5 Νοε 2010

104 ~ Έντμουντ Κήλυ: Το καλοκαίρι του 1940

Το τοπίο εκείνου του καλοκαιρινού ταξιδιού χάθηκε εν μέρει κάτω από το βάρος άλλων αναμνήσεων. Το 1940 επισκεφτήκαμε εθνικά πάρκα και απόμερες πόλεις που έκαναν ξανά την εμφάνισή τους με ουσιώδη κι επομένως πιο αξιομνημόνευτο τρόπο κατά τη διάρκεια ενός άλλου καλοκαιρινού ταξιδιού με δανεικό αυτοκίνητο, που πραγματοποίησα με τους συγκάτοικούς μου στο κολέγιο το 1948: η Μέσα Βέρντε, όπου για μερικές μέρες ξεφορτώναμε από φορτηγά και στοιβάζαμε κούτσουρα, ώστε να κερδίσουμε χρήματα για να φτάσουμε στο Γιόσεμιτι, όπου δουλέψαμε εξολοθρεύοντας τους μύκητες των πεύκων και τους κροταλίες για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο Λος Άντζελες, όπου καθαρίζαμε τα αίματα σ' ένα σφαγείο, ώστε να καταφέρουμε να πάμε στα εξαγνιστικά χιόνια του όρους Ρενιέρ, στη σκιά του οποίου μαζεύαμε λυκίσκους προκειμένου να συγκεντρώσουμε τα απαιτούμενα μετρητά για να φτάσουμε στο Γέλοουστοουν κι από εκεί να πάρουμε τον γεμάτο δυσκολίες δρόμο της επιστροφής, που μας οδήγησε στις ανατολικές ακτές και σε μιαν ακόμη χρονιά στο πανεπιστήμιό μας. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από εκείνο το οικογενειακό ταξίδι με το τροχόσπιτο το 1940 ήταν η καθημερινή πολύωρη οδήγηση, απαραίτητη ώστε να καλυφτούν οι αποστάσεις της προσεκτικά σχεδιασμένης διαδρομής που είχε επιλέξει για μας ο πατέρας μου. Κάναμε περιστασιακές στάσεις σε σπίτια γνωστών - κάποιου συγγενή που βοήθησε στην ανατροφή του πατέρα μου, όταν πέθανε η μητέρα του, ή κάποιου συνταξιούχου που κάποτε υπηρέτησε μαζί του σε κάποιο πόστο -, μα όλες τις νύχτες τις περνούσαμε σε χώρους στάθμευσης για τροχόσπιτα, οι οποίοι θεωρούνταν ασφαλείς για μια πενταμελή οικογένεια που ζούσε αυτόνομα σε συνθήκες πολυκοσμίας, δίχως προφανή ανάγκη ή ευκαιρία για επικοινωνία με άλλα ζωντανά όντα εκτός από περαστικά ελάφια που διέσχιζαν τρομαγμένα τον δρόμο μας ή φιλικές αρκούδες που πλησίαζαν ψαχουλεύοντας τα σκουπίδια μας.

Εκείνο το οποίο θυμάμαι από τα τοπία που συνάντησα στο ταξίδι με το τροχόσπιτο είναι τα λιγοστά μέρη στα οποία μείναμε αρκετό χρόνο, ώστε να αποτυπωθούν στο μυαλό μου, ή ήταν αρκετά παράξενα, ώστε να καταγραφούν στο μικρό φωτογραφικό άλμπουμ του ταξιδιού μας, που είχε τότε φτιάξει η μητέρα μου κι ήταν κρυμμένο για χρόνια μαζί με όσα άλλα άλμπουμ κληρονόμησα μετά τον θανατό της: το καταφύγιο του Λίνκολν στο Ιλινόις, το Απολιθωμένο Δάσος στην Αριζόνα, το Γκραντ Κάνιον που έχανε λίγο απ' το μεγαλείο του στις θολές, μικρές φωτογραφίες, μια βόλτα με μουλάρια μέσα από τη γη των καουμπόιδων έως μια μεγάλη φυσική γέφυρα σε σχήμα ουράνιου τόξου, δύο Ινδιάνοι αρχηγοί με τα φτερά τους στο κεφάλι να περιμένουν υπομονετικά για να πουλήσουν στους περαστικούς ένα χαλί Ναβάχο, το καινούργιο μας «Ντε Σότο», απελευθερωμένο απ' το τροχόσπιτο, να διασχίζει μια σήραγγα ανοιγμένη στον κορμό μιας γιγάντιας σεγκόγια στην Καλιφόρνια.

Δεν ξέρω πόσα από αυτά τα παράξενα θα έμεναν στη μνήμη δίχως το άλμπουμ -κάποια σίγουρα-, μα εκείνο που συγκράτησα χωρίς βοήθεια ήταν η έκπληξη την οποία μου προξένησε το απέραντο μέγεθος της αγροτικής περιοχής που διασχίζαμε, τόσο διαφορετική από εκείνη της Μακεδονίας, μια πλατιά έκταση από αγρούς σε κείνη τη φαινομενικά ατέρμονη πολιτεία, η οποία συνόρευε με μια εξίσου μεγάλη έκταση στην επόμενη πολιτεία, ώσπου φτάσαμε στα Βραχώδη Όρη και μετά μας περίμενε κι άλλη ύπαιθρος που δεν έλεγε να τελειώσει, η γη συχνά ακαλλιέργητη και ξερή αλλά γεμάτη από τα δικά της ευφάνταστα περιγράμματα και χρώματα, μέχρι τους πρόποδες της επόμενης οροσειράς, λίγο πριν από την απέραντη έκταση της δυτικής θάλασσας, όλα τόσο εντυπωσιακά σε μέγεθος και ποικιλία όμως τόσο εκπληκτικά άγνωστα, που τελικά η επαφή με αυτήν τη νέα μεγάλη μου πατρίδα μού προκαλούσε υπερηφάνεια και δέος ταυτόχρονα.

Εκείνο το οποίο θυμάμαι εντονότερα απ' το καλοκαίρι αυτό είναι οι στιγμές που η οικογένειά μας έκανε ένα διάλειμμα από το αμείλικτο κυνήγι του δρομολογίου μας, τραβούσε το τροχόσπιτο στην άκρη του δρόμου κι έβγαινε απ' το αυτοκίνητο για πικνίκ σε κάποιο ύψωμα, από το οποίο μπορούσες να δεις όλη την κοιλάδα που απλωνόταν στα πόδια μας και να προσποιηθείς για λίγο ότι εξερευνούσες τα μυστικά της περάσματα που οδηγούσαν όπου ήθελε η φαντασία σου. Ή στην άκρη ενός δάσους, όπου μπορούσες να ξαπλώσεις για λίγο σαν να ήθελες να πάρεις έναν υπνάκο, ενώ κατέγραφες τα πολυάριθμα κελαηδίσματα των πουλιών πάνω απ' το κεφάλι σου και μερικές φορές τον μακρινό ήχο άγνωστων ζώων. Ή όταν η στάση για φαγητό γινόταν κοντά σ' ένα ποτάμι κι όλοι εμείς πετούσαμε τα ρούχα μας για να πλυθούμε στα κρύα νερά, η μητέρα και ο πατέρας μου λίγο πιο πέρα από μας, αλλά όχι τόσο μακριά ώστε να μην ακούμε την παιχνιδιάρικη ταραχή που τους προκαλούσε το άγγιγμα του νερού, καθώς έβρεχαν ο ένας τον άλλο ολόγυμνοι. Και πάνω απ' όλα, τις στιγμές εκείνες όπου ο πατέρας μου ξεκούραζε το χέρι του στο ανοιχτό παράθυρο του οδηγού και τραγουδούσε κάποιο τραγούδι που άκουγα για πρώτη φορά, αν και πάντοτε άρχιζε έτσι: «Είναι μακρύς ο δρόμος για το Τιπερέρι, είναι ο δρόμος πολύ μακρύς», ενώ μητέρα μου δεν τον συνόδευε, μα όταν εκείνος δεν την έβλεπε, τον κοιτούσε χαμογελώντας αμυδρά και όλο νόημα. Δεν νομίζω πως οι δυο τους υπήρξαν άλλη φορά τόσο ευτυχισμένοι.
Edmund Leroy Keeley (1928)



* Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Έντμουντ Κήλυ Ακροβατώντας στα όρια
μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
εκδ: Ωκεανίδα, 2004

* φωτογραφίες: του Robert W. Kelley για το Time & Life
(Απρ.1958), εκτός της δεύτερης που είναι από το βιβλίο.

Ετικέτες , ,

3 σχόλια:

Blogger xomeritis :

Εξαιρετικό κείμενο. Η Mesa Verde και όλη εκείνη η περιοχή με τις ινδιάνικες βραχο-πολιτείες με τα περίεργα ονόματα από τα πιο όμορφα μέρη στον κόσμο.

29/12/10 16:57  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Εξαιρετικό, αλήθεια. Δεν είχα δίλημμα στην επιλογή του, αν και σ' αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο περιλαμβάνει εμπειρίες και βιώματά του από τα χρόνια που έζησε στην Ελλάδα. Την συγκεκριμένη ανάρτησή σου δεν την θυμόμουν, όμως καθώς διάβαζα το συγκεκριμένο απόσπασμα - θα το πιστέψεις; - ο νους μου πήγε στις περιγραφές των δικών σου ταξιδιών, στον τρόπο που προσεγγίζεις το θέμα σου. Ακόμα κι αν πρόκειται για έναν περίπατο στα κοντινά. Μερσί για το λινκ! το φχαριστήθηκα περισσότερο τώρα.

30/12/10 16:05  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Και μιας και αναφέρθηκα στο βιβλίο του Κήλυ, ας μεταφέρω ό,τι γράφει στο οπισθόφυλλο:

O Έντμουντ Κήλυ, ο σημαντικότερος μεταφραστής ελληνικής ποίησης στα αγγλικά, εξομολογείται. Οι εμπειρίες μιας ζωής ανάμεσα στη φυσική του πατρίδα, την Αμερική, και τη θετή, την Ελλάδα, είναι η πρώτη ύλη του αυτοβιογραφικού του αφηγήματος. Από τις αλάνες της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής στην προπολεμική Θεσσαλονίκη των παιδικών του χρόνων, ως τα γήπεδα του μπέιζμπολ στην Ουάσινγκτον της εφηβείας του, τα βιώματα από δύο διαφορετικές κοινωνίες και δύο διαφορετικές γλώσσες σηματοδοτούν τα ίχνη μιας περιπέτειας που οδήγησε στη διαμόρφωση αυτής της εντελώς ξεχωριστής προσωπικότητας. Με το αφήγημα αυτό, που ξεχειλίζει από χιούμορ, ο Κήλυ αποδεικνύει ότι το απαράμιλλο μεταφραστικό του έργο οφείλεται στη βιωμένη εμπειρία της ακροβασίας στα όρια που ενώνουν και χωρίζουν δύο κόσμους.

30/12/10 16:09  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα