72 ~ Τάσος Δενέγρης: είδα κάτι γκαζές ασυνήθιστα μεγάλες, άλλες θαμπές κι άλλες διάφανες.
Ήταν Μάρτης του 1942. Πείνα, Κατοχή. Χοντρή πείνα. Λίγο πριν από το μεσημέρι, ο πατέρας μου κι εγώ βγήκαμε απ' το σπίτι μας στους Αμπελοκήπους, διασχίσαμε τον μικρό κήπο με τα ελάχιστα λουλούδια γιατί ποιος είχε τότε όρεξη να καλλιεργεί λουλούδια, αν υπήρχε χώρος φύτευε πράγματα φαγώσιμα, όπως έκανε ο πατέρας μου που είχε φυτέψει ρόκα και κάρδαμο και ντοματιές. Άνοιξε λοιπόν τη βαρειά σιδερένια πόρτα, στρίψαμε δεξιά κι αρχίσαμε να περπατάμε. Τη σιδερένια πόρτα στην αναφέρω γιατί ήταν ασυνήθιστα βαρειά και συμπαγής για έναν τόσο μικρό κήπο αλλά και γιατί πολλές φορές στον ύπνο μου ακούω τον ήχο της, ένα χαρακτηριστικό τρίξιμο. Είχαμε να κάνουμε πολύ δρόμο κι ύστερα μην ξεχνάς πόσο ήμαστε εξαντλημένοι από την πείνα. Στην πρώτη γωνία, το πιο όμορφο σπίτι της περιοχής. Η έπαυλη ΠΥΡΡΗ. Τότε στεγαζόταν το Φρουραρχείο των Γερμανών. Ιστορικό κτίριο. Τον Δεκέμβρη του '44, έγινε Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ. Ο κήπος είχε φοίνικες. Λίγο πιο κάτω, ήταν το Μαιευτήριο της Έλενας. Στο χώρο έξω από το Μαιευτήριο μαζευόμαστε πολλά παιδιά και παίζαμε μπάλα. Εκεί και τελείωνε η γνωστή περιοχή. Πέρα από αυτό το σημείο δεν είχα ποτέ ξεμυτίσει. Συνεχίσαμε λοιπόν στη Δεινοκράτους. Στα δεξιά μας κατέβαινε ο Λυκαβηττός. Τα δέντρα τότε ήταν για μένα πλάσματα ζωντανά που μιλούσαν μεταξύ τους αλλά και μαζί μου, έτσι ακολουθούσα τον πατέρα μου παραμιλώντας μέχρι που φάνηκε η Δεξαμενή. Στα δεξιά του δρόμου ήταν ένα ψιλικατζίδικο κι εκεί στη βιτρίνα του, καθώς χάζευα τα βάζα με τις χρωματιστές καραμέλλες, είδα κάτι γκαζές ασυνήθιστα μεγάλες, άλλες θαμπές κι άλλες διάφανες. Υπήρχαν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί χρωμάτων. Έχασα τον μπούσουλα. Προσπαθούσα να δω ποιαν θα διάλεγα αν μπορούσα ν' αποκτήσω μία. Ο πατέρας μου, που είχε λιγάκι προχωρήσει, γύρισε να δει τι κάνω. Ήρθε στο πλάι μου, κατάλαβε που κατευθυνόταν το βλέμμα μου και με τράβηξε απότομα. Διασχίσαμε την πλατεία Δεξαμενής, κατεβήκαμε τα σκαλιά και βρεθήκαμε στην πλατεία Συντάγματος. Μου είναι δύσκολο να σου περιγράψω τη σκηνή που ακολουθεί. Το συναίσθημα παραμένει ζωντανό, η απεικόνισή του όμως χωλαίνει. Ίσως γιατί χάθηκαν οι λεπτομέρειες. Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ήταν κόσμος μαζεμένος, άντρες και γυναίκες, δεκαοχτώ, είκοσι χρονώ. Πολλοί απ' αυτούς κρατούσαν ελληνικές σημαίες που τις ανέμιζαν, ενώ σε λίγο άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο. Αυτό ήταν που μου έκανε και τη μεγαλύτερη εντύπωση. Υπήρχε πολύς ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα. «Είναι 25η Μαρτίου», λέει ο πατέρας μου, «κι ήλθαν οι φοιτητές να καταθέσουν στεφάνια». Κοντοσταθήκαμε λίγο και κοιτάζαμε. «Θα στείλουν τους μπουραντάδες να τους διαλύσουν. Ίσως χυθεί αίμα», ξαναλέει. Με πήρε απ' το χέρι και συνεχίσαμε τη διαδρομή. Θυμάμαι τη μακριά, ατελείωτη μάντρα της Χωροφυλακής και τις σκοπιές στου Μακρυγιάννη. Κάποια στιγμή ξέφυγα απ' το χέρι του κι άρχισα να μένω πίσω. Ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό μου, κάτι δυσάρεστο και σχεδόν ασφυκτικό, που δεν μ' άφηνε να χαρώ τη διαδρομή ούτε να συγκεντρωθώ στα παιγνίδια πού έπαιζα στο μυαλό μου.
