7 ~ Marguerite Duras: Διαβάζοντας μέσα στο τραίνο
Την ώρα που εγώ διάβαζα, η μητέρα μου κοιμόταν. Διαβάζαμε ξαπλωμένοι πάνω στα χαλιά, κάτω από τη σκάλα, στα σκοτεινά και δροσερά μέρη του σπιτιού. Εκεί ήταν πάλι που πηγαίναμε και κλαίγαμε όταν μας έλεγε ότι ήθελε να πεθάνει. Η μητέρα μου μας άφηνε ελεύθερους να κάνουμε τα πάντα, και μεις διαβάζαμε ό,τι μπορούσαμε, ό,τι βρίσκαμε, ό,τι υπήρχε. Αυτή, ποτέ δεν έλεγε τίποτα.
Κάποια μέρα είχα μια περιπέτεια με το διάβασμα, περιπέτεια που με τάραξε πολύ και που συνεχίζει ακόμα να το κάνει. Θα γύριζα πίσω από τις διακοπές, ή από την Ιταλία ή από την Κυανή Ακτή, δε θυμάμαι πια από πού. Αυτό όμως που θυμάμαι είναι ότι έπρεπε να πάρω κάποιο τραίνο που έφευγε νωρίς το πρωί και έφτανε αργά μέσα στη νύχτα στο Παρίσι. Οι αποσκευές μου ήταν ελάχιστες. Ανάμεσά τους μια πάνινη τσάντα και ένα βιβλίο. Το βιβλίο ήταν τεράστιο, ένας, μεγαλύτερος από τους κανονικούς, τόμος της Πλειάδας. Ένα πράγμα είναι πάντως σίγουρο, ότι δηλαδή δεν το είχα ακόμα διαβάσει, ότι θα έπρεπε να το είχα κάνει αυτό μέσα στις διακοπές, ότι δεν το είχα βέβαια κάνει και ότι θα έπρεπε τώρα να το διαβάσω πολύ γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, δίχως άλλη αναβολή. Αφ' ενός γιατί είχα υποσχεθεί να το διαβάσω και να το επιστρέψω σε μια ορισμένη ημερομηνία, που συνέβαινε να είναι η επόμενη της επιστροφής μου από τις διακοπές, και αφ' ετέρου, γιατί αν αθετούσα την υπόσχεσή μου, δεν επρόκειτο να μου ξαναδανείσουν άλλο βιβλίο στη συνέχεια. Δε θυμάμαι πια καθόλου την αιτία, που έκανε το δανειστή μου τόσο αυστηρό, αλλά και προσποιητή να ήταν αυτή η αυστηρότητα, εγώ πίστευα ακράδαντα, πίστευα πως έπρεπε να υπάρχει αυτός ο φόβος, του να μην μπορέσω να ξαναδανειστώ άλλα βιβλία για διάβασμα. Άνεση οικονομική να το αγοράσω, δεν είχα και να τα κλέψω πάλι δεν τολμούσα. Το στοίχημα ήταν τεράστιο. Το τραίνο έφυγε. Στρώθηκα αμέσως να διαβάσω την πρώτη γραμμή του τραγικού βιβλίου. Συνέχισα. Δεν πρέπει να έφαγα εκείνη την ημέρα και όταν πια το τραίνο έφτασε στο σταθμό, στο Παρίσι, η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά. Το τραίνο θα πρέπει να είχε, δίχως άλλο, καθυστέρηση. Η μέρα είχε φύγει εντελώς. Είχα διαβάσει οκτακόσιες σελίδες από τον "Πόλεμο και Ειρήνη" σε μια μέρα, το μισό βιβλίο. Πέρασε πολύς χρόνος για να σβηστεί η ανάμνηση εκείνης της μέρας. Για πολύ καιρό μετά, μου φαινόταν σαν μια προδοσία του διαβάσματος. Ακόμα και τώρα όταν το σκέπτομαι, πάλι με συνταράσσει. Κάτι είχε θυσιαστεί στο βωμό του γρήγορου διαβάσματος που είχα κάνει. Ήταν σαν να διάβαζα κάτι άλλο, πράγμα εξίσου σοβαρό σαν να διάβαζα κάτι άλλο. Είχα ρίξει όλο το βάρος στο διάβασμα της ιστορίας που διηγείται το βιβλίο σε βάρος μιας σοβαρής και λευκής ανάγνωσης χωρίς διήγηση, όπως είναι κανονικά αυτό το αγνό γράψιμο του Τολστόι. Ήταν σαν να είχα αντιληφθεί τη μέρα εκείνη, και για πάντα μετά, πως ένα βιβλίο υπήρχε ανάμεσα σε δυο εφαπτόμενα στρώματα γραφής, ένα ευανάγνωστο στρώμα, αυτό που είχα διαβάσει την ημέρα εκείνη που ταξίδευα, και ένα άλλο απροσπέλαστο. Το στρώμα αυτό δυσανάγνωστο σε κάθε ανάγνωση, δεν μπορεί κανείς παρά να υποψιαστεί την ύπαρξή του, τη στιγμή που κάνει ένα μικρό διάλειμμα όταν διαβάζει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, όπως όταν βλέπει κανείς την παιδική ηλικία μέσα από ένα παιδί. Δε θα 'ταν άσκοπο να το πω αλλά και πάλι δεν θα άξιζε τον κόπο.
Ποτέ όμως δεν ξέχασα το "Πόλεμος και Ειρήνη". Μήπως διάβασα το υπόλοιπο; Δε νομίζω. Ήταν όμως σαν να το είχα διαβάσει. Το επέστραψα πίσω και μου δάνεισαν άλλα. Από κείνη την ημέρα μού είχε μείνει η εικόνα ενός τραίνου που διασχίζει μια πεδιάδα, η μεγάλη στενοχώρια του Πρίγκιπα, ετοιμοθάνατου και απογοητευμένου και η επιθανάτια αγωνία του μέσω της αγωνίας ολόκληρης της Ευρώπης. Και η ανάμνηση, λιγότερο του Τολστόι, παρά του ότι πρόδωσα το είναι του όλο, το γεγονός που με έκανε να μην τον γνωρίσω, ούτε να το αγαπήσω αληθινά.
Mαργκερίτ Ντυράς (1914-1996)
Κάποια μέρα είχα μια περιπέτεια με το διάβασμα, περιπέτεια που με τάραξε πολύ και που συνεχίζει ακόμα να το κάνει. Θα γύριζα πίσω από τις διακοπές, ή από την Ιταλία ή από την Κυανή Ακτή, δε θυμάμαι πια από πού. Αυτό όμως που θυμάμαι είναι ότι έπρεπε να πάρω κάποιο τραίνο που έφευγε νωρίς το πρωί και έφτανε αργά μέσα στη νύχτα στο Παρίσι. Οι αποσκευές μου ήταν ελάχιστες. Ανάμεσά τους μια πάνινη τσάντα και ένα βιβλίο. Το βιβλίο ήταν τεράστιο, ένας, μεγαλύτερος από τους κανονικούς, τόμος της Πλειάδας. Ένα πράγμα είναι πάντως σίγουρο, ότι δηλαδή δεν το είχα ακόμα διαβάσει, ότι θα έπρεπε να το είχα κάνει αυτό μέσα στις διακοπές, ότι δεν το είχα βέβαια κάνει και ότι θα έπρεπε τώρα να το διαβάσω πολύ γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, δίχως άλλη αναβολή. Αφ' ενός γιατί είχα υποσχεθεί να το διαβάσω και να το επιστρέψω σε μια ορισμένη ημερομηνία, που συνέβαινε να είναι η επόμενη της επιστροφής μου από τις διακοπές, και αφ' ετέρου, γιατί αν αθετούσα την υπόσχεσή μου, δεν επρόκειτο να μου ξαναδανείσουν άλλο βιβλίο στη συνέχεια. Δε θυμάμαι πια καθόλου την αιτία, που έκανε το δανειστή μου τόσο αυστηρό, αλλά και προσποιητή να ήταν αυτή η αυστηρότητα, εγώ πίστευα ακράδαντα, πίστευα πως έπρεπε να υπάρχει αυτός ο φόβος, του να μην μπορέσω να ξαναδανειστώ άλλα βιβλία για διάβασμα. Άνεση οικονομική να το αγοράσω, δεν είχα και να τα κλέψω πάλι δεν τολμούσα. Το στοίχημα ήταν τεράστιο. Το τραίνο έφυγε. Στρώθηκα αμέσως να διαβάσω την πρώτη γραμμή του τραγικού βιβλίου. Συνέχισα. Δεν πρέπει να έφαγα εκείνη την ημέρα και όταν πια το τραίνο έφτασε στο σταθμό, στο Παρίσι, η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά. Το τραίνο θα πρέπει να είχε, δίχως άλλο, καθυστέρηση. Η μέρα είχε φύγει εντελώς. Είχα διαβάσει οκτακόσιες σελίδες από τον "Πόλεμο και Ειρήνη" σε μια μέρα, το μισό βιβλίο. Πέρασε πολύς χρόνος για να σβηστεί η ανάμνηση εκείνης της μέρας. Για πολύ καιρό μετά, μου φαινόταν σαν μια προδοσία του διαβάσματος. Ακόμα και τώρα όταν το σκέπτομαι, πάλι με συνταράσσει. Κάτι είχε θυσιαστεί στο βωμό του γρήγορου διαβάσματος που είχα κάνει. Ήταν σαν να διάβαζα κάτι άλλο, πράγμα εξίσου σοβαρό σαν να διάβαζα κάτι άλλο. Είχα ρίξει όλο το βάρος στο διάβασμα της ιστορίας που διηγείται το βιβλίο σε βάρος μιας σοβαρής και λευκής ανάγνωσης χωρίς διήγηση, όπως είναι κανονικά αυτό το αγνό γράψιμο του Τολστόι. Ήταν σαν να είχα αντιληφθεί τη μέρα εκείνη, και για πάντα μετά, πως ένα βιβλίο υπήρχε ανάμεσα σε δυο εφαπτόμενα στρώματα γραφής, ένα ευανάγνωστο στρώμα, αυτό που είχα διαβάσει την ημέρα εκείνη που ταξίδευα, και ένα άλλο απροσπέλαστο. Το στρώμα αυτό δυσανάγνωστο σε κάθε ανάγνωση, δεν μπορεί κανείς παρά να υποψιαστεί την ύπαρξή του, τη στιγμή που κάνει ένα μικρό διάλειμμα όταν διαβάζει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, όπως όταν βλέπει κανείς την παιδική ηλικία μέσα από ένα παιδί. Δε θα 'ταν άσκοπο να το πω αλλά και πάλι δεν θα άξιζε τον κόπο.
Ποτέ όμως δεν ξέχασα το "Πόλεμος και Ειρήνη". Μήπως διάβασα το υπόλοιπο; Δε νομίζω. Ήταν όμως σαν να το είχα διαβάσει. Το επέστραψα πίσω και μου δάνεισαν άλλα. Από κείνη την ημέρα μού είχε μείνει η εικόνα ενός τραίνου που διασχίζει μια πεδιάδα, η μεγάλη στενοχώρια του Πρίγκιπα, ετοιμοθάνατου και απογοητευμένου και η επιθανάτια αγωνία του μέσω της αγωνίας ολόκληρης της Ευρώπης. Και η ανάμνηση, λιγότερο του Τολστόι, παρά του ότι πρόδωσα το είναι του όλο, το γεγονός που με έκανε να μην τον γνωρίσω, ούτε να το αγαπήσω αληθινά.
Mαργκερίτ Ντυράς (1914-1996)
* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός - τ. 27, Νοε. 1986
σε μετάφραση Γιάννη Παπαδάκη
* Φωτογραφίες: www.dn.se, lib.sookmyung.ac.kr,
histoireduroussillon.free.fr,www.letterariamente.it
Ετικέτες ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΞΕΝΟΙ, ΞΕΝΟΙ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα