131 ~ Γιάννης Τσαρούχης: Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως.

Φυσικά υπήρχαν και τα μικρά παλιά σπίτια που 'χαν αυλή και κάμαρες γύρω γύρω. Απέναντι στο σπίτι που γεννήθηκα ήταν το σπίτι της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου, που ήταν χήρα και πλούσια. Τα παιδιά της ήταν όλα μεγαλύτερα από μένα.
Στον Πειραιά έμενε και μια άλλη θεία που κατοικούσε στην οδό Πραξιτέλους που 'χε δυο αγόρια και τρία κορίτσια που έκαναν παρέα μ' ένα νεαρό, όχι και πολύ πλούσιο, που λεγόταν Σταύρος Νιάρχος.
Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να σεργιανίζεις σε μία γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα. Όταν κάποτε είδα σ' ένα βιβλίο γαλλικό την εικόνα ενός τοπίου του Κλωντ Λοραίν, ρώτησα αν ήταν ο Πειραιάς την παλιά εποχή.
Από τότε μικρό παιδί ρέμβαζα αυτά τα τέλεια κυμάτια κορινθιακά ή ιωνικά καμωμένα από τραβηχτό σοβά. Όλα αυτά τα πράγματα με γέμιζαν θαυμασμό και συγχρόνως πλήξη.

Κατά κανόνα άρεσε συνήθως του αλλουνού και όχι το δικό μου. Για να μη στεναχωριέμαι η μαγείρισσα εύρισκε πάντα τρόπο να μάθει ποιο είχα κάνει εγώ και έλεγε πως το προτιμούσε για να μ' ευχαριστήσει.
Τα πρώτα πρώτα «έργα» μου παρίσταναν αγίους με πρόσωπα κατάμαυρα σαν τις παλιές ασημωμένες εικόνες. Αυτό συνέβαινε για δυο σοβαρούς λόγους. Πρώτα γιατί δεν ήξερα, δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ένα τέλειο πρόσωπο όπως επιθυμούσα και δεύτερο γιατί κατά σύσταση μιας άλλης ευλαβικής «δούλας» ήταν καλύτερο να μη παριστάνω πρόσωπα γιατί αυτά τα χαρτιά πετιόνταν κατά γης, πατιόνταν και στο τέλος κατέληγαν στα σκουπίδια, κι' ήταν μεγάλη αμαρτία. Μη παριστάνοντας πρόσωπα, ήταν μικρότερη η «αμαρτία». Η ίδια αυτή «δούλα» η Μαριγώ είχε δει στον ύπνο της την Αγία Κυριακή κι' ήταν καταματωμένη και με πληγές και την ρώτησε, πώς είσαι έτσι σ' αυτό το χάλι Αγία Κυριακή, κι αυτή απάντησε: όταν σας βάζουν τ' αφεντικά σας να ράβετε Κυριακή το πετσί μου τρυπιέται, όταν σιδερώνετε Κυριακάτικα το κρέας μου καίγεται και πονάω, όταν σκουπίζετε ξεμερδιέται η σάρκα μου, γι' αυτό δεν πρέπει να δουλεύομε Κυριακή.

Τo δωμάτιο όπου έπαιζα ήταν η καθημερινή τραπεζαρία. Το ταβάνι του είχε ένα κεντρικό σχήμα ωοειδές μέσα στο οποίο ήταν ζωγραφισμένος ο Αδάμ και ο Θεός του Μιχαήλ Αγγέλου. Το ωοειδές σχήμα επλαισιώνετο από διάφορα κυμάτια και κοσμήματα σε οπτική απάτη σε γκρίζους τόνους. Στο δωμάτιο της μητέρας μου υπήρχε η αλληγορία της Ανοίξεως σ' ένα μεγάλο στρογγυλό εγκόλπιο. Στην καλή τραπεζαρία μέσα σ' ένα κύκλο πάλι το άρμα του Ηλίου προοπτικώς ιδωμένο κατά πρόσωπο. Όλα αυτά ήταν περιστοιχισμένα με ανάγλυφα που μου προξενούσαν σεβασμό και κατάπληξη αλλά και πλήξη. Πολύ αργότερα όταν εγνώρισα την γενεαλογία αυτών των διακοσμήσεων στην Ιταλία και στα ναπολεόντια ταβάνια άρχισα να τα καταλαβαίνω και να τα συμπαθώ.
Την αντιγραφή του Μιχαήλ Αγγέλου είχα την ευκαιρία να συγκρίνω με μια φωτογραφία του πρωτοτύπου που βρισκόταν σ' ένα βιβλίο που 'χε φέρει ο θείος μου Χρήστος απ' τη Ρώμη. Ο θείος αυτός ήταν ένας εργένης μανιώδης για Όπερα, και χαρτοπαιξία κι' είχε τρεις φωνογράφους διαφορετικού τύπου ο καθένας. Η αισθητική μου μόρφωση συνετελείτο εκείνη την εποχή από δύο γαλλικά περιοδικά. Το ένα ήταν η Illustration καi το άλλο η Vie Parisienne. To τελευταίο ήταν ένα περιοδικό ευπρεπώς πορνογραφικό που δημοσίευε ακουαρέλλες με ημίγυμνες γυναίκες.
[....] Ανεβαίνοντας στην Αθήνα με τη μητέρα μου εντύπωση μου έκαναν στο σταθμό Μοναστηρακίου κάτι μεγάλες διαφημίσεις ζωγραφισμένες στο χέρι καμωμένες απ' την εταιρία GEO. Πολύ αργότερα έμαθα πως οι ωραίες αυτές διαφημίσεις ήταν αντίγραφα ή διασκευές από ξένα περιοδικά αντιγραμμένα από δύο εξαιρετικούς νέους ζωγράφους που λέγονταν ο ένας Κόντογλου και ο άλλος Παπαλουκάς.

Στο σπίτι αυτό, όπως είπα, εσύχναζαν πολλοί πρεσβευτές και πρόξενοι' επίσης η ηθοποιός Κυβέλη και μετά μια ορισμένη εποχή η Ελένη Παπαδάκη. Στο σπίτι αυτό είδα δυο γάμους στα καταστόλιστα με τριαντάφυλλα σαλόνια του και τον πρώτο θάνατο της οικογενείας, της θείας μου. Μέσα στα ίδια σαλόνια ντυμένα με μαύρα τούλια και κορδέλλες πένθιμες και πολλά λουλούδια και ανθισμένες αμυγδαλιές.

Το αντίγραφο του Δαφνιού το είχα κάνει πριν φύγει η μητέρα μου για το εξωτερικό, θυμάμαι πως πήγαμε με αμάξι με άλογα το 1920 για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, γιατί το Δαφνί λειτουργιόταν τότε. Τον παπά τον πήραμε μαζί μας με το αμάξι. Έμενε απέναντι απ' το σπίτι μας σε μια μάντρα με πολλά δωμάτια, ήταν Κρητικός κι' είχε δώδεκα παιδιά. Το δωδέκατο το ΄χε βαφτίσει ο Βασιλιάς. Είχε έναν αδελφό χωροφύλακα και συνήθιζε να λέει στη μητέρα μου: «Όσα δεν προφθαινω εγώ με την φοβέρα στην εκκλησία, τα αποτελειώνει ο αδελφός μου ο χωροφύλακας κι έτσι σας προστατεύουμε κι' οι δυο απ' τους κακοποιούς».
[....] Ένα άλλο είδος εντύπωση μου 'χαν κάνει οι δυο μου επισκέψεις στο Δαφνί. Στη δεύτερη έκανα το αντίγραφο. Η ευχάριστη ταραχή που μου προξένησαν αυτά τα μωσαϊκά ήταν σαν μια πληγή που εδέχτηκα. Μια πληγή που ξαναμάτωσε όταν γνώρισα τον Κόντογλου και είδα τα εξαιρετικά αντίγραφα που είχε κάνει απ' το Δαφνί και τον Όσιο Λουκά. Το 1927 ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου μαζί με την Κατίνα Λάσκαρη, σήμερα σύζυγο του Δημήτρη Φωτιάδη και τότε συμμαθήτριά μου.

[....] Εκείνη την εποχή, θα 'μουν δεκαεννιά ετών, γνώρισα μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Αυτό που λένε έναν άτυχο έρωτα, κι' αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω σιγά σιγά μη τρώγοντας καθόλου. Στους γονείς μου που τους παραξένευε το γεγονός πως δεν καθόμουν στο τραπέζι έλεγα πως είχα φάει πριν. Σιγά σιγά άρχισα να αδυνατίζω και να γεμίζω σπυριά από αβιταμίνωση νομίζω. Το 1930 αποφάσισα να σταματήσω την αυτοκτονία με την πείνα και πήγα να δουλέψω στον Κόντογλου όπως παν στο Μοναστήρι για να ξεχάσουν τα πριν. Γίνηκα ένας καλός βοηθός και ένας πειθαρχικός μαθητής. Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του - κι' είχε πολλές - χωρίς να πάψω να φοιτώ στο Πολυτεχνείο. Με τον καιρό άρχιζα να τον κρίνω πιο γαλήνια, να βλέπω πιο καθαρά την προσπάθειά του, να τον κριτικάρω, αλλά πάντα να τον σέβομαι και να τον θαυμάζω. Εκείνη την εποχή βρήκα κι ένα γερο Αϊβαλιώτη για να μάθω να διαβάζω παρασημαντική. Ήταν πολύ καλός ψάλτης και συγχρόνως πουλούσε στην παράγκα του στον Βύρωνα κάρβουνα και ξύλα. Είχε δυο γιους, Ο ένας ήταν αστυφύλακας κι' ο άλλος κλέφτης φυλακισμένος στην Θεσσαλονίκη. Η γυναίκα του, από σεμνοτυφία ίσως, την βυζαντινή μουσική την έλεγε Βαζαντινή.
Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989)

* το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από την λέξη, τχ. 7
Σεπτέμβρης '81
* φωτογραφίες: ardin-rixi.gr, tovima.gr, os3.gr,
omikron.tv, silezukuk.tumblr.com, paidevo.gr
Links:
- Περιοδικό Ως3: Αφιέρωμα στον Γιάννη Τσαρούχη
- Το Βήμα: Ο μεγάλος έλληνας ζωγράφος κάνει
την προσωπική εξομολόγησή του
Aκόμα:
- Ακροκέραμα: Εμπλουτισμένη, με πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη,
αναδημοσίευση της παρούσας ανάρτησης.
Σεπτέμβρης '81
* φωτογραφίες: ardin-rixi.gr, tovima.gr, os3.gr,
omikron.tv, silezukuk.tumblr.com, paidevo.gr
Links:
- Περιοδικό Ως3: Αφιέρωμα στον Γιάννη Τσαρούχη
- Το Βήμα: Ο μεγάλος έλληνας ζωγράφος κάνει
την προσωπική εξομολόγησή του
Aκόμα:
- Ακροκέραμα: Εμπλουτισμένη, με πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη,
αναδημοσίευση της παρούσας ανάρτησης.
Ετικέτες ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ, ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΕΛΛ., ΕΛΛΗΝΕΣ
5 σχόλια:
7.10.58
Αγαπητέ μου Γιάννη,
Έλαβα σήμερα το γράμμα της 7ης Οκτωβρίου και χάρηκα που είχα νέα από σένα και από την Αθήνα.
Χτες που ήταν η πρεμιέρα της Μήδειας. Καλή κοινωνία από όλα τα μέρη της γης, κριτικοί επίσης από όλα τα μέρη της γης και η Έλσα Μάξουελ τόσο πολύ άσκημη που αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρουσα. Όλη αυτή τη βδομάδα την περάσαμε ξενυχτώντας, ανησυχώντας, χωρίς να τρώμε και χωρίς να καθόμαστε λεπτό. Τις τρεις τελευταίες μέρες η αγωνία μας έφτασε στο κατακόρυφο. Τα σκηνικά τα έφτιαχναν αργά και όλο λάθη. Μια χωριάτικη υπερηφάνεια και ευθιξία η οποία με ερέθιζε, και γινόμουν τόσο σκληρός εναντίον τους που πολλοί φοβήθηκαν ότι θα με μαχαίρωναν. Στην αρχή μου είπαν ότι θέλω να μιμηθώ tην Κάλλας, μετά όμως έστειλαν το διευθυντή να μιλήσει στην Κάλλας και να της πει ότι αν θέλει να είναι έτοιμα τα σκηνικά πρέπει να με παρακαλέσει να μην ενοχλώ τους εργάτες. Η Κάλλας απήντησε: «Το αντίθετο μόνο μπορώ να τον διατάξω, όχι να τον παρακαλέσω: να έρχεται συχνότερα, για να γίνουν καλύτερα, γιατί βεβαίως όταν δεν γίνονται καλά θα τα ξανακάνετε, έτσι κάνω κι εγώ». Αυτό μας έσωσε, και άρχισαν να δουλεύουν πιο γρήγορα, όχι όμως και πιο προσεχτικά. Η επί των ηλεκτρικών μου σύστησε να είμαι ευγενέστερος' απ' εκείνη την ώρα γίνηκα ένα σωστό θηρίο' μετρούσα όλα με το χιλιοστό της ίντσας. Φευ είναι δυνατό να κάνεις κάτι καλό στην Αμερική.
Τέλος η πρεμιέρα γίνηκε με τα σκηνικά κάπως ημιτελή και με φωτισμούς για μένα κακούς' για τον Μινωτή καλούς. Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά για το θέατρο; Το κοινόν έμεινε κατενθουσιασμένο.
Ύστερα από την καταπληκτική παράσταση της Τραβιάτας -μία από τις ωραιότερες παραστάσεις εν γένει που 'χω δει στη ζωή μου (τι σκηνικά, τι κοστούμια, τι εκτέλεσις!)- περιμέναμε να μας προγγίξουν με τη φτωχή Μήδεια. Το κοινό την περίμενε σαν κάτι το άνευ προηγουμένου και τη δέχτηκε ως κάτι τέτοιο. Μόλις άνοιξε η αυλαία άρχισαν να χειροκροτούν επί δέκα λεπτά' το σκηνικό αυτό γίνηκε σε κάθε πράξη. Άσχετα από την επιτυχία που είχε η Κάλλας (μία πολλή μεγάλη επιτυχία, που μόνο με τις μεγάλες επιτυχίες της Μαρίκας Κοτοπούλη μπορεί να συγκριθεί). Το κοινό ενθουσιάστηκε και με την σκηνοθεσία και με τα σκηνικά. Φαίνεται ότι είχαμε δουλέψει καλά, γιατί δεν ήταν το κοινό του Ντάλλας που χειροκροτούσε, αλλά κόσμος που καταλαβαίνει. Τα υπόλοιπα θα σας τα πω όταν με αξιώσει ο Θεός να έλθω στην πατρίδα. Ο ενθουσιασμός του κόσμου στο τέλος έφτασε στο παραλήρημα. Ακούγαμε να φωνάζουν Μπράβο Κάλλας, Μπράβο Μινότι ή Μενότι, Μπράβο Τζαρούκι!
Δίπλα σ' αυτά τα τέρατα, άγγελοι σωστοί, και με υπηρετούσαν, είναι οι αντιπαθέστατοι Έλληνες της Αμερικής' τους ενδιέφερε να λένε ότι με γνωρίζουνε και να θέλουνε να με καλούν για ρεκλάμα δική τους.
Το κτίριο του θεάτρου κάτι σαν το Ροζικλέρ στο στυλ, μεγαλύτερο όμως από το Ρεξ. Μια σκηνή ακριβώς σαν του Ρεξ. Οι κυρίες με τα φορέματα Ντιορ και του Μπαλανσιάγκα πατούσανε απάνω στο χαλασμένο τσιμέντο, γεμάτο πατημένες τσίκλες που έχουνε γίνει σαν ένα σώμα με το πάτωμα. Το καμαρίνι της Κάλλας σαν του Λαιμού στην Καλλιθέα, μέσα εκεί φορούσε τα πανάκριβα σμαράγδια για να πάει στις δεξιώσεις.
Νεοπλουτισμός και αντιθέσεις, δίπλα ένα κομμάτι από τη Νέα Υόρκη, ακριβώς δίπλα βλέπεις το Μοσχάτο με τα βενζινάδικα. Η Ελευσίνα με τα χαλασμένα τραίνα που πετάνε, όλο αλουμίνιο. Ωραία σπίτια νεοκλασικά να σε παίρνουν τα κλάματα από την ομορφιά. Μια ιδιοτυπία της Αμερικής, τα Μορτίσιανς. Μεγάλες πανέμορφες βίλες νεοκλασικές ή μοντέρνες, που είναι για τους πεθαμένους. Μέσα εκεί ταριχεύονται οι νεκροί, μακιγιάρονται και εκτίθενται σε προσκύνημα μέσασε ωραία ακριβά έπιπλα και λουλούδια. Κάθε φορά που ρωτάω ποιανού είναι αυτή η θαυμάσια βίλα με τα ωραία βικτωριανά έπιπλα από σίδερο βαμμένο άσπρο στον κήπο, μου απαντούν «Μορτίσιανς».
Κάθε μέρα έχουμε τρεις ως τέσσερις προσκλήσεις. Είναι σπίτια όπως στα φιγουρίνια. Ταμπλώ απ' τον Παρνασσό ή την γκαλερί Κούρος, καμιά φορά και Μπρακ ή Ρουώ, συνήθως όμως και πορτραίτα με λαδομπογιά από τον Μούγιο.
Τα φαγητά αμύθητου πλούτου άνοστα και τόσο πολύ καρυκευμένα που μπορείς να πάθεις έλκος αμέσως. Μας υποδέχονται με τόσο μεγάλο σεβασμό που μας παίρνουν τα γέλια. Χρήμα Χρήμα Χρήμα και μια αθωότητα προπολεμική.
Σου στέλνω δύο εφημερίδες για να δεις σε ποιο τόνο μας κρίνουν. Ελπίζω και εύχομαι γρήγορα να ανταμώσουμε.
Σε φιλώ
Γιάννης
:
Ένας ναύτης ο βίος του Τσαρούχη
Ατελείωτη ροή η ανθρώπινη μορφή. Ο κόσμος του Μόραλη οικείος, αστικός, θήλυς. Και γυμνός, νέος, νωχελής, αναμένων, μυστικός και κάπως πένθιμος. Με την ιδέα του θανάτου μάχεσαι τον έρωτα. Στον Τσαρούχη (που έχει μεγαλύτερη ποικιλία) διακρίνεις άντρες και γυναίκες, γδυτούς και ντυμένους, ομάδες και μοναχικούς, παλικάρια, παρήλικες, ιδιώτες και στολήν φέροντας. Παρέλασις φτωχολογιάς με συμμετοχήν οπλιτών και μόρτηδων, όλων αθηναίων. Οι γυναίκες των Μεγάρων ή της Αταλάντης αποτελούν ποικίλματα. Ο ναύτης με την παρωχημένη στολή ο ήκιστα στρατιωτικός. Ο ναύτης δεν έχει ούτε όπλο ούτε εθνόσημο. Μέλος θιάσου ο ναύτης. Η νίκη τοις εκάστοτε ηττημένοις. Μόραλης και Τσαρούχης χιαστοί ζωγράφοι ακριβών στιγμών προσωπικών και της Ελλάδος.
υ.γ.
"Μοιάζει εφηβικό ξέσπασμα" που δεν του "αρέσει πια" γράφει ο Πετρόπουλος για το βιβλίο του.
(...και νέο υλικό για το "γράμμα σε χαρτί")
Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης
Συγγραφέας: Ηλίας Πετρόπουλος
Περιγραφή:
Το παρόν βιβλίο, γραμμένο για το χατίρι Μιας (γυναίκας), που συχνά ρωτούσε για τον Ελύτη και τον Μόραλη και τον Τσαρούχη, είναι και πρέπει να διαβάζεται σαν σειρά ερωτικών επιστολών.
Nα ευχαριστήσουμε αυτή τη γυναίκα, λοιπόν. :-)
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα