24 Ιουν 2009

77 ~ Λιλίκα Νάκου: η σωτηρία κι η περιπέτεια φανερώθηκαν αναπάντεχα μπροστά μου.

Ταξίδι προς τα βόρεια
Ένα μεσημέρι με καλεί στο γραφείο του ο διευθυντής.
- Ακόμα εδώ είσαι; Πότε θα φέρεις τ' αρκουδάκι από τη Λαπωνία; Θέλω και ρεπορτάζ για τη Σουηδία, δεν είπαμε;
- Να φύγω, κύριε διευθυντά, αλλά με τι χρήματα; Θέλω να τακτοποιήσετε τις 2.800, τον τακτικό μου μισθό, που θα παίρνει εδώ ή μητέρα μου, και ξέχωρα το ταξίδι μου και τα έξοδα εκεί.
- Καλώς. Θέση τζάμπα σε βαπόρι θα σου εξασφαλίσω. Και κάτι θα πάρεις κι από δω. Τ' άλλα, όταν βγεις στο Γκότενμποργκ, στο λιμάνι, θα τα βρεις εκεί, σε τράπεζα. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι, κύριε διεθυντά.

Καθώς έβγαινα από το γραφείο, συναντώ τον Νίτσο. Μου λέει:
- Βρε χαζή, έπρεπε να ζητήσεις προκαταβολή! Αν δεν σου στείλουν τα λεφτά εκεί που θα πάς, τι θα κάνεις;

Όπως φάνηκε ύστερα, είχε δίκιο όπως πάντα. Και μ' όλες τίς διαμαρτυρίες της μητέρας μου που δε συμφωνούσε γι' αυτό το ταξίδι, έφυγα. Ήταν, θυμάμαι, τέλη Μαΐου. Το βαπόρι που μου είχε βρεί θέση ο συνταγματάρχης, μετέφερε κάρβουνα κι ήταν του πνιγμού: παλιό, μικρό, βρώμικο. Η τουαλέτα ήταν αεροκρεμαστή στην άκρη του βαποριού, πάνω από τη θάλασσα. Έπρεπε να πιάνεσαι από δυο σίδερα, για να μη χάσεις την ισορροπία σου. Όχι για γυναίκες... Σωστό μαρτύριο. Το δεύτερο βάσανο ήταν ότι κουνούσε πολύ και μύριζε παστουρμά. Κατά τα άλλα ήταν περίφημα. Θαυμάσιος άνθρωπος ο καπετάνιος με τις φωτογραφίες των παιδιών του και της γυναίκας του ολόγυρα στην καμπίνα του:
- Γι' αυτά τα παιδιά και για τούτη τη γριούλα θαλασσοπνίγομαι, μου είπε και μου έδειξε τη φωτογραφία της μάνας του. Αμ, εσύ κοπέλα μου, γιατί ταξιδεύεις;
- Εμένα μ' αρέσει η δουλειά μου, το ελεύθερο ρεπορτάζ Υστερα κι εγώ έxω μάνα, σπιτικό και δεν είμαι πλούσια. Αν δεν εργαστώ, πώς θα ζήσουμε;
- Μπράβο, κοπέλα μου! Μόνο που θα κουνηθούμε στον Ατλαντικό. Παλιό και το καράβι! Και δεν μου λες, συνέχισε ο καπετάνιος, εκεί στο Γκότενμποργκ που θα σ' αφήσω, ξέρεις κανέναν, μήπως και σου συμβεί τίποτα;
- Τι να μου συμβεί, καπετάνιε; Δε θα μείνω εκεί. Θα πάω στον Βορρά, στη Λαπωνία. Ο συνταγματάρχης θέλει να του φέρω μιαν άσπρη αρκουδίτσα για τον ζωολογικό του κήπο.
Ο καπετάνιος γέλασε:
- Να του πεις να βάλει πρώτα εκεί μέσα τον εαυτό του! Τον ξέρω, δα, χρόνια τώρα τον συνταγματάρχη. Χρυσός άνθρωπος, αλλά λίγο βίδα! Άκου ιδέα να σε στείλει ταξίδι με τέτοιο βαπόρι! Έxεις περάσει ποτέ τον Βόρειο Ατλαντικό;

Δεν μου άρεσε καθόλου ο Ατλαντικός. Όλο θυμωμένος είναι και σκοτεινός. Πού η δικιά μας η Μεσόγειος! Όσο και να θυμώσει, μαύρη-μουτζούρα δεν γίνεται. Και να σε πνίξει, θα σε τυλίξει σε λιγάκι σε θαλασσιά ατλάζια. [....] Φτάσαμε τέλος πάντων στις θάλασσες του Βορρά. Κρύο, σκοτεινά τα νερά. Πλήθος θαλασσοπούλια ακολουθούσαν το καράβι που έμοιαζε σαν καρυδότσουφλο πάνω στον ωκεανό. Κοντεύαμε να φτάσουμε στο Γκότενμποργκ, το λιμάνι το ξακουστό της Σουηδίας με σπουδαίο Πανεπιστήμιο, με φάμπρικες μεγάλες, με 600.000 κατοίκους - απ' ό,τι μου είπε ο καπετάνιος. Λυπόμουν που θ' άφηνα τον καλό αυτό άνθρωπο. Είχαμε γίνει φίλοι. Και με το πλήρωμα είχα φιλίες. Παιδιά των νησιών μας τα περισσότερα, τα ένοιωθα σαν αδέρφια. Μου είχαν φερθεί πάντα με σεβασμό και συμπάθεια. Κανένα άτοπο αστείο, ούτε ένα πείραγμα πρόστυχο. Λυπήθηκα λοιπόν αφήνοντας το βαπόρι που μου φαίνονταν σαν ένα κομμάτι Ελλάδα.

Βρέθηκα ξαφνικά μοναχή στο Γκότενμποργκ. Γύρω μου κόσμος άγνωστος: ψηλοί, ξανθοί άνθρωποι άλλης ράτσας, μιλούσαν μια γλώσσα που μου φάνηκε πως συγγένευε με τα Γερμανικά. Με λύπη και κάποια αγωνία απομακρύνθηκα από το Ελληνικό καρβουνιάρικο βαπόρι. Ήταν μια σταλιά κι αυτό με την Ελληνική σημαιούλα του μπροστά στους άλλους γίγαντες του λιμανιού. Ο καπετάνιος μ' αποχαιρέτισε εγκάρδια και μου έδωσε γραπτές τις ημερομηνίες που θα ξαναπερνούσε από δω, για να γύριζα μαζί του πίσω στην Ελλάδα. Η πολιτεία του Γκότενμποργκ ήταν νοικοκυρεμένη, κατακάθαρη: πάρκα ωραιότατα ή μικρές πλατείες με λουλούδια, βρύσες, στέρνες και πάγκους. Παρατήρησα ότι οι άνθρωποι πού κάθονταν στα παγκάκια, νέοι-γέροι, διαβάζανε. Όλοι βάσταγαν ένα βιβλίο στο χέρι. Μου είχε συστήσει ο καπετάνιος μια μικρή πανσιόν, όχι μακριά από το λιμάνι. Την κρατούσε μια πρώην δασκάλα των Γερμανικών. Είχε ζήσει στην Αθήνα, κοντά σε κάποια οικογένεια, και γνώριζε Έλληνες. Η φράου Μπετίνα κουτσομιλούσε τα Ελληνικά. Μου έδωκε το φτηνότερο μοναχικό δωμάτιο που είχε. Ήταν καθαρότατο, όπως όλα στη Σουηδία. Ευθύς την άλλη μέρα, πέρασα από την τράπεζα να δω αν φτάσανε τα λεφτά, ώστε να εξακολουθήσω το ταξίδι. Ευγενέστατος ο υπάλληλος κυττά τα χαρτιά του, συμβουλεύεται τα τεφτέρια του, ρωτά έναν διπλανό του, με κυττάζει, ρωτά ξανά τ' όνομά μου μήπως γίνηκε κανένα λάθος, ρωτά τ' όνομα του αποστολέως. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Έxει xάζι να μη στείλανε τα λεφτά! Τι θα γινόμουν δίxως πεντάρα στο Γκότενμποργκ καi πώς θα συνέxιζα το ταξίδι μου στη Λαπωνία; Στo τέλος μου λέει στα Γερμανικά:
- Δυστυxώς τα λεφτά δεν ήρθαν ακόμα. Περάστε αύριο!

Λες καί καταλαβαίνει την αγωνία μου ό άνθρωπος καί μου ξαναλέει με μαλακότερο τρόπο:
- Ε, ασφαλώς θαρθούνε αύριο. Ξαναπεράστε!

Αυτό το «ξαναπεράστε» πόσες φορές δεν τ' άκουσα! Δεκαπέντε μέρες στο Γκότενμποργκ, κάθε μέρα πήγαινα και ρωτούσα στην τράπεζα. Στο τέλος λαβαίνω από τον εκλεκτό συνάδελφο Παπαγεωργίου ένα γράμμα που μου έλεγε τα εξής: «Ναι μεν ο συνταγματάρχης έδωσε τα λεπτά να σου τα στείλουν, εκείνος όμως που τα παρέλαβε, τα έπαιξε στον Ιππόδρομο, και τα έχασε. Ο διευθυντής έγινε έξω φρενών, όταν το έμαθε, δεν πρόκειται όμως να σου στείλει άλλα. Κανόνισε την πορεία σου και γύρισε πίσω».

Ο καλός ο Παπαγεωργίου! Είχε την έννοια μου! Αλλά τι πορεία να κανονίσω; Τα λεφτά μου δεν με φτάνανε ούτε να πληρώσω την πανσιόν όπου έμενα! Ύστερα τι θα έτρωγα ώσπου να περάσει το Ελληνικό καράβι; Ζαλισμένη από τις σκοτούρες, πήγα και κάθησα σ' έναν πάγκο, σε κάποιο μικρό πάρκο. Στη μέση υπήρχε μια τεχνητή λίμνη. Γύρω-γύρω την πλαισιώνανε κάτι δεντράκια, σαν κλαίουσες. Μα ούτε το τοπίο έβλεπα, ούτε πιο πέρα, έναν μικρό πίδακα που στόλιζε το πάρκο. [....] Εκεί-δα λοιπόν που καθόμουν και κύτταζα έναν σκίουρο να πηδά σε κάποιο δέντρο, η σωτηρία κι η περιπέτεια φανερώθηκαν αναπάντεχα μπροστά μου.

Μια παράξενη ρεπόρτερ
Η σωτηρία παίρνει πολλές απροσδόκητες μορφές στα μάτια των απελπισμένων. Για μένα ήρθε σαν ένα σκυλάκι μ' αφτιά μεγάλα, μισόστραβο ακόμα, που πήγε γραμμή κι έπεσε, εκεί μπροστά μου, στη στέρνα του μικρού πάρκου. Αυθόρμητα, δίχως να το καλοσκεφτώ, τρέχω, σκύβω πάνω από την πεζούλα κι απλώνω το χέρι να το πιάσω, μα γλυστρώ και πέφτω στο νερό. Η στέρνα ήταν αρκετά βαθιά. Κολυμπώ και κρατώντας το σκυλί βγαίνω έξω. Γύρω μου είχαν μαζευτεί καμπόσοι άνθρωποι και χαζεύανε.

Ξαφνικά μπροστά μου παρουσιάζεται μια πανύψηλη αντρογυναίκα ακαθορίστου ηλικίας. Φορούσε ταγέρ αντρικά ραμένο. Η φούστα της - πριν γίνει της μόδας - έφτανε ίσαμε το γόνατο. Κομένο το μαλλί, κασκέτο στο κεφάλι, πίπα στο στόμα και μπαστούνι στο χέρι. Αρπάζει το σκυλάκι έτσι, βρεγμένο καθώς ήταν, στην αγκαλιά της. Με τ' άλλο της χέρι παίρνει καί σφίγγει το δικό μου τόσο δυνατά, που έμπηξα μια φωνή: με σακάτεψε! Και μιλώντας χοντρά μού συσταίνεται:
- Μις Ρίντ, δημοσιογράφος του «Νταίηλυ Εξπρές».
- Μιλώ άσχημα Αγγλικά, της λέω. Δεν μιλάμε Γαλλικά καλύτερα;
- Ω, γιές! μου κάνει. Κι εγώ θέλω να εξασκηθώ στα Γαλλικά. Λογαριάζω να μείνω μόνιμα στη Γαλλία ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας μου.

Ήθελε κουβέντα. Της λέω:
- Όπως βλέπετε, είμαι μούσκεμα από το νερό. Μένω δίπλα, να, σ' αυτό το δωμάτιο της μικρής πανσιόν. Να πάω ν' αλλάξω μια στιγμή και τα λέμε. Με περιμένετε;

Η μις Ρίντ με περίμενε κι άμα γύρισα, καθήσαμε στον πάγκο. Σκούπιζε με το κασκόλ το σκυλάκι της.
- Είναι σχεδόν τυφλό, μου λέει. Πάσxει από καταρράκτη. Θα του κάνω σύντομα εγxείρηση. Αγαπάτε τα ζώα; με ρώτησε.
Τη βεβαίωσα πώς ναι.
- Ε, τότε, η τύxη σάς έστειλε μπροστά μου!

Πριν όμως ανοίξουμε συζήτηση, της λέω ποια είμαι, βγάζω την ταυτότητα μου ως δημοσιογράφου και της διηγούμαι πώς βρέθηκα στο Γκότενμποργκ, να μη με πάρει για καμιά απατεώνισσα.
- Ολ ράιτ! λέει η μις Ρίντ. Τώρα θα σου πω κι εγώ ποια είμαι. Έχεις διαβάσει το βιβλίο του Ρίντ «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», για την επανάσταση της Ρωσίας; Ε, λοιπόν, είμαι αδερφή του συγγραφέα. Κι εγώ δημοσιογράφος. Γυρίζω τον κόσμο κάνοντας μεγάλα ρεπορτάζ που πρώτα δημοσιεύονται στην εφημερίδα μου κι ύστερα βγαίνουν σε βιβλία. Έχω γυρίσει τα περισσότερα μέρη της Αφρικής, έχω πάει ως τα μοναστήρια του Θιβέτ, στην Ασία. Τα βιβλία μού αποφέρουν πολλά χρήματα. Ακόμα και στον πόλεμο με τους Μάου-Μάου μ' έστειλε η εφημερίδα μου.

Ένοιωσα σαν ψύλλος μπροστά της. Κάτι νόμιζα πως είχα κάνει κι εγώ γυρίζοντας Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία... Και με τι στερήσεις! Η εφημερίδα της την πλήρωνε καλά. Ενώ οι δικές μας! Όλο μιζέρια κι ο τόπος μας κι οι εφημερίδες μας με τους αχόρταγους ιδιοκτήτες! Ας είναι! Όλοι το ξέρουμε: φτωχός τόπος, όλα φτωχά. Η μίς Ρίντ λοιπόν εξακολούθησε:
- Άκουσε! Εγώ τώρα έχω σκοπό να γράψω ένα βιβλίο για τους Λάπωνες, για τη ζωή τους, τα έθιμα τους, για τις μαγείες που γνωρίζουν. Ξέρεις πως από μακριά μπορούν να κάνουν να ψοφήσει το μισό κοπάδι τάρανδοι κάποιου εχθρού τους; Με τι τρόπο; Αυτό ήθελα να μάθω. Έχω λοιπόν σκοπό να πάω στη χώρα τους, να τραβήξω απάνω, προς τον Μεγάλο Βορρά. Στο μεταξύ θα ήθελα να εξασκηθώ στα Γαλλικά. Τα μιλώ άσχημα, όπως ακούς. Θέλεις να γίνεις γραμματικός μου κι ό,τι γράφω να το μεταφράζεις στα Γαλλικά;
Λιλίκα Νάκου (1904-1989)



* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο:
Λιλίκα Νάκου, Το χρονικό μιας δημοσιογράφου
εκδ. Δωρικός, 1981
* φωτογραφία: viotikoskosmos.wikidot.com
* σκίτσο: culture.ana.gr

Ετικέτες , ,

8 Ιουν 2009

76 ~ Harold Norse: Δεν είμαι άνδρας

Δεν είμαι άνδρας. Δεν μπορώ να κερδίσω το ψωμί μου, παρά μόνο καινούργια πράγματα για την οικογένειά μου.
Έχω ακμή και μικρό πουλί.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν γουστάρω το ποδόσφαιρο, την πυγμαχία και τα αυτοκίνητα.
Μ' αρέσει να εξωτερικεύω την ευαισθησία μου. Μ' αρέσει ακόμα ν' αγκαλιάζω
το φίλο μου απ' τους ώμους.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν θέλω να παίξω το ρόλο που μου όρισαν - το ρόλο που έπλασαν
η Μάντισον Άβενιου, το Play Boy, το Χόλλυγουντ και ο Όλιβερ Κρόμγουελ,
η Τηλεόραση δεν υπαγορεύει την συμπεριφορά μου.

Δεν είμαι άνδρας. Κάποτε που πυροβόλησα έναν σκίουρο, ορκίστηκα πως δεν θα
ξανασκοτώσω. Έκοψα το κρέας. Η θέα του αίματος με αρρωσταίνει.
Μ' αρέσουν τα λουλούδια.

Δεν είμαι άνδρας. Μπήκα φυλακή επειδή εναντιώθηκα στην υποχρεωτική στράτευση.
Δεν τσακώνομαι όταν ένας "αληθινός" άνδρας μoύ επιτίθεται και με κράζει "αδελφή".
Απεχθάνομαι τη βία.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν έχω βιάσει ποτέ γυναίκα. Δεν μισώ τους μαύρους.
Δεν συγκινούμαι όταν η σημαία κυματίζει. Δεν νομίζω ότι πρέπει ή ν' αγαπώ
την Αμερική ή να την εγκαταλείψω. Νομίζω πως θα γελούσα μ' αυτό.

Δεν είμαι άνδρας. Ποτέ δεν είχα γονόρροια.

Δεν είμαι άνδρας. Το Play Boy δεν είναι το αγαπημένο μου περιοδικό.

Δεν είμαι άνδρας. Κλαίω όταν είμαι δυστυχισμένος.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν αισθάνομαι ανώτερος από τις γυναίκες.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν φοράω σπασουάρ.

Δεν είμαι άνδρας. Γράφω ποίηση.

Δεν είμαι άνδρας. Διαλογίζομαι πάνω στην ειρήνη και την αγάπη.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν θέλω να σε καταστρέψω.

Σαν Φρανσίσκο, 1972

Χάρολντ Νορς (6 Ιουλίου 1916 - 8 Ιουνίου 2009)


Ετικέτες , ,