2 Φεβ 2010

89 ~ Iλία Έρενμπουργκ: Με την αυτοπεποίθηση του εφήβου

Ειρωνεύομαι τώρα την αυτοπεποίθηση του εφήβου' μα ίσα - ίσα εκείνα τα χρόνια κρίνονταν για μένα ένα σωρό πράγματα. Φυσικά, προχωρούσα ψάχνοντας το δρόμο μου μέσ' από μπερδεμένα μονοπάτια' η ζωή δεν είναι αυτοκινητόδρομος κι' όσο για την τέχνη, μπορεί ν' ανυψώσει τον άνθρωπο, συχνά ωστόσο τον ξεστρατίζει. Κι' όμως, βλέπω πως ο δεκαεξάχρονος εκείνος έφηβος που έγραφε τις αφελείς προκηρύξεις δεν μου είναι καθόλου ξένος. Αν κάτι με βοήθησε να επιβιώσω στα χρόνια της αμφιβολίας, της απογοήτευσης, είταν μονάχα η συναίσθηση πως η υπόθεση στην οποία δινόμουν εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια, υπαγορεύονταν τόσο απ' τη λογική του αιώνα όσο κι' απ' τη συνείδησή μου.

Ήρθαν να με πάρουν στις δύο τη νύχτα' κοιμόμουν βαθιά και ξύπνησα απ' τις φωνές του αστυνόμου, των χαφιέδων, των μαρτύρων. Δεν πρόφτασα να καταστρέψω τίποτα. Η έρευνα κράτησε ως το πρωί. Η μητέρα μου έκλαιγε και μια θεία μου, που ήρθε απ' το Κίεβο να μείνει λίγες μέρες σπίτι μας, στριφογύριζε στα δωμάτια με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, φορώντας το πολυτελές νταντελλένιο μεσοφόρι της. Παρηγοριόμουνα θυμάμαι και χαιρόμουνα μάλιστα με τη σκέψη: τι καλά που εδώ και δυο βδομάδες είχα κλείσει τα δεκαεφτά! Πάει να πει, κανένας δε θα τολμήσει να αμφιβάλει πως είμαι ο μόνος υπεύθυνος για όλα...

Έκατσα στη φυλακή πέντε μήνες όλο κι' όλο, είμουν όμως παιδαρέλι και μου φαινότανε πως κάθουμαι χρόνια: άλλες οι ώρες πίσω απ' τα σίδερα κι' άλλες στον ελεύθερο αέρα' όσο για τις μέρες, μπορούν να είναι ατέλειωτες. Φορές - φορές, έπεφτα σε βαριά μελαγχολία, ιδιαίτερα σαν βράδιαζε κι' ακουγόντουσαν οι θόρυβοι του δρόμου, προσπαθούσα ωστόσο να επιβληθώ στον εαυτό μου — είχα την εντύπωση πως η φυλακή ισοδυναμούσε με τις εξετάσεις για το απολυτήριο του γυμνασίου.

Κείνον τον μισό χρόνο πρόφτασα να γνωρίσω διάφορα κρατητήρια: το αστυνομικό τμήμα στη Μιασνίτσκαγια, στη Σουστσιόβκα, στη Μπασμάνναγια και τέλος τα Μπουτύρκι. Όλα είχαν το δικό τους ζακόνι.

Όλα τα κρατητήρια είταν υπερπλήρη και με κρατήσανε μια βδομάδα στο τμήμα της Πρετσίστενκα, περιμένοντας ν' αδειάσει θέση. Στο τμήμα δεν μπορούσες να ησυχάσεις απ' την φασαρία που γινόταν. Τη νύχτα φέρνανε μεθυσμένους, τους σπάγανε στο ξύλο και τους χώνανε στη «μπεκρού» — έτσι λέγανε ένα μεγάλο κλουβί που έμοιαζε με τα κλουβιά του ζωολογικού κήπου. Με φρουρούσαν αστυφύλακες, συχνά εκεί που καθόντουσαν τους έπαιρνε ο ύπνος και ξυπνώντας φυσάγανε με θόρυβο τη μύτη τους και κάτι μουρμουρίζανε για την υπηρεσία που δεν τους άφηνε να ησυχάσουν. Εγώ σκεφτόμουν τα δικά μου: τι βλακεία να μη κρύψω κατά πως έπρεπε τη σφραγίδα της στρατιωτικής οργάνωσης! Σκεφτόμουνα και την Άσια: κρίμα, δεν προφτάσαμε να τα κουβεντιάσουμε όλα!.. Με πήγαν με τ' αμάξι στο παράρτημα της οχράνας, όπου ένας κακόκεφος φωτογράφος με διπλά προγούλια μου 'λεγε: «Πιο ψηλά το κεφάλι... τώρα προφίλ...». Απ' τα παιδικά μου χρόνια τρελλαινόμουνα με τις φωτογραφίες, μ' άρεσε να βγάζω άλλους, δε μ' άρεσε όμως να με φωτογραφίζουν, μα να που τώρα στην oχράνα καταχάρηκα - πάει να πει, με παίρνουνε στα σοβαρά.
Ilya Grigoryevich Ehrenburg (1891–1967)
Илья Григорьевич Эренбург





* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Η. Έρενμπουργκ, Άνθρωποι, χρόνια, ζωή (τόμος α')
εκδ. Νεφέλη, 1980
* Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
*
Φωτογραφίες: commons.wikimedia.org

Ετικέτες , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα