20 ~ Σταμάτης Κραουνάκης: Ό,τι πραγματικά υπήρξε δεν το σβήνει ποτέ ο χρόνος
Η πρώτη μουσική που ακούω νομίζω πως είναι του Μάνου Χατζιδάκι, ή θέλω να είναι του Χατζιδάκι. Ένα κόκκινο ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια στην κουζίνα. Ως τα δώδεκά μου χρόνια δεν είχα καμιά ιδιαίτερη κλίση, δεν ήξερα τι θα γίνω. Καταλάβαινα πως ίσως κάνω κάτι με το θέατρο. Από την Τρίτη Δημοτικού έγραφα θεατρικά έργα. Μάζευα τις πιο αλαπούρπουδες και τους πιο φλώρους, φυσικά, γιατί όλοι οι άλλοι παίζανε μπάλα. Τσούρου-τσούρου και ταρατατζούμ και κάναμε θέατρο. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και στο Γυμνάσιο. Ήμουν πάντα του μεικτού θεάτρου, δεν ήμουν ποτέ μόνο του μουσικού. Ήθελα, όμως, πάντα τις χάντρες, τις πούλιες, τη μουσελίνα.
Στάθηκα ένα πολύ τυχερό παιδί όσον αφορά στους γονείς μου. Και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου ήταν πολύ χαρούμενοι άνθρωποι. Είχανε ένα σπίτι όπου μπαινόβγαινε κόσμος. Θυμάμαι από πολύ μικρός ένα σπίτι όπου βαρούσαν συνέχεια οι μουσικές.
Μου έχει συμβεί πολλές φορές στο πέρασμα των χρόνων να εκδικηθώ κάποιους ανθρώπους μ’ ένα τραγούδι. Πιο συγκεκριμένα έχω εκδικηθεί για μια "σχέση" αποτυπώνοντάς την μ' ένα τραγούδι. Έχω στείλει μηνύματα σε ανθρώπους με τα τραγούδια μου. Τα έχω στείλει, μάλιστα, όχι μόνο την ώρα που συμβαίνανε τα δύσκολα αλλά και μετά από χρόνια. Έχω ρίξει πιστολιές χρησιμοποιώντας και τον πόνο και τη διάθεση για εκδίκηση. Δεν έρχεται ποτέ στιγμή που να μην μας ενδιαφέρει κάτι που πραγματικά υπήρξε. Γίνεται να μην μας ενδιαφέρει κάποιος που πραγματικά έχουμε αγαπήσει ό,τι κι αν έχει γίνει ή όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει; Ό,τι πραγματικά υπήρξε δεν το σβήνει ποτέ ο χρόνος. Ό,τι κι αν έχουμε κάνει στη ζωή μας, συνεχίζουμε να είμαστε οι ίδιοι και να το φέρουμε. Οι άνθρωποι που μας πληγώνουνε ερωτικά το κάνουνε γιατί δεν αντέχουν τον εαυτό τους. Με αποτέλεσμα να χρεώνουν στον άλλον που δεν φταίει πάρα πολλά.
Η μεγάλη σύγκρουσή μου με το ευρύτερο κοινωνικό μου περιβάλλον εκδηλώνεται γύρω στα δεκαπέντε μου χρόνια. Με έχουν βρίσει στην ηλικία αυτή με την κατακραυγή "Αυτός ντύνεται σαν χίπυς" ή "Αυτός ντύνεται σαν αδελφή" ή αυτός αφήνει τα μαλλιά του ή αυτός κουρεύεται. Έχω, όμως, ένα σπίτι που με στηρίζει, ένα σπίτι νοικοκυρεμένο αλλά "free". Mάνα, βέβαια, λίγο γκρινιάρα, αλλά ο μπαμπάς μια χαρά. Βέβαια και η μάνα μου, που τότε γκρίνιαζε, τώρα έχει βάλει μυαλό. Στις συγκρούσεις μου, δηλαδή, με τον κοινωνικό περίγυρο, ακόμη και με το σχολείο, το σπίτι ήταν σύμμαχος. Το ότι δεν έχω φόβους ίσως να οφείλεται σε αυτό το γεγονός. Στην πραγματικότητα είχα συγκρούσεις με το σπίτι μου, ή μάλλον μια μόνο μεγάλη σύγκρουση, όταν καταλάβανε ότι είμαι καλλιτέχνης και ότι δεν θα ασχοληθώ με τις σπουδές μου.
Πάντειος, 1973, μουσικά και θεατρικά δρώμενα στη Σχολή. Γνωριμίες με ανθρώπους, μετέπειτα φίλους και καθηγητές. Τα φοιτητικά μου χρόνια υπήρξαν για μένα πολύ ωραία εποχή. Η δράση γενικότερα ήταν πολύ ανεβασμένη. Δεν τελείωσα, όμως, ποτέ τις σπουδές μου. Από το δεύτερο, ήδη, έτος της Παντείου αρχίζω και δουλεύω στο θέατρο. Γνωρίζω την Λίνα Νικολακοπούλου, αρχίζουμε να γράφουμε τραγούδια, μετά τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ ραγδαία. Όλα αυτά συμβαίνουν συμβαίνουν ταυτόχρονα με την κάθετη οικονομική καταστροφή του πατέρα μου. Διάλυση πλήρης του πατρικού σπιτιού, όλη αυτή η χαρά της εφηβείας διακόπτεται, ακριβώς, με την ενηλικίωσή μου, στα είκοσι ένα μου χρόνια. Έχω παρατηρήσει κάτι περίεργο στη ζωή μου, όπως θα το έχουν παρατηρήσει και άλλοι στη δική τους ζωή, να ορίζονται πολλές φορές τα πράγματα χάρη σε αλλότριες δυνάμεις. Δεν ξέρω, δηλαδή, κατά πόσο θα είχα στραφεί επαγγελματικά στη μουσική σε περίπτωση που δεν είχαμε «φάει» το οικογενειακό στραπάτσο. Το ότι χρειάστηκε την ώρα εκείνη να βρω και να νοικιάσω σπίτι, να ζήσω, έχοντας πρώτα βρει δουλειά, με έκανε να συγκεντρωθώ και να δουλέψω πάρα πολύ. Τα δέκα πρώτα χρόνια, 1973-1983, έχω γράψει πάρα πολλή μουσική, και μάλιστα καλή μουσική, που άλλη έχει εκδοθεί και άλλη όχι. Αυτά τα δέκα πρώτα χρόνια που κλείστηκα στον εαυτό μου, ώστε να επιτεθώ με επικοινωνιακή δύναμη, είναι γεγονός που το έπραξα συνειδητά, γιατί έπρεπε κάτι να αποδείξω. Μια ανάλογη στιγμή υπήρξε η Πρωτοχρονιά του '73. Έχουν χωρίσει οι γονείς, δεν έχουμε μία, τινάζεται με λίγα λόγια το σπίτι στον αέρα. Μέσα σε μας, όμως, τα παιδιά, όλα αυτά δεν λειτουργούν δραματικά, λειτουργούν μ' έναν «αμερικάνικο», για να το πω έτσι, τρόπο. Φαίνεται, όπως κόβεται εκείνη τη στιγμή ο αφαλός από το πατρικό σπίτι, γίνεται έντονη η γεύση του απωλεσθέντος παραδείσου. Και η απώλεια αυτή αρχίζει να εκφράζεται, γίνεται ένας λυγμός μέσα στο τραγούδι.
* Θέλω, κάποια στιγμή, να πάρει την απόφαση ο άλλος για το πού θα πάμε, τι θα φάμε, ποιους θα συναντήσουμε ή δεν θα συναντήσουμε. Από πολύ μικρός, δυστυχώς, είχα την κατάρα του ανθρώπου που αποφασίζει. Επίσης, το φόβο των άλλων: «Πώς θα του το πούμε, πώς θα το πάρει, κι αν δεν του αρέσει, τι θα κάνουμε;» Αν και δεν είναι ευχάριστη η κατάσταση αυτή, το έχω πάρει απόφαση. Αν εξαιρέσει κανείς τη δεκαετία της ενηλικίωσης, που ήταν μια δεκαετία με μια ωραία ελευθερία γιατί μου «έτρεξαν» όλα τότε, μια δεκαετία που δεν μου έμειναν απωθημένα στον έρωτα γιατί ήταν «όπου γης και πατρίς», έμεινα πάντα ένα παιδί μέσα στον έρωτα. Δουλεύει πάντα μέσα μου μια αναγνώριση και μια κατανόηση του άλλου. Οι άνθρωποι στον έρωτα είναι σαν τα πουλιά: να μαζευτούνε κάπου που να μην βρέχει και να μην κάνει κρύο. Ο έρωτας είναι ένα μικρό καταφύγιο που, αν είσαι ανοιχτός με τον σύντροφό σου, μπορεί να σε ελευθερώνει σε μεγάλο βαθμό, να σου γεμίζει τρομερά τις μπαταρίες. Αλλά χρειάζεται η κατάθεση και η θυσία να είναι ένα καθημερινό γεγονός. Και να μην γίνονται για το σεξ, αλλά για τη σχέση στο σύνολό της.
* Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πως όσα κακά κι αν έχω κάνει στη ζωή μου, τα έχω ξεπληρώσει με τόση τρεχάλα, τόσες ενοχές. τόσες μεταλήψεις, τόσα διαβάσματα. Τα κομποσκοίνια δεν τα πέταξα γιατί είναι αγιοτικά. Τα έφτιαξα μιαν αρμαθιά και τα κρέμασα στο εσωτερικό μέρος της πόρτας του σπιτιού μου. Αν πρέπει να το γράψω κάπως χοντροκομμένα, θα έλεγα πως τον έχω «φάει» το Θεό μου πια. Ακόμη με ελέγχει και με μαστιγώνει, αφού γνωρίζω τις αδυναμίες μου, αλλά στην πραγματικότητα τον έχω καταπιεί. Δεν έχω ανάγκη να ψάχνω να τον βρω στο περιβάλλον μου. [...] Καμιά φορά, μάλιστα, «μαλώνω» τους φίλους μου να μην λένε συνέχεια «Παναγία μου», γιατί έχει δουλειές η γυναίκα. Όμως το «χούι» να μαζεύω Παναγίες δεν μ' έχει ποτέ αφήσει, έχω καμιά εικοσιπενταριά Παναγίες στο σπίτι μου. Όπου πηγαίνω και υπάρχουν Παναγίες, τις κοιτάζω προσεκτικά και παρατηρώ με πόση γοητεία οι άνθρωποι, από τόπο σε τόπο, αυτή τη μάνα του κόσμου την παριστάνουν αλλού να χαμογελάει, αλλού να είναι σκληρή, αλλού αυστηρή. Και χαίρομαι να τους μιλάω. Τώρα με τα χρόνια, όπως έχει ασκηθεί η ψυχή μου, ακούω και τους πεθαμένους. Μ’ εχει επισκεφθεί ο Χατζιδάκις. Ήρθε στην παράσταση ένα βάδυ, σαν λέιζερ, κι έπειτα έφυγε.
* Αν θέλω να θυμηθώ τα καλοκαίρια μου, πηγαίνω πολύ πίσω, στα παιδικά μου χρόνια. Μόνον ως παιδί τα θυμάμαι. Όλα τα υπόλοιπα, από τα δεκαπέντε μου και μετά, δουλεύω, έτσι τα καλοκαίρια ήταν λίγες μόνο μέρες. Από τα δεκαπέντε και μετά, ο Χειμώνας που ερχόταν έπρεπε να με βρει με λεφτά. Ή έπρεπε να διαβάζω, όσο ήμουν ακόμη στο Γυμνάσιο, για να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Αν αισθάνομαι ότι πρέπει να κρατήσω κάτι από τα καλοκαίρια, είναι η Επίδαυρος, το Ηρώδειο και τα θερινά σινεμά. Η χαρά που αισθανόμουν, ως παιδί, όταν πήγαινα να πάρω το πούλμαν της «Περιηγητικής» για να πάω στην Επίδαυρο. Αυτό, περιέργως, ως τις αρχές του '80, γιατί μετά δεν είχα να δω τίποτε που να μ' ενδιαφέρει, το ήξερα πως δεν είχα τίποτε να δω. Όταν μπήκα στη σπουδή των αρχαίων κειμένων, κατάλαβα πόσο μεγάλη είναι η απόσταση από κείνο που βλέπαμε ως παράσταση. Έπρεπε να φτάσω στην ηλικία που είμαι για να καταλάβω τι ωραίο είναι το καλοκαίρι σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
* Μιλώντας για τις γυναίκες της της ζωής μου, θα ήθελα να γράψω για τις δυο γιαγιάδες μου. Η μια έπαιζε στο πιάνο κάτι πολύ ωραία κομμάτια, το «Fur elise» και το «Le mariage des fees». Η δεύτερη γιαγιά έπαιζε μαντολίνο και μου μιλούσε τούρκικα. Αυτές οι δυο γιαγιάδες υπήρξαν πολύ «χρήσιμες» για μένα. Κοινωνικές, καλοσυνάτες και πολυλογούδες. Αλλά κι εγώ ήμουν ένας θαυμάσιος ακροατής που τις τσίγκλαγα συνέχεια. Συνέχιζα να μιλώ με τις γιαγιάδες μου ενώ είχα μεγαλώσει. Είχα πλήρη συνείδηση ότι είναι δυο γιαγιάδες-πηγές. Διατηρούσα μια πολύ ελεύθερη σχέση μαζί τους και τα πράγματα που τις ρωτούσα συχνά πυκνά ήταν αυτά που λέμε «σόκιν». Τις δυο αυτές γιαγιάδες τις βάζω πρώτες στη σειρά των γυναικών της ζωής μου, η μάνα μου ακολουθεί. Συνιστούσαν ένα αχτύπητο ντουέτο, η μια ήταν πασίχοντρη, η άλλη πασαδύνατη. Με το ίδιο ύψος και οι δυο, έμοιαζαν, όταν ήταν μαζί, σαν το δέκα το καλό. Η μάνα μου, από την άλλη, μου έμαθε δυο πολύ σημαντικά πράγματα: το γούστο και την τάξη. Αν και ήταν ένα λαϊκό κορίτσι, χωρίς σπουδές, είχε ένα σπουδαίο γούστο αλλά και νοικοκυροσύνη. Όσο κι αν φαίνομαl τσαπατσούλης, στην πραγματικότητα είμαι τρομερά νοικοκύρης. Ξέρω πού έχω βάλει το κάθε τι. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και μέσα στο κεφάλι μου. Οργανώνω και χτίζω τα πράγματα με τρομερά μεγάλη συνέπεια και ευκολία.
Μετά τις τρεις αυτές γυναίκες (και τελεία) είναι η Λίνα Νικολακοπούλου. Δεν μιλώ μόνο για την ουσιαστική καλλιτεχνική μας συμπόρευση. Όταν τη γνώρισα, ένα νέο κορίτσι, ζήσαμε έναν πάρα πολύ μεγάλο και αθώο εφηβικό και μετεφηβικό έρωτα. Αντέξαμε και η ίδια κι εγώ, ως πνευματικοί άνθρωποι αργότερα, αυτό τον έρωτα να τον μεταλλάξουμε σε μια πάρα πολύ δυνατή σχέση αγάπης. Υπήρξε για μένα, ταυτόχρονα, ένας μεγάλος αστυφύλακας, που μ’ έσπρωχνε προς την έρευνα και δεν μ' άφηνε να γλιστρώ στην ευκολία. Πολλές φορές, προκειμένου να μου τινάξει τον άλλο μου εαυτό στην επιφάνεια (όταν πήγαινε το θηρίο να μπει σε ύπνωση), μ’ έχει πληγώσει πολύ άσχημα. Όταν χρειάστηκε, υπήρξε αλύπητη. Δεν είναι υπερβολή να γράψω ότι είναι η μοναδική γυναίκα που έχω, εν επιγνώσει, ερωτευτεί και η μοναδική γυναίκα που της έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Μακαρίζω τη ζωή γιατί τα χρόνια μας έχουν φέρει σε μια πολύ σπουδαία στιγμή ώστε να μας ενώνει το ίδιο γέλιο για τα πράγματα, η ίδια ματιά, αν και είμαστε τόσο διαφορετικοί άνθρωποι ως χαρακτήρες.
* Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Σταμάτη Κραουνάκη
Μόνο για χρήστες - Εκδ. Καστανιώτη, 2004
* Φωτογραφίες: www.mic.gr, www.mediaset.gr, music.gr
Η τρίτη και οι δύο τελευταίες είναι από το ίδιο βιβλίο.
Ετικέτες ΕΛΛΗΝΕΣ, ΜΟΥΣΙΚΟΙ, ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΕΛΛ.
7 σχόλια:
Κόκκινο Κουμπί
Ηλεκτρισμένα
Έτσι κι αλλιώς
Σε θέλω
Σε γύρεψα
Επεμβαίνεις
Συχνότητα
Έξω οι φωνές
Tζετ
Όργανο εκτελεστικό
Πως έφυγες
Να σου λερώνω το φιλί
Η ευτυχής συνάντηση του Σταμάτη Κραουνάκη με τη Βίκυ Μοσχολιού το 1981.
Οι στίχοι από τους Κώστα Τριπολίτη, Γιώργο Παπά και Λίνα Νικολακοπούλου.
Μόνον Άντρες
202 (Ξενοδοχείον: Κέκρωψ)
Νυχτερινά Τηλεφωνήματα
Στο Σινεμά
Τζάμπα Κόπος
Τσικίτα Τιμπώ
Ο Βίος της οσίας Τζεζαμπέλ
Η οπλαρχηγός Ελένη
Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Δακτυλικά Αποτυπώματα
Έλα
Τζεζαμπελίτο Κουτουπέ
Δίσκος του 1983 με ερμηνευτή το Γιώργο Μαρίνο. Στίχοι από τους Γιώργο Παυριανό, Γιώργο Ευσταθίου, Λίνα Νικολακοπούλου αλλά και τον ίδιο.
Τρεις Άγγελοι
Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ
Μαρόκο
... Ορχήστρα
Περιπολία
Μπουλούκια
Μαλάμω
Τρεις Άγγελοι (ορχηστρικό)
Η Σωτηρία της Ψυχής
Κιβωτός
Η Άνοιξη
Ο Άδωνις
Ο Γιώργος
Επιλύχνιος Ευχαριστία
Λίνα, Σταμάτης, Άλκηστις. 1985
*Οι στίχοι της «Μαλάμως» από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Μερσί για τα λινκς!
Και λυπάμαι που φαίνεται πως έχει διακοπεί. Οι παραστάσεις του ολοένα γίνονται και πιο επιθεώρηση πίστας. Όταν επιστρέφω, βάζω να ακούσω τα τραγούδια του, και ό,τι έχω δει λίγο πριν έχει κιόλας φύγει από την μνήμη μου.
Παρ' όλα αυτά, επιμένω κι ας έχω την αίσθηση ότι το κάνω μόνον από επιμονή στις επιλογές μου.
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα