28 Φεβ 2009

70 ~ Δημήτρης Μυράτ: ...ανέσυρα τη Ζωή μου και τους την έδωσα

Βρισκόμαστε στην Πόλη με το θίασο Μαρίκας-Κυβέλης το 1934, μαζί με το ζεύγος Τσαγανέα, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε στα παρασκήνια ο Γιώργος Βιτσώρης. Τον στριμώξαμε σ' ένα καμαρίνι με τον Τσαγανέα και με το τσιγκέλι τού αποσπάσαμε την ομολογία πως ήρθε να δει τον αρχηγό του που κρυβότανε στην Πρίγκηπο κι έφευγε το άλλο βράδυ.

Πέσαμε στα πόδια του. Ο Χρήστος ήταν οργανωμένος τροτσκιστής, εγώ όχι, αλλά ο Βιτσώρης γνώριζε τον απέραντο θαυμασμό μου για τον μεγάλο άνδρα και το κύριο προσόν του χαρακτήρα μου -δεν ξέρω δα αν έχω κι άλλα;- είναι η μπέσα' ίσως επειδή ρέει πολύ αρβανίτικο αίμα στις φλέβες μου. Τον παρακαλέσαμε να μας πάρει μαζί του. Τελικά πείσθηκε, αφού πρώτα του δώσαμε το λόγο μας πως δεν θα μας ξεφύγει κουβέντα, ακόμα και στους πιο δικούς μας. Θα συναντιόμαστε χαράματα την άλλη μέρα στην προκυμαία του Γαλατά. Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Η σκέψη πως θα συναντούσα μιαν από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του αιώνα, μου 'φέρνε χτυποκάρδι να μου σπάσει την καρδιά. Λίγα γραπτά του, είχα διαβάσει σε ελληνικές μεταφράσεις, την Προδομένη Επανάσταση, μια έξοχη μονογραφία του Λένιν, μερικά άρθρα, και είχα θαυμάσει τη σαφήνεια με την οποία εξέθετε τις ιδέες του και την εμβρίθεια των κειμένων του. Στη διάρκεια του αμυντικού πολέμου των Μπολσεβίκων, ζήτησε να του στείλουν απ' τη Μόσχα στο Κόκκινο Τραίνο τα άπαντα του Αισχύλου, για να ξεκουράζει το κουρασμένο του μυαλό μόλις είχε λίγον καιρό!

Σχεδόν πρίν φέξει βρεθήκαμε στην προκυμαία με τον Τσαγανέα. Στην καθορισμένη ώρα εμφανίστηκε ο Βιτσώρης μέσα στο σύθαμπο της αυγής και μας δήλωσε ταραγμένος πως η επίσκεψη πρέπει να ματαιωθεί. «Αν τύχει και γίνει καμιά απόπειρα τις επόμενες μέρες της επίσκεψής σας, θα μπείτε στον κατάλογο των υπόπτων. Και τότε δεν την γλυτώνετε. Ήταν επιπόλαιη η υπόσχεση που σας έδωσα». Καταλάβαμε. Αναμετρήσαμε τον κίνδυνο και τρομάξαμε. Όχι μόνο για μας, αλλά και για τον ίδιο τον Βιτσώρη. Τον ξεπροβοδίσαμε λυπημένο μέχρι το παποράκι, χάνοντας μια μοναδική εμπειρία στη ζωή μας. Δεν ξαναείδα τον Βιτσώρη. Έμαθα πως στον πόλεμο βρέθηκε στο Παρίσι και πιάστηκε απ' την Γκεστάπο. Πέθανε στις φυλακές, απ' την καλοπέραση φαντάζομαι. Οι φουκαράδες οι τροτσκιστές από παντού χτυπιόντουσαν!

Τα χρόνια πέρασαν. Κάποιο απογεματάκι εμφανίστηκε η Νίτσα Τσαγανέα στο σπίτι μας στα Πατήσια μ' ένα παλικάρι καμιά εικοσιπενταριά χρονώ, που κρατούσε αγκαλιά ένα μεγάλο βιβλίο τυλιγμένο σ' εφημερίδες. Κλειστήκαμε στο γραφείο του πατέρα μου και η Νίτσα μού σύστησε τον νέο: «Ο Δήμος». «Δήμος τι;» ρώτησα. Έγινε μια μικρή παύση και η Νίτσα επανέλαβε με νόημα: «Ο Δήμος». Κατάλαβα.Ήταν το ψευδώνυμο της παρανομίας. Ο Δήμος ξετύλιξε απ' τις εφημερίδες το βιβλίο και μου το 'δωσε. Ήταν η αυτοβιογραφία του Τρότσκυ Η ζωή μου, σε αγγλική μετάφραση. Μου εξήγησε το σκοπό της επίσκεψής του. Το κόμμα, το τροτσκιστικό, με παρακαλεί να μεταφράσω ένα πολυσέλιδο κεφάλαιο που μου είχαν σημαδέψει. Δέχτηκα πρόθυμα και ρίχτηκα στη δουλειά, διαβάζοντας ταυτόχρονα το αφάνταστα ενδιαφέρον βιβλίο.

