30 Ιουλ 2009

79 ~ Δήμος Σκουλάκης: πορεία προς την αυτοπεποίθηση

* Όταν ανακοίνωσα στον πατέρα μου την πρόθεση να πάω στην Καλών Τεχνών και να γίνω ζωγράφος, μου λέει: «Δηλαδή θα γίνεις ομοφυλόφιλος», επηρεασμένος από τον Τσαρούχη τον οποίο γνώριζε. Του είπα: Μα ο Παπαλουκάς δεν ήταν ομοφυλόφιλος. Και μου απαντά, «ναι αλλά θα πεινάσεις, σαν κι αυτόν. Ξέχασέ το, θα δώσεις στη Σχολή Ευελπίδων». Ενοχλήθηκε τόσο, που άρχισε να σπάει τα τελάρα που είχα στο δωμάτιο μου, να πετάει τα χρώματα στο πάτωμα, να τα πατάει. Κοίταγα τα πατημένα σωληνάρια. Σαν πτώματα ήτανε. Με πιάσανε τα κλάματα. Σκεφτόμουν έντονα την αυτοκτονία. Έλεγα πως αν δεν γίνω ζωγράφος, δεν έχει νόημα να ζω.

Η συμπαράσταση ήρθε από τη μάνα και κυρίως από τη θεία μου την Παπαστεφάνου. Κανόνισαν κι έφυγα για το Παρίσι. Εκεί έπαιρνα τότε τα χρήματα που μου έστελναν από τον φίλο της θείας μου, τον Κριστιάν Ντιορ. Μάλιστα με ρώτησε αν θέλω να γίνω σχεδιαστής μόδας, να πάω με τα άλλα παιδιά, να με διδάξει. Ανάμεσα στα «παιδιά» ήταν και ο Πιερ Καρντέν.

*...ήθελα ένα κοτλέ κοστούμι σαν του Μοντιλιάνι, είχα λίγα χρήματα, πήγα στον Πιερ Καρντέν, μου το έφτιαξε και δεν δεχόταν να πληρωθεί. Ήμουν ο πιο κομψός αδέκαρος στο Παρίσι... Γύριζα σε μουσεία, σκόρπαγα το χρόνο μου. Έπινα, φλέρταρα και καμιά φορά ζωγράφιζα. Συνόδευα τη μοναξιά μου με ποτό. Από τότε άρχισε η συνήθεια να πίνω.

Η πρώτη [μου εξάρτηση] ήταν με το μύθο των ανθρώπων. Όπως με τον Μοντιλιάνι που τον θεωρούσα μοναδικό ζωγράφο. Τελικά κατάλαβα ότι είναι καλός ζωγράφος, όχι ο μέγιστος. Τώρα με αγγίζουν μέχρι δακρύων αισθητικά ο Βαν Γκονγκ, ο Λωτρέκ. Ολοι οι καταραμένοι...

* η Ποπ Αρτ είναι μια ζωγραφική που με είχε αφήσει άναυδο. Την είδα κυρίως πολιτικά. Είμαστε τότε μια ομάδα αριστερών ζωγράφων, που δεν μας άρεσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Μας δημιουργήθηκε λοιπόν μια μεγάλη επιθυμία με την Ποπ Αρτ, αλλά και μια μεγάλη παρανόηση. Χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβουμε ότι η Ποπ Αρτ δεν ήταν επαναστατική ζωγραφική, αλλά μια διαμαρτυρία στην κατανάλωση και παράλληλα υποστήριξη της κατανάλωσης... Επανάσταση στη ζωγραφική μπορείς να κάνεις με τη δουλειά σου. Αλλά επανάσταση στην κοινωνία με τη ζωγραφική δεν μπορείς να κάνεις.

* Ζωγράφιζα μέσα από τις φωτογραφίες, τα πολιτικά γεγονότα, μέχρι το 1967, όταν ήρθε η χούντα. Περνάω στην παρανομία, αναγκάζομαι να φύγω στο εξωτερικό και πρωταρχικό πλέον στοιχείο στη ζωή μου είναι να πέσει η δικτατορία. Πού καιρός, χώρος, λεφτά, μυαλό για ζωγραφική τότε. Απομακρύνομαι και από τα δύο κομμάτια του ΚΚΕ, το οποίο διασπάστηκε και ιδρύουμε το ΕΚΚΕ, από το οποίο αποχώρησα το '75.

* Το ποτό υπάρχει στη ζωή μου συνεχώς. Ξαναγυρίζω το 1977 στο σκίτσο και τις εφημερίδες για βιοπορισμό. Θέλω να ζωγραφίσω, αλλά δεν τολμάω. Βλέπω έκθεση του φίλου και συμμαθητή μου Χρόνη Μπότσογλου, του Ψυχοπαίδη και άλλων, αρρωσταίνω, με πιάνουν τα κλάματα, πάω και μεθάω. Την ίδια εποχή γνωρίζω και τη σημερινή μου γυναίκα, την Αθηνά Ραπίτου, γεγονός πολύ καθοριστικό για μένα. Μια μέρα πάμε στο σπίτι του Μπότσογλου, όπου ανακαλύπτει η Αθηνά έργα μου που τα φύλαγε ο Χρόνης. Καταλαβαίνει ότι είμαι ζωγράφος. Δεν το έλεγα μέχρι τότε, το είχα θάψει μέσα μου, ένιωθα ότι είχα ξοφλήσει ως ζωγράφος. Μου έκανε δώρο ένα καβαλέτο, με στήριζε με κάθε τρόπο. Παράλληλα ο Μπότσογλου μου ζωγραφίζει το πορτρέτο. Ποζάρω, κάθομαι στον καναπέ, βλέπω την πίσω πλευρά του τελάρου, βλέπω το πινέλο να βγάζει τις χαράξεις και να στήνεται το έργο, δεν βλέπω τι ζωγραφίζει. Η μυρωδιά του χρώματος, η όλη διαδικασία, η εικόνα του να δημιουργεί εν θερμώ, με τρέλαιναν. Αυτή η διαδικασία έπαιξε κινητήριο ρόλο. Πριν τελειώσει το έργο του Χρόνη, τις ώρες που γυρίζω από την εφημερίδα το βράδυ, ως το πρωί προσπαθώ να ζωγραφίσω. Κάνω μια σειρά πίνακες που τους κατέστρεψα και καλά έκανα διότι ήταν κακοί. Αυτό επέτεινε τη δυσφορία, το αίσθημα ανικανότητας, την έλλειψη αυτοεκτίμησης. Πίνω υπερβολικά. Συνειδητοποιώ ότι είμαι αλκοολικός... άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα, τρεμούλες στα χέρια, κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας. Βρισκόμαστε στο 1979. Στριφογυρίζω σαν τρελός στο ατελιέ και μου ήρθε σωτήρια στο μυαλό, τόσα χρόνια μετά, η ρήση του Τσαρούχη. «Βάλε ένα καθρέφτη απέναντι και φτιάξε τον εαυτό σου». Παίρνω ένα τελάρο, βάζω τον καθρέφτη απέναντι και βγαίνει η αυτοπροσωπογραφία μου. Τελειώνω τρεις η ώρα τη νύχτα. Δεν έχω τηλέφωνο, πηγαίνω σε ένα μπαρ, τηλεφωνώ στον Μπότσογλου και του λέω «Χρόνη, θέλω να έρθεις τώρα». Παίρνει ένα ταξί κι έρχεται. Μόλις βλέπει το έργο, λέει «το έσπασες το τσόφλι. Καλώς ήρθες στη ζωγραφική».

*...διαπιστώνω μετά θλίψεως ότι έχω εμπόδιο το αλκοόλ. Πιστεύω ότι έχω ξοφλήσει, βουλιάζω σε μια κόλαση αυτοκαταστροφής. Καταφεύγω στο μπουκάλι. Δεν σταματάω [τη ζωγραφική]. Καταλάβαινα ότι δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο, ότι χωρίς ζωγραφική δεν υπάρχω. Αλλά για να κάνω ζωγραφική πρέπει να κόψω το ποτό. Με τη βοήθεια της γυναίκας μου και του ΚΕΘΕΑ αρχίζω έναν σκληρό αγώνα αποτοξίνωσης. Χρειάστηκαν τέσσερα επώδυνα χρόνια για να σταθώ στα πόδια μου. Τέλη του 1984, τελείωσε η ιστορία μου με το αλκοόλ. Δεν είναι τυχαίο πως κόβοντας το ποτό άρχισα σιγά σιγά να αγαπάω τον εαυτό μου και τους άλλους.

Τέλος του '84 εκθέτω εβδομήντα πορτρέτα στην «Ώρα». Έτσι άρχισε η πορεία στην αυτοπεποίθηση.
Δήμος Σκουλάκης (1939)


Δήμος Σκουλάκης: Ομόνοια (1997)

- για τον Δήμο Σκουλάκη εδώ

* Αποσπάσματα από συνέντευξη του Δήμου Σκουλάκη, στον Γιώργο Δουατζή.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Κ της Καθημερινής - τ.170/3.9.2006
*η πρωτότυπη φωτογραφία (προ της επεξεργασίας)
είναι από το ίδιο τεύχος

Ενημέρωση 10/12/2014
Η Καθημερινή, 10 Δεκεμβρίου 2014: Πέθανε
ο διακεκριμένος ζωγράφος Δήμος Σκουλάκης

Ετικέτες , ,

12 Ιουλ 2009

78 ~ Μέμος Μακρής: αργεί να 'ρθει η τύχη μου, αλλά έρχεται πριγκιπικά

Έξι η ώρα το πρωί ο ήλιος που σκάει πέφτει μέσα στο δωμάτιό μου και με ξυπνάει. Σηκώνομαι από ένα κρεβάτι μαλακό και, αφού πλυθώ, κατεβαίνω και πηγαίνω κατ' ευθείαν στο ατελιέ μου, όπου ασχολούμαι με την τακτοποίησή του, δηλαδή τη μετατροπή του σε ατελιέ. Γιατί η orangerie είναι ένα κτίριο 10 Χ 4 με μια πλευρά όλο τζαμαρία με πορτοπαράθυρα τζαμένια, αλλά είναι λίγο καταστραμμένη, γιατί οι Γερμανοί την είχανε κάνει σταύλο. Επομένως θέλει μερικές επισκευές, τζάμια και λοιπά. Στις 7 ½ πηγαίνω καμιά πενηνταριά μέτρα πάρα κάτω, όπου είναι μια πισίνα (λίμνη) όπως αυτή του βασιλικού κήπου, και παίρνω το μπάνιο μου. Είναι αρκετά βαθειά ώστε να κολυμπάω. Στις 8.00΄ η γυναίκα, που ήτανε μαγείρισσα στον πρώην πυργοδεσπότη και μένει σε ένα από τα βοηθητικά σπίτια του κτήματος, με φωνάζει για το πρωινό που συνίσταται σε γάλα με καφέ, βούτυρο και ψωμί και φρούτα από τον κήπο. Μετά ξαναγυρίζω στο ατελιέ όπου εργάζομαι. Ένα κοριτσάκι, του περιβολάρη που έχει έρθει εν τω μεταξύ για να μου ποζάρει ως τις 11 ½, οπότε ξαναπαίρνω το μπάνιο μου και πηγαίνω και τρώγω καλομαγειρεμένο φαΐ. Μετά, αφού ξαπλώσω λίγο στο ωραίο κρεβάτι ή επάνω στη χλόη κάτω από πανύψηλες καστανιές, παίρνω το μπλοκ μου και γυρίζω στον κήπο και σχεδιάζω ό,τι βρίσκω μπροστά μου, κότες, κουνέλια, σαλίγκαρους, φύλλα καστανιάς, τοπίο, παιδιά. Στις 6 ½ ξαναγυρίζω να φάω και, αφού κάνω μια καλή βόλτα, γυρίζω στο δωμάτιό μου όπου διαβάζω (σκέψου το παθαίνω και αυτό) ως στις 9 ½' μετά ύπνος. Ελπίζω να ζηλεύεις. Δεν ξεύρω πόσο θα κρατήσει αυτή η ζωή, για πόσο καιρό θα με αφήσει εκεί ο πυργοδεσπότης και πόσο καιρό ακόμα θα έχω λεφτά για να πληρώνω τη γυναίκα, η οποία είναι 72 χρονών (για να μη γίνει παρεξήγηση), για να μου δίνει αυτό το φαΐ που δεν το έκανα ποτέ στη ζωή μου. Καθώς βλέπεις αργεί να 'ρθει η τύχη μου, αλλά έρχεται πριγκιπικά. Μόνο που αισθάνομαι λίγο μόνος. Τον μόνο άνθρωπο που βλέπω είναι ο περιβολάρης, η μαγείρισσα και τα δυο παιδάκια, του περιβολάρη, αλλά πάντως τουλάxιστο για λίγο καιρό θα μου κάνει καλό και η μοναξιά, γιατί την επιθυμούσα και γιατί έxω μια όρεξη για δουλειά τρομερή. Αν κατορθώσω να οργανωθώ καλά, βρω τα απαιτούμενα και μ' αφήσει και ο ιδιοκτήτης, θα πρέπει να βγάλω δουλειά. Εάν δεν βγάλω, τότε θα πει πως είμαι ένας ηλίθιος και σεις ακόμα περισσότερο που με στείλατε εδώ. - (20 Αυγ. 1947)
Μέμος Μακρής (1913-1993)




* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο Αγαπητή Τατιάνα
- εκδ. Ίκαρος, 2003
* φωτογραφίες: η πρώτη από το commons.wikimedia.org,
και η δεύτερη από το βιβλίο

Ετικέτες , ,