18 Ιαν 2013

144 ~ Τάσος Γαλάτης: τρόμε σε γνώρισα νωρίς κι ούτε χαλάρωσαν τ' αρπάγια σου από τότε


Με γέννησαν η Ζούρτσα και το Αργοστόλι
μεγάλωσα στην Καλογραίζα και στους Ποδαράδες
έκανα δάσκαλος επάνω στα βουνά.

[....] Οι παιδικοί μου φίλοι και συμμαθητές
που οι πατεράδες τους δούλευαν στα λιγνιτωρυχεία
και οι μανάδες τους στα υφαντουργεία του Μουταλάσκη
μπορούν να είναι μάρτυρες
αν εξακολουθούν να θυμούνται
τις σχολικές μας εκδρομές πεζή στα Μάρμαρα
ή με το φορτηγό στο Σούνιο και στην Πεντέλη.
... ... ...
*
Γεννήθηκα το Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς
που οι Ναζί βομβάρδισαν την Γκουέρνικα'
δεν είχαν δα μεσολαβήσει πολλοί μήνες
από τις 26 Απριλίου 1937
όταν τα σμήνη της λεγεώνας Κόντορ
ισοπέδωναν την άραχλη πολίχνη.

Γι αυτό σάς λέω είμαι ο κόμης Δράκουλας της Δυοβουνιώτου
πατρίδα μου είναι τα σκοτάδια
τα ρημαγμένα σπίτια και οι καταπακτές,
δεν τολμώ να σηκώσω κεφάλι
για ν' αντικρύσω τον ήλιο πάνω από τις θεόρατες οικοδομές.
... ... ...
*
Γεννήθηκα στο Αργοστόλι αλλά δεν έγινα Κεφαλλονίτης
δεν έχω τίποτα με τους Επτανήσιους μεγαλουσιάνους και τους κόντηδες
εκτός από τον ιππότη Διονύσιο κόμητα Σολωμό'
άλλη αρχοντιά δεν έχω.

Εμένα η δική μου σειρά κρατάει κάτω από τ' αυλάκι
παρέμεινα σαν τους γονιούς μου βέρος Ζουρτσάνος
αν και δεν ξεκαθάρισα ποτέ ακριβώς Ζούρτσα τι θα πει.
... ... ...
*
Αλλά υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες που δεν μπορώ να παραλείψω.
Ψάχνοντας άνηβο παλληκαράκι
το κατώι του παππούλη μου στα Πιπιλέικα
βρήκα ένα πελώριο γιαταγάνι από τα χρόνια του '21
δαμασκηνό σπαθί με τη σφραγίδα του
μαύρο κατάμαυρο από τη λησμονιά
μα όταν γυαλίστηκε άστραψε από ατόφιο ασήμι το θηκάρι του
και μαζί τ' όνομα του ξεχασμένου προγόνου, Γαλάνης-Κλέντος
πλάι σε δυο φιδόπουλα ερωτικά μπλεγμένα.
... ... ...
*

Δεν έμαθα ποτέ ποια ήταν ακριβώς ή τι περίπου η Μινοδίκη
όσα βιβλία κι αν έψαξα δεν τη βρήκα πουθενά
έτσι μπορώ να ονειρεύομαι, τι περισσότερο θα ήταν άλλωστε
από τη γιαγιά μου την Κανέλλα, τη θυγατέρα του Λαλιώτη
που έφτασε κοριτσάκι σχεδόν από τον Άη-Λια
για να γίνει γυναίκα του παππούλη μου Γιάννη-Βασίλη
κι έζησε ως τα ενενήντα της
υφαίνοντας στον αργαλειό μερόνυχτα
κάθε λογής σκουτιά με χίλια δυο πλουμίδια.
... ... ...
*
Όταν αλήτευα στον Πόρο
με το Θανάση Μαργαρίτη
πέντε χρονώ παιδιά
μια μέρα
προσπαθώντας να τον ξεπεράσω στο σημάδι
έξω από το Προγυμναστήριο
στους ευκάλυπτους
μου ξέφυγε μια πέτρα
και τινάχτηκε στου Γερμανού τα πόδια
που φύλαγε σκοπιά.
Ω τρόμε
σε γνώρισα νωρίς
κι ούτε χαλάρωσαν τ' αρπάγια σου από τότε'
... ... ...
*
Από τις πρώτες κιόλας μέρες
εκείνου του εμφύλιου χειμώνα
τα μηνύματα έφταναν απανωτά
κι αρκούσε να ζουλήξεις μια πορτοκαλόφλουδα
στους λασπόδρομους που τριγυρνούσαμε ξυπόλητοι
κι ο βούρκος άξαφνα πλημμύριζε παράξενους ιριδισμούς
σαν παρατεταμένο φωτοστέφανο
σαν ένα παραστρατημένο ουράνιο τόξο
που γλίστρησε κι απόμεινε ανήμπορο να ξεκολλήσει
από τη γλίτσα και την καρβουνόσκονη
στην ερημιά της γειτονιάς
... ... ...
*
...τότε ο θάνατος ήταν ακόμη ανύπαρκτος
κι ας έτρεχε ποτάμι το αίμα στα βουνά
κι ας στέναζαν οι φυλακές κι οι εξορίες
κι ας έφτασε το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης
το μήνυμα στην εκκλησιά
πάνω που ο στεντόρειος Παπα-Στρατής
βγάζοντας τον Εσταυρωμένο
βοούσε το "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου"
πως πάει, ο πατέρας μου σκοτώθηκε
στο άγριο μακελλειό της Βαμβακούς
κι η μάνα μου γκρεμίστηκε λιπόθυμη απ' το στασίδι.
... ... ...
*

...
Οι σφαίρες βούιζαν πάνω απ' τα κεφάλια μας
τα βλήματα και οι φωτιές έζωναν τις γειτονιές
κι εμείς χαμίνια εκείνου του καιρού
τρέχαμε στις απροσδόκητες στιγμές κάποιας εκεχειρίας
να μαζέψουμε τα παγωμένα βόλια.
... ... ...
*
...εμείς οι ανιπτόποδες της Καλλιρρόης
με τα γκαζοζέν μας πέρα δώθε ολημερίς
δεν ξέραμε άλλους ήρωες εκτός από τις σκιές του Μίμαρου
τον Αθανάσιο Διάκο στο θρυλικό γεφύρι του
τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Κατσαντώνη και τους Τζαβελλαίους
και δεν ήταν θρίλερ πιο τρομαχτικό από τον Καπετάν Απέθαντο
ούτε καλλονή πιο εκθαμβωτική από τη Βεζυροπούλα.

Για τα δικά της μάτια στήναμε καραούλι
έξω από κάποιο σεράι όπως μας φάνταζαν τα σπίτια των μεγαλουσιάνων
αψηφώντας τις γροθιές και τις κλωτσιές του Βεληγκέκα
κι όχι σπάνια τους πυροβολισμούς που ερήμωναν τις γειτονιές
γύρω από τα Τουρκοβούνια.
*
...στο σύθαμπο κάπνιζαν κιόλας τα στραγαλατζήδικα
κι όταν η ασετυλίνη φώτιζε σε λίγο την οθόνη
κανείς δεν έλειπε από το προσκλητήριο του Καραγκιόζη
κι ο μπάρμπα-Γιώργος πάντοντε κι αυτός παρών
άστραφτε και βροντούσε τα τσαρούχια του
για να προστατέψει τ' ανηψούδι του από τον Βεληγκέκα.

Οι μεγαλύτεροι επιδοκίμαζαν
σχολιάζοντας τη δεξιοτεχνία του καραγκιοζοπαίχτη
ενώ η μαρίδα έσκουζε χοροπηδώντας
σβέλτη κι αεικίνητη σαν τη φουστανέλα του Καραφωτιά
που έσερνε τον κλέφτικο μετά τον όλεθρο του Ομέρ Βρυώνη.
*
Οδός Βοσπόρου, οδός Κασταμονής
πιο εδώ η Ακριτών, λίγο πιο κάτω η Βυζαντίου
και βέβαια το ρέμα με τις αλυγαριές.

Δρόμοι του Κάτω Κόσμου
της καρβουνόσκονης, της λάσπης και της εργατιάς
δρόμοι πιο αληθινοί από την αλήθεια
με τα χωνιά και τα συνθήματα τις νύχτες από τα Τουρκοβούνια
κι αλαφιαζόταν ο πατέρας μου, έτρεμε η μάνα μου
ενώ εγώ αμέριμνος κοπίδιαζα τους καραγκιόζηδές μου,
άφαντοι το άλλο πρωί σαν τον Καπετάν Απέθαντο.

Και δώστου πάλι απ' την αρχή
να ξεσηκώνω στο χαρτόνι τις φιγούρες
από τις χρωματιστές λιθογραφίες.
... ... ...
*
Ψηλά πάνω από τη γέφυρα
λίγο πιο εδώ από το σταθμό του ηλεκτρικού
μπορούσαμε τα βράδια του καλοκαιριού
να παρακολουθούμε τις μαυρόασπρες ταινίες
στο παρακείμενο υπαίθριο σινεμά.

Συνήθως ήταν ο Σαρλό
ο Χονδρός και ο Λιγνός ή αισθηματικές ιστορίες
με αυλικούς ερωτιδείς και ποθοπλανταγμένες εστεμμένες.
... ... ...
*

Κάποτε ο πατέρας μου, ήμουν δεν ήμουν δώδεκα χρονώ
όταν παρείχα δηλαδή ακόμα ελπίδες
μου χάρισε το φημισμένο βιβλίο της βαρόνης Σταφ.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο, τι περίμενε από εμένα
φαίνεται είχε λησμονήσει το παλληκάρι εκείνο από τη Ζούρτσα
όταν τριγύριζε ανέστιος και πένης στην Αθήνα της δεκαετίας του '20
ή μήπως ακριβώς γι' αυτό,

κι εγώ στην Καλογραίζα του '50
στους χωματόδρομους και στους λιγνίτες, στ' Αναπηρικά
τι οξύμωρο να σπουδάζω λεπτεπίλεπτους κανόνες
για δείπνα, γεύματα, επιδόρπια, δεξιώσεις.

[....] Δεν έμαθα ποτέ μου τρόπους
η Καλογραίζα φταίει, τα λιγνιτωρυχεία της
οι πατερίτσες και τα ξύλινα ποδάρια
των ακρωτηριασμένων του '40, οι πατεράδες των συμμαθητών μου.
*
Όσο και να με τρομοκρατούσαν στο κατηχητικό
με τους επικρεμάμενους κινδύνους
που απειλούσαν την έμφυτη ροπή μου προς την αμαρτία
η εφηβεία μου αναδεικνυόταν τελικά πιο κραταιή
από τις ταξιαρχίες των αγγέλων
και τα σμήνη των Χερουβείμ και Σεραφείμ.

Παρά τις άδολες όσο και μάταιες προσευχές μου
η φύση μου δεν έπαυε ούτε στιγμή να διεγείρεται
θρασεία και ανυπάκουη όπου και να βρισκόμουνα
στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο σχολείο
ανελλιπώς δε στην εκκλησία.
Στις πλέον κατανυκτικές στιγμές
με τα σχοινοτενή εκείνα, κύριε ελέησον, τα δι' ευχών και δόξα σοι
τα θυμιάματα και τις γεμάτες συντριβή γονυκλισίες
μου ήταν διαρκώς τσαντήρι
όπως αδιάντροπα χυδαιολογούσαν τότε
οι πιο ξεσκολισμένοι από εμένα μάγκες
ενώ εγώ σιωπούσα πάντοτε κόσμιος και καυλωμένος.
... ... ...
*

Και κάποτε δε δίστασα
τόλμησα να επισκεφθώ κάποια φιλόξενη εστία στα πέριξ της Αριστοτέλους
τη συνοδεία ενός φίλου που σήμερα μονάζει στο Άγιον Όρος
σε αντίθεση μ' εμένα που όχι λιγότερο συνειδητά
επέλεξα να παραδοθώ διά βίου
στο πυρ το εξώτερο και τα κοχλάζοντα καζάνια του άστεως.

Ήταν ένα ημιυπόγειο μπουρδελάκι
με τον οικείο διάκοσμο και τις αλησμόνητες λιθογραφίες του Μεσοπολέμου
Γενοβέφες, Αχιλλείς και Βελισσάριοι
νεκρές φύσεις με ζουμερές οπώρες
μα ό,τι με σφράγισε οριστικά ως τα σήμερα
ήταν οι απέλπιδες θαμώνες στην αίθουσα αναμονής
οι διψασμένοι δεκαεξάρηδες, τα κυνηγημένα επαρχιωτόπουλα
οι ξεκληρισμένοι παρήλικες του εμφύλιου
ακόμη και ογδοντάρηδες που σαν γυμνασιόπαιδες αιδήμονες
περίμεναν αδιαμαρτύρητα το πληρωμένο χάδι.
... ...
*
...ήταν η μηλολόνθη της μαθητικής μου Ζωολογίας
ο χρυσοκάνθαρος, ο βίσβιζας
των μπόμπων του παλιού καιρού
μια ζίνα, μια χρυσόμυγα!
Την αναγνώρισα κι ήταν σαν να ομολογούσα
τα τοτινά μου εγκλήματα ένα-ένα
πόσα τζιτζίκια δεν βασάνισα μαδώντας τα φτερά τους
σε πόσες σαύρες έκοψα την ουρά
πόσα βατράχια και γυρίνους δεν πετσόκοψα
και τσαλαπάτησα
*
..άρχισα να προσαρμόζομαι
στα πιο ασήμαντα και τιποτένια
όπως δυο τούβλα λόγου χάρη
που κουβάλησα παρά το βάρος τους με το σακίδιο στη ράχη μου
από ένα ρημαγμένο εργοστάσιο
σε μιαν ακρογιαλιά της Μυτιλήνης.
Γλειμμένα στου γιαλού το κύμα
μοιάζουν θαρρείς να έχουν μεταμορφωθεί σε ταπεινούς βωμίσκους
μπορώ στις τρύπες τους να στερεώσω
τα κεριά για το μνημόσυνο της μάνας μου
ή τα αμάραντα που μάζεψα στον Ραμνούντα
να επινοήσω τέλος άλλες χρήσεις λιγότερο ή περισσότερο ποιητικές.
... ... ...
*

Πήγα ξανά στη Ζούρτσα κουβαλώντας τα κόκκαλα της μάνας μου
περπάτησα στο δρόμο για τις Βάσσες και τον Επικούρειο Απόλλωνα
που η ζωφόρος του δοξάζει το Βρεταννικό Μουσείο
διόλου λιγότερο από τα μάρμαρα του Παρθενώνα.

Πήγα ξανά στη Ζούστρα
μα κανείς, κανένας από τους επίγονους
ούτε καν οι πρωτοξάδερφοί μου και τα σπορικά τους
δεν έδειξα να νιώθει τι στο βάθος εννοούσα
όταν επίμονα υπογράμμιζα
ότι το παρατσούκλι της φαμίλιας μας από τα χρόνια της Τουρκιάς
ήταν Κουζουμαίοι και Γιαβρούμηδες
κι ότι από το σόι της μάνας μου
κρατούσανε καπεταναίοι του '21
... ... ...
*
Στο παλιό φωτογραφείο του Ηλία Βογιατζόγλου
μπαινόβγαινε βράδυ πρωί ένα πλήθος κόσμου,

[....] Κι εμείς οι νεοσσοί, το αργόσχολο φοιτηταριό
δεν χάναμε την ευκαιρία, κάθε απόγευμα εκεί σμίγαμε
και απολαμβάναμε τον Βάσο να μιμείται αριστοτεχνικά
τον κύριο Μπούρκα τον καθηγητή μας (Αχ, Καρακουλάκη)
ενώ παράμερα ο Χρίστος ο Ρουμελιωτάκης και ο Χατζόπουλος
κρυφομιλούσαν για τα μαρξιστικά τους τα εξαίσια,
με ποιο τρόπο θ' άλλαζαν τον κόσμο
που σύντομα τους άλλαξε την πίστη αλίμονο
στις φυλακές της Χούντας και τις εξορίες.
*
Παρ' όλα τα συμπτώματα
δεν ψάχνω το πιεσόμετρο πια,
δεν μου χρειάζονται οι ακριβείς σημάνσεις του'
άλλωστε ξέρω το τι μου μέλλεται
το αναπότρεπτο κυλάει στις φλέβες μου
πάει κι έρχεται στις αρτηρίες μου
ορίζει τις αρρυθμίες της καρδιάς μου

Και δεν ανησυχώ
αυτός είναι ο ρυθμός του κόσμου
όχι ο δικός μου μονάχα
... ... ...
Τάσος Γαλάτης (1937)




* μια απόπειρα (αυθαίρετης) βιογράφησης του Τάσου Γαλάτη,
μέσα από ποιήματά του που, σύμφωνα με όσα βιογραφικά του
στοιχεία γνωρίζουμε, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως αυτοβιογραφικά.
Περιλαμβάνονται αποσπάσματα από τα ποιήματα:
Ούτις
Ο κόμης Δράκουλας
Ένας Ζουρτσανός
Το σπαθί και το μάρμαρο
Μινοδίκη
Ο τρόμος
Το λησμονημένο συναξάρι
Ανιπτόποδες και Σφενδονήτες
Η οιμωγή
Ήρωες και γόησσες
Αριστομένης και Μίμαρος
Οι δρόμοι της Καλογραίζας
Στον κινηματογράφο
Για τη βαρόνη Σταφ
Στύσεως εγκώμιον
Οι θαμώνες
Ο βίσβιζας
Οι χρήσεις
Η μετακομιδή
Οδός Ηρακλείου
Τρίτη Στάση Χολαργού

Τα ποιήματα περιέχονται στα βιβλία του:
* Τα χαράγματα - Εκδ. Πλέθρον, 1986
* Ανιπτόποδες και σφενδονήτες - Εκδ. Γαβριηλίδης, 2005
(Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2006)
* Κάθοδος - Εκδ. τυπωθήτω-λάλον ύδωρ, 1011


οι φωτογραφίες είναι από το Οροπέδιο, τχ.4
Χειμώνας 2007-08


Ακόμα:
- ο Τάσος Γαλάτης στο μετά τιμής

Ετικέτες , ,

1 σχόλια:

Anonymous Ανώνυμος :

!!!!!!

10/5/13 12:15  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα