88 ~ Πέτρος Ανταίος: είχα τότε τη δική μου μέθη της πράξης
Ωστόσο, είχα κι εγώ στα δεκαοχτώ μου χρόνια την υπεροχή μου, φυλαγμένη σεμνά πίσω απ' το θαυμασμό μου, να μου εξασφαλίζει μια κάποια ισορροπία, μια δύναμη αντίστασης σ' αυτό το λυρικό ποτάμι του λόγου, είχα τότε τη δική μου μέθη της πράξης-
Έγραφα μόνος μου, χτυπούσα μόνος μου στη μηχανή, τύπωνα παράνομα στον πολύγραφο μονάχος μου, κλεισμένος με κλειδί από μέσα, όλη νύχτα, στη "15η Αστική Κοινή Διεύθυνση Λεωφορείων Αθηνών-Μοσχάτου-Πειραιώς", δουλεύοντας τη μέρα εισπρακτοράκι, αργότερα "Γραφεύς Γ", Σωκράτους 73, αντίκρυ στη Διεύθυνση Αστυνομίας — κι ήταν κι αυτό μια πρόσθετη αμοιβή μου — παράνομες προκηρύξεις ενάντια στη διχτατορία, και το "ΞΥΠΝΗΜΑ" μιας φανταστικής, σχεδόν, οργάνωσης.
Κι όταν πια xλώμιαζε το ηλεκτρικό τα ξημερώματα τα σκόρπαγα από τις τρύπιες τσέπες του παντελονιού μου στ' αριστερό πεζοδρόμιο, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, ή κάποτε από τον πιο ψηλό όροφο του "ΡΕΞ", κι ως xυνόμονν στην έξοδο με προϋπαντούσαν, κατεβαίνοντας από τον ουρανό στους ώμους των πρωινών εργατών, τα ολονύxτια εκείνα τα δικά μου αγριοπερίστερα, οι δικοί μου σκληροί στίχοι της Πράξης.
Κι ως χανόμουν μέσα στο ξαφνιασμένο οικείο μου πλήθος της Πολιτείας που αγάπησα με την παραφορά έρωτα ισόβιου που τον χάνεις σε μια νύχτα, λιγνεμένος απ' αυτό τον άπειρο έρωτα, ξαγρυπνισμένος, μισονήστικος πάντα, να περσέψουν λεφτά για το χαρτί, τα στένσιλ, το μελάνι του πολύγραφου, άγνωστος έφηβος με το μοναδικό ζέρσεϋ κόκκινο πουκάμισο, ήμουν ίσως — το 'νιωθα; — στιγμιαίο κόκκινο σινιάλο να γνωριστούμε οι πρώτοι της γενιάς μας...
Πέτρος Ανταίος (1920-2002)
Έγραφα μόνος μου, χτυπούσα μόνος μου στη μηχανή, τύπωνα παράνομα στον πολύγραφο μονάχος μου, κλεισμένος με κλειδί από μέσα, όλη νύχτα, στη "15η Αστική Κοινή Διεύθυνση Λεωφορείων Αθηνών-Μοσχάτου-Πειραιώς", δουλεύοντας τη μέρα εισπρακτοράκι, αργότερα "Γραφεύς Γ", Σωκράτους 73, αντίκρυ στη Διεύθυνση Αστυνομίας — κι ήταν κι αυτό μια πρόσθετη αμοιβή μου — παράνομες προκηρύξεις ενάντια στη διχτατορία, και το "ΞΥΠΝΗΜΑ" μιας φανταστικής, σχεδόν, οργάνωσης.
Κι όταν πια xλώμιαζε το ηλεκτρικό τα ξημερώματα τα σκόρπαγα από τις τρύπιες τσέπες του παντελονιού μου στ' αριστερό πεζοδρόμιο, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, ή κάποτε από τον πιο ψηλό όροφο του "ΡΕΞ", κι ως xυνόμονν στην έξοδο με προϋπαντούσαν, κατεβαίνοντας από τον ουρανό στους ώμους των πρωινών εργατών, τα ολονύxτια εκείνα τα δικά μου αγριοπερίστερα, οι δικοί μου σκληροί στίχοι της Πράξης.
Κι ως χανόμουν μέσα στο ξαφνιασμένο οικείο μου πλήθος της Πολιτείας που αγάπησα με την παραφορά έρωτα ισόβιου που τον χάνεις σε μια νύχτα, λιγνεμένος απ' αυτό τον άπειρο έρωτα, ξαγρυπνισμένος, μισονήστικος πάντα, να περσέψουν λεφτά για το χαρτί, τα στένσιλ, το μελάνι του πολύγραφου, άγνωστος έφηβος με το μοναδικό ζέρσεϋ κόκκινο πουκάμισο, ήμουν ίσως — το 'νιωθα; — στιγμιαίο κόκκινο σινιάλο να γνωριστούμε οι πρώτοι της γενιάς μας...
Πέτρος Ανταίος (1920-2002)
* Aπό το βιβλίο Πέτρος Ανταίος, Ποιήματα, (Τελευταία συνάντηση, Ι)
εκδ. Οδυσσέας, 2001
* η φωτογραφία είναι από το βιβλίο
εκδ. Οδυσσέας, 2001
* η φωτογραφία είναι από το βιβλίο
Ετικέτες ΕΛΛΗΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΕΛΛ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα