163 ~ Τζόρτζιο ντε Κίρικο: τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης
Η πιο μακρινή ανάμνηση που έχω από τη ζωή μου είναι η ανάμνηση μιας κάμαρας μεγάλης και ψηλοτάβανης. Ήταν νύχτα σ' εκείνη τη σκοτεινή και θλιβερή κάμαρα. Οι λάμπες πετρελαίου ήταν αναμμένες και σκεπασμένες με τα αμπαζούρ. Θυμάμαι τη μητέρα μου καθισμένη σε μια πολυθρόνα. Αλλού καθόταν η μικρή μου αδελφή, που πέθανε λίγο αργότερα. Ήταν μια παιδούλα έξι ή επτά χρονών, γύρω στα τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Εγώ κρατούσα στο χέρι δυο στρογγυλά δισκάρια από επίχρυσο μέταλλο, τρύπια στο κέντρο, που είχαν πέσει από ένα είδος ανατολίτικης μαντίλας, που φορούσε η μητέρα μου στο κεφάλι και που ήταν ολόγυρα στολισμένη μ' αυτά. Κοιτάζοντας τα δυο στρογγυλά δισκάρια, νομίζω ότι ο νους μου πήγαινε σε τύμπανα, σε πιάτα, σε κάτι που θα 'πρεπε να βγάζει κάποιον ήχο, κάτι με το οποίο κανείς παίζει παράγοντας ήχους ή παράγει ήχους παίζοντας. Η χαρά όμως που αισθανόμουν κρατώντας τα στα μικρά δάχτυλά μου, που ήταν αδέξια όπως τα δάχτυλα των πρωτόγονων αλλά και των σύγχρονων ζωγράφων, συνδεόταν χωρίς άλλο μ' εκείνο το βαθύ αίσθημα τελειότητας που με καθοδήγησε πάντα στη δουλειά μου σαν καλλιτέχνη. Εκείνα τα πραγματάκια, απόλυτα όμοια μεταξύ τους, απόλυτα ταιριαστά και αστραφτερά μ' εκείνη την ολοστρόγγυλη τρύπα στο κέντρο, μου φαίνονταν τότε σαν κάτι το θαυμαστό, όπως αργότερα θαυμαστός μού φάνηκε ό Ερμής του Πραξιτέλη στο Μουσείο της Ολυμπίας και ακόμα αργότερα η Αρπαγή των θυγατέρων του Λυσίππου, του Ρούμπενς, στην Πινακοθήκη του Μονάχου, και πριν από λίγα χρόνια ο περίφημος πίνακας του Βερμέερ από το Ντελφτ «Η κυρία και η υπηρέτρια», στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης.
[....] Πέρασαν σκοτεινά χρόνια. Θυμάμαι συγκεχυμένα τον αδελφό μου. Τον θυμάμαι μικρό, μικρό, τρομαχτικά μικρό, σα μερικά πρόσωπα απειλητικά που βλέπει κανείς στα όνειρα. Ξαναβλέπω μέσα στο λυκόφως σκηνές που συνδέονται με μακρόχρονες αρρώστιες, όπως ο τύφος, και με επίπονες αναρρώσεις. Θυμάμαι μια πελώρια μηχανική πεταλούδα που μου είχε φέρει ο πατέρας μου από το Παρίσι μια φορά που βρισκόμουν σε ανάρρωση. Από το κρεβατάκι μου κοιτούσα εκείνο το παιχνίδι, περίεργος και φοβισμένος με τον ίδιο τρόπο που οι πρώτοι άνθρωποι πρέπει να παρατηρούσαν τους γιγαντιαίους πτεροδάκτυλους, που τα πνιγηρά δειλινά και τις παγερές αυγές πετούσαν βαριά με τις σαρκώδεις φτερούγες τους πάνω από λίμνες ζεστές, που κόχλαζαν και άφηναν τολύπες θειικού ατμού. Θυμάμαι ένα σπίτι όπου μέναμε. Ένα σπίτι πελώριο και θλιβερό σα μοναστήρι. Ο ιδιοκτήτης λεγόταν Βούρος. Το σπίτι αυτό ήταν χτισμένο στην πάνω μεριά της πολιτείας. Από το παράθυρό μου διέκρινα μακριά ένα στρατώνα του πυροβολικού. Κάθε επέτειο της ελληνικής εθνικής γιορτής μια πυροβολαρχία έβγαινε από το προαύλιο καλπάζοντας ορμητικά και κατευθυνόταν σ' ένα λόφο που βρισκόταν πίσω σε κάποια απόσταση. Μόλις έφθαναν πάνω εκεί οι άνδρες, κατέβαιναν απ' τα σκευοφόρα και από τα άλογα, τοποθετούσαν τα κανόνια στη σειρά και μετά έριχναν άσφαιρες ομοβροντίες. Σφαιρικά σώματα λευκά, ίδια σύννεφα που έπεσαν στη γη, στροβιλίζονταν για λίγο και μετά διαλύονταν και εξαφανίζονταν στα πλευρά του λόφου. Ο ήχος έφθανε μετά κι έκανε να τρέμουν ελαφρά τα τζάμια των παραθύρων. Το γεγονός αυτό, που βλέπει κανείς πρώτα τη λάμψη και μετά ακούει τον κρότο, μ' εντυπωσίαζε πολύ. Αργότερα έμαθα το γιατί, αλλά ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζομαι λίγο όταν, κοιτώντας μακριά ένα κανόνι που ρίχνει, βλέπω πρώτα τη λάμψη και μετά ακούω τον κρότο.
