16 Απρ 2011

113 ~ Ιωάννης Ζαμπέλιος: η ψυχή μου ανέστη, ως εξ αβύσου

Ητοιμαζόμην να συντομεύσω την μετά του προστάτου μου συνέντευξιν, διατιθεμένος να μη επανέλθω πλέον. Ήδη οι οφθαλμοί μου εζήτουν την θέσιν του πίλου και των χειρίδων, ενδομύχως δ' εσχεδίαζον τας φράσεις της απελεύσεως, ότε εισήλθον εύθυμοι εις το δωμάτιον και υπό του κυνιδίου φιλοφρονούμεναι η οικοδέσποινα και η κόρη της.

Ήθελον ευχαρίστως δώσει τον αρτίκτητον ωροδείκτην προς αποφυγήν της ακαίρου συναντήσεως. Ετέρα δαπάνη ανόστων λεξιδίων και περιαυτολογημάτων οχληρών' αηδίασα πάντοτε τα επίπλαστα χαριτολογήματα, κυρίως τ' αποτεινόμενα προς τους μεγιστάνας και τας φιλαρέσκους νέας. Μολονότι επί του παρόντος είχον άδικον' καθότι η μεν μήτηρ υπέρσαρκος ήτο, η νέα δε ουχί, και προσέτι εδείκνυτο κατωτέρα της ηλικίας των φιλαρέσκων αξιώσεων, έχουσα μόλις έτη δέκα τέσσαρα. Αντεχαιρέτησα μητέρα και θυγατέρα, όσον ηδυνήθην επιδεξιώτερον' αλλά το προσηγόρημά μου εξήλθεν δυστράπελον, ψυχρόν, βεβιασμένον, το συνέγνων και εγώ αυτός. Εσυλλάβησα τρεις ή τέσσαρας λέξεις, στρεβλάς, νομίζω κατά την Γραμματικήν, και δυσερμηνεύτους κατά σημασίαν. Μ' ετάραξεν η παρουσία της νεάνιδος ή μάλλον ήμην υπερκόρως βεβαρημένος, και δεν ήξευρον τι να κάμω ίνα γίνω κύριος του πίλου μου.

Ο γέρων (δηλ. ο οικοδεσπότης) δεν ηπατήθη ως προς τας δραπετικάς ετοιμασίας μου. Όθεν εντείνας φιλοτρόπως την δεξιάν, ως ίνα διακόψη δήθεν την προς τονν πίλον ακάθεκτον ορμήν μου: «Caro sior Greghim», είπε μειλιχίως και υποκοριζόμενος, «μήπως είσαι φιλάνθρωπος; ενθυμήθητι το ρητόν quis solitudinem delectatori, aur deus fera est. Aφίνεις εμέ να σε τιθασεύσω, εφ' όσον μείνης υπό την κηδεμονίαν μου! Η φιλανθρωπία είναι σύμπτωμα νοσώδους φιλαυτίας ή κτηνώδους εγωϊσμού» . Είτα στραφείς προς το κοράσιον, όπερ δυστυχώς είχε προσηλωμένον επ' εμού το βλέμμα, «Ζannina mia, Ιαννούλα μου» προσέθηκε χαδευτικώς και δακτυλοδεικτών με' «ο κύριος ούτος φέρει την απλοϊκότητα εζωγραφισμένην εις το μέτωπον, ίδε πλην υποκρύπτει, φαίνεταί μοι, κάτι το μυστηριώδες, όπερ πρέπει εν καιρώ ν' ανακαλύψωμεν. Επιθυμώ λοιπόν να μη μας αφήση τόσον ταχέως. Σε παρακαλώ προσκάλεσέ τον και συ να μείνη μεθ' ημών ολίγον έτι». Εγώ ηρυθρίων ώσπερ παρθένος.
« Αιδούς υγρόν έρευθος αποστάζουσα προσώπου».

- Εάν ο κύριος αγαπά την μουσικήν, απήντησεν η πονηρά νεάνις, πρόθυμος είμαι να παίξω εις το κύμβαλον παν ό,τι τον ευαρεστεί.

Περιχαρής διά την ετοιμότητα της θυγατρός του ο οικοδεσπότης, ανέλαβε τότε τον βραχίονά μου, και διευθύνθη υποσκάζων πρός τινα ευρύχωρον και κοσμιωτάτην αίθουσαν.

Αυλόν και βάρβιτον και λύραν είχον ακούσει πολλάκις εις την νήσον μου, κύμβαλον όμως δεν είχον ακούσει ποτέ μου. Η Ιαννούλα, καθήσασα παρά το όργανον, εστράφη και με ηρώτησε ποίον μελόδραμα επροτίμων, το του Μοζάρ, ή άλλου τινός; — Κυρία, απήντησα τεταραγμένος και όλως κατησχυμένος υπο της αμαθείας μου, ό,τι ευαρεστεί υμάς, θέλει ευαρεστήσει και εμέ.

Ποίον το απόσπασμα το οποίον έπαιξεν; ήτο εκ των του Μοζάρ; ήτον άλλου τινός; έπαιξεν μόνον εν ή και έτερα κατά συνέχειαν; Εν συνειδήσει δεν ηξεύρω. Τούτο μόνον γινώσκω και καλώς ενθυμούμαι, ότι, μόλις οι ήχοι του οργάνου ανεκρούσθησαν, μόλις οι τόνοι περιήχησαν βροντωδώς κατά τους νόμους της Ευρωπαϊκής αρμονοίας, τα μελοποιήματα της πατρίδος μου μοι εφάνησαν, φευ! βαρβάρων ολολυγμοί, υλακαί κυνών, βορέως άγρια μινυρίσματα. Αι αισθήσεις μου αφηρπάγησαν αίφνης εις τίνα χώραν άγνωστον, υπερφυσικήν, μυθώδη. Τα πέριξ αντικείμενα μετέβαλαν θέσιν, και σχήμα, και σημασίαν. Και η μεν οροφή μετεβλήθη εις στερέωμα, εξαστράπτον το μεγαλείον και την δόξαν του Πλάστου' οι δε περιεστώτες μοι εφάνησαν πλέον ή φίλοι οικείοι, ους εδυνάμην ασυστόλως να περιπτυχθώ' εγένοντο γονείς, αδελφοί, συγγενείς εγκάρδιοι. Εξαιρέτως η κόρη κατέκτησε τον θαυμασμόν μου αυτή μοι παρέστη υπό σχήμα ουράνιον, αγγελικόν. Συντόμως η ψυχή μου ανέστη, ως εξ αβύσου, ως εκ ληθάργου. Αρτίτοκα πάθη συνεσκίρτησαν συγκεχυμένως εις τα σπλάχνα μου' το πνεύμα μου κατεκλυδωνίσθη, καθάπερ παλιρρόθιον πλοιάριον εν άχανεί πελάγει, τα δε όμματά μου, συμμερισθέντα την γενικήν ταραχήν, εδάκρυσαν εις την ανάμνησιν της οικίας και των γονέων... Η πρώτη εντύπωσις αύτη της Ευρωπαϊκής μου σκηνής προυξένησεν εν εμαυτώ τοιαύτην έκκρηξιν ευαισθησίας, ώστε χωρίς υπερβολής, αν η κόρη ηκολούθει μακράν έτι κυμβαλίζουσα, ήθελον εξέλθει, νομίζω, του ξενώνος ημιπαράφρων. Ο πλούτος, η μεγαλοπρέπεια, η αριστοκρατική έπαρσις, και όσα άλλα επίεζον προηγουμένως και ηνώχλουν την ψυχήν μου εμετρίασαν τότε την πειρακτικήν των ενέργειαν. Αφ' ετέρου η φιλοφροσύνη των προστατών μου, και εξαιρέτως η χαριέντως κυμβαλίσασα παρθένος, με κατέθελξαν, μ' εγοήτευσαν, ήθελα σχεδόν ειπείν, με διέφθειραν. Έκτοτε, καθάπερ σκώληξ εντόμων, το πνεύμα μου διαρρηγνύει το χονδρόν του περικάλυμμα, ίνα μεταλάβη μορφής κρείττονος.

Παυθείσης της μουσικής, η τάξις απήτει ν' απευθύνω τρεις ή τέσσαρας λέξεις ευχαριστήριους. Δυστυχώς εις τοιαύτας περιπτώσεις, το λεξικόν μου υπήρξεν ελλιπέστατον και λακωνικόν μέχρις απελπισίας. Τι να κάμω; τίνι τρόπω ν' απαλλαχθώ της νεάνιδος, ήτις εφαίνετο περιμένουσα τον έπαινον εις τας συνήθεις του χρόνου εκείνου ογκώδεις υπερβολάς; Πώς δε να απαλλαχθώ και των γονέων, οίτινες ασμένως παραδέχονται και τας τερατωδεστέρας υπερβολάς, όταν αύται μεγεθύνωσι τα χαρίσματα των τέκνων των; Ίνα μη παρατείνω την αβεβαιότητα, έκλεισα το λεξικόν, και παρεδόθην εις την επικουρίαν των νευμάτων. Έκαμα τρεις βαθυτάτας προσκυνήσεις (reverenze) μίαν προς έκαστον μέλος της οικογενείας, αρχόμενος, χάριν σεμνότητος, από του γέροντος. Αι προσκυνήσεις αύται κατά την έμπνευσιν της στιγμής ώφειλον να εκφράσωσι τρία διάφορα προσηγορήματα, σχετικά προς το οποίον αλληλοδιαδόχως απετεινόμην πρόσωπον, βαθέως υποκλινόμενος. Αλλ' άοι! το κυνίδιον της οικοδέσποινας, εκλαβόν επί κακώ τον σκοπόν μου, ώρμησεν επάνω μου βαΰζον ακατασχέτως. Βαβαί, βαβαί της σκαιότητος! οίμοι τω βαρβάρω και απολιτεύτω! Πριν έτι περάνω τας προσκυνήσεις συνησθάνθην το άχαρι, τα αγροίκον, το γελοίον της συμπεριφοράς μου' ότε δε ανώρθωσα την κεφαλήν, πάντες, φευ! εγένοντο μάρτυρες της συγχύσεώς μου... Ενός πράγματος ωρέχθην τότε, ν' αφορμήσω δρομαίος του τόπου εκείνου της καταδίκης μου, και να θέσω διά παντός όσον το δυνατόν μεγαλύτερον διάστημα μεταξύ εμού και των μαρτύρων του πλημμελήματός μου. Αλλ' οι οικοδεσπόται επρότειναν να μετακομίσωσι τα έπιπλά μου εις το κατάλυμά των. Απεποιήθην αποτόμως, ηρνήθην μετά τραχείας ισχυρογνωμίας. Επί τέλους, όπως εξέλθω ταχύτερον της οικίας, ηναγκάσθην να υποσχεθώ ότι τη επαύριον ήθελον αριστήσει μαζί των.
Ιωάννης Ζαμπέλιος (1787-1856)


*Απόσπασμα της "Αυτοβιογραφίας"
του Ιωάννη Ζαμπέλιου από την Βασική Βιβλιοθήκη,
τόμος 14ος: Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου

Eκδ. Αετός, 1954
*η εικόνα είναι από την wikipedia

Περισσότερα για τον Ιωάννη Ζαμπέλιο:
- στο ΕΚΕΒΙ και
- στην wikipedia

Ετικέτες , ,