109 ~ Πάτρικ Λη Φέρμορ: ανάμεσα στα δάση και τα νερά

Η μικρή πόλη τώρα έδειχνε εντελώς διαφορετική. Είχε την κωμική και σαγηνευτική χάρη μιας οπερέτας: χρώματα και ζωηράδα χαρακτήριζαν τους θαμώνες σε πολυπληθή τραπέζια, η χορευτική μπάντα και οι χορευτές γέμιζαν την τραπεζαρία του καζίνο όλο μπρίο και Schwung (κορδώματα). Με τη βοήθεια της δαμασκηνορακής και του κρασιού και του χορού, το απόγευμα χάθηκε μέσα στους χρυσαφένιους ατμούς της μέθης. Ένα μεγάλο τραπέζι δίπλα μας εξέπεμπε μια ελαφρώς θεατρική αύρα επιδεικτικότητας και σύντομα έγινε ξεκάθαρο το γιατί. Στη διάρκεια ενός διαλείμματος, οι Τσιγγάνοι είχαν αρχίσει να κινούνται από τραπέζι σε τραπέζι, και σταματούσαν στις προσηλωμένες παρέες για να παίξουν «στα αυτιά των

Βρέθηκα να χορεύω -υπό τους ρυθμούς του Couchés dans le foin, μετά το Vous qui passez sans me voir - μ' ένα κορίτσι που σπούδαζε αγγλική φιλολογία στο Βουκουρέστι' όχι πως μπορούσαμε να ακούσουμε λέξη μέσα στο ποδοβολητό του χορού. Όταν ξανακαθίσαμε, εκείνη μου είπε: «Λατρεύω τα αγγλικά βιβλία. Γουέλς, Γκάλσγουορθι, Μόργκαν, Γουόρικ Ντίπινγκ, Ντίκενς. Και την ποίηση του Μπάιρον, εάν...». Σταμάτησε, χαμογελώντας σκεφτική. Εγώ περίμενα, αναρωτώμενος ποιες ήταν οι επερχόμενες επιφυλάξεις, και ύστερα από σιωπή μερικών δευτερολέπτων, αποτόλμησα να πω: «Εάν τι;». «Εάν» είπε εκείνη «να κρατάς μπορείς το λογικό σου όταν γύρω σου όλοι το 'χουνε χαμένο και ρίχνουνε γι' αυτό το φταίξιμο σε σένα»
Την επόμενη ημέρα ενώ τριγύριζα με τα παπούτσια της γυμναστικής, το πόδι μου προσγειώθηκε σ' ένα καρφί δυόμισι εκατοστών που εξείχε σε μια σανίδα μέσα σε μια διαλυμένη ξυλαποθήκη και τρυπήθηκα πέρα για πέρα. Πονούσε λίγο και δεν έτρεξε πολύ αίμα,

Ο Μάρος κυριαρχούσε τους τελευταίους τρεις μήνες. Τώρα τη θέση του είχε πάρει ο Τσέρνα και μερικές ημέρες νωρίτερα, λίγο πριν από την αυγή, είχα πάει με το άλογο προς τα ανάντη για να ρίξω μια τελευταία ματιά. Η μηλωτή από φύλλα εκτοξευόταν προς την κορυφογραμμή' από κάτω, η κοιλάδα απλωνόταν μελαγχολική και γαλήνια μέσα στο μισόφωτο' ήταν ένας αγριότοπος από πράσινα βρύα και γκρίζα αναρριχητικά φυτά, με νερόμυλους πνιγμένους στους κισσούς που σάπιζαν πλάι στις όχθες και ρυάκια που κατρακυλούσαν μέσα από τις σκιές' μετά, μέσα από τους κορμούς, αχτίδες φωτός στο χρώμα του λεμονιού έφταναν χαμηλά μέχρι τους υδρατμούς που στροβιλίζονταν κατά μήκος της κοίτης και τρύπωναν στα κλαδιά. Ήταν σαν να περπατούσα μέσα σ' έναν κόσμο που ξεπρόβαλλε από το αρχέγονο χάος.
Σήμερα όμως ακολουθούσα μια πιο πεδινή διαδρομή. Ο ποταμός, αφήνοντας το βάραθρο του και κατευθυνόμενος προς τα νότια, έμπαινε σε μια πλατιά γούβα η οποία ανηφόριζε προς τα βόρεια ανάμεσα από δύο πελώριους ορεινούς όγκους που στένευαν σταθερά μέχρι που ο δρόμος έφτασε στο πέρασμα' μετά, πολλά χιλιόμετρα μακριά στην άλλη πλευρά, κατέβαινε στην κοιλάδα του Τίμις και ακόμα πιο μακριά κατά μήκος του βρισκόταν το σημείο από το οποίο πριν από δύο εβδομάδες είχα εξαπολύσει την ατομική μου επίθεση εναντίον των Καρπαθίων. Στρεφόμενος νότια, ακολούθησα έναν κατσικόδρομο στη σκιά των δέντρων, και αναρωτήθηκα πόσο να έχει αλλάξει η κοιλάδα από την εποχή των Ρωμαίων' κοιτώντας ψηλά τους αετούς και τα μετέωρα ρουμάνια μανία, σκέφτηκα: σχεδόν καθόλου.

Ένας ηλικιωμένος κάτω από μια μουριά με ρώτησε πού πήγαινα. Όταν του είπα «Constantinopol», έκανε ένα αμυδρό νεύμα και δεν με ρώτησε τίποτα άλλο, λες και είχα αναφέρει το διπλανό χωριό. Ένα εντυπωσιακό πουλί που δεν είχα ξαναδεί, περίπου στο μέγεθος κόρακα και με λαμπερό γαλάζιο χρώμα όταν βρισκόταν στον αέρα, πέταξε σ' ένα κοντινό κλαδί.
Ο γέρος σήκωσε ένα πεσμένο μούρο από το χορτάρι, και, δίνοντας μια βουβή επίδειξη, καμπύλωσε το δείκτη του σαν να πέρναγε ένα αγκίστρι και μετά έκανε πως πετά πετονιά στο ποτάμι. Εννοούσε πως χρησιμοποιούσαν μούρα για δόλωμα; Σίγουρα όχι για τις πέστροφες; «Όχι, όχι». Κούνησε το κεφάλι του και είπε ένα άλλο όνομα. Η χειρονομία του παρέπεμπε σε ένα πολύ μεγαλύτερο ψάρι μέχρι που τα χέρια του άνοιξαν εντελώς όπως ενός παίκτη κονσερτίνας. Ένα στουριόνι από τον Δούναβη, ίσως. Δεν ήταν μακριά.
Ήταν πολύ κοντύτερα απ' ό,τι νόμιζα, γιατί εντελώς ξαφνικά οι πλευρές της πεδιάδας βυθίστηκαν και αποκάλυψαν τους πύργους και τα δέντρα της Όρσοβα, μετά τα ταραγμένα κίτρινα και γκριζογάλαζα νερά του Δούναβη και τον πασσαλοφράχτη των σερβικών βουνών πέρα. Το θέαμα ήταν δραματικό και αιφνίδιο. Η φαρδιά καμπύλη του ποταμού ήρθε στο προσκήνιο, περνώντας μέσα από μια απόκρημνη περιοχή στα δυτικά' μετά, αφού χωρίστηκε με αναφτέριασμα γύρω από το φουντωτό νησάκι και κατόπιν ενώθηκε πάλι, συνέχισε προς τα κατάντη για να κάνει μια σχεδόν εξίσου εντυπωσιακή έξοδο.

Η επιστολή της μητέρας μου ερχόταν σε απάντηση ενός γράμματος που περιείχε μια διασκεδαστική -ήλπιζα- περιγραφή του παρασιτικού καλοκαιριού μου' της έστελνα αναφορές προόδου μου κάθε εβδομάδα περίπου, εν μέρει για να την ψυχαγωγήσω και εν μέρει για να συμπληρώσω το ημερολόγιο μου αργότερα. «...Βλέπω τι εννοείς για το Mr. Sponge's Sporting Tour» μου έγραφε. «Θα ακολουθήσεις τον Δούναβη; Θα φτάσεις σ' ένα μέρος που λέγεται Ρουστσούκ - μόλις το κοίταξα στον άτλαντα» συνέχιζε. «Μάντεψε ποιος γεννήθηκε εκεί!». Ήταν ο Μάικλ Άρλεν. (Όπως -αν και τότε δεν είχα ακόμη ακούσει για αυτόν- και ο Ελίας Κανέτι.) Η μητέρα μού έδινε πολλές τέτοιες πληροφορίες, συχνά όχι ακριβείς αλλά πάντα ενδιαφέρουσες. Της άρεσε πάρα πολύ να κόβει άρθρα από εφημερίδες και ύστερα από λίγο μια μάζα από αποκόμματα, γεμάτα με ιστορίες του Λονδίνου, κάλυπτε το τραπέζι.

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το γράμμα της Αγκέλα. Τα αισθήματα μας -τα δικά μου, τουλάχιστον- ήταν πιο έντονα απ' ό,τι είχαμε παραδεχτεί, και το δέσιμο μας, για όσο διήρκεσε, ήταν ολοκληρωτικό: η τρυφερότητα και ο ενθουσιασμός έρρεαν αφειδώς' δεν είναι να απορεί κανείς που πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας: η καλή διάθεση και το αίσθημα της περιπέτειας είχαν χαρίσει μια εύθυμη νότα στα πάντα και ένιωθα σίγουρος ότι, για να αποφύγουμε τις στεναχώριες αργότερα, η Αγκέλα είχε επιδέξια κρατήσει τα πράγματα σε αυτό το επίπεδο. Το σύντομο διάστημά μας μαζί ήταν γεμάτο ανέφελη αγαλλίαση - ο χωρισμός δεν ήταν φταίξιμο κανενός μας και δεν υπήρχαν λόγοι για οτιδήποτε άλλο παρά ευγνωμοσύνη και ίσως να είχαμε σταθεί πιο τυχεροί απ' όσο γνωρίζαμε.
Patrick Leigh Fermor (1915)
[update: (1915-2011)]

* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
του Πάτρικ Λη Φέρμορ Ανάμεσα στα δάση και τα νερά
Μετάφραση: Νίκος Κούτρας
εκδ. Μεταίχμιο, 2004
* φωτογραφίες: welt.de, feldgrau.net,
admiralcod.blogspot.com, animale-salbatice.ro,
ccbmc.com, patrickleighfermor.wordpress.com
Περισσότερα:
ο Πάτρικ Λη Φέρμορ
- στο - ταξιδεύοντας, και
- στο - γράμμα σε χαρτί
Ενημέρωση 10 Ιουνίου 2011
Τα Νέα: Έφυγε ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ένας μεγάλος φίλος της Ελλάδας
του Πάτρικ Λη Φέρμορ Ανάμεσα στα δάση και τα νερά
Μετάφραση: Νίκος Κούτρας
εκδ. Μεταίχμιο, 2004
* φωτογραφίες: welt.de, feldgrau.net,
admiralcod.blogspot.com, animale-salbatice.ro,
ccbmc.com, patrickleighfermor.wordpress.com
Περισσότερα:
ο Πάτρικ Λη Φέρμορ
- στο - ταξιδεύοντας, και
- στο - γράμμα σε χαρτί
Ενημέρωση 10 Ιουνίου 2011
Τα Νέα: Έφυγε ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ένας μεγάλος φίλος της Ελλάδας
Ετικέτες ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΞΕΝΟΙ, ΞΕΝΟΙ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα