3 Οκτ 2007

30 ~ Κώστας Καζάκος: Το τραίνο που ταξιδεύω ακόμα

Το σαλόνι του σπιτιού μας ήτανε απαγορευμένο για μας τα παιδιά. Το ξεκλείδωνε η μάνα μου μόνο στις γιορτές κι όταν είχαμε επισκέψεις στο σπίτι. [...] Μέσα στο σαλόνι υπήρχαν και δυο κομμάτια άλλης κατηγορίας. Ξενόφερτα. Τα είχε φέρει ο παππούλης μου, ο γερο- Ντίνης από το Ντιτρόιτ της Αμερικής. Στη γωνία στεκότανε το γραμμόφωνο, το Κολούμπια, αστραφτερό με βαθυκόκκινη λάκα, ψηλό, επιβλητικό, με ενσωματωμένη δισκοθήκη και με δυο πορτάκια που τα ανοίγαμε για να ακούγεται η φωνή. Είχε τρεις-τέσσερες πλάκες με ρεμπέτικα, τραβηγμένα στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, την «Ουγγρική Ραψωδία» του Λιστ, δυο σονάτες του Σούμπερτ και δυο πλάκες με τραγούδια και άριες του Καρούζο. Κολλητά του, ήτανε μια όρθια βιβλιοθήκη, με ράφια μόνο, από αφρικάνικο κοκκινόξυλο. Τα κάτω ράφια, μέχρι το πάτωμα, είχανε μέσα τους 24 τόμους της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού». Στο μεσαίο ράφι ήτανε η Σιδηρά Διαθήκη του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, Τα Κατά Συνθήκην Ψεύδη του Μαξ Νορντάου, Τα Μυστήρια του Κνουτ Χάμσουν, το Πόλεμος και Ειρήνη του γερο- Τολστόη, οι Αδελφοί Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι, Η Ανθή του Αντρέγιεφ και πέντε κοντόχοντροι μαύροι τόμοι, Οι Άθλιοι του Ουγκώ, στη μαγευτική αρχαιοπρεπή μετάφραση του Σκυλίτση. Στα τρια από πάνω ράφια, ψηλά, ήτανε τρεις σειρές άσπρα ομοιόμορφα βιβλία, αριθμημένα σα στρατιωτάκια. Ο «Πάπυρος». Οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς. Μερικές τραγωδίες, ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, Πλάτωνας και Αριστοτέλης, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφώντας, ο Πλούταρχος. Η Βιβλιοθήκη του πατέρα μου.

Το '41, στον πρώτο χρόνο της Κατοχής, ήμουνα έξι χρόνων πια κι η γλώσσα μου άρχισε να ξεθαρρεύει με τα γράμματα και τις συλλαβές. Διάβαζα κανονικά τότε. Μου λέει ο πατέρας μου μια μέρα: «Το κλειδί της σάλας το κρύβει η μάνα σου στο συρτάρι του κομοδίνου του δικού μου, στην κρεβατοκάμαρα. Άμα θέλεις να ξεφυλλίσεις τα βιβλία, να το παίρνεις και να το ξαναβάζεις στη θέσητου. Αλλά κοίτα να μη σε καταλάβει.»

Από τη μια το συνωμοτικό, από την άλλη η ευωδιά του πεντακάθαρου σαλονιού, μέχρι που τέλειωσε η Κατοχή και ήρθε η Απελευθέρωση, τα διάβασα, τα ξαναδιάβασα πάλι και πάλι. Φύλλο και φτερό γίνανε τα βιβλία. Δέκα χρόνων ήμουνα δεν ήμουνα, μου έλεγες μια λέξη κι αμέσως σου έλεγα τον τόμο του «Πυρσού» που θα την έβρισκες. Το τάδε περιστατικό του Πελοποννησιακού Πολέμου και σου έλεγα αμέσως αν ήτανε σε δεξιά ή σε αριστερή σελίδα του Θουκυδίδη.

Τότε έκανα και τη φοβερή μου ανακάλυψη. Έπρεπε να γίνω διανοούμενος. Ο διανοούμενος, έλεγα, είναι ο ήρωας του καλού, που πολεμάει να λιγοστέψει του κακού τη δύναμη μέσα στη ζωή μας. Έπρεπε κι εγώ να μπω σε κείνη την τάξη των ηρώων, που τραβάνε μέσα από το μυαλό τους το τρομερό σπαθί της διανόησης κι αμέσως ο δράκος του κακού χώνεται πανικόβλητος στη σπηλιά του. Ήτανε ό,τι καλύτερο μπορούσα να φανταστώ για την επαγγελματική μου σταδιοδρομία.

Η σειρά του «Πάπυρου» δεν ήταν ολόκληρη. Πολλοί αριθμοί λείπανε. Και μου είχανε μείνει μεγάλα κενά. Ε, λοιπόν, μεγάλωσα κι απόκτησα όλα τα βιβλία, αλλά τα κενά που είχα τότε, δε γιομίσανε ποτέ. Αισθάνομαι ότι τα ίδια κενά τα έχω ακόμα. Λες κι ό,τι έγινε, έγινε εκείνα τα χρόνια, λες και κλειδώθηκε το μυαλό μου. Ό,τι κι αν διάβασα στη ζωή μου, νομίζω ότι είναι στριμωγμένο μέσα σε κείνη την όρθια βιβλιοθήκη του πατέρα μου, ό,τι διάβασα και μ' άρεσε στη ζωή μου, το βλέπω άσπρο κι αριθμημένο, σαν να συμπληρώνει τα στρατιωτάκια του «Πάπυρου».

Ακόμα και τα τρομερά γεγονότα που έζησα, οι ανεμοστρόβιλοι της βαρβαρότητας που σάρωσαν το τοπίο μέσα μου εκείνα τα χρόνια, δεν είμαι σίγουρος αν τα έζησα πραγματικά ή τα διάβασα στο Θουκυδίδη. Ο τρόμος από τα Στούκας κι ο κόσμος που έτρεχε να σωθεί στις γράνες και στα περιβόλια του Πύργου, οι ταγματασφαλίτες του Κοκώνη, οι κραυγές που ξέσκιζαν τα υπόγεια των τμημάτων της Χωροφυλακής, οι ξυπόλυτοι αντάρτες του Μαντούκου σκοτωμένοι στα σκαλοπάτια της Αγίας Κυριακής, τα χλεμπονιάρικα πιτσιρίκια με τις πρησμένες κοιλιές, τα γένια του Βελουχιώτη στο μπαλκόνι του Ιλίου Μέλαθρον, ο Αντώνιος ο δεσπότης που του είχα βαστήξει την πατερίτσα, η παράδοση των όπλων και τα κλάματα των μαυροσκούφηδων του Άρη, η Γκρέτσια Πολιτσάι Χι και το κυνηγητό, το δεύτερο αντάρτικο, το ξεκλήρισμα, ο Μπελογιάννης και ο Πλουμπίδης...

Δέκα-δέκα, στρωματσάδα στο σαλόνι της μάνας μου, σταλιάζανε για μια νύχτα οι αντάρτες κι αξημέρωτα φεύγανε για τα χωριά. Εκείνοι να μου λένε ιστορίες από το βουνό κι εγώ να τους δείχνω τα βιβλία μου. Σπαρμένες, κομματιασμένες ζωές. Ποδοβολητά, χαμηλές κουβέντες και ψίθυροι, μουρμουριστά τραγούδια, μάτια που σκίζανε το σκοτάδι, ιδρωμένα ζυγωματικά, χαίτες παλικαριών, ένα ατέλειωτο νυχτερινό τρένο χιμάει με τ' αστραφτερά του βαγόνια, κι αλωνίζει τα κύτταρα και τα κόκαλά μου.

Μ' αυτό το τρένο ταξιδεύω ακόμα.
Κώστας Καζάκος


* Το κείμενο είναι από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ - τ.139/140, Φεβρ.2005
*Φωτογραφία: finosfilms.gr

Ετικέτες , ,

7 σχόλια:

Anonymous Χρήστος :

Μεταφέρω το σχόλιό μου από την ανάρτηση για την Τζένη Καρέζη και εδώ, με τη διαφρά όμως ότι τον Κώστα Καζάκο μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε στο θέατρο και ευχόμαστε να τον απολαμβάνουμε για πολλά πολλά ακόμη χρόνια.

Από την εκπομπή της ΕΡΤ "Το Θέατρο της Δευτέρας" και συγκεκριμένα από τις 24/10/1988, η παράσταση "Πρόσωπο με Πρόσωπο" του Αλεξάντερ Γκέλμαν, που είχε πρωτοανέβει στο θέατρο το 1985. Συμπρωταγωνιστής της ο Κώστας Καζάκος και σκηνοθέτης ο Ολέγκ Εφραίμωφ. Η μετάφραση από την Κατερίνα Ζορμπαλά και την ίδια την Τζένη Καρέζη.(Τα στοιχεία από εδώ )

1ο μέρος
2ο μέρος
3ο μέρος
4ο μέρος
5ο μέρος
6ο μέρος
7ο μέρος
8ο μέρος
9ο μέρος
10ο μέρος
11ο μέρος
12ο μέρος

16/1/11 18:15  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Ευχαριστώ, Χρήστο, για το αξιόλογο υλικό που προσθέτεις στο μπλογκ.

19/1/11 18:00  
Anonymous Χρήστος :

Να προτείνω μία ανάρτηση για τα Αυτοβιογραφικά; Αφορά στον Κάρολο Κουν, στη δραματική σχολή του οποίου σπούδασε ο Κώστας Καζάκος.[Καλά, αυτό το γράφω επειδή δεν ήξερα σε ποια ανάρτηση να αφήσω το σχόλιο:-)]

Aν και γεννήθηκα στην Προύσα, την Προύσα δεν τη γνώρισα. Aπό μικρός βρέθηκα στην Πόλη και εκεί μεγάλωσα. Aπό κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω για μένα πραγματικότητα.
Μεγάλωσα σαν Pωμηός, μέσα σ’ ένα ρωμέικο αστικό σπίτι. Πολλοί συγγενείς, πολλές θειάδες και πολλά αδέλφια, απ’ της μάνας μου το σόι. Παραδοσιακά έθιμα, κίτρινα κεριά της εκκλησίας φτιαγμένα στο σπίτι, σάκοι με τριαντάφυλλα για το γλυκό της χρονιάς, το πρόσφορο για την καθημερινή λειτουργία, η πιστή σιδερώτρα που έριχνε και τα χαρτιά και ο Aρμένης μάγερας που έφτιαχνε ντολμαδάκια μ’ ερίκι από πάνω. Kαι μέσα σ’ όλα αυτά μια Πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα που μου μάθαινε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, με τάιζε, μ’ έλουζε, με κοίμιζε, φρόντιζε τα δυο μου καναρίνια και μ’ έβαζε για τιμωρία, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, να γράφω εκατό φορές «O Θεός να τιμωρήσει την Αγγλία στα γερμανικά». Όσο για τον έξω κόσμο, πολλά σοκάκια και ελκυστικά αχτάρικα, Τούρκοι και Έλληνες με φέσια, Τουρκάλες με φερετζέδες, Φράγκοι, Λεβαντίνικες Τράπεζες και μαγαζιά, Ακιντέδες τυ Χατζή Μπεκίρ, Αρμένικα και Τούρκικα Ζαχαροπλαστεία με λουκούμια, μαλέμπια, Βιεννέζικο καφέ και κανταΐφια. Το ίδιο κράμα ανατολίτικου και ευρωπαϊκού στο άμεσο περιβάλλον. Μιναρέδες απ’ όπου ξελαρυγγιαζόντανε οι μουεζίνηδες κάθε δειλινό, αμάξια με δύο ίππους που παρελαύνανε τα’ απογεύματα με κυρίες ντυμένες στο Παρίσι. Λουλούδια από το Παρίσι και Βιεννέζικα σαλόνια με αράπικα και ρώσικα στολίδια, προκυμαίες με Τούρκους, σαμαροφορεμένους χαμάληδες, το Γυλντίζι πάνω στο Βόσπορο, τα βαπόρια με τις ρόδες που φεύγαν για τα νησιά, την Πρίγκηπο και τη Χάλκη με την ιερατική σχολή κι οπου κάποτε, το ’19, ξεμπαρκαρκάρανε κοπάδια οι Ρώσοι αριστοκράτες πρόσφυγες, και τέλος, για μας τους Ρωμηούς, το Μπαλουκλί και συμβολικά η Αγιά Σοφιά. Όλα αυτά ς τα δώδεκά μου χρόνια. Αργότερα πήραν τη θέση τους οι κατ’ οίκον διδάσκαλοι, μ’ έναν παπά και μια δασκάλα του πιάνου ανάμεσά τους. Ο παπάς μου δημιούργησε ερωτήματα σε σχέση με την ιερά γραφή- προπάντων με την παλαιά διαθήκη- κι η δασκάλα του πιάνου, με βίαιη συνενοχή των γονιών μου, με ταλαιπώρησε αρκετά με μόνο κέρδος να μπορώ να παίζω τις πρώτες τρεις μεζούρες του αλά τούρκα του Μότσαρτ απ’ έξω. Έπειτα το σκηνικό άρχιζε να αλλάζει. Εσωτερικός στη Ροβέρτειο, ένα αμερικάνικο κολλέγιο που ιδρύθηκε από ιεραπόστολους, με αμερικάνικα τραγούδια και ψαλμούς, με γήπεδα μπάσκετ και αθλητικά αγωνίσματα. Παιδιά απ’ όλα τα Βαλκάνια –Σέρβοι, Βούλγαρο, Έλληνες, Σύριοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Αλβανοί, σχηματίζαμε τότε μια μικρή κοινωνία των Εθνών και αρχίζαμε να αποκτάμε μέσα σε μια ολοκληρωμένη συναδέλφωση, κοινή κοινωνική, πνευματική και πολιτική συνείδηση. Αυτό μεταξύ του ’20 και του ’28, μετά από τον Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ο φιλειρηνισμός είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του. Ακόμα και η Μικρασιατική καταστροφή δεν στάθηκε εμπόδιο για τα νεανικά μας όνειρα της συναδέλφωσης των λαών. Είχε, βέβαια, δημιουργηθεί ένα χάσμα ανάμεσα σε Τούρκους κι Έλληνες, αλλά η αγανάκτηση για μας τους Πολίτες, τους Βενιζελικούς, στρεφότανε λιγότερο ενάντια στους Τούρους όσο κατά των συμμάχων και των βασιλικών. Πάντως, ανάμεσα στα κακά που μας βρήκανε τότε, ήταν πως εμείς οι μειονότητες στη Ροβέρτειο Σχολή στερηθήκαμε, τα τελευταία χρόνια, την εκμάθηση της μητρικής μας γλώσσας. Όταν απεφοίτησα το ’28, μακριά από τους συμμαθητές μου και τους συγγενείς μου που σχεδόν όλοι πια είχαν έρθει στην Ελλάδα, τίποτε δεν με συνέδεε πια με την Πόλη. Έφυγα τον ίδιο χρόνο με στόχο σπουδές στο Παρίσι.

15/11/12 17:52  
Anonymous Χρήστος :

***

Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το ’42 πριν 39 χρόνια, στην αρχή της Γερμανικής Κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» το ’34 και που διαλύθηκε το ’38 στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, επειδή παίζαμε «αριστερά έργα» όπως ο Πλούτος του Αριστοφάνη κι ο Κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου. Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες πολλά και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία, Γι’ αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη της πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης, και θυσίας. Αισθανόμασταν την ανάγκη για έναν σωστότερο κόσμο, ένα κόσμο με λιγότερες ανθρώπινες ατέλειες, γι’ αυτούς από εμάς που θα επιζούσαμε. Αψηφούσαμε το θάνατο και κυνηγούσαμε με μανία τη ζωή, χωρίς περίσκεψη και προφύλαξη και ταπεινές σκέψεις. Είμαστε γνήσιοι και αληθινοί. Τα περιθώρια των έργων που ετοιμάζαμε ήταν αναγκαστικά περιορισμένα. Αλλά στο τραπέζι της πρόβας μέσα στο συρτάρι υπήρχαν και τα έργα που ελπίζαμε να παίξουμε όταν θ’ αποκτούσαμε τη λευτεριά μας. Είμασταν όλοι στην αντίσταση και σχεδόν όλοι στις γραμμές του ΕΑΜ. Δεν μπορώ μέσα μου ‘ απαρνηθώ και να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πιστεύαμε ακόμα σ’ ένα κόσμο απαλλαγμένο από μικρότητες και βία. Με την απελευθέρωση και την μετακατοχική περίοδο, όλα διαλυθήκανε. Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του. Άλλα περιμέναμε και άλλα μας βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απ’ όλα έλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή. Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ό,τι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια. Τότε πιά, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικούς-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα ‘πρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω πάλι από την αρχή ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε.
Εργάστηκα σαν σκηνοθέτης στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης». Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά. Μαζεύοντας συνδρομές, διαμορφώσαμε το χώρο στο υπόγειο του Ορφέα. Το 1954 ανάψαμε πρόχειρους προβολείς για να φωτίσουμε μπρος σε καμιά εκατοστή θεατές τη Μικρή μας πόλη του Θόρντον Γουάιλντερ. Έτσι λειτούργησε πάλι το «Θέατρο Τέχνης» σχεδόν αποκλειστικά με νέους αδειούχους μαθητές.

15/11/12 17:53  
Anonymous Χρήστος :

Από συνέντευξη στο Βάιο Παγκουρέλη στην εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 4.10.1981.

Τη συνέντευξη τη βρήκα στο βιβλίο: ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ για το θέατρο (κείμενα και συνεντεύξεις), σε επιμέλεια Γιώργου Κοτανίδη. Εκδόσεις Ιθάκη, 1981.

Τα απσπάσματα αυτά είναι οι απαντήσεις του Κ. Κουν στις 2 πρώτες ερωτήσεις της συνέντευξης.

15/11/12 18:02  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Χρήστο έξοχο θέμα! Ήταν αισθητή η "απουσία" του Κάρολου Κουν από τα Αυτοβιογραφικά. Αύριο κιόλας!

με πολλά ευχαριστώ και ευχές για καλό χειμώνα

υ.γ.
οι ευχές σε προσωπικό επίπεδο, από κοινωνικοπολιτικό βράστα...

16/11/12 20:09  
Anonymous Χρήστος :

Ευχαριστώ, Κατερίνα. Καλό χειμώνα και σε σένα.

:-)

17/11/12 11:32  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα