25 Αυγ 2010

100 ~ Άννα Σικελιανού: ο Έρωτας κι ο Πόνος μπλέχτηκαν σε μια ρίζα αξεχώριστη

* Από το παράθυρο της καλής μας τραπεζαρίας, της καλοκαιρινής εννοώ, η αδελφή μου, η Μαρία μας, κάποια μέρα έκανε νόημα σ' ένα φίλο μας στο αντικρινό σπίτι, γιατί τον αγαπούσε όσο και όπως αγαπούνε τα κορίτσια των δεκατεσσάρων χρονώ, και η μαμά που την είδε αγανάκτησε με την ντροπή που μας έγινε μέρα μεσημέρι, ακούς εκεί! Είπε πως θα 'χτιζε το παράθυρο ή θ' αλλάζαμε σπίτι, μια και δεν ήτανε δικό μας, όμως στο τέλος, για ευκολία ίσως και για να μην ξεσπιτωθούμε, αποφάσισε να μας στείλει στο μοναστήρι και τις τρεις μας, δηλαδή κι εμένα που ήμουνα δωδεκάμισι χρονώ και τη μικρή μας που ήτανε οχτώμισι, για να μην πάρομε κι εμείς τον κακό δρόμο!

Ο πατέρας μας, δεν θυμάμαι να' φερε καμιάν αντίρρηση σ' αυτό το σχέδιο, όπως και σ' όλα τ' άλλα που οργάνωνε η μαμά, γιατί, μεταξύ μας τώρα, οι γυναίκες κάνανε πάντα το δικό τους! Έτσι η μαμά είχε το κουμάντο και τις έγνοιες όλου του σπιτιού, κι ο μπαμπάς είχε αναλάβει τις φωνές, θαρρώ πάντα υπήρχε ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στα δυο νησιά τους, την Κρήτη και τη Σύρα, και μια διαφορά στους τρόπους και στη συμπεριφορά. Σήμερα υποψιάζομαι πως η μαμά από καιρό θα είχε τ' όνειρο να μας στείλει σ' ένα γαλλικό σχολειό, όπως την είχε στείλει κι εκείνην ο παππούς για καλούς τρόπους, για τα γαλλικά της και το πιάνο της, και βρήκε αφορμή την ντροπή που μας έγινε και το ξεστόμισε. Εγώ μια φορά ευλογώ αυτό το όνειρο ή την ντροπή, που ήταν η αιτία να ζήσω λίγα χρόνια μ' αυτές τις γυναίκες του μοναστηριού, τις αγνές και παθιάρες, τρυφερές κι ασκητικές, σιωπηλές και αγράμματες, που με σφραγίσανε ωστόσο με το ύφος τους και την αγάπη τους για μιαν αλλιώτικη ζωή, δύσκολη βέβαια, όμως όλο έξαρση!

Άρχισαν κιόλας οι ετοιμασίες κατά τον κανονισμό του μοναστηριού, που απαιτούσε όλες οι αλλαξιές να είναι από έξι, μα οι ετοιμασίες αυτές δεν με αφορούσαν, αφού εγώ θα 'παιρνα από την αδελφή μου τη μεγάλη τις ποδιές της, τα φουστάνια της, τις πουκαμίσες της και τα παρακάτω. Έτσι η αδελφή μου θα τα είχε όλα κατακαίνουργα, καθώς και η μικρή, μια και τα δικά μου δεν θα άντεχαν να φτάσουν ως εκείνη.

Αργότερα άκουσα πολλά, κι έκλαψα μάλιστα από αγαλλίαση για τους θησαυρούς της ταπεινοφροσύνης και της φτώχειας που συνορεύουν με την αγνότητα και την υπακοή, μα ποτέ, ποτές μου δεν παρηγορήθηκα γι' αυτά τα αποφόρια, που ήτανε μια παλιά πληγή, από μια ποδιά της Μαρίας μας που την αναγνωρίσανε οι συμμαθήτριες μου κι εγώ καταντροπιάστηκα.

Πέρασε ο Σεπτέμβριος με τον πυρετό και την προσμονή ενός ταξιδιού που δεν έμοιαζε με τ' άλλα, όταν πηγαίναμε στη Σύρα τα καλοκαίρια στη γιαγιά και στο φτωχόκοσμο της εξοχής μας, στο Κίνι. Είχαμε εκεί ένα ωραίο σπίτι ροζ με πράσινα παράθυρα καταμεσής σ' αμπέλια και συκιές, το μόνο δίπατο σ' όλο το χωριό, στρωμένο με σανίδες ή πλάκες, καθώς και οι αυλές μας, φρεσκοπλυμένες από την Αννέτα — γιατί η γιαγιά δεν την άφηνε στασιό, την κακομοίρα — ενώ της άμια-Σπεράντζας ή της άμια-Καλής, όπως κι όλα τ' άλλα, ήτανε μονόπατα, στρωμένα με χώμα, και μυρίζανε από τα ζωντανά τους. Θαρρώ μάλιστα πως δεν είxανε ούτε παράθυρα καν, το φως έμπαινε από την πόρτα, κομμένη στα δυο, γι' αυτό όταν πήγαινες μέσα ήτανε δροσερά κι ευxάριστα σ' αυτό το μισοσκόταδο όπου πλανιότανε κάποιο μυστήριο κι έκρυβε και τη φτώxεια τους. Γυναίκες κι άντρες περπατούσανε ξυπόλητοι, μέσα έξω, με αλαφράδα και xάρη, και μόνο για την εκκλησιά ή για τη xώρα φορούσανε παπούτσια, και τότε άλλαζε η περπατησιά τους και τα μούτρα τους. Μου κάνανε ένα σωρό xαρές, όταν, περνώντας τον καλαμιώνα, πήγαινα για καμιά παραγγελιά της γιαγιάς, να 'ρθει ο Λινάρδος με τις μουστάκες του ή ο Γιωσήφης στο σπίτι μας, γιατί έσταζε η ταράτσα μας. Πάντα με φιλεύανε μ' ένα χάδι και μ' ένα ψωμάκι κριθαρένιο, ζεστό ακόμη απ' το φούρνο. Ένας κόσμος γλυκός και ήμερος, με φόβο κι ελπίδα στην καρδιά του, κι όμως, το πιστεύω, απόλυτα ελεύθερος!

Ωστόσο τούτο δω το ταξίδι ήτανε αλλιώτικο, λίγο σαν εξορία σ' ένα μέρος άγνωστο, και για τούτο πιο ελκυστικό! «Ξέρετε, μας στέλνουνε στο γαλλικό σχολειό της Τήνου», λέγαμε στις φιλενάδες μας, προσπαθώντας να τις ξιπάσομε ή να μας θαυμάσουν τουλάχιστον.

Από το ελληνικό σχολειό μας, που ήτανε από τα καλύτερα της εποχής, μ' ένα μάτσο μοντέρνα συστήματα, δε θυμάμαι τίποτε, ούτε μάθημα, ούτε δάσκαλο, ούτε καν τη μορφή τους, εκτός από τον Γάλλο, τον Μr. Vivier, ποy αυτός είχε πρόσωπο, και τον διευθυντή μας, που τσιμπούσε τα πόδια και τα στήθη των κοριτσιών. Όλα τ' άλλα χρόνια, ανάμεσα στα χρόνια της γιαγιάς και του μοναστηριού, κάνουν μια μεγάλη τρύπα στη μνήμη μου.

= = =

[σ.σ.: Χρόνια αργότερα, μετά την μοιραία συνάντηση με τον Άγγελο Σικελιανό, που κατέληξε στην διάλυση του γάμου της με τον γιατρό Γιώργο Καραμάνη, ιδρυτή του πρώτου σανατορίου στην Ελλάδα]

* Όταν απαντηθήκαμε, δίχως να πούμε κανένα λόγο, γελούσαμε τόσο πολύ από χαρά, που το κουβάρι του πόνου ξετυλίχτηκε όλο με μιας από μόνο του. Τι αλάφρωση για την καρδιά! Από το γερτό παράθυρο μπαίνει ένας φίλος, το φεγγαράκι, οι φωνές των παιδιών από το δρόμο, τα κουδουνίσματα των αμαξιών και τ' αρώματα από τους κήπους που ξεχύθηκαν να φτάσουν ως εμάς. Μια απλή ζωή που τρέχει σαν νεράκι. Μόλις ξεμακρύνω, μου γράφει πάλι: «Έτσι είμαι κλεισμένος στη μικρούλα κάμαρα πιστά κι υπομονετικά, γιατί πιστεύω πως μια μέρα θα φτερουγίσω απέραντα μαζί σου μες στο φως και τη δροσιά και στ' αρώματα της τέλειας λευτεριάς». Και σε λίγες μέρες, πριν φύγει για την Αθήνα:

«Δυο αστέρια ταξιδεύουνε απάνω από βουνά και πέλαο
για να σμίξουνε σε λίγο, σ' ένα μόνο Άστέρι Αιώνιο Μυστικό!
η Άννα Αγγέλου Σικελιανού
ο Άγγελος Άννας Σικελιανού!
».

Όταν μου 'δωσε για πρώτη φορά τ' όνομά του, μια γλυκιά ζάλη από περηφάνια για ό,τι μου εμπιστευότανε γέμισε όλη μου την ύπαρξη και φοβήθηκα για τ' αποτελέσματα, μα τώρα που μου το ξανάδωσε και πήρε κι εκείνος το δικό του από μένα, σαν να φόρεσα μιαν αρματωσιά που με προστάτεψε για πάντα από κάθε άλλη φιλοδοξία και προχώρησα άφοβα προς το θαύμα της ζωής που ετάξαμε στον εαυτό μας με πίστη, ευλάβεια κι αλήθεια!

Ξαναγύρισε στην Αθήνα' θα χρειαστεί σε λίγο να τον ακολουθήσω κι εγώ για τις διατυπώσεις του διαζυγίου μου.

Η ζωή, που μου χάρισε έναν Άγγελο, μου ζήτησε απαράδεκτη πληρωμή όταν έπρεπε να καταθέσω πως ο Γιώργος μού φερνότανε άπρεπα. Πίστευα πως δεν θα μιλούσα ποτέ γι' αυτόν παρά για την καλοσύνη του, την ευγένειά του, την τιμιότητά του, τις γλυκές φροντίδες του και για το φαρμάκι που άθελά μας τον ποτίσαμε. Αλλά όχι, ένας γάμος δεν λύεται με παινάδια, πρέπει να μπεις στο ψέμα, στις δικολαβίες, για να πάρεις το συχωροχάρτι, κι ο Έρωτας κι ο Πόνος μπλέχτηκαν τότε σε μια ρίζα αξεχώριστη.
Άννα Σικελιανού (1904-2006)


* από το βιβλίο της Άννας Σικελιανού Η ζωή μου με τον Άγγελο
εκδ. Εστία, 1985
*
Φωτογραφίες: tanea.gr

Ετικέτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα