116 ~ Πάτρικ Γουάιτ: οι πρώτοι ελαφροί κυματισμοί στο ρεύμα του πάθους...

Ήμουν κυρίως συντροφιά με τον εαυτό μου στο νεογοτθικό σπίτι που είχαν νοικιάσει οι γονείς μου για τις διακοπές: απόλυτα ξεκομμένος από κάθε άλλη πτυχή της ζωής μου — ωστόσο σ' αυτό το σπίτι φαινόταν να διαμορφώνεται η ζωή.
Υπήρχε η Μακρόστενη Αίθουσα, στη μιαν άκρη του κήπου' στην άλλη, ο μεγάλος επίχρυσος καθρέφτης, όλο κηλίδες, λακκάκια και ρυτιδώσεις. Ταλαντευόμουν μες στο υδάτινο γυαλί' ανάλογα με το φως αποσυρόμουν στα έγκατα του ενυδρείου ή έτρεμα στο προσκήνιο σαν κλωστή κιτρινοπράσινου κάρδαμου. Αυτοί που νόμιζαν πως με γνώριζαν δεν είχαν ιδέα για το πλάσμα που ούτε εγώ γνώριζα καλά-καλά.

Αυτό που με αναστάτωνε χωρίς να το καταλαβαίνω ήταν οι φωνές των Ουαλών ανθρακωρύχων που τραγουδούσαν αρμονικά καθώς σέρνονταν στην οδό Μπρόμπτον με τα λιγδιασμένα τους αδιάβροχα. Πασχίζοντας για μιαν ανέφικτη Ιερουσαλήμ, μου άγγιζαν μια χορδή που δεν ήξερα πώς να εξερευνήσω. Κατόπιν, στο ξενοδοχείο, ξάπλωνα στο κρεβάτι, σκαμπανεβάζοντας σε μια θάλασσα από ουαλικές φωνές - και σε μια παράλογη δυστυχία. Σηκωνόμουν, έπλενα το πρόσωπο και τα χέρια μου και κατέβαινα με την οικογένεια μου στην ψησταριά για να φάμε τηγανητό αφρομάριδο μέσα σε μικρά πατατοκάλαθα.
[....] Το Φέλφαμ τις περισσότερες φορές ήταν πληκτικό: τα πλεονάζοντα παιδιά που είχαν προσκληθεί να μείνουν επισκέπτονταν Αυστραλούς κι έδιναν λεπτομέρειες των ευρωπαϊκών περιοδειών και την παρουσίαση τους στην Αυλή. Αν οι ενήλικοι παρατηρούσαν ένα νεφελώδες αγόρι, με τα μάτια προσηλωμένα σε κύκλους μπεζ φανέλας, να μπαινοβγαίνει στις συζητήσεις τους, δε μπορούσαν να το καταλάβουν απολύτως. Οι φωνές που προσπαθούσαν να το διασκεδάσουν χαμήλωναν, κι εκείνο μπορούσε να δραπετεύσει προσωρινά, όχι μόνο από την παρέα, αλλά και από τη δική του αντανάκλαση στον καθρέφτη.
Μισούσα την εμφάνιση που είχα κληρονομήσει, αλλά δεν ήξερα με τι να την αντικαταστήσω, αν μπορούσα να επιλέξω — εκτός αν ήταν κάτι δυνατό και όμορφο, τόσο συνηθισμένο όσο αυτοί που περιφρονούσα και ζήλευα.

Κλαίγαμε για τις γάτες και τους σκύλους που θάβαμε κάτω από τους σταυρούς που φτιάχναμε από βελόνες φοινικόφυλλων, σε τάφους πάνω στους οποίους είχαμε φυτέψει μαραμένους κατιφέδες. Οι θάνατοι ηλικιωμένων αναφέρονταν περιστασιακά. Ελάχιστα μας ενδιέφεραν.
Οι καταιγίδες με κεραυνούς μας φόβιζαν περισσότερο από το θάνατο και την Τρελή και από το σχόλιο που κρυφάκουσα σε μια συζήτηση μεταξύ των μητέρων άλλων παιδιών: «...Δεν το θέλει που είναι λιγάκι ασθενικό παιδί...». Ούτε το γέλιο που ακολούθησε βοήθησε στο να εξηγήσει τι ήμουν ή τι είχα κάνει στους προφανώς δυστυχείς γονείς μου.
Ήταν απλώς μια αναλαμπή φόβου, σαν την αστραπή στις μοβ καταιγίδες με κεραυνούς. Υπήρχαν τα ομιχλώδη πρωινά, η επιστροφή στο σπίτι με τα πόδια απ' τα λουτρά και το καρπούζι στο τέλος.
Συνέβη καθώς γύριζα πεζός στο σπίτι απ' τα λουτρά, επτά περίπου χρονών, να έχω την πρώτη μου στύση, θυμάμαι. Ενώ έβλεπα προς τα κάτω, εξέφρασα τη γνώμη στον πατέρα μου πως κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Εκείνος εκδήλωσε αυστηρότητα και αμηχανία, μετακίνησε το βρεγμένο μαγιό του απ' τον ένα ώμο στον άλλο και μου είπε να αποχωρήσω για λίγο. Ταυτοχρόνως πρόσεξα μια περαστική αναλαμπή χαμόγελου.

Σ' εκείνα τα ομιχλώδη πρωινά του Σίδνεϊ γνώρισα την πρώτη μου στύση και τον πρώτο μου ποιητή: οι πρώτοι ελαφροί κυματισμοί στο ρεύμα του πάθους...
Patrick Victor Martindale White (1912–1990)

* Τα αποσπάσματα είναι από το αυτοβιογραφικό
βιβλίο του Πάτρικ Γουάιτ, Ψεγάδια στον Καθρέφτη,
Μια αυτοπροσωπογραφία
σε μετάφραση Γιάννη Βασιλακάκου
Εκδ. τυπωθήτω, 2008
* φωτογραφίες: australianoftheyear.org.au,
couriermail.com.au, abc.net.au,
nobel-prize-winners.com, nla.gov.au
βιβλίο του Πάτρικ Γουάιτ, Ψεγάδια στον Καθρέφτη,
Μια αυτοπροσωπογραφία
σε μετάφραση Γιάννη Βασιλακάκου
Εκδ. τυπωθήτω, 2008
* φωτογραφίες: australianoftheyear.org.au,
couriermail.com.au, abc.net.au,
nobel-prize-winners.com, nla.gov.au
Ετικέτες ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΞΕΝΟΙ, ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΕΣ, ΞΕΝΟΙ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα