24 Οκτ 2008

60 ~ Γιώργος Σεφέρης: Mέρες


Λαμπρή, 6 Μάη 1945
Στην πλαϊνή ταβέρνα τραγουδούν, μαζί με άλλα τραγούδια, το Χριστός Ανέστη. Όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση.
Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ' ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό. Ένα ξαλάφρωμα, και κάπως - αρκετά ίσως - χαμένος' όπως ο ναύτης που γυρίζει στο σπίτι του. Χρησιμοποιώ τώρα τις νύχτες' ως τις 3-3 1/2 το πρωί. Ο μόνος τρόπος να πραγματοποιήσω την "αποστράτευσή" μου.
Έχω ξαναπιάσει Καβάφη, ολωσδιόλου μηχανικά, για να πάρω από κάπου μιαν αρχή. Όλα τούτα δύσκολα' τα περασμένα εφτά χρόνια με βαραίνουν, και θα με βαραίνουν για πολύ ακόμη.

*
Τρίτη, 8 Μάη 1945
19.30. Τελειώνει η μέρα. Πουλιά τιτιβίζουν έξω στο περιβόλι, και ο αιώνιος σύντροφός μου, ο κόκορας. Γυρίζω από το Υπουργείο' χάνεται ο καιρός σε άδειες κουβέντες. Όμως η συμμετοχή σε τέτοιες κουβέντες είναι κι αυτή μέρος της υπαλληλικής ευσυνειδησίας. Σήμερα η μέρα που τελείωσε ο Πόλεμος. Το πρωί, από την ταράτσα του Υπουργείου, η παρέλαση' τσολιάδες που έχουν γίνει πια κινούμενα σκηνικά, κουρδισμένα στην εντέλεια. Δεν έχω κανένα αίσθημα' το μόνο που με συγκίνησε το πρωί, κοιτάζοντας το δρόμο από το παράθυρο του σπιτιού μου, ένας τυφλός παίζοντας στη φυσαρμόνικά του τον Ύμνο, καθώς προχωρούσε σέρνοντας τα πόδια του.

*
Πέμπτη, 31 Οκτώβρη 1946
Χτες στον «Ποσειδώνα» κι έπειτα στη Βαγιονιά. Η βορινή θάλασσα ακίνητη σαν καλοκαίρι. Κολύμπι. Το ακρογιάλι γεμάτο πελαγίσια ξαφρίσματα (ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά): ρίζες από καλάμια, παράξενα γλυμμένα ξύλα, φελλοί, ένας παράδεισος παιχνίδια για μένα. Έβαλα στο δισάκι μου αρκετά από αυτά τα σιωπηλά αντικείμενα. Είχαμε φύγει στις 10.00, γυρίσαμε στις 16.00' καλό περπάτημα.

Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε. Σήμερα πρωί γυρίζω από τις 07.00 ακατάστατος, χωρίς να σταματήσω, πασπατεύοντας με τα χέρια μου, φτιάνοντας αντικείμενα που προσπαθώ να τους δώσω μια μορφή οικειότητας, πελεκώντας μια βέργα κυπαρίσσι πού έκοψα χτες. Η μυρωδιά αυτού του ξύλου, η αρχιτεκτονική του, το χρώμα του, με γεμίζουν αγαλλίαση. Αίσθημα σπατάλης, με τη ζωή που κάνω στην Αθήνα, πολύ έντονο από χτες. Ένα οποιοδήποτε χωράφι εδώ τριγύρω θα με εξανθρώπιζε χίλιες φορές περισσότερο από την αθηναίικη ζούγκλα. Έντονη ανάγκη (χτες και σήμερα) ν' αφήσω το Υπουργείο κι όλες αυτές τις φλυαρίες: όχι πια για να έχω τον καιρί να γράφω λογοτεχνί, αλλά για να ωριμάσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος.

Βράδυ. Τ' απόγεμα έκοψα ξύλα ώσπου να σκοτεινιάσει. Γύρισα σπίτι ιδρωμένος, με τα χέρια γεμάτα ρετσίνι. Λουτρό, κι έπειτα κάθισα στο τραπέζι μου. Τελείωσα το ποίημα. Τίτλος: «Κίχλη»। Δεν ξέρω αν είναι καλό' ξέρω πως τελείωσε. Τώρα πρέπει να στεγνώσει.
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)




* από τις Μέρες, τ. Ε' 1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951
εκδ. Ίκαρος, 1977
* φωτογραφίες: tovima.dolnet.gr, os3.gr


Ακόμα:
- Γιώργος Σεφέρης: Κίχλη

Ετικέτες , , ,

8 σχόλια:

Anonymous Χρήστος :

Από την ιστοσελίδα Grekiska Nobelpristagarna η ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ

Στοκχόλμη, 10 Δεκεμβρίου 1963

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να - εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: "Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα" λέει ο Ηράκλειτος, "ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν".

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: "...θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε..." Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

26/1/11 15:33  
Anonymous Χρήστος :

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:

να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,

για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

26/1/11 15:34  
Anonymous Χρήστος :

Από την ιστοσελίδα Grekiska Nobelpristagarna η συνάντηση του Γιώργου Σεφέρη με τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 8/2/1964, Συνέντευξη Λένας Σαββίδη
(Αναδημοσίευση Πρόσωπα 21ος αι. έτος 2ο, 3/2/2001)

Οι Σουηδοί θέλουν, την «εβδομάδα Νομπέλ» ο καλεσμένος να ζήσει σαν σε παραμύθι. Δεν υπάρχει επιθυμία του που να την εκφράσει και να μην εκπληρωθεί. Ρώτησαν λοιπόν τον Σεφέρη όταν βραβευόταν το Δεκέμβριο του 1963: «Θέλετε να γνωρίσετε κανέναν Σουηδό;». Και ο Σεφέρης, χωρίς δισταγμό απάντησε πως ναι, θα επιθυμούσε πολύ να γνωρίσει έναν Σουηδό, του οποίου τα έργα τον είχαν ενδιαφέρει: Τον Ingmar Bergman.

Δύο - τρία τηλεφωνήματα και την Κυριακή τ’ απόγευμα στις 4 ο Bergman μας περίμενε στο γραφείο του, στο Εθνικό Θέατρο που διευθύνει εδώ και λίγους μήνες. Από τις πρώτες κουβέντες νιώσαμε πως κάτι συμβαίνει. «Ταυτότης αντιλήψεων»; «Σύμπτωση ιδεών»; Οι εκφράσεις αυτές μου φαίνονται φτωχές για κείνη την όμοια οδυνηρή αγάπη που είχαν για τον τόπο τους, για μια κοινή ρίζα αισθημάτων, «μια ταυτότητα καρδιάς» θα έλεγα. Κι έναν «τρόπο καρδιάς». Μίλησαν πολύ. (σ.σ. Παρόντες και η Μαρώ Σεφέρη, ο Γ.Π. Σαββίδης και ο Store Linnér). Δεν βρισκόμουν εκεί με την ιδιότητα του δημοσιογράφου: ούτε μαγνητόφωνο κρατούσα, ούτε φωτογραφική μηχανή / ούτε καν σημειωματάριο. Και οι σημειώσεις που ακολουθούν είναι γραμμένες εκ των υστέρων. Εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσα, έκθαμβη, την σύμπτωση ενός τόσο μεσογειακού μ΄ έναν τόσο βόρειο. Ψηλός, λιγνός, νεανικός, μ΄ ένα αιχμηρό προφίλ και σκληρή, νευρώδη ευγένεια, μας υποδέχτηκε με γοργές άνετες κινήσεις. Είχαμε περάσει από έναν λαβύρινθο δωματίων που ήσαν γεμάτα τηλέφωνα, διαδρόμων, ανελκυστήρων, και βρεθήκαμε ξαφνικά σ΄ ένα μεγάλο μισοσκότεινο δωμάτιο – το γραφείο του. Ψηλά ταβάνια, χαμηλά καθίσματα, στον τοίχο δυο προτρέτα ηθοποιών του περασμένου αιώνα. Καθίσαμε σε δυο αντικριστούς καναπέδες. Κάθισε και κείνος και διαρκώς έπαιζε με τα χέρια του. Είναι 45 χρονών, μοιάζει 35. Η κουβέντα άρχισε αμέσως.

26/1/11 15:39  
Anonymous Χρήστος :

ΣΕΦΕΡΗΣ: Έχετε έρθει στην Ελλάδα;

BERGMAN: Όχι. Και είναι ένα ταξίδι που θέλω να κάνω. Γενικά όμως δεν μ΄ αρέσει να ταξιδεύω. ¨Όταν φεύγω από τον τόπο μου νιώθω σαν να με ξεριζώνουν, αβέβαιος. Θεωρώ τα ταξίδια επικίνδυνα. Κι όταν φτάνω στο αεροδρόμιο, είμαι πάντα έντρομος.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Α, τ’ αεροδρόμιο είναι σαν τόπος εκτελέσεως! Κι εγώ αισθάνομαι πως όταν ταξιδεύω, σπαταλώ τον εαυτό μου. Γι’ αυτό, όταν βρίσκομαι σε ξένη χώρα, δεν προσπαθώ να τα βλέπω όλα. Μ’ αρέσει να περιορίζω. Να βλέπω ανθρώπους και πράγματα που μ΄ ενδιαφέρουν, να κουβεντιάζω μ’ ανθρώπους και ν’ ανταλλάζομε ιδέες. (Κοιτάζει γύρω του). Πείτε μου, έχετε πολλή διοικητική δουλειά εδώ;

BERGMAN: Ε, ναι… και σε μια μεριά της ψυχής μου υπάρχει ο γραφειοκράτης.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Τι όμορφο να μιλάτε για την ψυχή σας σαν να ‘ναι ένας χάρης όπου σημειώνετε ακριβώς πού βρίσκεται ο γραφειοκράτης! Μα με τους ηθοποιούς έχετε δυσκολίες;

BERGMAN: Όχι… Βέβαια, καμιά φορά τυχαίνει να συζητάμε επί δύο ώρες για το χρώμα ενός ρούχου που δεν αρέσει σ΄ εκείνον που πρόκειται να το φορέσει. Κυρίως όμως μ’ ενδιαφέρουν τα νέα παιδιά, εκείνα που έρχονται με νέες ιδέες, που προβληματίζονται, που προσπαθούν να ‘ναι συγχρόνως καλοί στην πρόζα, στο χορό, στο τραγούδι…

ΣΕΦΕΡΗΣ: Τι δίκιο που έχετε. Και τι έργο ανεβάζετε;

BERGMAN: Διάφορα. Διαφόρων ειδών. Βρίσκω πως έχει ενδιαφέρον ν’ ανεβεί άρια όχι μόνο ένα κλασικό έργο, αλλά και τo West Side Story, o Offenbach. Δεν θ’ ανέβαζα όμως Σνίτσλερ, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Πριν από λίγο, είχα ανεβάσει ένα αμερικάνικο έργο, το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Οι κριτικοί είπαν ότι παρακολούθησαν μια εξαίρετη παράσταση ενός κακού έγου. Εγώ δεν συμφωνώ. Αν ένα έργο έχει καλούς ρόλους και καταφέρνει να κρατήσει το κοινό καθηλωμένο 3 ½ ώρες, δεν μπορεί να είναι κακό. Θα ‘χει κάτι, που ίσως διαφεύγει στους κριτικούς.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Δοκιμάσατε να γράψετε θέατρο ποτέ;

BERGMAN: Ε, φυσικά, έτσι ξεκίνησα. Μα οι κριτικοί μου κάνανε τέτοια υποδοχή που στράφηκα στον κινηματογράφο για να εκφραστώ. Εσείς γράψατε ποτέ θέατρο;

ΣΕΦΕΡΗΣ: Όχι, αλλά δεν ξέρω, στα ποιήματά μου νομίζω πως υπάρχει κίνηση, πολλά θα μπορούσαν να είναι θεατρικά έργα. Αλλά για να γράψω θέατρο, θα ΄θελα ν’ αρχίσω από την αρχή, από το έμψυχο υλικό από τους ηθοποιούς. Θα ‘θελα ν’ αρχίσω από τα σανίδια. Και η ζωή μου δεν ήταν κατάλληλη.

BERGMAN: (ενθουσιώδης): Ναι, ναι έτσι είναι σωστό, έτσι πρέπει. Κι εγώ από κει ξεκίνησα.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ: Φαντάζομαι πως αυτός είναι ένας από τους λόγους που χρησιμοποιείτε τόσο συχνά στις ταινίες σας τους ίδιους ηθοποιούς.

BERGMAN: Μα ναι, ακριβώς… Ξέρετε μου ζήτησαν ν’ ανεβάσω έργα στο Παρίσι, στο Αμβούργο. Δεν δέχτηκα όμως. Δεν μπορεί κανείς να δουλέψει σωστά με μια γλώσσα που δεν είναι δική του. Η γλώσσα είναι σαν μουσική. Πρέπει το αυτί να μπορεί να πιάνει κάθε της απόχρωση.

26/1/11 15:43  
Anonymous Χρήστος :

ΣΕΦΕΡΗΣ: Τώρα αφήσατε τον κινηματογράφο και εκφράζεστε πια με το θέατρο;

BERGMAN: Όχι, όχι. Στο θέατρο είμαι το ροδάκι κάποιας μηχανής. Προσπαθώ ν’ ακούσω το έργο και να εκφράσω το έργο. Τον κινηματογράφο δεν τον εγκατέλειψα. Τον μεταχειρίζομαι για να επικοινωνώ. Είναι η γλώσσα μου. Μ’ αυτόν εκφράζομαι.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ: Σκεφτήκατε ποτέ να χρησιμοποιήσετε χρώμα στον κινηματογράφο;

BERGMAN: Ναι, έκανα μια δοκιμή φέτος το καλοκαίρι, μα δεν μ’ αρέσει να τη σκέφτομαι. Για να χρησιμοποιηθεί το χρώμα, θα ‘πρεπε να δουλέψει κανείς εντελώς έξω από το νατουραλισμό.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ: Σαν το χρώμα στο β΄ μέρος του Ιβάν;

BERGMAN: Όχι. Έπειτα με το μαύρο, άσπρο, μπορείς να πεις τι θέλεις, είναι θαυμάσιο και αρκετό. Το μεγάλο κακό, ο μεγάλος κίνδυνος στην τέχνη είναι ο δογματισμός.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Ναι, αλλά ο κόσμος τον ζητά. Το ένιωσα σε μια πρες – κόνφερανς που έδωσα: μου το ζητούσαν! Οι άνθρωποι αισθάνονται πιο σίγουροι.

BERGMAN: ναι, βέβαια, καθησυχάζουν. Εμείς οι καλλιτέχνες τους εμποδίζομε να αισθάνονται μακάριοι. Ενώ ο δογματισμός δίνει τόση σιγουριά! Και είναι πιο φανερός στον τομέα της μουσικής. Όταν λ.χ. έρχονται και σου λεν πως ο Μπαχ πρέπει να παίζεται μόνο με μουσικά όργανα γνωστά στην εποχή του. Μα τότε, δεν παίζονται τα έργα του σε σημερινές αίθουσες συναυλιών, γιατί τα όργανα αυτά δεν ακούγονται, είναι πολύ αδύναμα. Τούτα τα πράγματα τα κουβεντιάζω συχνά με τη γυναίκα μου. Είναι μουσικός κι έχουμε τις ίδιες ιδέες. Και τι χαρά ήταν εκείνη για εμάς όταν, πριν από δύο χρόνια, ήρθε ο Στραβίνσκι εδώ! Θα νόμιζε κανείς ότι ο Στραβίνσκι είναι ο κατ’ εξοχήν δογματικός. Και όχι! «Έφτασα ευτυχώς», μας είπε, «στην ηλικία που να μπορώ να ομολογήσω ότι μ’ αρέσει η Valse του Μπραμς». Κι έπειτα, κάθισε με τη γυναίκα μου και μίλησαν για Σούμαν, Σούμπερτ… Καμιά φορά, νιώθω τη Στοκχόλμη τόσο επαρχιακή.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Μην το λέτε. Κάποτε, ένας φίλος μου μού είπε πως το Λονδίνο του φαινόταν επαρχία. «Πού είναι η πρωτεύουσα;» τον ρώτησα.

BERGMAN: Ναι, μα εδώ οι εφημερίδες, ο Τύπος μας είναι επικίνδυνος. Δεν έχουμε παράδοση. Και είμαστε ένας ελεύθερος τόπος, ελεύθερος όπως είναι η Αγγλία, και όπως δεν είναι Γαλλία. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Και ο Τύπος μας είναι επικίνδυνος – καλλιτεχνικά εννοώ. Δεν έχουν κριτήρια παρά μόνον αόριστα.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Παντού στον κόσμο συμβαίνει αυτό. Δεν είναι μόνο εδώ. Η αοριστία είναι παντού.

BERGMAN: Στον τόπο μου οι άνθρωποι δεν αισθάνονται καλά. Νομίζω πως φταίει η παιδεία μας. Μας ζητάν, μας μαθαίνουν να ζητάμε από τον εαυτό μας περισσότερα από ό,τι μπορούμε να δώσουμε.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Μα πάντα δεν το ζητάμε αυτό από τον εαυτό μας;

BERGMAN: Ναι αλλά δεν πρέπει να στο μαθαίνουν στο σχολείο. Πρέπει, αργότερα, να το βρίσκεις μόνο σου, στην ψυχή σου μέσα. Τώρα, όλοι είναι δυσαρεστημένοι. Και πώς να το εξηγήσεις; Εδώ και δυο γενιές, ο τόπος αυτός είχε πολύ λιγότερους κατοίκους. Κι έμεναν στην εξοχή, μακριά ο ένας από τον άλλο. Κι ο καθένας ήταν βασιλιάς στην περιοχή του. Τώρα μαζεύτηκαν όλοι, στριμώχτηκαν σε δύο μεγάλες πόλεις και αισθάνονται άσχημα.

26/1/11 15:44  
Anonymous Χρήστος :

ΣΑΒΒΙΔΗΣ: μία προσωπική ερώτηση. Δυο φορές στη συνομιλία σας αυτή αναφέρατε τη λέξη ψυχή. Στην Ελλάδα βέβαια αυτό συνηθίζεται. Στην Αγγλία θα ήταν αδιανόητο. Στη Σουηδία τι συμβαίνει; Μιλάτε καθημερινά για την ψυχή ή είναι δικό σας πρόβλημα;

BERGMAN: Δικό μου πρόβλημα, θα ‘λεγα. Εργάζομαι επαγγελματικά πάνω στην ψυχή.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Πέστε μου, αγαπάτε τον τόπο σας

BERGMAN: Ναι, πολύ.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Και εγώ έχω μια αγάπη για τη γη όπου φύτρωσα.

BERGMAN: Κι εγώ. Δεν θα ‘θελα να είμαι πουθενά αλλού. Με πληγώνουν οι δυσκολίες του τόπου μου. Αγαπώ τους ανθρώπους με τις περιπλοκές τους. Πιστεύω πως τους καταλαβαίνω, γιατί από τη μεριά του πατέρα μου, φτάνουμε μέχρι τον 16ο αιώνα χωρικοί και κληρικοί. Και νοιώθω υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει εδώ.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Ναι, σας καταλαβαίνω. Κι εγώ, αν μου επιτρέπετε μια προσωπική ομολογία, νοιώθω το ίδιο.

BERGMAN: Είμαστε και οι δυο καλλιτέχνες, είναι η μοίρα μας να κάνουμε προσωπικές ομολογίες αλλιώς θα καθόμαστε εδώ να λέμε ανοησίες.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Μ΄ αρέσει να βρίσκω ανθρώπους, σ’ άλλη γωνιά της γης, που να αισθάνονται σαν κι εμένα.

BERGMAN: Στο Piccolo Theatro του Μιλάνου, στο Αμβούργο, νοιώθω σαν στο σπίτι μου, γιατί οι άνθρωποι εκεί αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με μας εδώ. Και η γυναίκα μου λέει πώς πάντα μπορεί να επικοινωνήσει με άλλους μουσικούς.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Στην κατοχή, βρέθηκα στη Μέση Ανατολή. Και σ’ αυτή τη μαύρη εποχή, το μόνο πράγμα που με παρηγορούσε ήταν η σκέψη πως κάπου στον κόσμο θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σκέφτονταν και θα έλπιζαν για τα ίδια πράγμα τα με μένα.

ΛΙΝΝΕΡ: Ingmar, ποια παλιά σου ταινία θα μας συμβούλευες να δούμε;

BERGMAN: Οι παλιές μου ταινίες είναι κάτι το περασμένο. Βρίσκονται κάπου πίσω μου, μέσα στο σκοτάδι. Δεν μου ανήκουν πια. Εσείς πως νιώθετε για τα ποιήματά σας;

ΣΕΦΕΡΗΣ: Έτσι είναι και για μένα. Με πονάν, με αφορούν όσο βρίσκονται ακόμα πάνω στο γραφείο μου και τα διορθώνω. Μετά, όταν τυπωθούν, τα ξεχνώ.

BERGMAN: Έτυχε να χρειαστεί να ξαναδουλέψω παλιές μου ταινίες. Ήταν φρίκη.

ΣΕΦΕΡΗΣ: Δεν φαντάζεστε πόσο υποφέρω, όταν έρχονται μεταφραστές και με ρωτάν για το ένα ή το άλλο ποίημα. Αισθάνομαι να με δέρνουν ζωντανό.

Σηκωθήκαμε να φύγουμε κι ο Σεφέρης, μ’ ένα χαμόγελο, γυρνά προς τον Bergman.

Ingmar, ξέρεις τι μου είπε η γυναίκα μου τούτη τη στιγμή; Πως εσύ είσαι ο Άριελ, κι εγώ ο Κάλιμπαν.

Μια λάμψη στα μάτια του Bergman καθώς απαντούσε:

«Giorgo, δεν ξέρω για τον Άριελ, εσύ πάντως είσαι ο Πρόσπερο»

26/1/11 15:44  
Anonymous Χρήστος :

Η δήλωση του Γιώργου Σεφέρη για τη δικτατορία στις 28 Μαρτίου 1969.

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω αυτό, δεν σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσίευσα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε και αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις διδακτορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά, όπως στους παμπάλαιους χώρους του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

Στην ιστοσελίδα του 14ου Γυμνασίου Περιστερίου (2000-2001)βρίσκεται ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στον ποιητή- απο εκεί και η αντιγραφή του κειμένου.

31/1/11 17:09  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

ΣΕΦΕΡΗΣ: Πέστε μου, αγαπάτε τον τόπο σας
BERGMAN: Ναι, πολύ.
ΣΕΦΕΡΗΣ: Και εγώ έχω μια αγάπη για τη γη όπου φύτρωσα.
BERGMAN: Κι εγώ. Δεν θα ‘θελα να είμαι πουθενά αλλού. Με πληγώνουν οι δυσκολίες του τόπου μου... ...


Ν' αγαπάς τον τόπο σου, να σε πληγώνουν οι δυσκολίες του...

Σήμερα, για κάποιους θεωρείται αμάρτημα, για άλλους παρωχημένη ιδεολογική εμμονή - (στην καλύτερη περίπτωση).

2/2/11 13:21  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα