13 Απρ 2010

93 ~ Χοσέ Καρρέρας: Ξαφνικά χάθηκε το προστατευτικό χέρι

Μετά απ' όσα μου συνέβησαν, δηλαδή μετά το καλοκαίρι του 1987, αποκτούν μια τελείως διαφορετική σημασία τα λόγια της μητέρας στο μυαλό μου. Φυσικά δεν πιστεύω σε υπερφυσικές δυνάμεις, δεν είμαι ούτε καν προληπτικός. Αλλά ίσως η μητέρα να είχε κάτι προαισθανθεί, από ένστικτο, κάτι που θα έκανε την οικογένεια κάποτε ν' ανησυχήσει τρομερά για το νεότερο μέλος της. Ταυτόχρονα έβαλε τα δυο μεγαλύτερα μου αδέλφια, να της υποσχεθούν ότι θα με προσέχουν.

-Ξέρω, ότι κάποτε θα είσαι κάποιος πολύ σπουδαίος, μου είπε. Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες της φράσεις. Μια τέτοια συγκινητική κατάσταση μπορώ απόλυτα να φανταστώ ότι θα αφήσει σε κάθε άνθρωπο ανεξίτηλα ίχνη. Έχει μεγάλη σημασία, όταν η μητέρα σου λίγο πριν από το θάνατο της σου μιλάει με τέτοια λόγια, είναι κάτι σαν ένεση αυτοπεποίθησης και θάρρους. Ίσως φανεί μελό, όμως σε μένα αυτή η συνομιλία έδωσε τρομερή δύναμη. Η υποστήριξη της, η απόλυτη πεποίθηση σε μένα, ήταν τα επόμενα χρόνια κατιτί το απτό, κάτι που με βοήθησε πάνω από μια φορά. Χρωστάω στη μητέρα μου πάρα πολλά. Για παράδειγμα, το ό,τι έγινα τραγουδιστής. Φυσικά χρειαζόταν κι η συγκατάθεση του πατέρα, αλλά απ' αυτήν ξεκίνησαν όλες οι πρωτοβουλίες, αυτή κατάφερε να μου κάνει τις σπουδές για τη μουσική προσιτές. Όμως της χρωστώ ακόμα και τη ζωή μου. Μου την έσωσε όταν ήμουνα δυο χρονών. Το ξέρω από διηγήσεις: στη δεκαετία του '40, ζούσε η οικογένεια μου τα καλοκαίρια τρεις μήνες, στο Πουγκέρντα, μια γραφική πολίχνη στα γαλλικά σύνορα. Μια κι εκεί περνούσαν τις διακοπές τους πολλοί Γάλλοι τουρίστες, μετέθετε η αστυνομία τον πατέρα μου, επειδή μιλούσε γαλλικά, από τη Βαρκελώνη στην Πουγκέρντα. Η μητέρα μου άρπαζε αυτή την ευκαιρία για να κερδίσει σαν κομμώτρια λίγα χρήματα παραπάνω. Φυσικά, εμείς τα παιδιά βρισκόμαστε μαζί τους. Μια μέρα βούτηξα κάπου ένα αλουμινόχαρτο απ' αυτά που βάζουν σαν περιτύλιγμα για τα σαπούνια ξυρίσματος. Το πήρα και το έβαλα στη λίμνη να κολυμπά. Μετά, θέλοντας να βγάλω το καράβι μου απ' τα νερά, έπεσα με το κεφάλι κι ο ίδιος μέσα. Ευτυχώς με παρακολουθούσαν. Αλλά ώσπου να με βγάλουν από τη λίμνη εγώ είχα ήδη λιποθυμήσει. Στο μεταξύ είχε φθάσει κι η μητέρα, που είχε ειδοποιηθεί. Αμέσως κατάλαβε τι συνέβη και τι έπρεπε να κάνει. Εγώ είχα ήδη μπλαβίσει. Με το φιλί της ζωής τα κατάφερε να βάλει πάλι την αναπνοή μου σε κίνηση, κι όταν άρχισα, αμέσως μετά το τέλος της λιποθυμίας, να ουρλιάζω σπαραχτικά, ήταν όλοι ευτυχισμένοι. Ο Γιόζεπ είναι πάλι καλά. Αντίθετα η μητέρα έπαθε εκείνη τη στιγμή, ένα βαρύτατο σοκ.

Πολύ αργότερα, όταν πια είχα ενηλικιωθεί, πολύ μετά το θάνατο της, μπόρεσα να καταλάβω πραγματικά τις υπέροxες αρετές αυτής της γυναίκας. Εκτός από την ευαισθησία της είxε και ένα προτέρημα. Το πώς δούλευε αυτό, δεν το ξέρω, όμως κάθε λεπτό γνώριζε με απόλυτη βεβαιότητα τι ήταν το καλύτερο για καθένα από μας τα παιδιά. Κι έκανε ενστικτωδώς το σωστό. Πραγματικά μια υπέροxη γυναίκα. Δυνατός xαρακτήρας κι όμως εύθραυστη, πολύ αυθόρμητη, πολύ συνεπής από τη μια κι από την άλλη πολύ τρυφερή και γεμάτη αγάπη. Αυστηρή και μαλακή μαζί, όλα τη σωστή στιγμή. Δυστυxώς τότε με τα δεκαοxτώ μου xρόνια δε τα είxα σωστά καταλάβει και επομένως δεν είxα σωστά εκτιμήσει τη μητέρα. Τα μεγαλύτερά μου αδέλφια ήταν πολύ πιο τυxερά από μένα σ'αυτό, τους είxε επιτραπεί να ζήσουν περισσότερο μαζί της.

Με μεγάλη συγκίνηση θυμάμαι τις σκηνές που παίζονταν όταν γύριζε σπίτι αργά, ο τότε νεαρός αδελφός μου, Αλβέρτος. Η μητέρα προσποιόταν την αδιάλλακτη απ' το παράθυρο και φώναζε κάτω στο δρόμο του αδελφού μου, να πάει να βρει πού θα κοιμηθεί τη νύχτα. Εκείνη δε θα του άνοιγε την πόρτα σε καμιά περίπτωση. Ο Αλβέρτος συνήθιζε τότε να πετά πετρούλες στο παράθυρό της, γιατί η μητέρα πράγματι παρέμενε ακλόνητη και δεν άνοιγε την πόρτα. Η αδελφή μου, Μαρία-Αντωνία, μαζί με μένα την ικετεύαμε να αφήσει τον Αλβέρτο να μπει μέσα και στο τέλος εκείνη ενέδιδε. Μ' αυτές τις συνομιλίες παράθυρου - δρόμου ανάμεσα τους, γελούσαμε ακόμα για χρόνια μετά.

Είμαι βέβαιος, ότι μερικά στραβά βήματα και λάθη της ζωής μου δε θα είχαν γίνει, αν ήταν η μητέρα ακόμα στη ζωή. Ίσως εξηγείται αυτό με το ότι όταν πέθανε, βρισκόμουν ακριβώς στην ηλικία, που χρειάζεται κανείς τη μάνα του περισσότερο από ποτέ. Σε μένα σε τελευταία ανάλυση έτσι ήταν. Ξαφνικά χάθηκε το προστατευτικό χέρι. Νιώθει κανείς ότι κάτι του λείπει. Παρά το ότι η οικογένεια έκλεισε ακόμα πιο πολύ γύρω μου προστατευτικά, παρά το ότι ο πατέρας και τ' αδέλφια μου δείχναν ακόμα πιο πολύ το ενδιαφέρον τους για μένα, όλα είχαν αλλάξει. Όχι ότι η μητέρα πέθανε κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήταν έτσι, δεν ήμουνα μόνος κι επομένως δεν ήμουν απελπισμένος. Ήμουνα μόνο δυστυχισμένος. Εκείνο το σημείο, εκείνο το μέρος στον κόσμο μέσα στο οποίο νιώθει κανείς χίλια τοις εκατό σίγουρος, αυτό μου έλειπε.

Τότε είχα τον διακαή πόθο να κάνω καριέρα τενόρου όπερας, αλλά πήγα στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Διάλεξα τη χημεία, γιατί ο αδελφός μου και ο άντρας της αδελφής μου είχαν σκεφθεί να δημιουργήσουν ένα εργαστήριο παραγωγής καλλυντικών. Όλοι στην οικογένεια πίστευαν απόλυτα στο ταλέντο μου και στη δυνατότητα του να επιβιώσω σαν καλλιτέχνης. Εγώ, όμως το έβρισκα πιο γνωστικό το να έχω κι ένα επάγγελμα, έστω και μόνο για να δημιουργήσω τις προοπτικές για κάποια άλλη δουλειά. Παράλληλα με τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο δούλευα και στο σπίτι στην παραγωγή των καλλυντικών. Μοίραζα εμπόρευμα με τ' αυτοκίνητο ή έκανα διάφορα άλλα μικροθελήματα. Κανείς δε μου είχε ζητήσει κάτι τέτοιο, όμως εγώ το θεωρούσα σωστό, το να συνεισφέρω κάτι στο σπίτι: Ο αδελφός μου κι η αδελφή μου μου πλήρωναν τις σπουδές μου κι όχι μόνο της χημείας, αλλά και του τραγουδιού που συνέχισα να σπουδάζω.
José Carreras (1946)
(Josep Maria Carreras i Coll)





* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Χοσέ Καρρέρας, Τραγουδώντας με την ψυχή
εκδ. Γκοβόστης
* Μετάφραση: Έρση Λάγκε
*
Φωτογραφίες: userserve-ak.last.fm,
auckland.jollypeople.com

Ετικέτες , ,