Σ' εκείνη τη μακρινή περίοδο της ζωής μου ένιωσα τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης. Αισθανόμουν μεγάλη χαρά να ξεπατικώνω διάφορες ζωγραφιές τοποθετώντας πάνω στο τζάμι του παραθύρου τη ζωγραφιά μ' ένα φύλλο χαρτιού από πάνω. Έμενα κατάπληκτος και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση κάθε φορά που έβλεπα να παρουσιάζονται στο χαρτί τα ακριβή περιγράμματα της ζωγραφιάς εκείνης που τόσο θαύμαζα, αλλά το πάθος μου, χαρακτηριστικό για έναν καλλιτέχνη στα πρώτα του βήματα σαν κι εμένα, δεν έβρισκε ικανοποίηση: ήθελα να αντιγράφω τη ζωγραφιά χωρίς να την ξεπατικώνω. Έτσι έβαλα τα δυνατά μου για να το πετύχω, αλλά συναντούσα μεγάλη δυσκολία. Μια μέρα, θυμάμαι, προσπαθούσα να αντιγράψω μια φιγούρα που παρουσίαζε τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή με εμφάνιση γυμνού νέου, ζωσμένου στη μέση με ένα δέρμα από κριάρι. Το κεφάλι του αγίου εικονιζόταν λίγο ελλειπτικό και ελαφρώς γυρμένο στο δεξιό ώμο, και αυτή η έλλειψη και η κίνηση μου φαίνονταν εμπόδια αξεπέραστα. Ήμουν απελπισμένος. Τότε ήρθε ο πατέρας μου να με βοηθήσει. Πήρε το μολύβι και σχεδίασε πάνω στο κεφάλι του αγίου ένα σταυρό του οποίου το κέντρο βρισκόταν στο κέντρο του κεφαλιού. Μετά ζωγράφισε έναν όμοιο σταυρό πάνω στο σχέδιο μου, εκεί όπου βρισκόταν το κεφάλι. Μου έδειξε πώς μπορούσα να βοηθηθώ μ' αυτούς τους δυο σταυρούς για να βρω τη θέση των ματιών, της μύτης, του στόματος, το ύψος και την απόσταση που έπρεπε να βρίσκεται το αυτί, τη γραμμή του κρανίου και του σαγονιού, κι έτσι με πολλή υπομονή, μετά από επανειλημμένες διορθώσεις, κατάφερα να ζωγραφίσω αρκετά καλά το κεφάλι του αγίου. Μεγάλη υπήρξε ή ικανοποίηση μου πού είχα μάθει το σύστημα των δυο σταυρών.
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα. Ήταν μηχανικός και συγχρόνως άρχοντας από άλλες εποχές. Θαρραλέος, έντιμος, εργατικός, έξυπνος και καλός. Είχε σπουδάσει στη Φλωρεντία και στο Τορίνο και από μια ολόκληρη πολυμελή οικογένεια ευγενών ήταν ο μόνος που είχε θελήσει να εργαστεί. Όπως πολλοί άνθρωποι του δέκατου ένατου αιώνα διέθετε ποικίλες ικανότητες και αρετές. Ήταν άριστος μηχανικός, έγραφε με ωραιότατους χαρακτήρες, σχεδίαζε, είχε πολύ καλό αυτί για τη μουσική, ήταν παρατηρητικός και δηκτικός, μισούσε την αδικία, αγαπούσε τα ζώα, συμπεριφερόταν υπεροπτικά στους πλούσιους και τους ισχυρούς και ήταν πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους πιο αδύνατους και φτωχούς. Ήταν επίσης έξοχος ιππέας και είχε μονομαχήσει μερικές φορές με πιστόλι. Η μητέρα μου φύλαγε μια σφαίρα από πιστόλι, ντυμένη με χρυσό, που είχαν αφαιρέσει από το δεξιό μηρό τού πατέρα μου μετά από μια τέτοια μονομαχία.
Αυτά τα είπα για να δείξω ότι ο πατέρας μου, όπως πολλοί άνδρες της εποχής εκείνης, ήταν ακριβώς το αντίθετο των περισσότερων σημερινών ανδρών, που τους λείπει η αίσθηση της πραγματικότητας και κάθε ταμπεραμέντο, που είναι αδέξιοι και ανίκανοι και επιπλέον καθόλου ιπποτικοί, που είναι πολύ καιροσκόποι και έχουν το κεφάλι τους παραγεμισμένο με βλακεία. Αν, για παράδειγμα, σήμερα, ένα παιδί δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει ένα κεφάλι, ο πατέρας του, ασφαλώς, δεν θα ξέρει να του υποδείξει το σύστημα των δυο σταυρών. Και αν, κατά κακή τύχη του παιδιού, ο πατέρας του είναι και «διανοούμενος», ε! τότε όχι μόνο δεν θα μπορεί να του διδάξει κανένα σύστημα, αλλά θα το ενθαρρύνει να ζωγραφίζει άσχημα, να ζωγραφίζει όλο και χειρότερα, να ζωγραφίζει φρικτά, ελπίζοντας ότι έτσι κάποια μέρα θα μπορέσει να γίνει ένας Ματίς και να κερδίσει φήμη και χρήματα.
[....] Μετά την οικία Βούρου πήγαμε να μείνουμε σ' ένα άλλο σπίτι, στου Γουναράκη. Ήταν μια έπαυλη νεοκλασικού ρυθμού με ωραίο κήπο στον οποίο υπήρχε ένας ευκάλυπτος. Ο πατέρας μου έλειπε συχνά, γιατί πήγαινε στον Βόλο, την κωμόπολη όπου γεννήθηκα, όπου επέβλεπε και διηύθυνε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που προχωρούσε στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Οι αναμνήσεις της ζωής μου στην οικία Γουναράκη είναι πολύ αόριστες. Από τα βορινά παράθυρα το βλέμμα πλανιόταν μακριά, μέχρι μια οροσειρά που το χειμώνα σκεπαζόταν με χιόνια κι απ' όπου κατέβαινε ένας ψυχρός άνεμος που πάγωνε το σπίτι. Θυμάμαι ένα ωραιότατο βιβλίο που μου χάρισαν στις γιορτές και που λεγόταν Οι γελωτοποιοί νάνοι. Οι εικόνες εκείνου του βιβλίου ήταν έξοχες. Θυμάμαι ακόμα ένα άλλο βιβλίο όπου εικονίζονταν με χρώματα ολόκληρες οικογένειες γάτων. Εκείνοι οι γάτοι, τόσο ωραία σχεδιασμένοι καί χρωματισμένοι, τόσο ζωντανοί, ξυπνούσαν μέσα μου μια μεγάλη επιθυμία να σχεδιάσω και να ζωγραφίσω. Σκεφτόμουν πόσο ωραίο θα ήταν να μπορούσα να παραστήσω ένα ζώο με τις γραμμές του και τα χρώματά του τόσο τέλεια. Η μητέρα μου, μου είχε αγοράσει ένα άλμπουμ για να εξασκούμαι στο σχέδιο: το άλμπουμ αυτό περιείχε υποδείγματα σχεδίων που παρίσταναν λουλούδια. Μερικά απ' αυτά τα υποδείγματα αποτελούνταν από το περίγραμμα μόνον, άλλα είχαν και τη φωτοσκίαση. Θυμάμαι ότι αντέγραψα με πολλή προσοχή δυο τριαντάφυλλα. Η μητέρα μου με βοήθησε να γράψω ένα γραμματάκι στον πατέρα μου και έβαλε στο φάκελο και το σχέδιο των λουλουδιών. Ο πατέρας μου, μου απάντησε συγχαίροντάς με για τις προόδους που έκανα στη δύσκολη τέχνη του σχεδίου. Όταν ο καιρός ήταν καλός, πήγαινα με τον αδελφό μου στον κήπο και εκεί με μια μικρή τσάπα κι ένα φτυαράκι κάναμε σε μικρή κλίμακα εργασίες διαμόρφωσης του εδάφους. Αλλά ύστερα έβρεχε κι η δουλειά χαλούσε απ' το νερό.
[....] Στην οικία Γουναράκη μείναμε για λίγο καιρό.Ο πατέρας μου έπρεπε να μείνει στον Βόλο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί μια άλλη διακλάδωση της σιδηροδρομικής γραμμής κατασκευαζόταν κατά μήκος των βουνών που απλώνονται στα ανατολικά της πόλης. Τότε, με όλα μας τα έπιπλα, τα μπαούλα και τις βαλίτσες, ξεκινήσαμε για την πόλη των Αργοναυτών, πάνω σ' ένα ατμόπλοιο που σάλπαρε από τον Πειραιά.
Στο μεταξύ μεγάλωνα. Η περιέργειά μου και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσα το θέατρο της ζωής μεγάλωνε. Στον Βόλο ο πατέρας μου, ζήτησε από ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων να μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου. Ο πρώτος αυτός δάσκαλός μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν Έλληνας από την Τεργέστη που μιλούσε λίγο τα ιταλικά με προφορά βενετσιάνικη. Σχεδίαζε θαυμάσια. Όταν μου μάθαινε να διαγράφω προσεκτικά το περίγραμμα μιας μύτης, ενός ματιού, ενός στόματος, ενός αυτιού, μιας μπούκλας, μιας κορδέλας δεμένης σε φιόγκο, όταν μου μάθαινε να κάνω σκιές και να τους δίνω διαβαθμίσεις διασταυρώνοντας προσεκτικά τις γραμμές του μολυβιού, μου έδινε μια τόσο ισχυρή και βαθιά εντύπωση μαεστρίας ώστε, αργότερα, οι άλλες εντυπώσεις που είχα, όταν κοιτούσα τα σχέδια του Ραφαέλλο, όταν αντέγραφα και μιμόμουν τα σχέδια του Χολμπάιν και του Μικελάντζελο, όταν μελετούσα με το μεγεθυντικό φακό τα σχέδια του Ντύρερ, μπορούν να θεωρηθούν σε σύγκριση μηδαμινές.
Όταν βρισκόμουν απέναντι από το σκιτσογράφο Μαυρουδή, τον κοιτούσα, και κοιτώντας τον πλανιόμουν σ' ένα χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων. Φανταζόμουν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα μπορούσε να ζωγραφίσει τα πάντα, ακόμα και από μνήμης, ακόμα και στο σκοτάδι, ακόμα και χωρίς να βλέπει, ότι θα μπορούσε να σχεδιάσει τα σύννεφα που δραπετεύουν πάνω στον ουρανό, και τα φυτά της γης, τα φουντωτά κλαδιά των δέντρων που σαλεύουν από τον άνεμο, και τα λουλούδια με τα πιο πολύπλοκα σχήματα, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα ερπετά και τα έντομα, τα ψάρια που γλιστρούν μέσα στα νερά, και τα πουλιά που πετούν ψηλά, σκεφτόμουν ότι όλα, όλα θα μπορούσε να τα σχεδιάσει με την άκρη του μαγικού του μολυβιού εκείνος ο καταπληκτικός άνθρωπος. Κοιτώντας τον φανταζόμουν ότι ήμουν εκείνος... Ναι, θα ήθελα τότε να ήμουν ο άνθρωπος εκείνος, θα ήθελα να ήμουν ο σκιτσογράφος Μαυρουδής. Βρισκόμουν στην ψυχική κατάσταση του γιατρού Μποβαρύ όταν, κοντά στον επίλογο του περίφημου μυθιστορήματος του Φλωμπέρ, συναντά τον Ροδόλφο Μπουλανζέ και κάθονται μαζί στο τραπέζι κάποιου εστιατορίου. Ο γιατρός Μποβαρύ ξέρει ότι ο Ροδόλφος υπήρξε εραστής της γυναίκας του, αφού μετά την αυτοκτονία της συζύγου είχε βρει μερικά γράμματα σ' ένα μυστικό συρτάρι, αλλά ο Ροδόλφος νομίζει ότι ο γιατρός το αγνοεί ακόμα και, για να διαλύσει τη βαριά ατμόσφαιρα, μιλάει πολύ και γρήγορα για όλα και για τίποτα, για θέματα της εξοχής, για τα εσπεριδοειδή, για βοσκήματα και τα λοιπά, αλλά ο γιατρός καταβεβλημένος από τον απέραντο πόνο δεν τον ακούει, τον κοιτάζει έντονα, κοιτάζει τον άνθρωπο που εκείνη αγάπησε, και, λέει ο Φλωμπέρ, il aurait voulu etre cet homme.
[....] Το ψάρεμα ήταν για μένα μια μεγάλη χαρά. Σίγουρα όλες εκείνες οι μοναδικές θεαματικές ομορφιές που είδα στην Ελλάδα παιδί και που υπήρξαν ό,τι ωραιότερο είδα μέχρι σήμερα στη ζωή μου με εντυπωσίασαν τόσο βαθιά, έμειναν τόσο ισχυρά χαραγμένες μέσα στην ψυχή και στη σκέψη μου, επειδή εγώ είμαι ένας άνθρωπος ξεχωριστός, που όλα τα αισθάνεται και τα καταλαβαίνει εκατό φορές πιο έντονα από τους άλλους.
Για να πάμε για ψάρεμα, σηκωνόμασταν πολύ πρωί και, όταν μπαίναμε στη βάρκα που θα μας πήγαινε στ' ανοιχτά, στη μέση του κόλπου, ξημέρωνε ακόμα. Η θάλασσα ήταν καθρέφτης- ποτέ ξανά σε άλλες χώρες δεν είδα έναν τόσο όμορφο υδάτινο καθρέφτη. Κάθε τόσο, πάνω σ' εκείνη τη λαμπερή επιφάνεια, κάποιο ψάρι, κάποιος θεϊκός κέφαλος, έκανε ένα πήδημα έξω απ' το νερό.
Μετά από τόσα χρόνια ξαναβλέπω αυτό το θέαμα όπως το έβλεπα τότε, αλλά, αν ήθελα να το περιγράψω με ακρίβεια, να το παρουσιάσω με την πένα, το μολύβι ή το πινέλο, δεν θα τα κατάφερνα καθόλου.
Giorgio de Chirico (1888-1978)
(φωτ: Irving Penn)
[....] Πέρασαν σκοτεινά χρόνια. Θυμάμαι συγκεχυμένα τον αδελφό μου. Τον θυμάμαι μικρό, μικρό, τρομαχτικά μικρό, σα μερικά πρόσωπα απειλητικά που βλέπει κανείς στα όνειρα. Ξαναβλέπω μέσα στο λυκόφως σκηνές που συνδέονται με μακρόχρονες αρρώστιες, όπως ο τύφος, και με επίπονες αναρρώσεις. Θυμάμαι μια πελώρια μηχανική πεταλούδα που μου είχε φέρει ο πατέρας μου από το Παρίσι μια φορά που βρισκόμουν σε ανάρρωση. Από το κρεβατάκι μου κοιτούσα εκείνο το παιχνίδι, περίεργος και φοβισμένος με τον ίδιο τρόπο που οι πρώτοι άνθρωποι πρέπει να παρατηρούσαν τους γιγαντιαίους πτεροδάκτυλους, που τα πνιγηρά δειλινά και τις παγερές αυγές πετούσαν βαριά με τις σαρκώδεις φτερούγες τους πάνω από λίμνες ζεστές, που κόχλαζαν και άφηναν τολύπες θειικού ατμού. Θυμάμαι ένα σπίτι όπου μέναμε. Ένα σπίτι πελώριο και θλιβερό σα μοναστήρι. Ο ιδιοκτήτης λεγόταν Βούρος. Το σπίτι αυτό ήταν χτισμένο στην πάνω μεριά της πολιτείας. Από το παράθυρό μου διέκρινα μακριά ένα στρατώνα του πυροβολικού. Κάθε επέτειο της ελληνικής εθνικής γιορτής μια πυροβολαρχία έβγαινε από το προαύλιο καλπάζοντας ορμητικά και κατευθυνόταν σ' ένα λόφο που βρισκόταν πίσω σε κάποια απόσταση. Μόλις έφθαναν πάνω εκεί οι άνδρες, κατέβαιναν απ' τα σκευοφόρα και από τα άλογα, τοποθετούσαν τα κανόνια στη σειρά και μετά έριχναν άσφαιρες ομοβροντίες. Σφαιρικά σώματα λευκά, ίδια σύννεφα που έπεσαν στη γη, στροβιλίζονταν για λίγο και μετά διαλύονταν και εξαφανίζονταν στα πλευρά του λόφου. Ο ήχος έφθανε μετά κι έκανε να τρέμουν ελαφρά τα τζάμια των παραθύρων. Το γεγονός αυτό, που βλέπει κανείς πρώτα τη λάμψη και μετά ακούει τον κρότο, μ' εντυπωσίαζε πολύ. Αργότερα έμαθα το γιατί, αλλά ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζομαι λίγο όταν, κοιτώντας μακριά ένα κανόνι που ρίχνει, βλέπω πρώτα τη λάμψη και μετά ακούω τον κρότο.
Σ' εκείνη τη μακρινή περίοδο της ζωής μου ένιωσα τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης. Αισθανόμουν μεγάλη χαρά να ξεπατικώνω διάφορες ζωγραφιές τοποθετώντας πάνω στο τζάμι του παραθύρου τη ζωγραφιά μ' ένα φύλλο χαρτιού από πάνω. Έμενα κατάπληκτος και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση κάθε φορά που έβλεπα να παρουσιάζονται στο χαρτί τα ακριβή περιγράμματα της ζωγραφιάς εκείνης που τόσο θαύμαζα, αλλά το πάθος μου, χαρακτηριστικό για έναν καλλιτέχνη στα πρώτα του βήματα σαν κι εμένα, δεν έβρισκε ικανοποίηση: ήθελα να αντιγράφω τη ζωγραφιά χωρίς να την ξεπατικώνω. Έτσι έβαλα τα δυνατά μου για να το πετύχω, αλλά συναντούσα μεγάλη δυσκολία. Μια μέρα, θυμάμαι, προσπαθούσα να αντιγράψω μια φιγούρα που παρουσίαζε τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή με εμφάνιση γυμνού νέου, ζωσμένου στη μέση με ένα δέρμα από κριάρι. Το κεφάλι του αγίου εικονιζόταν λίγο ελλειπτικό και ελαφρώς γυρμένο στο δεξιό ώμο, και αυτή η έλλειψη και η κίνηση μου φαίνονταν εμπόδια αξεπέραστα. Ήμουν απελπισμένος. Τότε ήρθε ο πατέρας μου να με βοηθήσει. Πήρε το μολύβι και σχεδίασε πάνω στο κεφάλι του αγίου ένα σταυρό του οποίου το κέντρο βρισκόταν στο κέντρο του κεφαλιού. Μετά ζωγράφισε έναν όμοιο σταυρό πάνω στο σχέδιο μου, εκεί όπου βρισκόταν το κεφάλι. Μου έδειξε πώς μπορούσα να βοηθηθώ μ' αυτούς τους δυο σταυρούς για να βρω τη θέση των ματιών, της μύτης, του στόματος, το ύψος και την απόσταση που έπρεπε να βρίσκεται το αυτί, τη γραμμή του κρανίου και του σαγονιού, κι έτσι με πολλή υπομονή, μετά από επανειλημμένες διορθώσεις, κατάφερα να ζωγραφίσω αρκετά καλά το κεφάλι του αγίου. Μεγάλη υπήρξε ή ικανοποίηση μου πού είχα μάθει το σύστημα των δυο σταυρών.
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα. Ήταν μηχανικός και συγχρόνως άρχοντας από άλλες εποχές. Θαρραλέος, έντιμος, εργατικός, έξυπνος και καλός. Είχε σπουδάσει στη Φλωρεντία και στο Τορίνο και από μια ολόκληρη πολυμελή οικογένεια ευγενών ήταν ο μόνος που είχε θελήσει να εργαστεί. Όπως πολλοί άνθρωποι του δέκατου ένατου αιώνα διέθετε ποικίλες ικανότητες και αρετές. Ήταν άριστος μηχανικός, έγραφε με ωραιότατους χαρακτήρες, σχεδίαζε, είχε πολύ καλό αυτί για τη μουσική, ήταν παρατηρητικός και δηκτικός, μισούσε την αδικία, αγαπούσε τα ζώα, συμπεριφερόταν υπεροπτικά στους πλούσιους και τους ισχυρούς και ήταν πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους πιο αδύνατους και φτωχούς. Ήταν επίσης έξοχος ιππέας και είχε μονομαχήσει μερικές φορές με πιστόλι. Η μητέρα μου φύλαγε μια σφαίρα από πιστόλι, ντυμένη με χρυσό, που είχαν αφαιρέσει από το δεξιό μηρό τού πατέρα μου μετά από μια τέτοια μονομαχία.
Αυτά τα είπα για να δείξω ότι ο πατέρας μου, όπως πολλοί άνδρες της εποχής εκείνης, ήταν ακριβώς το αντίθετο των περισσότερων σημερινών ανδρών, που τους λείπει η αίσθηση της πραγματικότητας και κάθε ταμπεραμέντο, που είναι αδέξιοι και ανίκανοι και επιπλέον καθόλου ιπποτικοί, που είναι πολύ καιροσκόποι και έχουν το κεφάλι τους παραγεμισμένο με βλακεία. Αν, για παράδειγμα, σήμερα, ένα παιδί δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει ένα κεφάλι, ο πατέρας του, ασφαλώς, δεν θα ξέρει να του υποδείξει το σύστημα των δυο σταυρών. Και αν, κατά κακή τύχη του παιδιού, ο πατέρας του είναι και «διανοούμενος», ε! τότε όχι μόνο δεν θα μπορεί να του διδάξει κανένα σύστημα, αλλά θα το ενθαρρύνει να ζωγραφίζει άσχημα, να ζωγραφίζει όλο και χειρότερα, να ζωγραφίζει φρικτά, ελπίζοντας ότι έτσι κάποια μέρα θα μπορέσει να γίνει ένας Ματίς και να κερδίσει φήμη και χρήματα.
[....] Μετά την οικία Βούρου πήγαμε να μείνουμε σ' ένα άλλο σπίτι, στου Γουναράκη. Ήταν μια έπαυλη νεοκλασικού ρυθμού με ωραίο κήπο στον οποίο υπήρχε ένας ευκάλυπτος. Ο πατέρας μου έλειπε συχνά, γιατί πήγαινε στον Βόλο, την κωμόπολη όπου γεννήθηκα, όπου επέβλεπε και διηύθυνε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που προχωρούσε στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Οι αναμνήσεις της ζωής μου στην οικία Γουναράκη είναι πολύ αόριστες. Από τα βορινά παράθυρα το βλέμμα πλανιόταν μακριά, μέχρι μια οροσειρά που το χειμώνα σκεπαζόταν με χιόνια κι απ' όπου κατέβαινε ένας ψυχρός άνεμος που πάγωνε το σπίτι. Θυμάμαι ένα ωραιότατο βιβλίο που μου χάρισαν στις γιορτές και που λεγόταν Οι γελωτοποιοί νάνοι. Οι εικόνες εκείνου του βιβλίου ήταν έξοχες. Θυμάμαι ακόμα ένα άλλο βιβλίο όπου εικονίζονταν με χρώματα ολόκληρες οικογένειες γάτων. Εκείνοι οι γάτοι, τόσο ωραία σχεδιασμένοι καί χρωματισμένοι, τόσο ζωντανοί, ξυπνούσαν μέσα μου μια μεγάλη επιθυμία να σχεδιάσω και να ζωγραφίσω. Σκεφτόμουν πόσο ωραίο θα ήταν να μπορούσα να παραστήσω ένα ζώο με τις γραμμές του και τα χρώματά του τόσο τέλεια. Η μητέρα μου, μου είχε αγοράσει ένα άλμπουμ για να εξασκούμαι στο σχέδιο: το άλμπουμ αυτό περιείχε υποδείγματα σχεδίων που παρίσταναν λουλούδια. Μερικά απ' αυτά τα υποδείγματα αποτελούνταν από το περίγραμμα μόνον, άλλα είχαν και τη φωτοσκίαση. Θυμάμαι ότι αντέγραψα με πολλή προσοχή δυο τριαντάφυλλα. Η μητέρα μου με βοήθησε να γράψω ένα γραμματάκι στον πατέρα μου και έβαλε στο φάκελο και το σχέδιο των λουλουδιών. Ο πατέρας μου, μου απάντησε συγχαίροντάς με για τις προόδους που έκανα στη δύσκολη τέχνη του σχεδίου. Όταν ο καιρός ήταν καλός, πήγαινα με τον αδελφό μου στον κήπο και εκεί με μια μικρή τσάπα κι ένα φτυαράκι κάναμε σε μικρή κλίμακα εργασίες διαμόρφωσης του εδάφους. Αλλά ύστερα έβρεχε κι η δουλειά χαλούσε απ' το νερό.
[....] Στην οικία Γουναράκη μείναμε για λίγο καιρό.Ο πατέρας μου έπρεπε να μείνει στον Βόλο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί μια άλλη διακλάδωση της σιδηροδρομικής γραμμής κατασκευαζόταν κατά μήκος των βουνών που απλώνονται στα ανατολικά της πόλης. Τότε, με όλα μας τα έπιπλα, τα μπαούλα και τις βαλίτσες, ξεκινήσαμε για την πόλη των Αργοναυτών, πάνω σ' ένα ατμόπλοιο που σάλπαρε από τον Πειραιά.
Στο μεταξύ μεγάλωνα. Η περιέργειά μου και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσα το θέατρο της ζωής μεγάλωνε. Στον Βόλο ο πατέρας μου, ζήτησε από ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων να μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου. Ο πρώτος αυτός δάσκαλός μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν Έλληνας από την Τεργέστη που μιλούσε λίγο τα ιταλικά με προφορά βενετσιάνικη. Σχεδίαζε θαυμάσια. Όταν μου μάθαινε να διαγράφω προσεκτικά το περίγραμμα μιας μύτης, ενός ματιού, ενός στόματος, ενός αυτιού, μιας μπούκλας, μιας κορδέλας δεμένης σε φιόγκο, όταν μου μάθαινε να κάνω σκιές και να τους δίνω διαβαθμίσεις διασταυρώνοντας προσεκτικά τις γραμμές του μολυβιού, μου έδινε μια τόσο ισχυρή και βαθιά εντύπωση μαεστρίας ώστε, αργότερα, οι άλλες εντυπώσεις που είχα, όταν κοιτούσα τα σχέδια του Ραφαέλλο, όταν αντέγραφα και μιμόμουν τα σχέδια του Χολμπάιν και του Μικελάντζελο, όταν μελετούσα με το μεγεθυντικό φακό τα σχέδια του Ντύρερ, μπορούν να θεωρηθούν σε σύγκριση μηδαμινές.
