9 Ιουν 2007

17 ~ Vaslav Fomich Nijinsky: Oι συμφιλιώσεις με τρομοκρατούν

Το’ βαλα στα πόδια και έτρεξα, κατεβαίνοντας το λόφο όπου βρίσκεται το σπίτι μας. Έτρεξα στ’ αλήθεια, ήρεμα όμως, χωρίς να δείξω οργή στη γυναίκα μου. Σαν σπρωγμένος από κάποια αόρατη δύναμη, έφτασα στο χωριό του Σαν-Μόριτς που φαινόταν κάτω από την πλαγιά. Όλο βαδίζοντας έφτασα σ’ ένα δρόμο που οδηγούσε στη λίμνη. Καθώς διέσχιζα τη μικρή πόλη είδα τον γιατρό. Τον προσπέρασα περπατώντας γρήγορα και χαμηλώνοντας το κεφάλι σαν να 'χα διαπράξει κάποιο σφάλμα. Φτάνοντας στη λίμνη, βάλθηκα να βρω λεφτά. Είχα στην τσέπη μονάχα ένα φράγκο και ένα δεκάλεπτο, όμως, ενθυμούμενος μερικές εκατοντάδες φράγκα που μου έμεναν στην τράπεζα, ήξερα πως είχα κάτι για να πληρώσω ένα δωμάτιο. Λοιπόν αποφάσισα να μην επιστρέψω και να βρω κάπου να μείνω. Μπήκα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο για να ρωτήσω την κυρά – που ήταν και η ιδιοκτήτρια - αν μπορούσα να μου νοικιάσει ένα δωμάτιο.
...

Όταν όμως της ζήτησα να μου νοικιάσει ένα δωμάτιο, απάντησε πως ήταν όλα πιασμένα και πως μονάχα την επόμενη βδομάδα. Θα μπορούσε να μου διαθέσει ένα διαμέρισμα. Της εξήγησα πως δεν χρειαζόμουν διαμέρισμα, κι εκείνη είπε ότι λυπόταν πολύ, αλλά της ήταν αδύνατο να μου δώσει ένα δωμάτιο. Νόμιζε πως ήθελα να φέρνω εκεί καμιά γυναίκα. Της είπα με ειλικρίνεια ότι χρειαζόμουν το δωμάτιο μονάχα για να δουλεύω, επειδή είχα τσακωθεί με την γυναίκα μου. Άκουσε τα παράπονά μου και βγήκε από το μαγαζί. Ο σύζυγός της που είχε παρακολουθήσει τη συζήτηση, ξέροντάς με για άνθρωπο σοβαρό που δεν είχε ανάγκη από γυναίκα, είπε πως είχα δίκιο – δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτε για μένα. Λέγοντας του πως ήταν δύσκολο, μερικές φορές να συνεννοούνται μεταξύ τους τα αντρόγυνα, μου εμπιστεύθηκε ότι είχε κάποτε παρατηρήσει τη γυναίκα του, η οποία τακτοποιούσε άσχημα τα πιάτα, εκείνη, όμως, δεν το είχε λάβει υπ’ όψη. Αφού τον άκουσα με καλοσύνη έφυγα δίνοντάς του το χέρι για πρώτη φορά ήμουν θλιμμένος γιατί μ’ έβλεπα κιόλας να κοιμάμαι στο δρόμο. Όλα ήταν κλειστά στα Λουτρά του Σαιν- Μόριτς, η πόλη άδεια, το ίδιο και τα καταστήματα. Είδα μερικά, κι έπειτα καθισμένος κάτω από ένα παράθυρο, με την πλάτη στον τοίχο, προσπάθησα να δω αν θα μπορούσα να κοιμηθώ έτσι. Στην αρχή ζεσταινόμουν κατόπιν άρχισα να κρυώνω. Μια γυναίκα έβγαινε από ένα σπίτι τουρτουρίζοντας σαν εμένα από το τσουχτερό κρύο. Είχαμε χειμώνα και δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο.
...
Έφτασα επιτέλους στο χωριό του Σαιν-Μόριτς, όπου σταματώντας μπροστά στο ταχυδρομείο, βάλθηκα να διαβάζω τα δελτία του πολέμου – όταν ξάφνου κάποιος με πιάνει από τους ώμους : ήταν ο γιατρός. Θέλει να με πάει σπίτι του αρνούμαι κατηγορηματικά προφασιζόμενος την ανάγκη μου για μοναξιά και την αδυναμία μου σήμερα να μιλήσω μ’ οποιονδήποτε.
– θά 'ταν προτιμότερο να πάτε σπίτι σας, η γυναίκα σας σάς περιμένει.
Ωστόσο εγώ:
- οι συμφιλιώσεις με τρομοκρατούν. Θέλω να ζούμε μονιασμένα και όχι μονάχα να τα ξαναφτιάχνουμε μετά από κάθε μας φιλονικία.
Βάσλαβ Νιζίνσκυ (1889-1950)



* Το κείμενο και η πρώτη φωτογραφία είναι από το βιβλίο
Το ημερολόγιο του Νijinsky - εκδ. Νεφέλη, 1981
σε μετάφραση Βερονίκης Δαλακούρα
* Λοιπές φωτογραφίες: paxdoraunlimited.com,
middlebury.edu και users.bigpond.net.au

Ετικέτες , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα