24 Ιουν 2010

97 ~ Ρένα Χατζηδάκη: θυμάμαι μια γεμάτη ελπίδα εποχή

.... υπήρξα εκ γενετής πολιτική κρατούμενη. Της Γκεστάπο, εννοώ. Από την κοιλιά της μάνας μου, μάλλον, που την κρατούσαν οι Γερμανοί ως όμηρο στις φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά. Είμαι, λοιπόν, παιδί της Κατοχής και του πολέμου. Ο πατέρας μου βρέθηκε τότε στο Μαουτχάουζεν, η οικογένειά μου σκόρπισε, τα σπίτια χάθηκαν. Ήρθα και μεγάλωσα στην Αθήνα, όπου κυρίως έχω ζήσει, αλλά σε μια συνεχή και επώδυνη παλινδρομική σχέση με την Κρήτη, την πατρίδα μου.

* Μπήκα με πολύ ενθουσιασμό στο αριστερό κίνημα, ενιαίο τότε, στα φοιτητικά μου χρόνια, αν και δεν εντάχτηκα ποτέ στο κόμμα, τότε, ή σε κανένα κόμμα αργότερα. Θυμάμαι το Σύλλογο Κρητών Σπουδαστών, όπου ακούσαμε τον «Επιτάφιο» και όπου γνώρισα ανθρώπους που γίναμε και είμαστε μέχρι σήμερα στενοί φίλοι. Θυμάμαι την περηφάνια μου για τη συνεργασία μου με την «Πανσπουδαστική» και την «Επιθεώρηση Τέχνης», λαμπρά περιοδικά μιας γεμάτης ελπίδα εποχής. Θυμάμαι το ξύλο που έφαγα, έξω από την πανεπιστημιακή λέσχη, στο συλλαλητήριο που κάναμε για τον Λουμούμπα - καμιά εικοσαριά, όχι παραπάνω, φοιτητές, και καμιά εκατοστή αστυνομικοί.

* Ήταν ακριβώς η εποχή που ανακαλύπταμε τον καλό κινηματογράφο στις κινηματογραφικές λέσχες, με το αρχείο Καβάφη που είχε φέρει και είχε αρχίσει να παρουσιάζει στην Αθήνα ο Σαββίδης, με τις διαλέξεις του Σεφέρη, το «Τρίτο οτεφάνι» του Ταχτσή και το περιοδικό «Πάλι». Με τους εξαίσιους δίσκους του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, την «Όμορφη Πόλη» και τη «Μαγική Πόλη», με τον Τσίρκα, που είχε έρθει στην Αθήνα και μου 'λεγε επί χρόνια πόσο καλότυχη ήταν η πρώτη κριτική για την τριλογία του (δική μου, στην «Πανσπουδαστική»), το «Φορτηγό» του νεαρού Σαββόπουλου και τόσα άλλα. Ήταν μια εποχή αυθεντική στις αναζητήσεις της, πριν από το σταρ-σίστεμ, μια ωραία ζωντανή εποχή, μια ευκαιρία που χάθηκε, για την Ελλάδα, εννοώ.

* Η αισιοδοξία της εποχής είχε και την ανόητη πλευρά της. Οι εφημερίδες την απέκλειαν [την δικτατορία], ακόμα και την παραμονή της. Το ίδιο περίπου ήταν το συμπέρασμα σε μια σύναξη του επιτελείου της «Επιθεώρησης Τέχνης», που έγινε στα γραφεία της, στις 19 ή 20 Απριλίου. Θυμάμαι που παρακολουθούσα αμίλητη το Δεσποτίδη (που τον είχα βαφτίσει «στρατηγό») και τον Πορφύρη να λένε ότι πρέπει να στηρίξουμε το δοκίμιο, τη δημιουργία δοκιμίου, ότι πάσχουμε σ' αυτόν τον τομέα, και σκεφτόμουνα συνεχώς «Μα αφού θα γίνει δικτατορία - ή μήπως δεν γίνει;».

* Δεν νομίζω ότι με «μύησε» κανείς [στην αντίσταση]. Βρέθηκα μάλλον αβίαστα και φυσικά στην οργάνωση, όπως και όλοι οι τότε φίλοι και συναγωνιστές. Αλλωστε είχαμε πολύ ενθουσιασμό και πατριωτισμό, ελάχιστη όμως έως καθόλου συνωμοτικότητα. Θυμάμαι μια φορά, το καλοκαίρι του '67, παιζόταν σ' ένα κινηματογράφο τέχνης το «Πεθαίνοντας στη Μαδρίτη». Βρήκα θέση μόνο στην πρώτη σειρά και είδα όλο το έργο σχεδόν ανάσκελα και με δάκρυα στα μάτια. Το κοινό περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το Π.Μ., εν σώματι. Αν έκανε ντου η Ασφάλεια εκείνο το βράδυ, λέγαμε στο διάλειμμα, θα μας έπιαναν όλους και θα ησύχαζαν.

* Έγινα μέλος [στο Π.Μ.] το Μάιο του '67 και μ' έπιασαν στις 10 Οκτωβρίου, αφού είχα αποχωρήσει, επειδή είχα διαφωνήσει με την προσπάθεια να το διεκδίκησει το Κ.Κ.Ε. Η μητέρα μου ήταν τότε στη Γαλλία και μου είχε στείλει ένα πλαστό διαβατήριο. Εγώ όμως δεν ήθελα να φύγω και να βρεθώ απελπισμένη σε καφενεία του Παρισιού, και μολονότι δεν είμαι φύση ηρωική, επειδή ήθελα να τα έχω καλά με τον εαυτό μου υπαρξιακά, είπα, αν με πιάσουν θα το αντιμετωπίσω. Έγινε, λοιπόν, τότε ένα ξήλωμα, είπαν κάποια ονόματα, είπαν φαίνεται και το δικό μου, και βρέθηκα στη Μπουμπουλίνας, όπου έμεινα 43 μερόνυχτα.

Ήταν ένας κόσμος παράλογος, βίας και απόλυτου κακού, ένας άλλος πλανήτης. Ένιωθες τελείως ανυπεράσπιστος, χωρίς τις συνήθεις αξίες που μας επιτρέπουν να ζούμε ανθρώπινα. Ένας κόσμος εφιαλτικός, αφού εκτός των άλλων η προσπάθεια ήταν να μην εμπιστεύεται κανένας κανέναν. Πέρα από αυτά, η ίδια η εμπειρία της σύλληψης και της κράτησης, το ίδιο το βίωμα, ήταν βίωμα θανάτου, έστω και συμβολικού. Πολλοί από μας ήρθαν κοντά στην αποπροσωποποίηση - την τρέλα - την αποσωματοποίηση. Χάσαμε πολιτικές ψευδαισθήσεις, δικαιώματα που τα θεωρούσαμε αυτονόητα. Και δεν μιλάω για όσους έχασαν τότε ή αργότερα τη σωματική τους ακεραιότητα ή και την ίδια τους τη ζωή. Γιατί αυτό είναι το φοβερό: Στις συνθήκες αυτής της βίας, αισθάνεσαι εσύ, ο αθώος, ότι χάνεις για πάντα την αθωότητά σου, ότι λερώνεσαι από την προσβολή του σώματος, το αίμα και τον ιδρώτα, τα δικά σου ή των άλλων, εσύ ότι είσαι ο ένοχος για τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς.

Σαν ανακριτές ήταν ανίκανοι, γιατί δεν ήταν σε θέση να κάνουν, να καταλάβουν κάτι προφανές. Μόνο αν έλεγες κάτι συγκεκριμένο το αξιοποιούσαν. Με ανέκριναν πάντα νύχτα, δεν με χτύπησαν. Ήταν νύχτες που δεν κοιμόμουνα, περιμένοντας να με πάρουν. Είχες να παλέψεις με πολλά πράγματα. Ο φόβος ο προσωπικός, η απερίγραπτη εμπειρία ν' ακούς τα βασανιστήρια των άλλων. Εκείνο όμως που σύντομα κατάλαβα, ήταν η στήριξη εκείνων που βρίσκονταν στην ίδια θέση.

* Για ένα διάστημα [ήμουν] μόνη. Έπειτα με ανέβασαν στο τέταρτο πάτωμα, σ' ένα διάδρομο, με μια άλλη, και προς το τέλος, πριν με στείλουν στις φυλακές Αβέρωφ, σ' έναν κανονικό θάλαμο, με περισσότερες. [Εκεί} ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Γιώργος Κουπαρούσος - συνολικά 40-50. Μετά, στις φυλακές Αβέρωφ, ως κρατούμενη, όπου έμεινα περί τους 4 μήνες ως το Μάρτιο του '68, οπότε μ' άφησαν με πενταετή αναστολή ποινικής δίωξης, όπως και άλλους.

Στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ ήταν άλλο το κλίμα που επικρατούσε. Υπήρχαν κανόνες, υπήρχαν ωράρια, ένας καθημερινός ρυθμός. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, μετά τον απόλυτο τρόμο της Ασφάλειας, μπορέσαμε, όσο και να φαίνεται παράδοξο, να αισθανθούμε υπαρξιακή ελευθερία και να βρούμε μια δημιουργικότητα, να οργανώσουμε τη καθημερινή μας ζωή, με ώρες όπου ζωγραφίζαμε, διαβάζαμε ποιήματα δυνατά, οργανώναμε θεατρικές παραστάσεις - μια αυτοσχέδια θεραπευτική κοινότητα θα την ονόμαζα σήμερα.

Ήμαστε κάπου 40-50 πολιτικές. Οι μισές περίπου νεαρής ηλικίας 18-30 χρόνων, ήρθαμε σ' επαφή με τις ποινικές, συνδεθήκαμε σε ορισμένες περιπτώσεις προσωπικά, οργανώσαμε κάποιες κοινές εκδηλώσεις με πόρνες, διαρρήκτριες, φόνισσες, νεαρές που παίρνανε ναρκωτικά, με ανθρώπους δηλαδή της πιάτσας, ζωντανούς, πλούσιους, πονεμένους, κατακερματισμένους, που τη φωνή τους την ξανακούσαμε και μετά στο έξοχο περιοδικό «Της φυλακής» που έβγαλε η Κατερίνα Ιατροπούλου.

* Εκεί, στη φυλακή [έγραψα την "Κατάσταση πολιορκίας"]. Ποιήματα έγραφα πάντοτε. Αλλά δεν δημοσίευα συχνά. Το έγραψα όντας ερωτευμένη, σαν ένα ερωτικό γράμμα. Έγραψα συνολικά πέντε ενότητες και τις διοχέτευσα έξω. Οι δύο χάθηκαν, οι άλλες τρεις είναι αυτές που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, στου οποίου τα χέρια έπεσαν τυχαία από κάποιο κοινό φίλο.

* [....] Με τη μεταπολίτευση έλπισα για ένα διάστημα ότι θα γινόταν πραγματική αποχουντοποίηση, πήρα μάλιστα και προσωπικά μέρος σε δύο προγράμματα αποχουντοποίησης σε δημόσιους οργανισμούς. Τη μια φορά κινδύνεψα να πάω φυλακή για συκοφαντική δυσφήμιση (του χουντικού), και την άλλη με απέλυσαν κακήν κακώς, αφού είχαν ξαναρχίσει να με παρακολουθούν ανοιχτά. Εντέλει, καθώς περνούσαν τα χρόνια το πήρα απόφαση - σταδιακά, είναι η αλήθεια και με μεγάλη δυσκολία - ότι δεν μπορούσα να έχω πια πολιτική δραστηριότητα, είτε με τα προδικτατορικά, είτε με άλλα σχήματα που δεν με ικανοποιούσαν, και αφιερώθηκα έκτοτε στον πολιτικό - και πολιτιστικό - μικρόκοσμο της καθημερνής μου δουλειάς και ζωής.
Ρένα Χατζηδάκη (1943 – 2003)




* Το κείμενο είναι από συνέντευξη της Ρένας Χατζηδάκη στον Δημήτρη Γκιώνη.
Δόθηκε για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και δημοσιεύθηκε στις 21 Απρ. 1991.
Αναδημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός - τ.128, Απρίλιος 2005
* Οι φωτογραφίες είναι από το ίδιο τεύχος της οδού Πανός.


Ακόμα:
Επιστολή της Λιλής Ζωγράφου στην κόρη της, Ρένα Χατζηδάκη

Link:
antiwarsongs.org: Κατάσταση πολιορκίας

Ετικέτες , ,

6 Ιουν 2010

96 ~ Νικηφόρος Βρεττάκος: Στο χαρτί εμπιστευόμουν τα μυστικά μου

5.6.1962
Τι είναι αυτός ο μακρύς μονόλογος, που νοιώθω μέσα μου σήμερα το πρωί και που φαντάζομαι πως θάπιανε πολλά φύλλα χαρτιού αν τον έγραφα; Αλήθεια, είναι στιγμές που νοιώθω μια περίεργη αγάπη για το άσπρο αυτό ριγωμένο χαρτί, που το χέρι μου ακουμπά πάνω του και η ψυχή μου υπαγορεύει. Σα να αποθέτω πάνω του ένα μέρος από τον εαυτό μου και προσέχω και αγαπώ το μέρος που τον αποθέτω, όπως αγαπάει κανείς ένα κομμάτι γης που το φυτεύει με δέντρα ή με λουλούδια. Αγαπώ αυτό το χαρτί σαν ένα κομμάτι γης και περισσότερο από ένα κομμάτι γης, γιατί γίνεται ένα με την ψυχή μου.

Γι' αυτό κι' αγοράζω πολύ χαρτί μην τυχόν και μου λείψει σε καμμιά στιγμή κι' αρχίσει το χέρι μου και τρέμει και δεν ξέρω τι να τον κάνω τον εαυτό μου, όπως σήμερα που νοιώθω μέσα μου πολύ νερό, πολλές κουβέντες και το χαρτί μοιάζει με τη σκαμμένη πέτρα, μοιάζει με το λίκνο, μοιάζει με τη λήκυθο, μοιάζει με τη σπηλιά που καταφεύγει ένα άγριο ζώο για να γεννήσει, μοιάζει με το σπάργανο. Αυτή την αγάπη την ένοιωθα αλλά δεν την είχα σκεφτεί κι' ακόμη δεν είχα σκεφτεί πως αυτό το χαρτί στάθηκε η μεγάλη συντροφιά της ζωής μου. Αντικρυζόμουνα μαζί του, ιδίως το πρωί, αντικρυζόμουνα τη νύxτα, κάθε μέρα αντικρυζόμουνα και κανείς άλλος, ομολογώ, δεν με είδε να xαμογελώ ή να κλαίω κατά τη διάρκεια της συντροφιάς ή της συνεργασίας μας.

Ανατρέχω στο παρελθόν, ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια. Ήμουνα δώδεκα χρονών, καλοκαίρι, κατοικούσα σε μια μοναξιά. «Τι να σου φέρω γιε μου από το χωριό», μού 'λεγε η μητέρα μου. «Χαρτί». «Πάλι χαρτί;» Κι' έσκυβα πάνω του, όπως σκύβει κανείς πάνω σ' ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ο αέρας κουνούσε τη φλόγα του λυχναριού, σκιές σάλευαν στο χαρτί και το αγαπούσα χωρίς να το 'χω σκεφτεί κι' έπρεπε να το αγαπώ και να το 'χω σκεφτεί, αφού σ' αυτό μόνον εμπιστευόμουν τα μυστικά μου, σ' αυτό, όχι στη μητέρα μου, όχι στ' αδέρφια μου, όχι σε κανέναν άλλο, όχι στους φίλους μου, που δεν ήταν τότε παρά λουλουδάκια, περαστικά σύννεφα, θάμνοι, μικροί σκαραβαίοι και πασχαλίτσες.
*
6-7-1962
Όλες αυτές τις μέρες το χέρι μου, δεν έμεινε μακρυά από το χαρτί. Κάθε τόσο ακουμπούσε πάνω του, το θώπευε αναποφάσιστο. Κάτι έβρισκε να διορθώσει, να αλλάξει μια λέξη, να προσθέσει μια λέξη. Ωστόσο δεν άρχιζε κάτι άλλο. Κινιόταν όπως το εκκρεμές. Δεν σταμάτησε, δεν αποσύρθηκε, δεν του έλειψε η φωτιά. Καμμιά φορά η σιωπή, το xαμόγελο, υποτάσσουν το xέρι, το πείθουν να συμμετάσχει κι' αυτό στις σιωπηλές ζυμώσεις της προπαρασκευής. Μιας προπαρασκευής που και τότε, κατά τη διάρκειά της, δεν σταματάει τίποτα. Το καμίνι εξακολουθεί να καίει, το αίμα διοχετεύεται κανονικά, το αίμα εξακολουθεί να καίγεται κανονικά.

Η μικρή φλόγα, όπως συμβαίνει κάποτε με μερικές καμινάδες, σαλεύει στο χρόνο.
*
8-10-1962
Χτες βράδυ άκουγα χτύπους μέσα μου. Χτύπους ζωντανού πλάσματος. Είχα την εντύπωση πως κάτι ήταν κοντά σε μια πόρτα, έτοιμο να βγει και την εντύπωση πως εγώ ο ίδιος ήμουν μπροστά σε μια πόρτα που θα άνοιγε. Η λέξη φως επανέρxονταν στο μυαλό μου, ή καλλίτερα το φως επανέρxονταν μέσα μου σαν αίσθηση που αναγκαστικά έπειτα γίνονταν λέξη.

Φως: η κορυφαία του χορού των λέξεων της ψυχής μου, που ζητούσε να συνδεθεί με τις άλλες λέξεις.

Κάθισα αρκετή ώρα στο πάρκο, μόνος, χωρίς να νοιώθω την ψύχρα, προσηλωμένος σ' αυτό που γίνονταν μέσα μου. Οι φυλλωσιές των δέντρων κρέμονταν πάνω μου, η νύχτα ήταν προχωρημένη. Σηκώθηκα όρθιος. Ένοιωθα ελαφρύς κι' ένοιωθα την ψυχή μου νάχει ανυψωθεί μέσα μου. Οι κινήσεις της μου θύμιζαν τις κινήσεις του ευλύγιστου γερακιοϋ πάνω από τον Ταΰγετο.

Μια νύχτα ακόμη, μια μέρα ακόμη, θέλεις να σου εμπιστευτώ κάτι; Μου φαίνεται πως οι νύχτες μου και οι μέρες μου δεν κόβονται από το χρόνο μου.
Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)




* από το βιβλίο του Νικηφόρου Βρεττάκου "Ενώπιος ενωπίω"
εκδ. Τρία φύλλα, 1991
*
Φωτογραφίες: mani.org.gr


Περισσότερα:
- ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στο mani.org.gr
- ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στο Γράμμα σε χαρτί

Ετικέτες , ,