Ήρθε ξαφνικά η 4η Αυγούστου και όλα άλλαξαν. Άργησα να μάθω πως ο Δήμος πιάστηκε απ' τους πρώτους και κάπου τον πήγανε, στην Ακροναυπλία ή στο Καλπάκι, άλλη μια επιβεβαίωση της ανέντιμης συκοφαντίας πως οι τροτσκιστές ήταν στην υπηρεσία της Γενικής Ασφάλειας. Φαντάζομαι την κατάπληξη των φανατικών σταλινικών, όταν αποκαλύφθηκε, μετά το θάνατο του, φυσικά, πως ο Στάλιν είχε διατελέσει για ένα μικρό διάστημα, πριν από την επανάσταση, έμμισθο όργανο της Οχράνα, της μυστικής τσαρικής αστυνομίας!

Πέρασαν τα χρόνια της Κατοχής. Και σαν ήρθε η Απελευθέρωση, με πληροφόρησαν οι Τσαγανέηδες -παίζαμε πάντα στον ίδιο θίασο με το εξαίρετο θεατρικό ζευγάρι- πως ο Δήμος βγήκε απ' τίς φυλακές και θα 'ρθουνε μιαν απ' αυτές τις μέρες να παραλάβουνε το βιβλίο και τη μετάφραση, πού είχα βέβαια από καιρό έτοιμη. Καλώς να 'ρθούν. Όμως σε λίγες μέρες οι καλοί φίλοι, μου 'φεραν τα θλιβερά μαντάτα. Ο Δήμος, με την αποχώρηση των Γερμανών, βρέθηκε πάλι λεύτερος και γύρισε στους γονιούς του που τον είχανε ξεγράψει, στο Περιστέρι. Κάηκε το πελεκούδι στη γειτονιά εκείνο το βράδυ. Συγγενείς και φίλοι μαζεύτηκαν στο φτωχικό σπιτάκι να γιορτάσουνε το γυρισμό του νεκραναστημένου. Και τα χαράματα, σαν είχαν όλα καταλαγιάσει μπήκαν στο σπίτι κάτι λεβέντες της ΟΠΛΑ, άρπαξαν τον Δήμο που έκανε εννιά χρόνια στα μπουντρούμια για τις μαρξιστικές του πεποιθήσεις, τον πήγανε σε κάποια χωματερή και τον σφάξανε!

Πέρασαν πάλι τα xρόνια. Κι όσο μεγαλώνεις, περνάνε ακόμα πιο γρήγορα. Ένα βραδινό ήρθαν στα Πατήσια και με ζήτησαν δυο παλικάρια. Είxαμε τότε κυβέρνηση Πλαστήρα. «Ήρθαμε να σας παρακαλέσουμε να μας επιστρέψετε το βιβλίο που σας είxε δώσει ο Δήμος. Ερxόμαστε απ' το κόμμα» (εννοούσαν το τροτσκιστικό). Άρxισε τότε μια ατέλειωτη συζήτηση. Έλεγα πως ύστερα από τόσα xρόνια το βιβλίο είxε περιέλθει στην ιδιοκτησία μου, πως δεν έβλεπα στα χέρια τους καμιά εξουσιοδότηση, κι αυτοί ανέπτυσσαν τα δικά τους επιxειρήματα, που έφτασαν να γίνουν ελαφρώς προσβλητικά, οπόταν, ξαφνικά, ο ένας απ' τους δύο άλλαξε τακτική: «Εντάξει, θα σας πούμε κάτι που εμείς δεν το πιστεύουμε, αλλά σεις, απ' όσα έxουμε ακούσει, ανήκετε στην ιδανιστική φιλοσοφία και το πιστεύετε. Νομίζετε πως η ψυxή του Δήμου θα είναι ευxαριστημένη με την πράξη σας; Να κατακρατάτε ένα βιβλίο που ανήκει νόμιμα στο κόμμα για το οποίο έδωσε τη ζωή του

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Η αγάπη μου στο βιβλίο με μετέβαλε σε κοινό κλέφτη. Τους άφησα εκεί που στεκόντουσαν, πήγα στη βιβλιοθήκη, ανέσυρα τη Ζωή μου, γύρισα και τους την έδωσα. Μου είχαν βρει την αχίλλειο πτέρνα μου!
Δημήτρης Μυράτ (1908-1991)

Image and video hosting by TinyPic

* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Δημήτρης Μυράτ "Οψέ οι μύλοι των θεών"
εκδ. Καστανιώτη, 1998
* οι φωτογραφίες είναι από το ίδιο βιβλίο

Ετικέτες , ,

16 Φεβ 2009

69 ~ Οδυσσέας Ελύτης: ένα παιδί με μοναχικές τάσεις, σ' αυτό το θαλασσινό σχολείο...

...από μικρό παιδί αγαπούσα τη λογοτεχνία και ανακατευόμουνα με τα βιβλία. Κάποτε, μια παράξενη διαίσθηση με έκανε να σκέπτομαι ότι ένα άλλο στρώμα, βαθύτερο, κάτω από το στρώμα των φαινομένων, αποτελούσε την αληθινή ζωή. Και ότι η περιγραφική, η λογική τάξη του λόγου, όπως τη συναντούσα στα μυθιστορήματα που διάβαζα τότε, δεν κατόρθωνε πάντοτε να την αποδώσει. Αλλά ότι υπήρχε μια εντελώς διαφορετική χρήση της γλώσσας, που την έλεγαν λυρική και ότι αυτή είχε τη δύναμη να πλησιάζει και ν' αποκαλύπτει την πραγματικότητα στη βαθύτερη ουσία της, ήταν ένα πράμα που μήτε καν το υποψιαζόμουνα. Χρειάστηκε να περάσει καιρός. Είχα τελειώσει πια το γυμνάσιο, όταν, μια μέρα, ένα τυχαίο γεγονός με έφερε σε επαφή με μερικά από τα καλύτερα έργα συγχρόνων ευρωπαίων ποιητών. Είπα, ένα τυχαίο γεγονός. Αλλά η τύχη, όπως κατάλαβα αργότερα, για έναν ποιητή τουλάχιστον, δεν είναι η απλή σύμπτωση, αλλά το φανέρωμα μιας δύναμης που ο αόρατος μηχανισμός της μας διαφεύγει.

[....] Ως τη στιγμή που έπιασα την πέννα, η προσωπική εμπειρία μου ήταν εντοπισμένη σ' έναν πολύ συγκεκριμένο φυσικό χώρο, που ήταν ο χώρος του Αιγαίου. Ολόκληρη η κατασκευή μου άλλωστε, και η αγωγή μου μπορώ να πω, ήταν νησιωτική - γι' αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχα γεννηθεί στην Κρήτη. Μέσα μου έκλεινα, σαν σε σπόρο, τη μνήμη μιας ατέλειωτης σειράς προγόνων από τη Λέσβο. Και είχα περάσει όλα τα μυθικά καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων σ' ένα μικρό νησί του Αργολικού, απ' αυτά που είχανε παίξει τόσο μεγάλο ρόλο στην Επανάσταση. Μέσα σ' αυτό το θαλασσινό σχολείο, ένα παιδί με μοναχικές τάσεις, ήτανε φυσικό ν' αποκτήσει μιαν εντελώς ιδιότυπη ευαισθησία. Η φαντασία μου αποθησαύριζε εικόνες που αργότερα, όσο μεγάλωνα, έμελλαν να πάρουν μέσα μου προεκτάσεις άλλες, αισθητικές, ψυχικές και ηθικές ακόμη. Ακρογιάλια έρημα μέσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού' μουράγια με παλιά σκουριασμένα κανόνια' όρμοι παρθένοι κι ανέγγιχτοι, γεμάτοι από τη μυστική ζωή των ψαριών' κήποι κλειστοί και κρεμασμένοι πάνω από τον παφλασμό των κυμάτων' νύχτες που μυρίζανε δεντρολίβανο και ξεχειλίζανε από μυριάδες τριζόνια... Κι αυτά όλα, κατοικημένα από απίθανα πλάσματα, από μυθικές μορφές γυναικών με μακριά μαλλιά και διάφανα σώματα, που κρατούσαν κι έφερναν στα χέρια τους μιαν άλλου είδους αγνότητα. Αυτή ίσως που αντιστοιχούσε στο τοπίο και έλειπε από τη ζωή γύρω μου. Μιαν αγνότητα από ολοκληρωμένες αισθήσεις, που καθαγίαζε ό,τι είχαμε συνηθίσει να ονομάζουμε ταπεινό ή χυδαίο, και που δεν ξεχώριζε το ιδανικό από την ύλη.

Από κει άρχισε να κεντρίζει το ενδιαφέρον μου ο μυστικός μηχανισμός των μεταμορφώσεων που έκλεινε σε λανθάνουσα κατάσταση η πραγματικότητα, και που μόνον η φαντασία μπορούσε ν' αποκαλύψει.
Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)



* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το
περιοδικό η λέξη - τ.164/165, Αύγ. 2001
* οι φωτογραφίες είναι από το περιοδικό χάρτης,
τ.21/22/23, Νοε.1986

Ετικέτες , , ,

2 Φεβ 2009

68 ~ Μαξίμ Γκόρκι: ...βλέπω τη μύτη του παπουτσιού να κοπανάει το στήθος μιας γυναίκας

Ένα απόγεμα όπως έμπαινα στην κουζίνα άκουσα τη μητέρα μου να βγάζει μια σπαραχτική κραυγή:

— Ευγκένυ, σε παρακαλώ, σε ικετεύω...
— Βλακείες, έλεγε ο πατριός μου.
— Αχ! ξέρω πως πηγαίνεις σπίτι της!
— Και λοιπόν;

Για λίγες στιγμές σωπάσανε και οι δυο, ύστερα η μητέρα μου μέσα στο βήχα της φώναξε:
— Κανάγιας που είσαι!

Άκουσα το Μαξίμωφ να τη χτυπάει και έτρεξα στο δωμάτιο. Πεσμένη στα γόνατα η μητέρα μου, ακούμπαγε με τη ράχη και με τα χέρια της σε μια καρέκλα αγκομαχώντας, με το κεφάλι ριγμένο πίσω, φούσκωνε το στήθος της και τα μάτια της γυαλίζανε με μια τρομαχτική λάμψη. Ο άντρας της καλοντυμένος με καινούρια στολή της έδινε κλωτσιές με τη μπότα του στα στήθια της. Αρπάζοντας απ' το τραπέζι ένα μαχαίρι με χερούλι από κόκαλο σκαλισμένο με ασήμι, που κόβαμε το ψωμί, το μόνο ενθύμιο που είχε μείνει απ' τον πατέρα μου, θέλησα να το μπήξω με όλη μου τη δύναμη στην κοιλιά του κακούργου. Ευτυχώς η μητέρα μου πρόφτασε να σπρώξει το Μαξίμωφ, η λεπίδα γλίστρησε στο ύφασμα, το ξέσκισε και μόνο τον γρατζούνισε λίγο. Ο πατριός μου έβαλε άγριες φωνές και βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο, με το χέρι στην κοιλιά του. Η μητέρα μου μ' έπιασε, με σήκωσε ψηλά και μουγγρίζοντας, με πέταξε με δύναμη στο πάτωμα και έπεσε απάνω μου με όλο το βάρος της. Απελευθερώθηκα απ' το Μαξίμωφ, που ξαναγύρισε στο σπίτι.

Αργότερα το βράδυ, όταν, μ' όλα αυτά ο άντρας της βγήκε, η μητέρα μου ήρθε και με βρήκε πίσω απ' τη σόμπα, με πήρε στην αγκαλιά της και με φίλησε κλαίγοντας:

— Συχώρεσέ με! Δεν είχα δίκηο! Αχ! μικρούλη μου! Πώς τόλμησες; Με μαχαίρι!

Πολύ ειλικρινά, και καταλαβαίνοντας πολύ καλά το νόημα κείνων που έλεγα, της δήλωσα πώς είχα σκοπό να σφάξω τον πατριό μου και να σκοτωθώ μετά. Και νομίζω πως θα τόχα κάνει ή τουλάχιστον θα είχα δοκιμάσει. Και τώρα ακόμη βλέπω, εκείνη την απαίσια στιγμή, το μακρύ πόδι και το σειρήτι που ξεχώριζε στο ύφασμα του παντελονιού. Βλέπω κείνο το πόδι που ταλαντεύεται, βλέπω τη μύτη του παπουτσιού να κοπανάει το στήθος μιας γυναίκας. Πολλά χρόνια υστερότερα ο δύστυχος Μαξίμωφ πέθανε μπροστά στα μάτια μου σ' ένα νοσοκομείο. Μου είτανε παράξενα συμπαθητικός τότε και έκλαψα βλέποντας τα όμορφα σαστισμένα μάτια του να θολώνουν και να σβύνουν. Μα κι' αυτήν ακόμα την πονεμένη ώρα, με την ψυχή γεμάτη από μιαν ανείπωτη αγωνία, δε μπόρεσα να ξεχάσω πως ο άνθρωπος αυτός είχε δώσει κλωτσιές στη μητέρα μου.
Maxim Gorky (1868-1936)
(Aleksey Maksimovich Peshkov)




* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Μαξίμ Γκόρκυ, Τα παιδικά χρόνια της ζωής μου -
εκδ. Λογοτεχνική Μορφωτική Εταιρεία
σε μετάφραση Σ. Βήτα

* φωτογραφίες: 21stcenturysocialism.com, pro.corbis.com

Ετικέτες , ,