Όταν βρισκόμουν απέναντι από το σκιτσογράφο Μαυρουδή, τον κοιτούσα, και κοιτώντας τον πλανιόμουν σ' ένα χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων. Φανταζόμουν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα μπορούσε να ζωγραφίσει τα πάντα, ακόμα και από μνήμης, ακόμα και στο σκοτάδι, ακόμα και χωρίς να βλέπει, ότι θα μπορούσε να σχεδιάσει τα σύννεφα που δραπετεύουν πάνω στον ουρανό, και τα φυτά της γης, τα φουντωτά κλαδιά των δέντρων που σαλεύουν από τον άνεμο, και τα λουλούδια με τα πιο πολύπλοκα σχήματα, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα ερπετά και τα έντομα, τα ψάρια που γλιστρούν μέσα στα νερά, και τα πουλιά που πετούν ψηλά, σκεφτόμουν ότι όλα, όλα θα μπορούσε να τα σχεδιάσει με την άκρη του μαγικού του μολυβιού εκείνος ο καταπληκτικός άνθρωπος. Κοιτώντας τον φανταζόμουν ότι ήμουν εκείνος... Ναι, θα ήθελα τότε να ήμουν ο άνθρωπος εκείνος, θα ήθελα να ήμουν ο σκιτσογράφος Μαυρουδής. Βρισκόμουν στην ψυχική κατάσταση του γιατρού Μποβαρύ όταν, κοντά στον επίλογο του περίφημου μυθιστορήματος του Φλωμπέρ, συναντά τον Ροδόλφο Μπουλανζέ και κάθονται μαζί στο τραπέζι κάποιου εστιατορίου. Ο γιατρός Μποβαρύ ξέρει ότι ο Ροδόλφος υπήρξε εραστής της γυναίκας του, αφού μετά την αυτοκτονία της συζύγου είχε βρει μερικά γράμματα σ' ένα μυστικό συρτάρι, αλλά ο Ροδόλφος νομίζει ότι ο γιατρός το αγνοεί ακόμα και, για να διαλύσει τη βαριά ατμόσφαιρα, μιλάει πολύ και γρήγορα για όλα και για τίποτα, για θέματα της εξοχής, για τα εσπεριδοειδή, για βοσκήματα και τα λοιπά, αλλά ο γιατρός καταβεβλημένος από τον απέραντο πόνο δεν τον ακούει, τον κοιτάζει έντονα, κοιτάζει τον άνθρωπο που εκείνη αγάπησε, και, λέει ο Φλωμπέρ, il aurait voulu etre cet homme.
[....] Το ψάρεμα ήταν για μένα μια μεγάλη χαρά. Σίγουρα όλες εκείνες οι μοναδικές θεαματικές ομορφιές που είδα στην Ελλάδα παιδί και που υπήρξαν ό,τι ωραιότερο είδα μέχρι σήμερα στη ζωή μου με εντυπωσίασαν τόσο βαθιά, έμειναν τόσο ισχυρά χαραγμένες μέσα στην ψυχή και στη σκέψη μου, επειδή εγώ είμαι ένας άνθρωπος ξεχωριστός, που όλα τα αισθάνεται και τα καταλαβαίνει εκατό φορές πιο έντονα από τους άλλους.
Για να πάμε για ψάρεμα, σηκωνόμασταν πολύ πρωί και, όταν μπαίναμε στη βάρκα που θα μας πήγαινε στ' ανοιχτά, στη μέση του κόλπου, ξημέρωνε ακόμα. Η θάλασσα ήταν καθρέφτης- ποτέ ξανά σε άλλες χώρες δεν είδα έναν τόσο όμορφο υδάτινο καθρέφτη. Κάθε τόσο, πάνω σ' εκείνη τη λαμπερή επιφάνεια, κάποιο ψάρι, κάποιος θεϊκός κέφαλος, έκανε ένα πήδημα έξω απ' το νερό.
Μετά από τόσα χρόνια ξαναβλέπω αυτό το θέαμα όπως το έβλεπα τότε, αλλά, αν ήθελα να το περιγράψω με ακρίβεια, να το παρουσιάσω με την πένα, το μολύβι ή το πινέλο, δεν θα τα κατάφερνα καθόλου.
Giorgio de Chirico (1888-1978)
(φωτ: Irving Penn)
*από το αυτοβιογραφικό βιβλίο τού
Τζόρτζιο ντε Κίρικο Αναμνήσεις από τη ζωή μου,
-μετάφραση: Έμμυ Λαμπίδου - Βαρουξάκη
-επιμέλεια: Πέτρος Λεκαπηνός
Εκδόσεις: Ύψιλον, 1985
*φωτογραφίες: η πρώτη και η δεύτερη είναι από το βιβλίο,
η τρίτη από το pinterest.com και η τελευταία από το fouit.gr
*πίνακες: artslife.com
links:
- Fondazione Giorgio e Isa de Chirico
- Giorgio de Chirico: Myth and Mystery
Τζόρτζιο ντε Κίρικο Αναμνήσεις από τη ζωή μου,
-μετάφραση: Έμμυ Λαμπίδου - Βαρουξάκη
-επιμέλεια: Πέτρος Λεκαπηνός
Εκδόσεις: Ύψιλον, 1985
*φωτογραφίες: η πρώτη και η δεύτερη είναι από το βιβλίο,
η τρίτη από το pinterest.com και η τελευταία από το fouit.gr
*πίνακες: artslife.com
links:
- Fondazione Giorgio e Isa de Chirico
- Giorgio de Chirico: Myth and Mystery
Ετικέτες ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ, ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΞΕΝΟΙ, ΞΕΝΟΙ
1 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα