8 Μαρ 2012

130 ~ Αλέξης Πάρνης: ο φανταστικός μου Παπαδιαμάντης

Το πατρικό μου σπίτι βρισκότανε σε μια απότομη ακτή της Καστέλλας κι αγνάντευε την Ακρόπολη, τα Φάληρα, τον Υμηττό, την Πεντέλη και τον Πάρνη, όλο το αττικό τοπίο με τα κλασικά χαρακτηριστικά - δεν είχε προφτάσει ακόμα να τα αλλοιώσει η αναγκαστική επιμιξία με το τσιμέντο της άναρχης βαρβαρικής δόμησης. Απ' την πλευρά του δρόμου ήταν ένα χαμηλό διώροφο, αλλά αν το έβλεπες απ' τη θάλασσα είχε θωριά τετραώροφου πύργου, θύμιζε τα σκαρφαλωμένα στο βράχο της Ύδρας αρχοντικά. Μια στενή πέτρινη σκάλα φιδογλιστρώντας ανάμεσα στους βράχους και τ' αλμυρισμένα αγριόθαμνα σε κατέβαζε απ' την κουζίνα στη μικρή τσιμεντένια προβλήτα. Την είχαν φτιάξει για να ποδίζουνε οι ψαράδες και ν' απλώνουν τα δίχτυα τους στα βότσαλα της στενόμακρης ακρογιαλιάς. Εκεί άραζα κι εγώ το βαρκάκι μου. Δεν ήταν μεγαλύτερο απ' τη σκάφη του πλυσταριού μας κι ωστόσο έκανε θαύματα στο ψάρεμα της τσιπούρας, που αφθονούσε στα καθαρά προπολεμικά νερά του Σαρωνικού. Η μοίρα του ήθελε να γίνει κι αυτό ένα από τα θύματα του κατοχικού χειμώνα. Μια βροχερή νύχτα του Νοέμβρη το κλέψανε. Σίγουρα το χρειάστηκαν κάποιοι απ' τους αμέτρητους ανέστιους του καιρού που κυνηγάγανε με πάθος χρυσοθήρα ό,τι μπορούσε να γίνει καυσόξυλο. Στενοχωρήθηκα αφάνταστα, αλλά πείσμωσα κιόλας, αποφασίζοντας ν' αγοράσω ένα άλλο, το γρηγορότερο.

Ο πατέρας μου είχε ένα μικρό υφαντουργείο με τέσσερις αργαλιούς στο Νέο Φάληρο. Έφτιαχνε πετσέτες και γάζες για το στρατό. Ύστερα απ' την κατάρρευση του μετώπου, εφοδίαζε την αγορά με μαντήλια. Τον βοηθούσα όταν δεν είχα σχολείο παίρντοντας τ' ανάλογο χαρτζιλίκι, που συχνά είχε μεγέθη κανονικού μιστού. Έτσι μάζεψα γρήγορα ένα ποσό αρκετό για την προκαταβολή της καινούργιας μου βάρκας - υπήρχε μια διαθέσιμη στο διπλανό Τουρκολίμανο, όπως το λέγανε τότε. Όμως την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής, το μάτι μου ξεχώρισε σε κάποια εφημερίδα μια αγγελία που μ' έκανε να ματαιώσω την αγορά της βάρκας για ν' αγοράσω ένα... ολόκληρο πλοίο μ' ενεργό δράση στις "πνευματικές θάλασσες". Κάποιος πουλούσε όλους τους τόμους της "Νέας Εστίας", από τον ιδρυτικό χρόνο του 1927 μέχρι κείνες τις μέρες, σε τιμή ευκαιρίας. Το περιοδικό "Νέα Εστία" το διάβαζα από τις πρώτες ακόμα τάξεις του Γυμνασίου. Το έβρισκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά, που μ' είχε καθημερινό σχεδόν αναγνώστη. Ήταν τόσο μεγάλη η δίψα μου για λογοτεχνικά κείμενα που συχνά το 'σκαγα από τα μαθήματα για να πάω στο αναγνωστήριο και να πέσω με τα μούτρα στην ανάγνωση, με τις ώρες, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου. Και τώρα ξαφνικά μπορούσα να φέρω μια ολόκληρη βιβλιοθήκη στο σπίτι μου! Ήταν δυνατό να χάσει παρόμοια ευκαιρία ένας μανιώδης αναγνώστης και επίδοξος συγγραφέας όπως εγώ;

Πήρα όσα λεφτά είχα μαζέψει κι έτρεξα στη διεύθυνση του πωλητή - ήταν σ' ένα ήσυχο δρομάκι της Κυψέλης. Μου άνοιξε ένας ηλικιωμένος άντρας, με αυστηρό γενειοφόρο πρόσωπο κι ευγενικό αλλά επιφυλακτικό ύφος. Ήταν συνταξιούχος καθηγητής που θα 'φευγε σε λίγες μέρες για το χωριό του. Εκεί υπήρχε ελπίδα να επιζήσει κι αυτός κι η γυναίκα του, κάτι αδύνατο στην τωρινή Αθήνα γι' ανθρώπους της συνομοταξίας του. Το δυάρι που νοικιάζανε ήταν ισόγειο και σχεδόν άδειο από έπιπλα - φαίνεται τα 'χανε πουλήσει κι αυτά - κάτι καρέκλες, το τραπέζι και το κρεβάτι κάνανε πολύ θλιβερό το φωτισμένο από μια λάμπα πετρελαίου δωμάτιο. Θέρμανση δεν υπήρχε, το ηλεκτρικό ήταν κομμένο κι ο γέρος έδειχνε να κρυώνει μέσ' στο τριμμένο μακρύ παλτό του. Σε μιαν άκρη, ήταν τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο τα περιοδικά - χάρτινες στοίβες, χωρισμένες σε τόμους και σφιχτοδεμένες με σπάγκο. Μου 'πε, καθώς με παρατηρούσε εξεταστικά κάτω απ' τα γυαλιά του, ότι πριν από μένα είχαν έρθει άλλοι τρεις αγοραστές, όμως τους έδιωξε γιατί υποπτεύθηκε πως ήταν εμποράκοι που θέλανε να μεταπουλήσουνε τα περιοδικά σαν χαρτί περιτυλίγματος ή απλά να τα πάνε για πολτοποίηση. Όμως αυτός με τίποτα δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Ήθελε να τα πάρει ένας άνθρωπος φιλομαθής, βιβλιόφιλος που σεβόταν την πνευματική προσφορά όπως ο καλός χριστιανός τη θεία μετάληψη. Ήταν συνδρομητής του περιοδικού, από τον πρώτο χρόνο της ίδρυσης κι είχε χρέος να το παραδώσει σε καλά χέρια. Σα σκυτάλη.

[....] Ο ασπρομάλλης, καχεκτικός δάσκαλος με τα βαθουλωμένα μάγουλα και τη γενειάδα μιας χλωμής βυζαντινής αγιογραφίας, που 'χε φέξει απ' την αναγκαστική νηστεία, αποχαιρετούσε αυτή τη νύχτα μαζί με τα περιοδικά του μια πλειάδα αγαπημένους ποιητές και συγγραφείς - απ' τον Παλαμά, τον Πορφύρα και τον Ξενόπουλο ως τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Μυριβήλη και τόσους άλλους φίλους, δεμένους μαζί του με τους ακατάλυτους δεσμούς μιας ψυχικής και πνευματικής συγγένειας. Ήταν μ' ένα λόγο οι άνθρωποί του που δεν είχε τη δυνατότητα να τους πάρει μαζί του, και έπρεπε να τους αφήσει. Τουλάχιστον να τους παραλάβει κάποιος που ξέρει την αξία τους και σέβεται την αξιοπρέπειά τους. Αυτό ζητούσε μόνο ο γέρο-καθηγητής κι εγώ του απόδειξα τελικά ότι είμουν ο κατάλληλος άνθρωπος, επειδή οι φίλοι του ήταν και δικοί μου φίλοι, ήξερα πολλά κείμενα κι είχα αποστηθίσει τα ποιήματά τους. Ολότελα αυθόρμητα αρχίσαμε να απαγγέλουμε - μια εγώ, μια αυτός. Όταν φτάσαμε στο αποχαιρετιστήριο «σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος», τα μάτια του βουρκώσανε και το πεταμένο καρύδι άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στον αδύνατο ζαρωμένο λαιμό, αλλά τελικά κατανίκησε τη συγκίνηση μ' αξιοπρέπεια ευπατρίδη και φώναξε στη γυναίκα του δυνατά μ' ένα ξαφνικό κέφι, να φέρει «το χωριάτικο τσίπουρο που το φυλάγανε για τις έκτακτες περιπτώσεις». Εκείνη, μια ασπρόμαλλη γυναίκα πιο αδύνατη από τον άντρα της, σχεδόν άυλη, σα σκιά, υπάκουσε με χαμογελαστή προθυμία. Όπως με πληροφόρησε αργότερα είχε πολύν καιρό να τον δει σε τέτοια χαρούμενη έξαψη, ήταν κάτι που το χρώσταγαν σε μένα «κι ο Θεός να μ' έχει καλά και να πραγματοποιήσω ό,τι επιθυμώ» - μου ευχήθηκε. «Θέλει να γίνει συγγραφέας» - της αποκάλυψε τότε εκείνος. «Και θα γίνει, θα γίνει!», πρόσθεσε χαρούμενος υψώνοντας το ποτήρι. Τα χλωμά του μάγουλα πήρανε χρώμα, τα μάτια του πετάξανε αστραπές. Ξαφνικά τον κυρίεψε ο παλιός δασκαλίστικος οίστρος, ποιος ξέρει τι εγερτήριες νοσταλγίες ανάδεψε στην ψυχή του το τσίπουρο, άρχισε να με συμβουλεύει, ν' αραδιάζει τους συγγραφείς και τα κείμενα που έπρεπε να μελετήσω ιδιαίτερα. Ο Παπαδιαμάντης ήταν φυσικά πρώτος στον κατάλογο. Τον αγαπούσε διπλά, - σαν αναγνώστης και σαν δάσκαλος, - το Μεγάλο αυτό Σκιαθίτη τον ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά, τον είχε διδάξει σε χιλιάδες παιδιά. Θέλησε να μου δείξει μερικά δείγματα της διδασκαλίας του, ενώ η γυναίκα του τον κοιτούσε με καμάρι, θυμήθηκε κάποια κείμενα και τα 'πε χαμηλόφωνα, ευλαβικά, αντιγράφοντας τον δημιουργό τους σε όλα: στην ταπεινή στάση, το χαμηλόθωρο βλέμμα. το σκύψιμο της κεφαλής. Ανεπαίσθητα μεταμορφώθηκε σ' ένα σωσία του Κυρ-Αλέξανδρου, βοηθούσε σ' αυτό και το μυσταγωγικό μισόφωτο της κάμαρης. Ήταν μια φυσιογνωμική ομοιότητα που την έφερνε όλο και πιο κοντά στο πρωτότυπο η πνευματική ταύτιση. Ο πολύχρονος συγχρωτισμός με τα κείμενα ενός μεγάλου συγγραφέα, η μεθοδική επαφή με τη σκέψη του, κάνει συχνά το φανατικό αναγνώστη, κι' ιδιαίτερα το μελετητή του, να νιώθει και να φέρεται σα να 'ναι σε κάποιο βαθμό η μετεμψύχωσή του. (Είναι κι αυτό μια από τις πολλές μορφές της ανθρώπινης αθανασίας). Έτσι ή αλλιώς εγώ δεν θα ξεχνούσα ποτέ εκείνο το παγερό δωμάτιο του φανταστικού μου Παπαδιαμάντη που πριν να φύγει στο χωριό του για να πεθάνει, φώναξε προφητικά σηκώνοντας το ρακοπότηρο: «Θέλει να γίνει συγγραφέας. Και θα γίνει». Θα ήταν καλύτερα βέβαια να το άκουγα αυτό από τον ίδιο τον Κυρ-Αλέξαντρο. Όμως κι η "μετεμψύχωσή" του έκανε καλή δουλειά. Ανέβασε αρκετά το ηθικό μου σε κείνα τα κατοχικά Χριστούγεννα που τα πέρασα κλεισμένος στην κάμαρή μου ξεφυλλίζοντας τα 334 τεύχη της "Νέας Εστίας". (Το 335, που έκλεινε τον τόμο του 1942 - αυτό το αγόρασα εγώ απ' το περίπτερο - ήταν αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη).

Προσθέτω μια λεπτομέρεια στην περιγραφή κείνης της τόσο αποδοτικής για μένα αγοράς-επένδυσης. Έφυγα πολύ αργά από το σπίτι του γέρο-καθηγητή, ήταν αδύνατο να βρω μεταφορικό μέσο για να κουβαλήσω τ' ακριβό μου φορτίο. Αλλά αυτό δεν με ανησυχούσε. Θα έμενε εκεί τη νύχτα και το πρωί θα έστελνα ένα πειραιώτη ταξιτζή, που εξυπηρετούσε συχνά τον πατέρα, να το παραλάβει. Πριν αποχαιρετήσω τον καλοκάγαθο φίλο μου, ακούμπησα το συμφωνημένο ποσό στο τραπέζι, όμως αυτός απρόσμενα αρνήθηκε να πάρει τα χρήματα. «Θα 'θελα να στα κάνω δώρο αυτά τα τεύχη. Έτσι για να με θυμάσαι. Ποιος ξέρει. Ίσως με χρόνια και καιρούς να γράψεις κάτι και για μένα...» είπε χαμογελώντας με μια σπάνια για την ηλικία του και την εποχή αισιοδοξία. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα την ανθρώπινη προσφορά του με το γνωστό: «ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο». Δεν βρήκα να πω τίποτ' άλλο. Σε παρόμοιες στιγμές υπέρτατης συγκίνησης, το μυαλό δεν προλαβαίνει την καρδιά. Αυτό τρέχει με την ταχύτητα του ήχου, κι εκείνη με την ταχύτητα του φωτός. Τελικά δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τ' όνομά του, το παρασύρανε οι κατοπινοί χρόνοι της θύελλας κι έτσι αναγκαστικά τον ανακαλώ στη μνήμη μου με τ' όνομα του Παπαδιαμάντη. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα τον ξεχάσω ποτέ...

Πάει καλά, εγώ μνημόνευα όσο μπορούσα καλύτερα τον Παπαδιαμάντη, ή μάλλον την έννοια που αντιπροσώπευαν οι μετεμψυχώσεις του εδώ στη γη. Αλλά πώς θα μνημόνευε αυτός εμένα και τη μαρξιστική μου στράτευση αν υπήρχε η δυνατότητα της αμοιβαίας ανταπόκρισης; Σίγουρα τα λόγια του δεν θα ήταν και τόσο κολακευτικά, όμως πιστεύω ότι θ' αναγνώριζε σαν μεγάλο ελαφρυντικό ότι ξεκίνησα με ευγενικές προθέσεις και ανιδιοτελή κίνητρα. Στο κάτω-κάτω είχε κι εκείνος κάποια ευθύνη για την ιδεολογική μου επιλογή, καταγγέλοντας από τις σελίδες εκείνου του χριστουγεννιάτικου αφιερώματος της "Νέας Εστίας" τον διαρκή "Αντίχριστο" που αντιπροσωπεύει η πλουτοκρατία: «Αυτή γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργία, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς... Αυτή παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα...» Ναι έτσι ακριβώς το έγραφε.

Και λοιπόν τι ήθελες να κάνει Κυρ-Αλέξανδρε ένας δεκαεφτάχρονος έφηβος όταν ήρθανε κάποιοι μαχητικοί αντίπαλοι της πλουτοκρατίας να τον στρατολογήσουνε σ' έναν αγώνα που 'χε σαν τελικό σκοπό την εξαφάνισή της; Ζώστηκε τ' άρματα και πήγε να δώσει τη ζωή του για το σωτήριο τούτο σκοπό. Δεν θα μετάνιωνε ποτέ γι' αυτό. Απλά θα ωρίμαζε όσο έπρεπε για να καταλάβει ότι οι κοινωνικοί αγώνες εκφράζουνε ένα περιορισμένο ποσοστό της ανθρώπινης ψυχής που πρέπει να κάνει ένα τιτάνιο προσωπικό αγώνα για να καλύψει το υπόλοιπο. Οι τωρινές μου περιπέτειες κι η άρνησή μου να συμβιβαστώ με την εκσυχρονισμένη σοβιετική μορφή της "σηπεδόνος", δείχνανε πόσο πολύ είχα καταλάβει αυτή την αυταπόδεικτη αλήθεια...
Αλέξης Πάρνης (1924)
(Σωτήρης Λεωνιδάκης)




* το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από την Νέα Εστία, τχ. 1561
15 Ιουλίου 1992 - [Αρχείο ΕΚΕΒΙ]
(αποτελεί κεφάλαιο από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Αλέξη Πάρνη "Τα χειρόγραφα του Τυρταίου")

* φωτογραφίες: alexisparnis.com, 62.103.28.111 (Αρχεία
Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας), amazon.co.uk,
ntng.gr, rizospastis.gr

Links:
- Αλέξης Πάρνης: Ταξίδια, στην "Κίχλη"
- Βιογραφικό, στον ιστότοπο των εκδόσεων Καστανιώτη
- Βιογραφικό σημείωμα, στο ΕΚΕΒΙ
- Νίκος Ζαχαριάδης: «Δεν θεμελιώσαμε την εξουσία απ΄ τα κάτω και κοιμόμασταν»
Συνταρακτικές εξομολογήσεις από τη Σιβηρία του άλλοτε ηγέτη του ΚΚΕ
στις άγνωστες ως τώρα επιστολές του στον συγγραφέα Αλέξη Πάρνη
, στo Bήμα
- Η Οδύσσεια των Διδύμων, στα ΝΕΑ
- Αναφορά στον Αλέξη Πάρνη, στον Ριζοσπάστη

Ετικέτες , ,

7 σχόλια:

Anonymous Χρήστος :

26 Ιούλη 1956

Αγαπητέ Αλέξη,

Το γράμμα σου το πήρα με μικρή καθυστέρηση γιατί έλειπα στα χτήματα! Σιγά-σιγά μπαίνω στο νόημα της δουλιάς και ασκώ για την ώρα ακόμα μόνον τυπικά τα "ντιρέκτορσκι" καθήκοντά μου. Το ποίημα του Σμυρνώφ πολύ εν τάξει και έτσι στην μετάφραση πολύ πιο κατανοητό για μένα.
Η πρότασή σου για τις "Αβγές" πολύ εφπρόσδεχτηκαι υπερεφχάριστη, γιατί απτην άποψη των ελληνικών νέων εδώ έχουμε πλήρη ξεραΐλα, αν εξαιρέσεις μια εκπομπή του Λονδίνου που πιάνω κάθε πρωί. Δεν θα μπορέσεις να μάθεις και να μου στείλεις τις εκπομπές της Αθήνας καθώς και του Λονδίνου και Βαρσοβίας, στα ελληνικά (κύμα και ώρα); Ξεχωρίζω τη Βαρσοβία γιατί έχει το Δογάνη και δίνει αρκετά φρέσκα νέα απ' την Ελλάδα. Τις "Αβγές" φυσικά θα σου τις επιστρέψω.
Φωτογραφίες απαφτές που ζητάς δεν έχω ακόμα. Έχω τραβήξει μερικές στην περιοχή, μα το φιλμ ακόμα δεν τελείωσε κι η εμφάνιση κι εχτύπωση παρουσιάζει ακόμα λίγες δυσκολίες "λόγω προσκομάτων εις την οικιακήν εγκατάστασιν". Ώστε θα περιμένεις. Και ο καιρός σε μας είναι όλο βροχές όλο αυτό το διάστημα.
Ο Σηφάκος είναι καλά. Τον τάραξα στην ξεροφαγία. Τώρα, σε λίγες μέρες, θα τον ταχτοποιήσω σε παιδικό σταθμό.
Λίγα σπυριά ελληνική γη βάλε στο φάκελο της απάντησής σου. Χαιρετίσματα σ' όλους τους δικούς σου.

Γεια χαρά
Νίκος


Από το βιβλίο του Αλέξη Πάρνη "Γεια χαρά - Νίκος
Η αλληλογραφία μου με το Νίκο Ζαχαριάδη" από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

29/3/12 00:33  
Anonymous Χρήστος :

Κατερίνα, έχεις διαβάσει την Οδύσσεια των Διδύμων; Το σκεφτόμουν αλλά αυτές οι εννιακόσιες σελίδες με προβληματίζουν [λίγο:-)].

29/3/12 00:47  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Όχι, αλλά έχω διαβάσει τα θεατρικά του. (πιάνεται;)

Tην Οδύσσεια των Διδύμων την πήρα για τον αδελφό μου που έχει ιδιαίτερο - σχεδόν εμμονικό - ενδιαφέρον για την πολιτική ιστορία αυτής της περιόδου. Προς το παρόν θα του ζητήσω να μου κάνει μία περίληψη, και ελπίζω να καταφέρω να το διαβάσω [κάποτε :-)].

υ.γ.
Τo γράμμα πρέπει να μπει στη θέση του, δεν νομίζεις; Άλλη μία άκοπη ανάρτηση για μένα!

(έχω ήδη ανεβάσει άλλες δύο επιστολές του Νίκου Ζαχαριάδη, πολιτικού ενδιαφέροντος - από βιβλίο του αδελφού μου κι αυτές. Μία επιστολή σε φίλο του, σαν αυτή που παραθέτεις, θα βάλει άλλη μία πινελιά στο πορτραίτο τού Ν.Ζ., έτσι όπως σκιαγραφείται μέσα από την αλληλογραφία του.)

30/3/12 10:15  
Anonymous Χρήστος :

Αναμένουμε λοιπόν την περίληψη του αδελφού σου!

Υ.Γ. Δεν χρειάζεται να ρωτάς. Ή για την ακρίβεια δεν χρειάζεται να ρωτάς εμένα. Τυχόν αντίρρηση του Ζαχαριάδη θα έπρεπε να σε ανησυχεί. Βέβαια δεν υπάρχει περίπτωση να τη μάθουμε (ή -τουλάχιστον- έτσι ελπίζω!), οπότε νομίζω ότι έφτασε η ώρα το πορτραίτο του Ν.Ζ. να αποκτήσει μία ακόμα πινελιά.

30/3/12 21:47  
Blogger xomeritis :

Πανέμορφο κείμενο!

Συνηθίζεται την Πάρνηθα να την αποκαλούν Πάρνη;

10/4/12 11:08  
Blogger xomeritis :

ο Πάρνης, στο αρσενικό διευκρινίζω.

10/4/12 11:17  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Δεν νομίζω πως συνηθίζεται, ούτε έχει τύχει να το ακούσω. Ξέρω πως είναι η Πάρνης (της Πάρνηθος), αλλά αξίζει λίγο ψάξιμο για να μάθουμε. Θα το δω.

Στο λεξικό του Ελευθερουδάκη, πάντως, αναφέρεται ως όρος θηλυκό.
:-)

Δύο λήμματα παρακάτω βρίσκουμε έναν αρσενικό πάρνη αλλά αυτός Ο πάρνης είναι "γένος εντόμων, κολεοπτέρων της ομοιογενείας των παρνιδών, περιλαμβάνον πολλά είδη μικρών κανθάρων, ων περί είκοσιν απαντώσιν εν Ευρώπη. (Έχουσι το σώμα επίμηκες και χθαμαλόν, κεκελυμμένον υπό πυκνών λεπτοτάτων τριχών. Βιούσιν εντός ρεόντων ή στασίμων υδάτων, όπου, περιβεβλημένοι υπό φυσαλλίδος, περιφέρονται βραδέως υπό τους λίθους ή πέριξ των υδροβίων φυτών).

11/4/12 14:06  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα