν να μη συμβούν, γιατι μόλις και υπάρχουν.

Δεν ξέρω, πραγματικά, τί έχω πάθει. Δουλεύοντας στη ζωγραφική έξη ώρες το πρωί και γράφοντας άλλες τέσσερις ή περισσότερες το βράδυ, χωρίς να βγαίνω έξω σχεδόν καθόλου. Ούτε bridge δεν παίζω πια. Ίσως γιατί όπου και αν θα πήγαινα: ποτέ, πουθενά, δεν θα ήταν.

Γράφω αργότερα τώρα. Δεν θα ήταν τί; Ή δεν θα ήταν ποιος; Δεν θα ήταν αυτός, θα έπρεπε να πω. Χαρακτηριστική, ερωτική φάση, θα έλεγε κανείς. Κάποτε, ίσως, θα πάψουν όλα να μην είναι πια. Θ' αρχίσουν να είναι. Αλλά είμαι σαράντα έξη ετών. Δεν έχω να πάω πουθενά και δεν μπορώ να επιστρέψω στην προτεραία θέση. Στην οποία, από πολύ μακριά και μετά από πολύ καιρό, είχα φτάσει. Όταν, κάποτε, είχα αισθανθεί και γράψει: "Η ζωή μου έχει αυτή την ποιότητα. Την ωραιότητα του τίποτα". Και την είχε. Γιατί είναι τότε, μόνο, όταν σχεδόν τίποτα δεν είναι υπαρκτό, που όλα υπάρχουν. Γιατί όλα ισότιμα, τότε, λάμπουν. Όταν τίποτα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πια, τότε και μόνο, όλα έχουν. Το μεγάλο Βουδιστικό μάθημα. Που έμαθα και ξέχασα. Μνήμη καμιά. Του μεγάλου μαθήματος. Μνήμη μόνο του πάθους.

Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που ήμαστε μαζί, πέρυσι, τον Μάιο, ήμαστε μαζί. Για ένα μήνα περίπου. Και, βέβαια, έφτασε ένας μήνας για ν' ανατρέψει μια ζωή ετών. Προσπαθώ να πω ότι από μένα εξαρτάται το να σταματήσει αυτή η υπερβολή. Ότι ξέρω τον τρόπο να σταματώ κάθε ανεπιθύμητη αίσθηση και σκέψη. Και ότι με τον τρόπο αυτό επέζησα μετά και από τους δύο μου νεκρούς. Και μετά από τις τύψεις. Και ο τρόπος είναι απλός. Λες "στοπ". Κάθε στιγμή που στρέφεσαι προς τα εκεί όπου η κάθε πράξη είναι χωρίς αλλαγή, δικαίωση, εξήγηση άλλη από μια σειρά προηγούμενων πράξεων, που κανείς δεν θα ήταν δυνατόν να είχε ποτέ αποτρέψει. Στοπ στον εαυτό σου, που θέλει να πάει προς τα εκεί όπου δεν μπορεί να πάει κανείς. Στοπ στο συνοθύλευμα του μύθου, του νου και της καρδιάς, που δεν έχει σχέση με ό,τι υπήρξε ποτέ και ποτέ πια δεν θα υπάρξει. Στοπ στα λόγια που έχουν λεχθεί και σε αυτά που θα έχουν λεχθεί. Στοπ στις σκηνές που έχουν συμβεί και σε αυτές που δεν έχουν συμβεί. Στοπ.

Ναι, ο τρόπος είναι απλός. Το κόλπο αλάνθαστο. Σε ολόκληρο αυτό το χρόνο είπα να το εφαρμόσω ακόμα μια φορά και δεν το έκανα. "Αν θέλει να ξεχάσει κανείς μπορεί", είπε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, "πρέπει, όμως, να θέλει". Κι εγώ δεν ήθελα. Και ο τρόπος του να μη θέλεις είναι κι αυτός απλός. Και τώρα;

Τώρα και θα ήθελα και θα μπορούσα. Μόνο που τώρα είναι αργά πια. Είμαι αυτή, πια, που δεν θέλει να βγει έξω. Αυτή, που ό,τι κι αν κάνει, δεν είναι αυτό που θα ήθελε να κάνει ποτέ. Είναι δυνατόν και να μη θυμάμαι ποιο είναι αυτό που θα ήθελα. Θυμάμαι, όμως, ότι αυτό που έχω δεν είναι αυτό που θέλω.

Περίμενα πολύ γι' αυτό το "στοπ", του οποίου η βασική αρετή είναι ότι μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί αμέσως. Έχοντάς το στο χέρι, δε σκέφτηκα πως ό,τι έχομε στο χέρι μπορεί να χαθεί, ακριβώς επειδή είναι τόσο πολύ εκεί και μας αφήνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να διαφύγει.

Άργησα πολύ. Λες και περίμενα τη στιγμή, που θα είχα μεταβληθεί σε μιαν άλλην. Σε αυτή που κάτι ακόμα κρατάει στο χέρι της από μιαν άλλη ζωή και δεν ξέρει πια τί να το κάνει. Αλλά: στοπ! Είναι αργά. Αν δεν κοιμηθώ νωρίς, αύριο θα είμαι χάλια. Είμαι καλεσμένη κάπου. Και θα είναι όλοι εκεί. Και για μένα δε θα είναι ούτε "όλοι", ούτε "εκεί". Αλλά: στοπ. Έστω και αργά, πρέπει να ξεκινήσει από κάπου κανείς. Και το πρώτo που πρέπει να διακοπεί, είναι οι βραδινές ώρες, που τραβούν και τραβούν ώς το πρωί. Πάω να κάνω όλα όσα πρέπει για να κοιμηθώ. Αργοπορημένη, ήδη, αν κι ένα τέταρτο πιο νωρίς απ' ό,τι συνήθως.
Νανά Ησαΐα (1934-2003)


* Το κείμενο και η φωτογραφία είναι από το βιβλίο
της Νανάς Ησαΐα Άλλη - ημερολόγιο
Εκδόσεις Δωδώνη, 1981

Ετικέτες , ,