[...] στο σημείο που ο Λυκαβηττός κατεβαίνει μέχρι το δρόμο έδωσα δυο δρασκελιές κι ανέβηκα στην πλαγιά. Μερικά μέτρα πιο πάνω. Ακούμπησα σ' έναν κορμό κι άρχισα να τοξεύω, να παριστάνω δηλαδή τις κινήσεις που κάνει ο τοξότης. Παράλληλα έβγαζα ήχους ανακατεμένους με λέξεις ακατάληπτες, που υποτίθεται πως ήταν ξενικές. Αυτό κράτησε μέχρι τρία λεπτά. Άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας, κάνοντας κινήσεις ξιφομαχίας με το αριστερό, με το οποίο κρατούσα το φανταστικό μου σπαθί, σαν να άνοιγα δρόμο ανάμεσα σε πολυπληθείς εχθρούς. Ο πατέρας μου περίμενε πιο κάτω. [...] Το θεώρησε φυσικό ότι ένα παιδί βαριέται και θέλει να εκτονωθεί. Όσο για την παντομίμα, όπως την λες, ήξερε ότι επρόκειτο για τη μάχη του Azincourt 1415. [...] Από μικρός είχα μανία με την Ιστορία. Εκείνη τη χρονιά μου 'χε πέσει στα χέρια ένα παλιό γαλλικό βιβλίο Ιστορίας. Εγώ γαλλικά δεν ήξερα, αλλά το βιβλίο ήταν γεμάτο εικόνες. Μία από αυτές, πολύ εντυπωσιακή, απεικόνιζε μια μάχη κι από κάτω έγραφε Azincourt 1415. Ρώτησα τον πατέρα μου να μου εξηγήσει σχετικά κι εκείνος, αφού διάβασε το κείμενο, μου είπε πως επρόκειτο για μια μάχη που έγινε το 1415 στη βόρειο Γαλλία και ότι οι Άγγλοι με κόλπο νίκησαν τους Γάλλους. Δηλαδή παρέσυραν το βαρύ γαλλικό ιππικό σ' έναν βάλτο κι όταν άλογα και ιππότες κόλλησαν στη λάσπη, τότε Άγγλοι τοξότες, κρυμμένοι στα δέντρα απ' το απέναντι δάσος, τους έριξαν έναν καταιγισμό από βέλη. Επιτέθηκαν, στη συνέχεια, οι Άγγλοι πεζικάριοι και τους αποτελείωσαν. - Κι εσύ με ποιους ήσουν; ρωτάει ο Μάρκος. - Με τους Άγγλους, επειδή ανέτρεψαν τα προγνωστικά, αφού πολέμησαν 1 προς 5 και ενίκησαν. Στο γυρισμό λοιπόν, όταν φτάσαμε στον Λυκαβηττό, μου ήρθε στο νου μου το δάσος του Azincourt και θέλησα να παίξω τη μάχη σαν τελετουργία, για να μπορέσουμε κι εμείς να νικήσουμε αυτούς τους ξένους πανίσχυρους στρατιώτες που μας παίρνουν το ψωμί απ' το στόμα και δεν μας αφήνουν σε χλωρό κλαρί.
Τάσος Δενέγρης (1934-2009)
[...] στο σημείο που ο Λυκαβηττός κατεβαίνει μέχρι το δρόμο έδωσα δυο δρασκελιές κι ανέβηκα στην πλαγιά. Μερικά μέτρα πιο πάνω. Ακούμπησα σ' έναν κορμό κι άρχισα να τοξεύω, να παριστάνω δηλαδή τις κινήσεις που κάνει ο τοξότης. Παράλληλα έβγαζα ήχους ανακατεμένους με λέξεις ακατάληπτες, που υποτίθεται πως ήταν ξενικές. Αυτό κράτησε μέχρι τρία λεπτά. Άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας, κάνοντας κινήσεις ξιφομαχίας με το αριστερό, με το οποίο κρατούσα το φανταστικό μου σπαθί, σαν να άνοιγα δρόμο ανάμεσα σε πολυπληθείς εχθρούς. Ο πατέρας μου περίμενε πιο κάτω. [...] Το θεώρησε φυσικό ότι ένα παιδί βαριέται και θέλει να εκτονωθεί. Όσο για την παντομίμα, όπως την λες, ήξερε ότι επρόκειτο για τη μάχη του Azincourt 1415. [...] Από μικρός είχα μανία με την Ιστορία. Εκείνη τη χρονιά μου 'χε πέσει στα χέρια ένα παλιό γαλλικό βιβλίο Ιστορίας. Εγώ γαλλικά δεν ήξερα, αλλά το βιβλίο ήταν γεμάτο εικόνες. Μία από αυτές, πολύ εντυπωσιακή, απεικόνιζε μια μάχη κι από κάτω έγραφε Azincourt 1415. Ρώτησα τον πατέρα μου να μου εξηγήσει σχετικά κι εκείνος, αφού διάβασε το κείμενο, μου είπε πως επρόκειτο για μια μάχη που έγινε το 1415 στη βόρειο Γαλλία και ότι οι Άγγλοι με κόλπο νίκησαν τους Γάλλους. Δηλαδή παρέσυραν το βαρύ γαλλικό ιππικό σ' έναν βάλτο κι όταν άλογα και ιππότες κόλλησαν στη λάσπη, τότε Άγγλοι τοξότες, κρυμμένοι στα δέντρα απ' το απέναντι δάσος, τους έριξαν έναν καταιγισμό από βέλη. Επιτέθηκαν, στη συνέχεια, οι Άγγλοι πεζικάριοι και τους αποτελείωσαν. - Κι εσύ με ποιους ήσουν; ρωτάει ο Μάρκος. - Με τους Άγγλους, επειδή ανέτρεψαν τα προγνωστικά, αφού πολέμησαν 1 προς 5 και ενίκησαν. Στο γυρισμό λοιπόν, όταν φτάσαμε στον Λυκαβηττό, μου ήρθε στο νου μου το δάσος του Azincourt και θέλησα να παίξω τη μάχη σαν τελετουργία, για να μπορέσουμε κι εμείς να νικήσουμε αυτούς τους ξένους πανίσχυρους στρατιώτες που μας παίρνουν το ψωμί απ' το στόμα και δεν μας αφήνουν σε χλωρό κλαρί.
Τάσος Δενέγρης (1934-2009)
* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
SANTÉ - 15 συγγραφείς και ένα μυθικό τσιγάρο
(Τάσος Δενέγρης: Η μάχη του AZINCOURT)
εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1998
* φωτογραφίες: greece2001, news.thomasnet.com
SANTÉ - 15 συγγραφείς και ένα μυθικό τσιγάρο
(Τάσος Δενέγρης: Η μάχη του AZINCOURT)
εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1998
* φωτογραφίες: greece2001, news.thomasnet.com
= = = = = =
Ο ποιητής Τάσος Δενέγρης στον Σείριο
από τον Γιώργο - Ίκαρο Μπαμπασάκη
Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας - 13/03/2009
Η απώλεια να μας χτυπάει βάναυσα την πόρτα, και μόνο βάλσαμο να είναι η άγρα αναμνήσεων και η απόπειρα να γράψεις για τον φίλο που έφυγε. Τούτη τη φορά ήταν ο Τάσος Δενέγρης, ο ποιητής που μας κέρδισε μέσα από τα τεύχη τού τόσο πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού «Πάλι», και αργότερα με τις συλλογές που εξέδωσε στα αξέχαστα «Τραμάκια», τα τόσο περίκομψα και πολύτιμα, στον Άκμονα, στον Καστανιώτη, στον Πατάκη, στο ύψιλον/βιβλία, τα άπαντά του: Μιλάει ο Αγριόχειρος, ποιήματα, 1952-2008. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του.
Κάναμε παρέα, και πάντα με εντυπωσίαζε με τη βαθιά τρυφερή φωνή του, με τη ροκ διάθεσή του, με τη βαθύνοιά του, που φρόντιζε να την εκφράζει με λιτά μέσα, με απλές λέξεις, μα καλοδιαλεγμένες, με μια σκυταλοδρομία από κοφτές φράσεις γεμάτες σημασία και πείρα. Βρεθήκαμε ν' απαγγέλλουμε μαζί ποιήματα του Νίκου Καρούζου, σε μιαν εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μας ποιητή, και αναρρίγησα από τον τρόπο με τον οποίο ο Δενέγρης εξέφερε τους στίχους του: η ακρίβεια και η σαφήνεια αντάλλασσαν, στην απαγγελία του, χειραψίες με τη νύξη, με τον υπαινιγμό.
Και πριν από μερικές εβδομάδες, ένας κοινός μας φίλος να μου τηλεφωνεί και να με πληροφορεί ότι ο Τάσος Δενέγρης έφυγε για τους λειμώνες του ουρανού, πήγε εκεί να συναντήσει τους ποιητές που λάτρεψε. Κι εγώ να τον θυμάμαι πάντα ολοζώντανο, με το μελαγχολικό του βλέμμα και το μόνιμο μειδίαμα του ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά και ξέρει καλά τον κόσμο. Να τον θυμάμαι πρωτίστως ως ποιητή αλλά, συνάμα, και ως έξοχο, ανεπίληπτο μεταφραστή του Μπόρχες, και του Τζον Ντος Πάσος, και του Κορτάσαρ, και του Οκτάβιο Πας. Να τον θυμάμαι επίσης ως πρωταγωνιστή στην τόσο άρτια ποιητική ταινία «Σχετικά με τον Βασίλη» του Σταύρου Τσιώλη, στα 1986, στον κινηματογράφο «Έλλη». Κι ακόμα να τον θυμάμαι ως συνταξιδιώτη του ποιητή Θάνου Σταθόπουλου σ' ένα περιπετειώδες ταξίδι-προσκύνημα στο παλιό καλό Βερολίνο. Ο Τάσος Δενέγρης, γεννημένος το 1934, έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 9 Φεβρουαρίου του 2009, και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του στις 11 Φεβρουαρίου, στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ας θυμηθώ και πάλι την αγάπη του για τις γάτες, που τόσο τις τίμησε στην ποίησή του, ας θυμηθώ την αρχή από το Ποίημα Αχαλίνωτο, του 1996:
Κάναμε παρέα, και πάντα με εντυπωσίαζε με τη βαθιά τρυφερή φωνή του, με τη ροκ διάθεσή του, με τη βαθύνοιά του, που φρόντιζε να την εκφράζει με λιτά μέσα, με απλές λέξεις, μα καλοδιαλεγμένες, με μια σκυταλοδρομία από κοφτές φράσεις γεμάτες σημασία και πείρα. Βρεθήκαμε ν' απαγγέλλουμε μαζί ποιήματα του Νίκου Καρούζου, σε μιαν εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μας ποιητή, και αναρρίγησα από τον τρόπο με τον οποίο ο Δενέγρης εξέφερε τους στίχους του: η ακρίβεια και η σαφήνεια αντάλλασσαν, στην απαγγελία του, χειραψίες με τη νύξη, με τον υπαινιγμό.
Και πριν από μερικές εβδομάδες, ένας κοινός μας φίλος να μου τηλεφωνεί και να με πληροφορεί ότι ο Τάσος Δενέγρης έφυγε για τους λειμώνες του ουρανού, πήγε εκεί να συναντήσει τους ποιητές που λάτρεψε. Κι εγώ να τον θυμάμαι πάντα ολοζώντανο, με το μελαγχολικό του βλέμμα και το μόνιμο μειδίαμα του ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά και ξέρει καλά τον κόσμο. Να τον θυμάμαι πρωτίστως ως ποιητή αλλά, συνάμα, και ως έξοχο, ανεπίληπτο μεταφραστή του Μπόρχες, και του Τζον Ντος Πάσος, και του Κορτάσαρ, και του Οκτάβιο Πας. Να τον θυμάμαι επίσης ως πρωταγωνιστή στην τόσο άρτια ποιητική ταινία «Σχετικά με τον Βασίλη» του Σταύρου Τσιώλη, στα 1986, στον κινηματογράφο «Έλλη». Κι ακόμα να τον θυμάμαι ως συνταξιδιώτη του ποιητή Θάνου Σταθόπουλου σ' ένα περιπετειώδες ταξίδι-προσκύνημα στο παλιό καλό Βερολίνο. Ο Τάσος Δενέγρης, γεννημένος το 1934, έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 9 Φεβρουαρίου του 2009, και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του στις 11 Φεβρουαρίου, στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ας θυμηθώ και πάλι την αγάπη του για τις γάτες, που τόσο τις τίμησε στην ποίησή του, ας θυμηθώ την αρχή από το Ποίημα Αχαλίνωτο, του 1996:
«Κι εγώ που ενόμιζα στο καφενείο
Πως το ποίημα
Ό,τι θέλω το κάνω
Σε ρυθμούς το υπάγω
Και σε ήχους εξαίσιους
Της ελληνικής
Αντιλήφθηκα ξάφνου
Πως εκείνο με πάει
Απ' εδώ κι από εκεί».
Πως το ποίημα
Ό,τι θέλω το κάνω
Σε ρυθμούς το υπάγω
Και σε ήχους εξαίσιους
Της ελληνικής
Αντιλήφθηκα ξάφνου
Πως εκείνο με πάει
Απ' εδώ κι από εκεί».
[....] Μετακινούμενος με ποιητική άνεση ανάμεσα στη μελαγχολία της καθημερινότητας και στην ανάταση ενός χρόνου που εκτείνεται πέρα από κάθε ορατό ορίζοντα, ο Δενέγρης επανακαθορίζει το νόημα των στιγμών, τις ανατέμνει και τις εμπλουτίζει ώστε να είναι ανθεκτικές απέναντι στην αναπότρεπτη φθορά. Τα ποιήματά του είναι ταυτοχρόνως φωτογραφίες και τραγούδια.
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες και βραχνές μελωδίες των μπλουζ και του ροκ. Κι έτσι ανθίστανται κι αυτά στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου, συνιστώντας το πνεύμα της άμυνας και την άμυνα του πνεύματος.
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες και βραχνές μελωδίες των μπλουζ και του ροκ. Κι έτσι ανθίστανται κι αυτά στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου, συνιστώντας το πνεύμα της άμυνας και την άμυνα του πνεύματος.
Ετικέτες ΕΛΛΗΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΕΛΛ.
9 σχόλια:
Τον εαυτό σου μπορείς να μην τον σέβεσαι, το κερδίζεις με το σπαθί σου, άλλωστε. Αλλά με την μνήμη του Δενέγρη δεν σου επιτρέπω να κάνεις το ίδιο.
Το ψυχανώμαλο τέρας
Προτελευταίε, και διαρκώς επανερχόμενε ανώνυμε, αυτή τη φορά μέτρησα 139 ηλιθιότητες. Σωστή;;;
Δεν βαρέθηκες, όμως, να γράφεις και να σε διαγράφουν οι μπλόγκερς που ενοχλείς; Aν είναι ζήτημα ανίας λόγω της ηλικιακής κλάσης σου, που δεν την ζεις όπως θα ήθελες (παίζοντας με τα εγγονάκια σου), σπάσ' την με κάτι πιο γουστόζικο από το να αντιγράφεις ανέκδοτα επιπέδου νηπιαγωγείου. Ή βρες μια νυν.
Τζουτζούκο,
Επειδή λες πολλά, και επειδή εγώ, ως γνωστόν, είμαι «πότε Βούδας, πότε Κούδας, πότε Ιησούς και Ιούδας» -μην επαναλαμβάνομαι-, για να μη σου ρίξω καμμία ανάστροφη από κει που δεν το περιμένεις κάποια αποφράδα μέρα, όταν θα βγαίνεις απ'το σπίτι σου -ναι, κι αυτό το γνωρίζω-, πιάσε μια γκαζόζα με καλαμάκι, κάτσε αναπαυτικά στην τύπου Sato καρεκλίτσα μπροστά στην θαλπωρή της οθόνης σου και δώσε βάση στην πενιά, διότι ακολουθεί κήρυγμα και λιβάνι στου διαόλου το ταβάνι, στο οποίο άλλωστε παίζουμε ομαδικά κρυφτούλι μέσα στα κανονικά πλαίσια (ή στα πλάσια της κανονικότητας, αν προτιμάς) της τηλεφωνικής μας παρτούζας.
Το λοιπόν, έχομεν και λέμε:
0. Τα ενδιαφέροντά μου εστιάζονται σχεδόν αποκλειστικά στη ροή των πληροφοριών και επειδή -όπως ήδη γνωρίζεις- όχι μόνο δεν κάνω διακρίσεις, αλλά τόσο η δόξα, το χρήμα, τα πουτανάκια όσο και η γεμάτη μπάκα με αφήνουν παντελώς αδιάφορο, ότι κάνω το γνωρίζω μόνο εγώ, δεν αποδεικνύεται από κανέναν και στην τελική είναι σαν να μην έγινε ποτέ -κοινώς, θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και ένα τυχαίο γεγονός. Αν ήξερες λοιπόν πόσες ζωτικής σημασίας πληροφορίες έχουν σταλεί όλα αυτά τα χρόνια σε δημοσιογράφους και βουλευτές από την αρχοντιά μου και έχουν αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα σε deal εκατομμυρίων, δε θα έγραφες τέτοιες μαλακίες για την πάρτη μου. Δεν έχεις ιδέα πόση δύναμη έχω, με αυτά που γνωρίζω. Παρόλα αυτά, επειδή "all work and no play makes Jack a dull boy", ευτυχώς για μένα υπάρχουν και οι έβλογες ασυναρτησίες σας που μου χαρίζουν ατέλειωτες ώρες χαράς, εφάμιλλες μόνο εκείνων που έζησα κατά τη διάρκεια των νηπιακών μου χρόνων (την εποχή δηλαδή που μεσουρανούσε η «Κυρά Γιώργαινα» του Καλατζή). Όπως, εν προκειμένω, όταν έβγαλα στη φόρα την IP σου, τότε που δούλευες ακόμα στον Πήγασο, και πληροφόρησα τους πάντες ότι ήσουν μούφα. Ένα το κρατούμενο λοπόν και πάμε παρακάτω.
1. Νυν (και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων) έχω, αν και η αλήθεια είναι -όχι η Romeros, η άλλη- ότι σε τρούλο δεν την έχω γαμήσει ακόμα, αλλά σε διαβεβαιώ ότι το τελευταίο που θα ήθελα είναι να την σπιτώσω (εξάλλου στο χώρο που κινούμαι οι συναισθηματικές δεσμεύσεις είναι μείον), βέβαια εδώ που τα λέμε -μαν του μαν, έτσι;- δε θα της κακοφαινόταν καθολου· αμήν.
2. Τώρα, παρότι δε θέλω να σε βάλω σε πολύ βαθιά νερά, διότι μπορεί και να μου πνιγείς και σου έχω και αδυναμία, ατιμούλικο, αν ποτέ μπεις στον κόπο να διαβάσεις σοβαρά τον Καστοριάδη και τα περί του προτάγματός του, ίσως -λέω, ίσως- να καταλάβεις, γιατί δε μπορώ επουδενί να δεχτώ ένα κοπέλι ή μια κοπέλα που, όταν θα έπαυε να είναι τσιότσιο και θα αυτονομούνταν, θα κουβαλούσε αναπόφευκτα -τ'ακούς, κουφάλα Αδάμ;- την αβάσταχτη κληρονομιά του ετερόνομου, θεσμισμένου και κατακριτικού υπερεγώ που θα του είχα φορτώσει εγώ και η πρώην μου. Χμ… έπεσε λίγο βαρύ αυτό ε; Ώπα, με το μαλακό, δεν τίθεται θέμα. Ρούφα τη γκαζόζα σου, πάρε μια ανάσα και προχώρα στο νούμερο τρία πουλάκια κάθονταν και αγνάντευαν το Σούλι.
3. Ηλίθιος είσαι και φαίνομαι (όχι, δεν πρόκειται για λάπσους), διότι «όταν πήγαινες εσύ μωρό μου, εγώ γύριζα, και κάτι τέτοια πολύ πριν από σένα τα συνήθιζα» ♪ ♪ ♪. Στα 30 και βγάλε, είσαι πολύ μικρός για να μου κάνεις μάθημα εσύ, και έχεις πολλά ακόμα να μάθεις απ'τη ζωή και για τη ζωή -όχι τη Λάσκαρη, την άλλη. 25 χρόνια είμαι στο κουρμπέτι και πληκτρολογώ από τότε που το internet ονομαζόταν usenet! Όπως καταλαβαίνεις, όχι μόνο δεν έχασα την όρεξή μου, αλλά εξακολουθώ να είμαι αταυτοποίητος και ασύλληπτος -όπως και να το κάνεις, αυτό από μόνο του κάτι λέει. Διότι εγώ λέω ό,τι γουστάρω, όποτε γουστάρω, σε όποιον γουστάρω, με όποιον τρόπο γουστάρω και αναφορά δε δίνω σε κανέναν, ούτε φοράω μάσκες. Αυτά που γράφω έχουν μιας εσάνς "Un chien andalou", την οποία, ενώ έχεις το υπόβαθρο να την ψυχανεμιστείς, η συμπλεγματική σου προσωπικότητα (ναι ρε, εγώ υπέγραψα ως Μιχαηλ Βικελης -check the profile number) δε σε αφήνει να την απολαύσεις και να παίξεις πινγκ-πονγκ στο ίδιο στυλ -κρίμα, πολύ κρίμα. Αν το καλοσκεφτείς, βρε κουτορνίθι, είμαι ότι πιο σουρεάλ υπάρχει αυτή τη στιγμή μέσα στα κωδικοποιημένα μηνύματα των καλωδίων, πάνω σε αυτό το ηλιόλουστο και παραθαλάσσιο οικόπεδο που λέγεται ψωροκώσταινα. Γκέγκε;
4. Και σε ρωτάω: Εσύ δε βαρέθηκες να με ενοχλείς με αυτά που γράφεις; Δε βαρέθηκες να ανοιγοκλείνεις ιστοσελίδες, περιφέροντας την ψυχασθένειά σου, με την αυταπάτη ότι δε σε καταλαβαίνει κανείς; Δε βαρέθηκες να εξαπατείς ανυποψίαστους; Δε βαρέθηκες να γκρινιάζεις; Δε βαρέθηκες να μισείς τα άντερά σου; Δε βαρέθηκες να χαραμίζεις τα ταλέντα σου; Δε βαρέθηκες να αγνοείς τις πραγματικές ψυχολογικές αιτίες που σε ταλανίζουν; Δε βαρέθηκες να είσαι μόνος; Όχι, στο λέω γιατί εγώ δε βαρέθηκα να προγραμματίζω τα σκριπτάκια με τα automated replies σε όσα τεφτέρια δε γουστάρω, ένα τσιγάρο υπόθεση είναι άλλωστε -so easy. Are you still on the line or are you lost, honey? Όχι τίποτε άλλο, αλλά μας τελείωσαν και τα επεισόδια του Lost για φέτος (ακόμα θρηνώ την Shannon Rutherford, λέμε -lol).
4. Με άλλα λόγια Μιχαλάκι, επί της ουσίας, ελευθερία σημαίνει ότι εκεί που τελειώνει ο σουρεαλισμός σου, ξεκινάει ο μουρεαλισμός μου. Με διασκεδάζεις, με εξιτάρεις, με εκνευρίζεις, πάρε και μια σφαλιάρα να συνέλθεις! Δε βαριέσαι, βρε αδερφέ, ας ευθυμήσουμε και λιγάκι, διότι αν είναι να πάρουμε στα σοβαρά όλα τα κουλά που συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας θα καταλήξουμε σαν τον μικροαστό τον sa(ka)raka, αυτό το πολυμαθές (τα ξέρει όλα εκτός από διαχείριση υδάτινων πόρων, λέμε), νευρόσπαστο (άπαπα, με την καλή κουβέντα στο στόμα για όλους) μοτοσκατόπαιδο που γράφει χαϊκού(κου) για τον επαναστ(ρ)ατημένο Ρόθκο, μια πολυσχιδή προσωπικότητα που όταν δεν διατυμπανίζει ότι 'ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ', υποστηρίζει τους «τρομοκράτες» Ζαπατίστας, +γράφει αριστουργήματα (που τελικά μόνο εγώ διαβάζω), μοιράζει αναρχικές φυλλάδες 'ασύμμετρης απειλής' στο τζάπα, αλλά γουστάρει να «εκδοθεί» σε οίκο, είναι κρυφομοφυλόφιλος, αλλά ντρέπεται να το παραδεχτεί, λατρεύει τα πάνκια με τις μπέντλεϋ, αγαπάει τα αδέσποτα, αλλά όχι το δέσποτα, θέλει να δώσει τόπο στα επαναστατημένα νιάτα, βλέποντάς τα από το παραθύρι του γραφείου του, έχει ολοκληρωμένο σχέδιο για το επαναστατικό προτσές και το κάνει προπόνηση με κλωστιές, ότι λέγει είναι (κοινωνικό) συμβόλαιο και δεν αντιφάσκει ποτέ, και όταν δεν κάνει πουστιές στους φίλους του και σχολάει από την καλοπληρωμένη, αργόμισθη δουλίτσα του (την οποία σημειωτέον δε ζήτησε, αλλά δέχτηκε χωρίς αντίρρηση) γυρνάει στο λουσάτο τσαρδί του και βάζει τον Πλατινί να ντριμπλάρει τον Πελέ στο γρασίδι του εικονικού γηπέδου, τρώγοντας κοψίδια και πίνοντας ρακές σαν βασιλιάς με σπόνσορα το ελληνικό κράτος και ουρλιάζοντας με ευχαρίστηση κάθε φορά που η ομάδα του KGBίτη ξεκόκαλη αγοράζει πανάκριβες κούπες ξεπλένοντας $$$. Αυτός ο ά(ν)θρωπος είναι Επαναστάτης με Ε κεφαλαίο και μια μέρα -να μου το θυμηθείς- θα αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο -με νιώθεις; lol
Τίποτα δεν έχει νόημα και δεν πρόκειται ποτέ να σώσεις κανέναν πόσο μάλλον την κοινωνία, κοίτα να εκφράζεις και να χαίρεσαι αυτό που βιωματικά είσαι πριν τα κακαρώσεις και κόψε την προσποίηση.
Αμετανώνυμα «ανόητος»,
Анонимный
ΥΓ. Sorry για το hijack(ass) στο elsastats, τα δεκάδες σβησμένα comments, και το redirect στο parianos; I just couldn't resist I guess! Oh well, you'll get over it. lol
ΥΥΓ. ΑΥΤΟΒοϊδΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΕΛΟΣ. ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΙΣ ΤΟ DELETE.
Κατά τα άλλα, κάνεις λάθος που με συγχέεις με άλλους μπλόγκερς. Στο μόνο που έπεσες μέσα είναι αυτό που έγραψες για την ηλικία μου: "Στα 30 και βγάλε, είσαι πολύ μικρός για να μου κάνεις μάθημα".
Πράγματι, επειδή είμαι μικρή (και τριανταφυλλένια) σέβομαι την γενιά σου. Η μαμά μου, ακόμα και με την κοιλιά στο στόμα, συμμετείχε στις πορείες του Πολυτεχνείου. Αυτά, όμως, πριν μας πλακώσει η φοβέρα του indymedia...
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα