27 ~ Quentin Crisp: Ένα δωμάτιο και ένα ζεστό πιάτο φαγητό
Είχα έναν πατέρα που δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, μια μητέρα που διαρκώς της άρεσε να τον πειράζει, μια αδελφή (οκτώ χρόνια μεγαλύτερή μου) που ουσιαστικά είχε το επάνω χέρι, και δυο αδελφούς που μου έκαναν τη ζωή σωστό μαρτύριο. Έχω ξεφύγει από την οικογένεια αυτή και υπήρξα αρκετα σοφός ώστε να μην αποκτήσω κάποια άλλη. Θεωρώ τον εαυτό μου αρκετά τυχερό, που ξέφυγα από την περίπτωση να αποκτήσω άλλη οικογένεια, καθώς είχα «προειδοποιηθεί» σχετικά από τις εμπειρίες μου με την πρώτη οικογένεια μου.
Παρεμπιπτόντως, οι εμπειρίες μου με «θεράπευσαν» από την γοητεία της ιδέας των «οικογενειακών αξιών». Και, απαιτεί αρκετό χρόνο για να συνειδητοποιήσεις πως όταν η μητέρα σου σε ρωτά, ακριβώς όταν πρόκειται να βγεις έξω από το σπίτι, «πήρες μαζί σου ένα καθαρό χαρτομάντιλο;» ότι ουσιαστικά δεν νοιάζεται για την περίπτωση που τυχόν νιώσεις άβολα αν δεν έχεις πάρει μαζί σου ένα. Είναι απλώς προκατειλημμένη από το γεγονός πως μπορεί εκείνη να «ξεπέσει» στα μάτια των γειτόνων. Δεν είσαι το παιδί της. Είσαι ο πρεσβευτής της. Οι γονείς σου δεν είναι οι φίλοι σου. Το κτίριο όπου ζεις μαζί τους δεν είναι το σπίτι σου - και ασφαλώς δεν είναι «ο χώρος όπου μπορεί καποιος να ξεκουραστεί».
Αφότου έφυγα από το κτίριο όπου ζούσα με τους γονείς μου, πάντοτε ζω σε ένα δωμάτιο - εν μέρει επειδή ήταν φτηνότερο και επίσης επειδή ποτέ μου δεν ανακάλυψα τι είναι αυτό που κάνουν οι άνθρωποι σχετικά με ένα δωμάτιο στο οποίο δεν βρίσκονται μέσα. Ένας αλλος λόγος ακόμη, είναι πως ήθελα να έχω το «βασίλειό» μου στην πλήρη κατοχή μου. Δεν ζω μια ζωη τυπική, όπου κάποιοι φίλοι καταφθάνουν απρόσμενα και ένας υπηρέτης κανονίζει να με περιμένουν σε ένα άλλο δωμάτιο ενόσω εγώ θα ντύνομαι. Αν κάποιοι φθάσουν απροειδοποίητα, θα πρέπει να με δουν να ντύνομαι μπροστά τους, αν πάλι τους περιμένω, είμαι ήδη έτοιμος. Αυτό το νοικιασμένο δωμάτιο, σε οποιαδήποτε πόλη η χώρα και αν βρίσκεται, αυτό είναι το σπίτι μου. Εκεί, ξεκουράζομαι και ησυχάζω. Όμως, δεν το ονομάζω ως «σπίτι». Όταν ζούσα στο Chelsea του Λονδίνου, συχνά επισκεπτόμουν την μητέρα μου, που - όταν πέθανε ο πατέρας μου (λίγο-πολύ σε μια κατάσταση αυτό-άμυνας), πήγε να ζήσει με την αδελφή μου. Μια γνωστή μου, παρατήρησε πως αναφερόμουν στις επισκέψεις μου αυτές ως «επίσκεψη στο σπίτι». Και, αυτό ηταν αληθεια. Σπίτι μου, ήταν εκεί όπου ζούσε η μητέρα μου. Οι φίλοι μου, αναφέρονταν στις επισκέψεις μου αυτές ως «καταναγκαστικές», εγώ όμως έφερνα αντίρρηση. Ο χρόνος είχε περάσει, εγώ είχα μεγαλώσει και συμπαθούσα την μητέρα μου, ευχαριστιόμουν να την βλέπω. Όμως, για έναν εργένη σχεδόν μποέμ, για τον οποίο λεγόταν πως δεν είχε «ρίζες», οποιαδήποτε επαφή με το παρελθόν του και τους μικροαστούς γονείς του, ήταν ένα βήμα προς λάθος κατεύθυνση. Από την άλλη, δεν είμαι ένας εκ πεποιθήσεως μποέμ, έτσι η ιδέα ενός σπιτιού παραμένει για μένα μια ιδέα περίπλοκη. Αν ζεις την ζωή του «καθιστικού που είναι συγχρόνως κρεβατοκάμαρα», ο περισσότερος χρόνος σου και η ενέργειά σου ξοδεύονται έξω από το σπίτι και την πόλη.
[...]
Όπως και να έχει, δεν θα μπορούσα με τίποτα να ζήσω κάτω από περιστάσεις, σαν εκείνες όπου θα ήμουν αναγκασμένος να βγω έξω επειδή θα ήμουν για παράδειγμα πάρα πολύ πεινασμένος. Έτσι, οι χώροι όπου ζω είναι πάντοτε εφοδιασμένοι με το κουδούνι που θα καλέσω για ένα ζεστό πιάτο φαγητό. «Μάγειρας» είναι ίσως μια υπερβολικά δυνατή λέξη, όμως μπορώ να τηγανίσω ένα αυγό ή να βράσω μια πατάτα, ή να ζεστάνω μια κατσαρόλα με σούπα, κατά τον τρόπο αυτό, το δωμάτιό μου είναι σε κάποιον βαθμό το σπίτι μου.
Υπήρχε, πριν από κάποιον καιρό, ένα τραγούδι που έλεγε πως «σπίτι σου είναι εκεί όπου η καρδιά και το "καταφύγιο" της ψυχής σου βρίσκονται χωρίς πρόβλημα μαζί σου». Και, παρόλο που αυτό ίσως ακούγεται αρκετά συναισθηματικό, είναι πιθανότατα αληθινό για πολλούς ανθρωπους - ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες - που γνωρίζουν κάποιον με τον οποίο νιώθουν «πως βρίσκονται σπίτι» ή «ησυχάζουν μαζί του».
Δεν έχω κάνει ποτέ το λάθος να τοποθετήσω όλα τα συγκινησιακά μου «αυγά» σε ένα «καλάθι». Έχω διασπείρει την στοργή μου, τις συμπάθειές μου, ανεξαρτήτως από το πόσο πενιχρές μπορεί να είναι, σε οριζόντια και όχι σε βάθους καταστάσεις. Έτσι, καλύπτω όλη την ανθρώπινη φυλή. Φυσικά, αυτό συνεπάγεται πως βρίσκονται σε απολύτως λεπτές γραμμές - γεωγραφικώς μιλώντας - όμως μου φαίνεται ο ασφαλέστερος τρόπος για να εκφράσεις την φιλανθρωπία. Θέλω να πω, δεν ψάχνω για ένα πρόσωπο που θα βρει έναν τόπο όπου οι δυο μας θα μπορούμε να νιώθουμε «σπίτι μας». Δεν είμαι άνθρωπος που «φωλιάζει».
Αυτή μου η συμπεριφορά, κάνει πολλούς φίλους μου να θεωρούν τον τρόπο ζωής μου ως επιφανειακό, ρηχό. Λένε, για παράδειγμα, «γνωρίζεις όλους αυτούς τους ανθρωπους, όμως είναι φίλοι σου αληθινά;» Δεν ξέρω. Δεν κάθομαι στο σπίτι μου να αναρωτιέμαι αν οι καταστηματάρχες θέλουν πραγματικά να περάσω μια ωραία ημέρα. Εκτιμώ πως εφόσον βρίσκομαι μαζί τους, μάλλον θα με θέλουν για παρέα, ή, για να το θέσω διαφορετικά, αν τους ενοχλούσα, δεν θα μου έλεγαν «Καλά να περάσεις, καλά να είσαι».
Αυτή η άθλια, μικρόψυχη, επιφανειακή άποψη του σπιτιού, με οδηγεί κατ' ευθείαν στην αρνητική άποψη της ιδέας ενός σπιτιού, που έχεινα κάνει με την λέξη «σπιτικός» - ένας άλλος τρόπος για να πεις «άσχημος». Επίσης, η έκφραση «σπιτικές αλήθειες», που αναφέρεται ως προσβολή για κάποιον στενό συγγενή, δεν βλέπω άλλο λόγο για να ξεστομίζεται. Στο «Clash by Night», η δις Stanwyck λέει στην δεσποινίδα Monroe, «Σπίτι, είναι εκεί όπου πηγαίνεις όταν έχεις ξεμείνει από άλλους τόπους». Είναι ένα τελευταίο καταφύγιο.
Όταν ήμουν νέος και ζούσα στην Αγγλία, ένιωθα την παραπάνω φράση με απόλυτη ακρίβεια. Το σπίτι ήταν γνώριμο, ήταν βαρετό, δεν περιείχε κανένα μυστήριο να με συνεπάρει. Αν πήγαινα εκεί, ήταν ένα είδος παραδοχής πως δεν είχα καταφέρει και πολλά στον έξω κόσμο που τόσο φοβόμουν. Tώρα που είμαι ηλικιωμένος, παρόλο που ακόμη δεν έχω «θριαμβεύσει» στον έξω κόσμο, έχω μάθει να αποδέχομαι την ήττα, πράγμα τελείως διαφορετικό από το συναίσθημα της ηττοπάθειας.
Αν δεν πετυχαίνεις από την αρχή, ίσως η αποτυχία να είναι το στυλ σου. Το να ζεις σε καταστάσεις που κάνουν τους επισκέπτες να έρχονται να κοιτάζουν το δωμάτιό μου με περιέργεια και να ρωτούν, «Μα, πρέπει να ζεις εδώ;» φέρνει μαζί του την «ανταμοιβή» πως δεν μπορώ να φτάσω «χαμηλότερα». Δεν έχω τίποτε να φοβηθώ. Βρίσκομαι με ίσους μου, στην Lower East Side του Μανχάταν. Αν με ρωτήσουν από πού είμαι, δεν θα πω «από την Βρετανία». Θα πω, «από την Lower East Side».
Αν με ρωτήσουν ποια είναι η πατρίδα μου, θα έλεγα πως είναι η Αμερική. Εδώ είναι που κατοικώ με την οικογένειά μου (ή με αγνώστους). Αυτό, ταιριάζει με τον ορισμό του κ. Webster και εδώ είναι ο τόπος όπου επίσης θα γίνει ο τάφος μου, αρκετά σύντομα.
Κουέντιν Κρισπ (1908 - 1999)
Hungry Mind Review [6/1/96]
Αναδημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ, τ.108, Απρ.200
σε μετάφραση της Μαρίας Προγουλάκη
* Φωτογραφίες: bbc.co.uk, schwul-nrw.de,
flickr.com, pyke-eye.com
Ετικέτες ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΞΕΝΟΙ, ΞΕΝΟΙ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα