68 ~ Μαξίμ Γκόρκι: ...βλέπω τη μύτη του παπουτσιού να κοπανάει το στήθος μιας γυναίκας

— Ευγκένυ, σε παρακαλώ, σε ικετεύω...
— Βλακείες, έλεγε ο πατριός μου.
— Αχ! ξέρω πως πηγαίνεις σπίτι της!
— Και λοιπόν;
Για λίγες στιγμές σωπάσανε και οι δυο, ύστερα η μητέρα μου μέσα στο βήχα της φώναξε:
— Κανάγιας που είσαι!
Άκουσα το Μαξίμωφ να τη χτυπάει και έτρεξα στο δωμάτιο. Πεσμένη στα γόνατα η μητέρα μου, ακούμπαγε με τη ράχη και με τα χέρια της σε μια καρέκλα αγκομαχώντας, με το κεφάλι ριγμένο πίσω, φούσκωνε το στήθος της και τα μάτια της γυαλίζανε με μια τρομαχτική λάμψη. Ο άντρας της καλοντυμένος με καινούρια στολή της έδινε κλωτσιές με τη μπότα του στα στήθια της. Αρπάζοντας απ' το τραπέζι ένα μαχαίρι με χερούλι από κόκαλο σκαλισμένο με ασήμι, που κόβαμε το ψωμί, το μόνο ενθύμιο που είχε μείνει απ' τον πατέρα μου, θέλησα να το μπήξω με όλη μου τη δύναμη στην κοιλιά του κακούργου. Ευτυχώς η μητέρα μου πρόφτασε να σπρώξει το Μαξίμωφ, η λεπίδα γλίστρησε στο ύφασμα, το ξέσκισε και μόνο τον γρατζούνισε λίγο. Ο πατριός μου έβαλε άγριες φωνές και βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο, με το χέρι στην κοιλιά του. Η μητέρα μου μ' έπιασε, με σήκωσε ψηλά και μουγγρίζοντας, με πέταξε με δύναμη στο πάτωμα και έπεσε απάνω μου με όλο το βάρος της. Απελευθερώθηκα απ' το Μαξίμωφ, που ξαναγύρισε στο σπίτι.
Αργότερα το βράδυ, όταν, μ' όλα αυτά ο άντρας της βγήκε, η μητέρα μου ήρθε και με βρήκε πίσω απ' τη σόμπα, με πήρε στην αγκαλιά της και με φίλησε κλαίγοντας:
— Συχώρεσέ με! Δεν είχα δίκηο! Αχ! μικρούλη μου! Πώς τόλμησες; Με μαχαίρι!
Πολύ ειλικρινά, και καταλαβαίνοντας πολύ καλά το νόημα κείνων που έλεγα, της δήλωσα πώς είχα σκοπό να σφάξω τον πατριό μου και να σκοτωθώ μετά. Και νομίζω πως θα τόχα κάνει ή τουλάχιστον θα είχα δοκιμάσει. Και τώρα ακόμη βλέπω, εκείνη την απαίσια στιγμή, το μακρύ πόδι και το σειρήτι που ξεχώριζε στο ύφασμα του παντελονιού. Βλέπω κείνο το πόδι που ταλαντεύεται, βλέπω τη μύτη του παπουτσιού να κοπανάει το στήθος μιας γυναίκας. Πολλά χρόνια υστερότερα ο δύστυχος Μαξίμωφ πέθανε μπροστά στα μάτια μου σ' ένα νοσοκομείο. Μου είτανε παράξενα συμπαθητικός τότε και έκλαψα βλέποντας τα όμορφα σαστισμένα μάτια του να θολώνουν και να σβύνουν. Μα κι' αυτήν ακόμα την πονεμένη ώρα, με την ψυχή γεμάτη από μιαν ανείπωτη αγωνία, δε μπόρεσα να ξεχάσω πως ο άνθρωπος αυτός είχε δώσει κλωτσιές στη μητέρα μου.
Maxim Gorky (1868-1936)
(Aleksey Maksimovich Peshkov)

* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Μαξίμ Γκόρκυ, Τα παιδικά χρόνια της ζωής μου -
εκδ. Λογοτεχνική Μορφωτική Εταιρεία
σε μετάφραση Σ. Βήτα
* φωτογραφίες: 21stcenturysocialism.com, pro.corbis.com
Μαξίμ Γκόρκυ, Τα παιδικά χρόνια της ζωής μου -
εκδ. Λογοτεχνική Μορφωτική Εταιρεία
σε μετάφραση Σ. Βήτα
* φωτογραφίες: 21stcenturysocialism.com, pro.corbis.com
Ετικέτες ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΞΕΝΟΙ, ΞΕΝΟΙ
10 σχόλια:
Καλη Ανοιξη!
(μήπως πήρε το μάτι σου τίποτα χελιδόνια;)
Καλή σου Ανοιξη, χωρίς λιτότητα, εύχομαι!
Αντίθετα, όταν τα κοτσύφια με ξυπνούν από τα χαράματα, η μέρα ξεκινάει όμορφα.
(Καινούργια Πλάτωνος; Για πε...)
Ραντεβού στο Κύτταρο... να πουμε μετά εντυπώσεις!
Kι άλλο ένα, κλεμμένο κι αυτό, απ' τον ίδιο.
Το μεράκι, όμως, πάντα το ίδιο.
υ.γ.
Εγώ γιατί νομίζω ότι σου είμαι λιγότερο άγνωστη από την απέναντι γειτόνισσά σου, που βλέπεις σχεδόν κάθε μέρα;
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα