35 ~ Ράλλης Κοψίδης: Τα παραμύθια των πειρατών
Το είδα μόλις έφτασα εκείνο το μαγαζάκι του λιμανιού, που ήταν στα μάτια μου τόσα χρόνια. Στεκόμουν, τότε, εκστατικός μπροστά στη μικρή του βιτρίνα, όπου μέσα της απλωνόταν ένας απίστευτος κόσμος. Όλη κι όλη η βιτρίνα ήταν ένα παράθυρο με σκονισμένα τζάμια. Αλλά στα ράφια της, τα ντυμένα με μπλε χαρτί, που είχε πια ξεθωριάσει, τι θησαυρός! Φυλλάδες του Καραγκιόζη, βιβλία για ληστές, η Γενοβέφα, ο Σεβάχ-θαλασσινός, ο Ναστραντίν χότζας, ο Ερωτόκριτος, τετράδια, πένες, χρυσό μελάνι, (εκείνο το βιολετί), σουγιαδάκια, σφυρίχτρες, γκαζές, (τα λεγόμενα γυαλινάκια), πλήθος μαγικά, όσον και δυσπρόσιτα, πράγματα.
Γιατί τα λεφτά (για μένα τουλάχιστον), σπανίζαν. Κύταζα, λοιπόν, θαυμαστικά, (ενώ ήταν κομμένες οι κλωστές που με δένανε με τα πέριξ) τα όσα ήταν εκεί αραδιασμένα, στη μαγική τούτη βιτρίνα. Και από μέσα η Αρετούσα να μου γνέφει, αλλά πώς να φτάσω να πάρω το χρυσό της μήλο που μου έδινε, όταν τζάμια αδιαπέραστα την ξεχώριζαν από μένα;
Πότε πότε βέβαια, μου έπεφτε στα χέρια η δυσεύρετη δραχμή ή το δίφραγκο, και τότε, μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης βαθύτατης, προσερχόμουν στον έμπορο κι’ έπαιρνα την φυλλάδα κι’ έτρεχα στο σπίτι να την απολαύσω. Κι’ αυτά τα διαβάσματα ήταν τα φτερά που πετούσα...
Γιατί ήταν ο κόσμος τριγύρω μου απέραντος, και φραγμένοι οι ορίζοντες... Έτσι μια μέρα με φέραν τα βήματά μου ξανά κατά κεί. Κι’ είδα ένα μικρό βιβλιάριο καινουγιοφερμένο. Έγραφε επάνω του: Tα παραμύθια των πειρατών! Είχανε πάντα, δόξα μεγάλη, στο νου μου, οι αφανείς (δυστυχώς) πειρατές! Ένα καράβι ήταν φουνταρισμένο στο εξώφυλλό του, μέσα σε χρώματα ζαλιστικά των ματιών. Πειρατές μαντηλόδετοι με χατζάρες στα χέρια, είχαν κάνει ρεσάλτο σ’ ένα άλλο πλεούμενο, και μέσα σε θριαμβευτική αιματοχυσία, σαν ν’ ακούγονταν κραυγές πειρατικές νικητήριες! Ενώ η μαύρη σημαία ανέμιζε πάνω ψηλά στον παπαφίγκο!... – Άχ, να το είχα, συλλογίστηκα κεραυνομένος. Μα το ξώφυλλο έγραφε απάνω: 2 δραχμές. Και τις δύο τούτες δραχμές πού να τις βρω; Γιατί τα λεφτά τάχουν, ως γνωστόν, οι μεγάλοι. Όμως και πάλι έπεφτε στα χέρια μας η δραχμή, ή το «δίδραχμον», (ή και πιο πολλά), μετά από επίμονα παρακάλια, στους αρκετά σφιχτοχέρηδες, (λόγω ανάγκης), γονιούς μας, ή με κάποια «θελήματα».
Άλλη λύση δεν είχε. Μια και δυό τρέχω προς το ραφτάδικο του πατέρα. Τον βρίσκω να βάζει χοντρές βελονιές σ’ ένα καναβάτσο για να στρώσει τα πέτα σ’ ένα σακκάκι. –Πατέρα, φωνάζω, έχεις τίποτα έτοιμο να το πάω; -Έχω πως δεν έχω! Στην ώρα ήρθες. Να στο τυλίξω μονάχα. Θα το πας εκεί, σ’ εκείνον τον έμπορα, όπου κάθεται στον καροτσόδρομο λίγο πιο πάνω απ’ τα κατσιβέλικα, κι’ έχει την χουρμαδιά στον μπαξέ του. Ξέρεις εσύ! (Τη χουρμαδιά να μην ήξερα;), - και μην ξεχάσεις να πεις: «με γεια σας», και «φχαριστώ» για ό,τι σου δώσουν, γιατί αλλοιώτικα μπαξίσι δεν δίνουν. Ξεχνιούνται όμως τα τέτοια; Το βουτάω λοιπόν, το έτοιμο κουστούμι, τυλιγμένο σε κόλλα χαρτί, καρφιτσωμένο στις άκρες, (γιατί δεν είχε τότε σελοτέπ και τα τέτοια), και δρόμο. Γεμάτος ελπίδες φτάνω και χτυπάω το μπρούτζινο χεράκι της πόρτας. Και να που ανοίγουν, και βγαίνει η δούλα, και της το δίνω. – Με γεια σας να πεις! της φωνάζω, είπε ο πατέρας μου. Και «φχαριστώ»! μούπε να σας πω, κι’ από πάνω. – Περίμενε λέει η δούλα, και πάει κατά μέσα. Και σε λίγο γυρνάει κι ένα δίφραγκο γυάλιζε στο χέρι της και μου το δίνει.- Άντε σούφεξε πάλι! φωνάζοντας, μου κλείνει με βρόντο την πόρτα. Γιατί έτσι πρέπει να κλείνονται οι μεγάλες πόρτες, και νάναι πάντα κλειστές, καθώς και τα ψηλά παραθύρια, για να μην πολυφαίνονται στα γύρω, και πέσει η υπόληψή τους στα χαμηλά. Είχε τάξη τότε βλέπεις ο κόσμος...
-Δεν πάει να σφαλνά και ν’αμπαρώνει, τώρα, συλλογιέμαι. Και παίρνω δρόμο για το λιμάνι. Από κείνους τους στραβούς και λιθόστρωτους δρόμους, τρέχω να προφτάσω. –Αν τόχει πάρει κανένας άλλος στο μεταξύ; μου περνάει από το νου η απαίσια σκέψη. Αλλά να η βιτρίνα, και νάτο κει ακουμπισμένο το βιβλιαράκι. Εκεί καταμεσίς με περιμένουν τα παραμύθια των πειρατών! Μπαίνω, και πριν προφτάσει ακόμα ο έμπορας να με ρωτήσει: -Έχεις τα λεφτά; του δίνω το δίφραγκο και το παίρνω, και πάλι τρέχοντας, φτάνω στο μαγαζί του πατέρα μου.
-Μπαλώθηκες πάλι, μου λέει, βλέποντας τι κρατούσα στο χέρι. Και τι πήρες, για να δούμε; -Κάτι παραμύθια λέω. –Ά! Μπράβο! –Για φέρε να δω! (Άχ διενεκής λογοκρισία)! –Τι ’ναι τούτα; Τι πειρατές κι αηδίες! Τι εγκληματικά και ληστρικά είναι τούτα; φωνάζει. –Ποιός σου έμαθε να διαβάζεις για αυτούς τους κακούργους! Τι θα γίνεις άμα διαβάζεις τέτοια βιβλία; Έ; Να σου πω εγώ τι θα γίνεις! Θα σε φάνε οι φυλακές φουκαρά μου, σαν αυτουνούς! Και θυμώδης ως ήταν, πιάνει και σκίζει κομματάκια το βιβλιαράκι, και τα πετάει, φύλλο και φτερό, προς τα έξω. Και τα παίρνει τ’αεράκι που φύσαγε ο μπάτης, και τα σκορπά στη στενή αγορά.
Δεν πειράζει. Για το καλό μου τάκανε όλα. Τόσο ήξερε κι' αυτός. Αλλά τότε που να το καταλάβω; Τώρα όμως που θυμάμαι εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα, όταν πέσαν με πάταγο, που κανένας δεν άκουσε, τα φτερά της φαντασίας από πάνω μου, και γίναν κομμάτια, στο γεμάτο βρωμιές λιθόστρωτο, δεν ήξερε, αναρωτιέμαι, ο πατέρας μου, ποιοί είναι οι αληθινοί πειρατές, οι γνήσιοι κακούργοι, σ’αυτόν τον κόσμο; Δεν τους έβλεπε άραγες γύρω, (νάχουν συχνά όψιν αγίου), τους ξεχώρισε στο τέλος, τους αληθινούς κουρσάρους απ’ τους ψεύτικους; Μάλλον, ναι, απ’ ότι ξέρω, αλλά ποτέ δεν το είπε... Γιατί ήταν πάντα η Ανάγκη που έφραζε τα στόματα, και πότε σταμάτησε αυτό;...
Ράλλης Κοψίδης (1929)
*Ενημέρωση, Αύγουστος 2010:
Ράλλης Κοψίδης (1929-2010)
Γιατί τα λεφτά (για μένα τουλάχιστον), σπανίζαν. Κύταζα, λοιπόν, θαυμαστικά, (ενώ ήταν κομμένες οι κλωστές που με δένανε με τα πέριξ) τα όσα ήταν εκεί αραδιασμένα, στη μαγική τούτη βιτρίνα. Και από μέσα η Αρετούσα να μου γνέφει, αλλά πώς να φτάσω να πάρω το χρυσό της μήλο που μου έδινε, όταν τζάμια αδιαπέραστα την ξεχώριζαν από μένα;
Πότε πότε βέβαια, μου έπεφτε στα χέρια η δυσεύρετη δραχμή ή το δίφραγκο, και τότε, μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης βαθύτατης, προσερχόμουν στον έμπορο κι’ έπαιρνα την φυλλάδα κι’ έτρεχα στο σπίτι να την απολαύσω. Κι’ αυτά τα διαβάσματα ήταν τα φτερά που πετούσα...
Γιατί ήταν ο κόσμος τριγύρω μου απέραντος, και φραγμένοι οι ορίζοντες... Έτσι μια μέρα με φέραν τα βήματά μου ξανά κατά κεί. Κι’ είδα ένα μικρό βιβλιάριο καινουγιοφερμένο. Έγραφε επάνω του: Tα παραμύθια των πειρατών! Είχανε πάντα, δόξα μεγάλη, στο νου μου, οι αφανείς (δυστυχώς) πειρατές! Ένα καράβι ήταν φουνταρισμένο στο εξώφυλλό του, μέσα σε χρώματα ζαλιστικά των ματιών. Πειρατές μαντηλόδετοι με χατζάρες στα χέρια, είχαν κάνει ρεσάλτο σ’ ένα άλλο πλεούμενο, και μέσα σε θριαμβευτική αιματοχυσία, σαν ν’ ακούγονταν κραυγές πειρατικές νικητήριες! Ενώ η μαύρη σημαία ανέμιζε πάνω ψηλά στον παπαφίγκο!... – Άχ, να το είχα, συλλογίστηκα κεραυνομένος. Μα το ξώφυλλο έγραφε απάνω: 2 δραχμές. Και τις δύο τούτες δραχμές πού να τις βρω; Γιατί τα λεφτά τάχουν, ως γνωστόν, οι μεγάλοι. Όμως και πάλι έπεφτε στα χέρια μας η δραχμή, ή το «δίδραχμον», (ή και πιο πολλά), μετά από επίμονα παρακάλια, στους αρκετά σφιχτοχέρηδες, (λόγω ανάγκης), γονιούς μας, ή με κάποια «θελήματα».
Άλλη λύση δεν είχε. Μια και δυό τρέχω προς το ραφτάδικο του πατέρα. Τον βρίσκω να βάζει χοντρές βελονιές σ’ ένα καναβάτσο για να στρώσει τα πέτα σ’ ένα σακκάκι. –Πατέρα, φωνάζω, έχεις τίποτα έτοιμο να το πάω; -Έχω πως δεν έχω! Στην ώρα ήρθες. Να στο τυλίξω μονάχα. Θα το πας εκεί, σ’ εκείνον τον έμπορα, όπου κάθεται στον καροτσόδρομο λίγο πιο πάνω απ’ τα κατσιβέλικα, κι’ έχει την χουρμαδιά στον μπαξέ του. Ξέρεις εσύ! (Τη χουρμαδιά να μην ήξερα;), - και μην ξεχάσεις να πεις: «με γεια σας», και «φχαριστώ» για ό,τι σου δώσουν, γιατί αλλοιώτικα μπαξίσι δεν δίνουν. Ξεχνιούνται όμως τα τέτοια; Το βουτάω λοιπόν, το έτοιμο κουστούμι, τυλιγμένο σε κόλλα χαρτί, καρφιτσωμένο στις άκρες, (γιατί δεν είχε τότε σελοτέπ και τα τέτοια), και δρόμο. Γεμάτος ελπίδες φτάνω και χτυπάω το μπρούτζινο χεράκι της πόρτας. Και να που ανοίγουν, και βγαίνει η δούλα, και της το δίνω. – Με γεια σας να πεις! της φωνάζω, είπε ο πατέρας μου. Και «φχαριστώ»! μούπε να σας πω, κι’ από πάνω. – Περίμενε λέει η δούλα, και πάει κατά μέσα. Και σε λίγο γυρνάει κι ένα δίφραγκο γυάλιζε στο χέρι της και μου το δίνει.- Άντε σούφεξε πάλι! φωνάζοντας, μου κλείνει με βρόντο την πόρτα. Γιατί έτσι πρέπει να κλείνονται οι μεγάλες πόρτες, και νάναι πάντα κλειστές, καθώς και τα ψηλά παραθύρια, για να μην πολυφαίνονται στα γύρω, και πέσει η υπόληψή τους στα χαμηλά. Είχε τάξη τότε βλέπεις ο κόσμος...
-Δεν πάει να σφαλνά και ν’αμπαρώνει, τώρα, συλλογιέμαι. Και παίρνω δρόμο για το λιμάνι. Από κείνους τους στραβούς και λιθόστρωτους δρόμους, τρέχω να προφτάσω. –Αν τόχει πάρει κανένας άλλος στο μεταξύ; μου περνάει από το νου η απαίσια σκέψη. Αλλά να η βιτρίνα, και νάτο κει ακουμπισμένο το βιβλιαράκι. Εκεί καταμεσίς με περιμένουν τα παραμύθια των πειρατών! Μπαίνω, και πριν προφτάσει ακόμα ο έμπορας να με ρωτήσει: -Έχεις τα λεφτά; του δίνω το δίφραγκο και το παίρνω, και πάλι τρέχοντας, φτάνω στο μαγαζί του πατέρα μου.
-Μπαλώθηκες πάλι, μου λέει, βλέποντας τι κρατούσα στο χέρι. Και τι πήρες, για να δούμε; -Κάτι παραμύθια λέω. –Ά! Μπράβο! –Για φέρε να δω! (Άχ διενεκής λογοκρισία)! –Τι ’ναι τούτα; Τι πειρατές κι αηδίες! Τι εγκληματικά και ληστρικά είναι τούτα; φωνάζει. –Ποιός σου έμαθε να διαβάζεις για αυτούς τους κακούργους! Τι θα γίνεις άμα διαβάζεις τέτοια βιβλία; Έ; Να σου πω εγώ τι θα γίνεις! Θα σε φάνε οι φυλακές φουκαρά μου, σαν αυτουνούς! Και θυμώδης ως ήταν, πιάνει και σκίζει κομματάκια το βιβλιαράκι, και τα πετάει, φύλλο και φτερό, προς τα έξω. Και τα παίρνει τ’αεράκι που φύσαγε ο μπάτης, και τα σκορπά στη στενή αγορά.
Δεν πειράζει. Για το καλό μου τάκανε όλα. Τόσο ήξερε κι' αυτός. Αλλά τότε που να το καταλάβω; Τώρα όμως που θυμάμαι εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα, όταν πέσαν με πάταγο, που κανένας δεν άκουσε, τα φτερά της φαντασίας από πάνω μου, και γίναν κομμάτια, στο γεμάτο βρωμιές λιθόστρωτο, δεν ήξερε, αναρωτιέμαι, ο πατέρας μου, ποιοί είναι οι αληθινοί πειρατές, οι γνήσιοι κακούργοι, σ’αυτόν τον κόσμο; Δεν τους έβλεπε άραγες γύρω, (νάχουν συχνά όψιν αγίου), τους ξεχώρισε στο τέλος, τους αληθινούς κουρσάρους απ’ τους ψεύτικους; Μάλλον, ναι, απ’ ότι ξέρω, αλλά ποτέ δεν το είπε... Γιατί ήταν πάντα η Ανάγκη που έφραζε τα στόματα, και πότε σταμάτησε αυτό;...
Ράλλης Κοψίδης (1929)
*Ενημέρωση, Αύγουστος 2010:
Ράλλης Κοψίδης (1929-2010)
Ράλλης Κοψίδης: Το πατρικό μου σπίτι
* Το κείμενο είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Ράλλη Κοψίδη
"το τετράδιο του γυρισμού" και δημοσιεύθηκε στο σερραϊκό
περιοδικό "Γιατί" του Βασίλη Τζανακάρη (Ανθολόγιο 1987)
* Φωτογραφία: Ελευθεροτυπία
* Οι πίνακες του Ράλλη Κοψίδη είναι από το new.depap.gr
και το limnos.e-papadakis.gr
"το τετράδιο του γυρισμού" και δημοσιεύθηκε στο σερραϊκό
περιοδικό "Γιατί" του Βασίλη Τζανακάρη (Ανθολόγιο 1987)
* Φωτογραφία: Ελευθεροτυπία
* Οι πίνακες του Ράλλη Κοψίδη είναι από το new.depap.gr
και το limnos.e-papadakis.gr
Ετικέτες ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ, ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΕΛΛ., ΕΛΛΗΝΕΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα