3 Φεβ 2011

109 ~ Πάτρικ Λη Φέρμορ: ανάμεσα στα δάση και τα νερά

Ο Αύγουστος προσέφερε πάμπολλες δικαιολογίες για πικνίκ. Κάναμε τσιμπούσια σε ερειπιώνες και λιβάδια, σε σπηλιές με σταλακτίτες στα βουνά του Μπανάτ και πλάι στα δάση που περιέβαλλαν τον Τσέρνα και τον παραπόταμό του, τον Μπέλα -το μαύρο και το λευκό ποτάμι-, και ένα απόγευμα πήγαμε με το αυτοκίνητο στα Λουτρά του Ηρακλή για ένα νυχτερινό γκαλά στο καζίνο.

Η μικρή πόλη τώρα έδειχνε εντελώς διαφορετική. Είχε την κωμική και σαγηνευτική χάρη μιας οπερέτας: χρώματα και ζωηράδα χαρακτήριζαν τους θαμώνες σε πολυπληθή τραπέζια, η χορευτική μπάντα και οι χορευτές γέμιζαν την τραπεζαρία του καζίνο όλο μπρίο και Schwung (κορδώματα). Με τη βοήθεια της δαμασκηνορακής και του κρασιού και του χορού, το απόγευμα χάθηκε μέσα στους χρυσαφένιους ατμούς της μέθης. Ένα μεγάλο τραπέζι δίπλα μας εξέπεμπε μια ελαφρώς θεατρική αύρα επιδεικτικότητας και σύντομα έγινε ξεκάθαρο το γιατί. Στη διάρκεια ενός διαλείμματος, οι Τσιγγάνοι είχαν αρχίσει να κινούνται από τραπέζι σε τραπέζι, και σταματούσαν στις προσηλωμένες παρέες για να παίξουν «στα αυτιά των δειπνούντων» όπως το λένε' το παίξιμο τους ήταν μάλλον διακριτικό και απαλό' όταν όμως έφτασαν στους γείτονές μας, υψώθηκε ένα προκλητικό κρεσέντο που έκανε τα κρύσταλλα του πολυέλαιου να κουδουνίζουν. Ένας ροδαλός και όμορφος άνδρας τριάντα περίπου ετών άφησε το μαχαιροπίρουνο και ξεδίπλωσε όλη του τη μαεστρία ως βαρύτονος' όλες οι συζητήσεις σταμάτησαν στη συνέχεια οι υπόλοιποι στο τραπέζι απαντούσαν την κατάλληλη στιγμή μέχρι που η αίθουσα αντηχούσε ολάκερη. Ο Χάινς είπε ότι ήταν ο θίασος της Όπερας του Βουκουρεστίου που έκανε καλοκαιρινή περιοδεία, αλλά το ξέσπασμα ήταν αυθόρμητο' είχαν αρχίσει να τραγουδούν τις άριες και τα χορικά του Κουρέα της Σεβίλλης επειδή απλά είχαν καλή διάθεση, και το τελικό τους tutti έγινε αποδεκτό με χειροκροτήματα και κραυγές «Μπράβο!» και «Ανκόρ!». Όταν πλέον ικανοποιήθηκαν όλα τα αιτήματα για συγκεκριμένα κομμάτια, άρχισε πάλι ο χορός, και σύντομα όλα τα τραπέζια έγιναν μια μεγάλη παρέα.

Βρέθηκα να χορεύω -υπό τους ρυθμούς του Couchés dans le foin, μετά το Vous qui passez sans me voir - μ' ένα κορίτσι που σπούδαζε αγγλική φιλολογία στο Βουκουρέστι' όχι πως μπορούσαμε να ακούσουμε λέξη μέσα στο ποδοβολητό του χορού. Όταν ξανακαθίσαμε, εκείνη μου είπε: «Λατρεύω τα αγγλικά βιβλία. Γουέλς, Γκάλσγουορθι, Μόργκαν, Γουόρικ Ντίπινγκ, Ντίκενς. Και την ποίηση του Μπάιρον, εάν...». Σταμάτησε, χαμογελώντας σκεφτική. Εγώ περίμενα, αναρωτώμενος ποιες ήταν οι επερχόμενες επιφυλάξεις, και ύστερα από σιωπή μερικών δευτερολέπτων, αποτόλμησα να πω: «Εάν τι;». «Εάν» είπε εκείνη «να κρατάς μπορείς το λογικό σου όταν γύρω σου όλοι το 'χουνε χαμένο και ρίχνουνε γι' αυτό το φταίξιμο σε σένα»

Την επόμενη ημέρα ενώ τριγύριζα με τα παπούτσια της γυμναστικής, το πόδι μου προσγειώθηκε σ' ένα καρφί δυόμισι εκατοστών που εξείχε σε μια σανίδα μέσα σε μια διαλυμένη ξυλαποθήκη και τρυπήθηκα πέρα για πέρα. Πονούσε λίγο και δεν έτρεξε πολύ αίμα, αλλά ένιωθα σουβλιές όταν το πατούσα, έτσι πέρασα λίγο καιρό ξαπλωμένος σε μια σεζλόγκ κάτω από ένα δέντρο, μετά βάδιζα με μπαστούνι κουτσαίνοντας. Σε τρεις ημέρες επουλώθηκε και την τέταρτη ξεκίνησα.

Ο Μάρος κυριαρχούσε τους τελευταίους τρεις μήνες. Τώρα τη θέση του είχε πάρει ο Τσέρνα και μερικές ημέρες νωρίτερα, λίγο πριν από την αυγή, είχα πάει με το άλογο προς τα ανάντη για να ρίξω μια τελευταία ματιά. Η μηλωτή από φύλλα εκτοξευόταν προς την κορυφογραμμή' από κάτω, η κοιλάδα απλωνόταν μελαγχολική και γαλήνια μέσα στο μισόφωτο' ήταν ένας αγριότοπος από πράσινα βρύα και γκρίζα αναρριχητικά φυτά, με νερόμυλους πνιγμένους στους κισσούς που σάπιζαν πλάι στις όχθες και ρυάκια που κατρακυλούσαν μέσα από τις σκιές' μετά, μέσα από τους κορμούς, αχτίδες φωτός στο χρώμα του λεμονιού έφταναν χαμηλά μέχρι τους υδρατμούς που στροβιλίζονταν κατά μήκος της κοίτης και τρύπωναν στα κλαδιά. Ήταν σαν να περπατούσα μέσα σ' έναν κόσμο που ξεπρόβαλλε από το αρχέγονο χάος.

Σήμερα όμως ακολουθούσα μια πιο πεδινή διαδρομή. Ο ποταμός, αφήνοντας το βάραθρο του και κατευθυνόμενος προς τα νότια, έμπαινε σε μια πλατιά γούβα η οποία ανηφόριζε προς τα βόρεια ανάμεσα από δύο πελώριους ορεινούς όγκους που στένευαν σταθερά μέχρι που ο δρόμος έφτασε στο πέρασμα' μετά, πολλά χιλιόμετρα μακριά στην άλλη πλευρά, κατέβαινε στην κοιλάδα του Τίμις και ακόμα πιο μακριά κατά μήκος του βρισκόταν το σημείο από το οποίο πριν από δύο εβδομάδες είχα εξαπολύσει την ατομική μου επίθεση εναντίον των Καρπαθίων. Στρεφόμενος νότια, ακολούθησα έναν κατσικόδρομο στη σκιά των δέντρων, και αναρωτήθηκα πόσο να έχει αλλάξει η κοιλάδα από την εποχή των Ρωμαίων' κοιτώντας ψηλά τους αετούς και τα μετέωρα ρουμάνια μανία, σκέφτηκα: σχεδόν καθόλου.

[....] Κατηφορίζοντας προς τον ποταμό, το μονοπάτι τον διέσχιζε ξανά και ξανά περνώντας πάνω από ξύλινες γέφυρες. Ο ήλιος θρυμματιζόταν καθώς περνούσε μέσα από το σουρωτήρι των φυλλωμάτων, και κάθε τόσο τα νερά στροβιλίζονταν ορμητικά μέσα από τα κόκκινα και πράσινα βράχια, ενώ υδρόβια φυτά λικνίζονταν σαν γοργόνες από το ρεύμα. (Χωρίς να το συνειδητοποιώ, θα πρέπει να είχα αποθηκεύσει μια σχεδόν φωτογραφική ανάμνηση αυτή της όμορφης κοιλάδας, γιατί, όταν είκοσι χρόνια μετά την ταξίδευα, αυτή τη φορά με το μικρό τρένο, ξεχασμένα ορόσημα επανεμφανίζονταν συνεχώς μέχρι που άρχισα να θυμάμαι: μια έκταση με άγριες ίριδες, ένα νησάκι με μια συστάδα από ιτιές, ένα δασύλλιο, μια βελανιδιά που είχε χτυπηθεί από κεραυνό ή ένα μοναχικό ξωκλήσι, και ύστερα από λίγα λεπτά αυτά εμφανίζονταν μπροστά μου' ξάφνου, μετά μια χαρακτηριστική θηλιά του ποταμού, ήταν όλα εκεί, πνιγμένα σε βάθος είκοσι χρόνων αλλά αναδύονταν στην επιφάνεια ένα ένα, μια αλυσίδα από σωσμένες εικόνες, σαν κάτι χαμένο για καιρό που σ' το επιστρέφουν.)

Ένας ηλικιωμένος κάτω από μια μουριά με ρώτησε πού πήγαινα. Όταν του είπα «Constantinopol», έκανε ένα αμυδρό νεύμα και δεν με ρώτησε τίποτα άλλο, λες και είχα αναφέρει το διπλανό χωριό. Ένα εντυπωσιακό πουλί που δεν είχα ξαναδεί, περίπου στο μέγεθος κόρακα και με λαμπερό γαλάζιο χρώμα όταν βρισκόταν στον αέρα, πέταξε σ' ένα κοντινό κλαδί. «Dumbrăveancă» το αποκάλεσε ο γέρος: «αυτό που αγαπά τα δάση με βελανιδιές». (Ήταν μια χαλκοκουρούνα.) Ελπίζοντας να ξαναδώ τα υπέροχα χρώματα του, χτύπησα τα χέρια μου και εκείνο πέταξε στον ουρανό από τη νέα του κούρνια σαν πλάσμα του Μέτερλινκ.

Ο γέρος σήκωσε ένα πεσμένο μούρο από το χορτάρι, και, δίνοντας μια βουβή επίδειξη, καμπύλωσε το δείκτη του σαν να πέρναγε ένα αγκίστρι και μετά έκανε πως πετά πετονιά στο ποτάμι. Εννοούσε πως χρησιμοποιούσαν μούρα για δόλωμα; Σίγουρα όχι για τις πέστροφες; «Όχι, όχι». Κούνησε το κεφάλι του και είπε ένα άλλο όνομα. Η χειρονομία του παρέπεμπε σε ένα πολύ μεγαλύτερο ψάρι μέχρι που τα χέρια του άνοιξαν εντελώς όπως ενός παίκτη κονσερτίνας. Ένα στουριόνι από τον Δούναβη, ίσως. Δεν ήταν μακριά.

Ήταν πολύ κοντύτερα απ' ό,τι νόμιζα, γιατί εντελώς ξαφνικά οι πλευρές της πεδιάδας βυθίστηκαν και αποκάλυψαν τους πύργους και τα δέντρα της Όρσοβα, μετά τα ταραγμένα κίτρινα και γκριζογάλαζα νερά του Δούναβη και τον πασσαλοφράχτη των σερβικών βουνών πέρα. Το θέαμα ήταν δραματικό και αιφνίδιο. Η φαρδιά καμπύλη του ποταμού ήρθε στο προσκήνιο, περνώντας μέσα από μια απόκρημνη περιοχή στα δυτικά' μετά, αφού χωρίστηκε με αναφτέριασμα γύρω από το φουντωτό νησάκι και κατόπιν ενώθηκε πάλι, συνέχισε προς τα κατάντη για να κάνει μια σχεδόν εξίσου εντυπωσιακή έξοδο.

Μπήκα βιαστικός στην πόλη κι έτρεξα να μαζέψω μερικά γράμματα από το ποστ-ρεστάντ - μόλις που πρόλαβα. Κάθισα με αυτά στο τραπέζι ενός καφενείου στην προβλήτα. Ένα από τα γράμματα, γεμάτο γεωλογικές συμβουλές, ήταν από τον πατέρα μου, ταχυδρομημένο πριν από δύο μήνες από τη Σίμλα: «Οι πάντες έχουν μετακομίσει εδώ για να αποφύγουν τον καύσωνα» μου έγραφε. «Από το παράθυρο μου βλέπω το δυτικό τμήμα της κεντρικής οροσειράς των Ιμαλαΐων, και πολλές από τις χιονισμένες κορυφές του Θιβέτ. Είναι μια υπέροχη αλλαγή από την Καλκούτα...».

Η επιστολή της μητέρας μου ερχόταν σε απάντηση ενός γράμματος που περιείχε μια διασκεδαστική -ήλπιζα- περιγραφή του παρασιτικού καλοκαιριού μου' της έστελνα αναφορές προόδου μου κάθε εβδομάδα περίπου, εν μέρει για να την ψυχαγωγήσω και εν μέρει για να συμπληρώσω το ημερολόγιο μου αργότερα. «...Βλέπω τι εννοείς για το Mr. Sponge's Sporting Tour» μου έγραφε. «Θα ακολουθήσεις τον Δούναβη; Θα φτάσεις σ' ένα μέρος που λέγεται Ρουστσούκ - μόλις το κοίταξα στον άτλαντα» συνέχιζε. «Μάντεψε ποιος γεννήθηκε εκεί!». Ήταν ο Μάικλ Άρλεν. (Όπως -αν και τότε δεν είχα ακόμη ακούσει για αυτόν- και ο Ελίας Κανέτι.) Η μητέρα μού έδινε πολλές τέτοιες πληροφορίες, συχνά όχι ακριβείς αλλά πάντα ενδιαφέρουσες. Της άρεσε πάρα πολύ να κόβει άρθρα από εφημερίδες και ύστερα από λίγο μια μάζα από αποκόμματα, γεμάτα με ιστορίες του Λονδίνου, κάλυπτε το τραπέζι.

Υπήρχαν πολλά άλλα γράμματα και ένας κανναβένιος φάκελος διαγραμμισμένος με μπλε κιμωλία περιείχε τα χαρτονομίσματα των τεσσάρων λιρών για τον τελευταίο μήνα' πάνω στην ώρα, για άλλη μια φορά! Αλλά το γράμμα που άνοιξα πρώτο και με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό ήταν γραμμένο στα γαλλικά με τον άγριο γραφικό χαρακτήρα της Αγκέλα και είχε ταχυδρομηθεί το επόμενο πρωινό της άφιξής της στη Βουδαπέστη. Όλα μας τα σχέδια και τα τεχνάσματα είχαν στεφθεί με επιτυχία! Ο τόνος του κειμένου, γραμμένου σε χοντρές κόλλες, ήταν στοργικός και αστείος και διαποτισμένος από τις χαρές της τριπλής φούγκας μας. Έκανα στην άκρη τα γράμματα, τα αποκόμματα και τα βιβλία και της έγραψα μια απάντηση αμέσως' μετά, ένα γράμμα για το Λονδίνο και ένα για τη Σμίλα, και μέχρι να τελειώσω ο ήλιος είχε δύσει αφήνοντας στο ποτάμι μια ανοιχτή τσίγκινη απόχρωση. Η νέα σελήνη εμφανίστηκε πελιδνή για μία ώρα και μετά βούτηξε πίσω από τους αντικρινούς λόφους.

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το γράμμα της Αγκέλα. Τα αισθήματα μας -τα δικά μου, τουλάχιστον- ήταν πιο έντονα απ' ό,τι είχαμε παραδεχτεί, και το δέσιμο μας, για όσο διήρκεσε, ήταν ολοκληρωτικό: η τρυφερότητα και ο ενθουσιασμός έρρεαν αφειδώς' δεν είναι να απορεί κανείς που πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας: η καλή διάθεση και το αίσθημα της περιπέτειας είχαν χαρίσει μια εύθυμη νότα στα πάντα και ένιωθα σίγουρος ότι, για να αποφύγουμε τις στεναχώριες αργότερα, η Αγκέλα είχε επιδέξια κρατήσει τα πράγματα σε αυτό το επίπεδο. Το σύντομο διάστημά μας μαζί ήταν γεμάτο ανέφελη αγαλλίαση - ο χωρισμός δεν ήταν φταίξιμο κανενός μας και δεν υπήρχαν λόγοι για οτιδήποτε άλλο παρά ευγνωμοσύνη και ίσως να είχαμε σταθεί πιο τυχεροί απ' όσο γνωρίζαμε.
Patrick Leigh Fermor (1915)
[update: (1915-2011)]



* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
του Πάτρικ Λη Φέρμορ Ανάμεσα στα δάση και τα νερά
Μετάφραση:
Νίκος Κούτρας
εκδ. Μεταίχμιο, 2004
*
φωτογραφίες: welt.de, feldgrau.net,
admiralcod.blogspot.com, animale-salbatice.ro,
ccbmc.com, patrickleighfermor.wordpress.com


Περισσότερα:
ο Πάτρικ Λη Φέρμορ
- στο - ταξιδεύοντας, και
- στο - γράμμα σε χαρτί

Ενημέρωση 10 Ιουνίου 2011
Τα Νέα: Έφυγε ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ένας μεγάλος φίλος της Ελλάδας

Ετικέτες , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα