12 Ιουν 2007

18 ~ Atilio Bertolucci: Συνάντηση με τον Προυστ

Εμπιστεύομαι τη μνήμη, δεν μπορώ, ίσως δεν θέλω να ψάξω για αποδεικτικά στοιχεία. Ήταν προχωρημένος Σεπτέμβριος, μετά τις μεγάλες ζέστες, μεταξύ του θερισμού και οργώματος που είχαν τελειώσει επιτυχώς με την προοπτική ενός πλούσιου τρύγου, όταν αποφασίσαμε να εγκαινιάσουμε το καινούργιο αυτοκίνητο (μια Ceirano) και το μόλις αποκτηθέν δίπλωμα οδηγήσεως του μεγαλύτερου αδελφού μου, με μια βόλτα στη Βενετία.

Δεν θυμάμαι τίποτα από το ταξίδι, σκέφτομαι πως θα υπήρξε κουραστικό, γιατί οι δρόμοι δεν είχαν ακόμα ασφαλτοστρωθεί. Ακόμη και η άφιξή μας στην περίφημη πόλη, στην πλατεία Σαν Μάρκο, τουλάχιστον για μένα που υποφέρω απο ναυτία και πάνω στο πατίνι, πολύ δε περισσότερο στη βενζινάκατο, υποθέτω πως δεν θα ήταν τίποτα το ενθουσιώδες. Φοβάμαι επίσης πως μαθητευόμενος βοηθός των Γραμμάτων και των Τεχνών στον οποίο είχαν φθάσει άγνωστον πώς, στην Τετάρτη Γυμνασίου, τα ανατρεπτικά μηνύματα του μοντερνισμού, απέρριπτα εκ βάθους καρδίας τα μάρμαρα, τους τρούλους και τις γωνιοκορφές, σαν φθηνές ομορφιές κατάλληλες για καρτ-ποστάλ.

Πρέπει τώρα να συντηρήσω με το πόδι μια μικρή προεξοχή για να ξαναβρώ αστραπιαία την ακριβή στιγμή κατά την οποία, κατευθυνόμενος με την οικογένειά μου προς το καφέ Φλοριάν, τα παγωτά με φρούτα του οποίου μας είχαν εκθειάσει κάποιοι φίλοι (σε ένα σημείο των Προκουράτιε, σήμερα μάλλον άσημο, απαστράπτον τότε από βιτρίνες), τα μάτια μου συνάντησαν στο εκθετήριο του Διεθνούς Βιβλιοπωλείου Τρέβες Τρεκάνι Τουμινέλι, πάνω στο μυθικό άσπρο εξώφυλλο, σε κόκκινο και σε μαύρο, ένα όνομα και έναν τίτλο, που από αρκετό καιρό βούιζαν στο μυαλό μου γεμάτα μυστήριο και υποσχέσεις: MARCEL PROUST, Α la recherche du temps perdu-du cote de chez Swαnn. Ήταν οι δύο πρώτοι τόμοι «άγγελοι με αναδιπλωμένα φτερά», που με περίμεναν. Για μένα, για τη ζωή μου, μέλλοντες άγγελοι φύλακες.Τους ζήτησα ως δώρο από τον αδελφό μου, ο οποίος ήταν μεγαλύτερός μου κατά έξι χρόνια και αρκετά εύπορος για κείνη την εποχή: του ορκίστηκα πως θα ήμουν πιο μελετηρός στην Πέμπτη Γυμνασίου, κατά το σχολικό έτος που θα αντιμετώπιζα σε λίγες πλέον ημέρες, και που θα έκλεινε με μια φοβερή εξεταστική περίοδο.

Ο πατέρας και η μητέρα, χωρίς να ξέρουν τίποτα, μας περίμεναν ήδη καθισμένοι στο καφενείο, αφηρημένοι κάπως από τη μουσική της μικρής ορχήστρας. Δεν γνώριζαν τη μύησή μου, στην οποία με οδήγησε το πεπρωμένο, με μια μικρή αναταραχή στο εφηβικό κυκλοφοριακό μου σύστημα, ένα είδος μακάριας και οδυνηρής αναμονής σε όλο μου το είναι. Αργότερα, στο ξενοδοχείο, στο τραπέζι που θα δειπνούσαμε, άρχισα ανυπόμονος να κόβω τις σελίδες, γεμίζοντας ολόκληρος με εκείνη την υπέροχη σκόνη του χαρτιού που τώρα έχει σχεδόν εκλείψει, όπως εξέλιπαν πλέον τα μεγάλα βιβλία (δέντρα που βουίζουν από λέξεις) που την παρήγαγαν. Απρεπώς, μεταξύ του ενός και του άλλου πιάτου, διάβαζα κάποιες γραμμές. Η μαμά με επέπληττε συγκαταβατικά, χωρίς να ελπίζει. Πριν με πάρει ο ύπνος, παρά τα πενιχρά γαλλικά μου, δεν βρισκόμουν πια στη Βενετία αλλά στο Κομπρέ, δεν ήταν Σεπτέμβριος αλλά Απρίλιος, διακοπές του Πάσχα, οι οποίες στη Γαλλία διαρκούν περισσότερο από ό,τι σε μας. Αναρωτιόμουν αν το «ασπράγκαθο» του βιβλίου ήταν όμοιο με εκείνο των παρτεριών που διέγραφαν τα όρια των χωραφιών μας, αν είχε το ίδιο άρωμα. Αποφάσισα πως έπρεπε να είναι το ίδιο, διαφορετικά γιατί θα συνέχιζα να διαbάζω (να γράφω) αυτό το θαυμάσιο βιβλίο;
Aτίλιο Μπερτολούτσι (1911-2000)


* Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ -
τ.153-154,
Χειμώνας 2006-2007 (αφιέρωμα: Ο Χρόνος)
* Η απόδοση είναι του Σωτήρη Παστάκα

Ετικέτες , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα