14 Ιουλ 2011

118 ~ Γιέρζι Κοζίνσκι: Αισθανόμουν να κατακλύζομαι από ένα συναίσθημα απελπισίας

Την άνοιξη του 1963, επισκέφτηκα την Ελβετία με την αμερικανικής καταγωγής γυναίκα μου, Μέρι. Είχαμε ξαναπάει για διακοπές σ' αυτήν τη χώρα, αλλά τώρα βρισκόμασταν εκεί για διαφορετικό λόγο: η γυναίκα μου έδινε μάχη με μια ανίατη, όπως έλεγαν οι γιατροί, αρρώστια και είχαμε έρθει στην Ελβετία για να συμβουλευτεί ακόμα μία ομάδα ειδικών. Καθώς φανταζόμασταν ότι θα χρειαζόταν να μείνουμε αρκετό καιρό, πιάσαμε μια σουίτα σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο το οποίο δέσποζε πάνω από τη λίμνη ενός θέρετρου που ήταν της μόδας από παλιά.

Ανάμεσα στους μόνιμους ενοίκους του ξενοδοχείου ήταν και μια παρέα πλούσιων Ανατολικοευρωπαίων, οι οποίοι είχαν έρθει στην πόλη λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος. Είχαν όλοι εγκαταλείψει την πατρίδα τους προτού αρχίσει το μακελειό και δεν είχε χρειαστεί ποτέ να αγωνιστούν για τη ζωή τους. Από τη στιγμή που βολεύτηκαν στο ελβετικό καταφύγιό τους, αυτοσυντήρηση σήμαινε γι' αυτούς να ζουν απλώς από τη μια μέρα στην άλλη. Οι περισσότεροι ήταν γύρω στα εβδομήντα ή τα ογδόντα, συνταξιούχοι χωρίς κανένα σκοπό, οι οποίοι μιλούσαν μετά μανίας για τα γηρατειά, ένιωθαν τις δυνάμεις να μειώνονται σταθερά, κι όλο ήθελαν να φύγουν από το χώρο του ξενοδοχείου. Περνούσαν την ώρα τους στα σαλόνια και τα εστιατόρια ή κάνοντας βόλτες στο πάρκο του ξενοδοχείου. Τους ακολουθούσα συχνά, σταματούσα μαζί τους μπροστά σε πορτρέτα αρχηγών κρατών που είχαν επισκεφτεί το ξενοδοχείο την περίοδο του μεσοπολέμου' διάβαζα μαζί τους τις μαυρισμένες αναμνηστικές πλακέτες διαφόρων διεθνών διασκέψεων ειρήνης που είχαν τοποθετηθεί στις αίθουσες συνεδρίων του ξενοδοχείου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

Πότε πότε, έπιανα την κουβέντα με μερικούς απ' αυτούς τους αυτοεξόριστους, αλλά οσάκις έκανα κάποια νύξη για τα χρόνια του πολέμου στην Κεντρική ή την Ανατολική Ευρώπη, δεν παρέλειπαν ποτέ να μου υπενθυμίσουν πως, λόγω του ότι είχαν έρθει στην Ελβετία πριν ξεσπάσει η βία, δεν είχαν γνωρίσει τον πόλεμο παρά μόνο πολύ αόριστα, από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες. Αναφερόμενος ειδικά σε μια χώρα στην οποία βρίσκονταν τα περισσότερα από τα στρατόπεδα θανάτου, τους επισήμανα ότι, από το 1939 έως το 1945, λόγω άμεσης στρατιωτικής δράσης είχαν πεθάνει μόνο ένα εκατομμύριο άνθρωποι, ενώ πεντέμισι εκατομμύρια είχαν εξοντωθεί από τους εισβολείς. Πάνω από τρία εκατομμύρια απ' αυτά τα θύματα ήταν Εβραίοι, και το ένα τρίτο απ' αυτούς κάτω των δεκαέξι ετών. Οι απώλειες αυτές υπολογίζονταν σε διακόσιους είκοσι θανάτους ανά χίλια άτομα και κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να υπολογίσει πόσοι ακόμα είχαν μείνει ανάπηροι ή είχαν τραυματιστεί σωματικά και ψυχικά. Οι ακροατές μου κουνούσαν με ευγένεια το κεφάλι και παραδέχονταν ότι ανέκαθεν πίστευαν πως όσα γράφονταν για τα στρατόπεδα και τους θαλάμους αερίων ήταν αρκούντως διανθισμένα από τη φαντασία υπερβολικά συναισθηματικών δημοσιογράφων. Τους διαβεβαίωσα ότι είχα ζήσει την παιδική και εφηβική ηλικία μου στην Ανατολική Ευρώπη, στη διάρκεια του πολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων, και γνώριζα ότι η κτηνωδία των πραγματικών γεγονότων ξεπερνούσε και την πιο αχαλίνωτη φαντασία.

Τις ημέρες που η γυναίκα μου έμενε στην κλινική για θεραπεία, νοίκιαζα ένα αυτοκίνητο και τριγυρνούσα χωρίς κανέναν συγκεκριμένο προορισμό. Οδηγώντας στους φροντισμένους ελβετικούς δρόμους, παρατηρούσα κάθε τόσο στα γύρω χωράφια ένα σωρό κοντόχοντρες αντιαρματικές παγίδες από ατσάλι ή μπετόν, που είχαν τοποθετηθεί εκεί στη διάρκεια του πολέμου για να ανακόψουν την προέλαση αρμάτων μάχης. Στέκονταν ακόμη εκεί, ετοιμόρροπα αμυντικά οχυρά απέναντι σε μια εισβολή που δεν έγινε ποτέ, εκτός τόπου και χωρίς σκοπό όπως και οι ντεμοντέ εξόριστοι του ξενοδοχείου.

Τα απογεύματα νοίκιαζα συχνά μια βάρκα και κωπηλατούσα άσκοπα στη λίμνη. Εκείνες τις στιγμές, αισθανόμουν πολύ έντονα τη μοναξιά μου: Η γυναίκα μου, ο συναισθηματικός δεσμός με τη ζωή μου στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέθαινε. Η μόνη μου επαφή με ό,τι απόμενε από την οικογένεια μου στην Ανατολική Ευρώπη ήταν κάποια πολύ αραιά κρυπτογραφικά γράμματα, πάντα στο έλεος του λογοκριτή.

Αφηνόμουν να με παρασύρει το ρεύμα και αισθανόμουν να κατακλύζομαι από ένα συναίσθημα απελπισίας' δεν ήταν απλώς η μοναξιά ή ο φόβος μήπως πεθάνει η γυναίκα μου, αλλά ένα συναίσθημα αγωνίας που συνδεόταν άμεσα με την κενή ζωή των εξόριστων και την αναποτελεσματικότητα των μεταπολεμικών διασκέψεων για την ειρήνη. Σκεφτόμουν τις πλακέτες που στόλιζαν τους τοίχους του ξενοδοχείου και αναρωτιόμουν αν οι πρωτεργάτες των συνθηκών ειρήνης τις υπέγραφαν καλή τη πίστει. Τα γεγονότα που ακολουθούσαν τις διασκέψεις δεν επιβεβαίωναν αυτή την εικασία. Κι όμως, οι ηλικιωμένοι εξόριστοι στο ξενοδοχείο εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι ο πόλεμος ήταν κάποια ανεξήγητη παρέκκλιση σ' έναν κόσμο καλοπροαίρετων πολιτικών, ο ανθρωπισμός των οποίων ήταν αναμφισβήτητος. Αδυνατούσαν να δεχτούν ότι ορισμένοι εγγυητές της ειρήνης είχαν γίνει αργότερα ιεροφάντες του πολέμου. Λόγω αυτής της δυσπιστίας, εκατομμύρια άνθρωποι όπως οι γονείς μου κι εγώ, που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να δραπετεύσουν, είχαν αναγκαστεί να ζήσουν πολύ χειρότερα γεγονότα από εκείνα που με τόσο στόμφο απαγόρευαν αυτές οι συνθήκες.

Η ακραία ανακολουθία ανάμεσα στα γεγονότα όπως τα είχα γνωρίσει εγώ και τη νεφελώδη, ανεδαφική αντίληψη που είχαν γι' αυτά οι εξόριστοι και οι διπλωμάτες με ενοχλούσε σφόδρα. Άρχισα να επανεξετάζω το παρελθόν μου και αποφάσισα να εγκαταλείψω τις σπουδές κοινωνικών επιστημών και να στραφώ στην πεζογραφία. Γνώριζα ότι, αντίθετα από την πολιτική, που δεν πρόσφερε παρά μόνο μεγαλόστομες υποσχέσεις ενός ουτοπικού μέλλοντος, η πεζογραφία μπορούσε να παρουσιάσει τη ζωή όπως τη βιώνουμε πραγματικά.

Μόλις έφτασα στην Αμερική, έξι χρόνια πριν απ' αυτή την επίσκεψη στην Ευρώπη, ήμουν αποφασισμένος να μην ξαναπατήσω ποτέ το πόδι μου στη χώρα όπου είχα περάσει τα χρόνια του πολέμου. Το ότι είχα επιζήσει οφειλόταν αποκλειστικά στην τύχη και είχα πάντα σαφή επίγνωση του ότι εκατοντάδες χιλιάδες άλλα παιδιά είχαν καταδικαστεί. Όσο έντονα κι αν αισθανόμουν όμως αυτή την αδικία, δεν αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου ως μικροπωλητή προσωπικών ενοχών και αναμνήσεων ούτε ως χρονικογράφο της καταστροφής που έτυχε στο λαό και στη γενιά μου, αλλά απλώς ως αφηγητή.
Jerzy Kosiński (1933–1991)


* Το αυτοβιογραφικό κείμενo είναι από τον πρόλογο
του συγγραφέα στο βιβλίο Γιέρζι Κοζίνσκι, Το βαμμένο πουλί
Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
Εκδ. Μεταίχμιο, 2006

* φωτογραφίες: barrykornbluh.nl, artsandopinion.com,
ocregister.com, gadu-gadu.pl (fot. Wojciech Druszcz),
exilequarterly.com, polskatimes.pl


Ακόμα:
- o Γιέρζι Κοζίνσκι στο χωρίς άλλη αναβολή

Ετικέτες , ,