164 ~ Χρόνης Μπότσογλου: Η εμπειρία του βιωμένου χώρου
Η ζωή είναι πολύ φτωχή για να μην είναι αιώνια, λέει ο Μπόρχες. Τη δική μου αιωνιότητα τη ζω με τη συνείδηση που έχω αποκτήσει, ονειροπολώντας ανάμεσα σε λαμπρά μνημεία του παρελθόντος και μια ανιαρή καθημερινότητα. Γι αυτό θα αναφερθώ στη μοναδική εμπειρία μιας μικρής νυχτερινής στιγμής που έζησα στο χώρο του λιοτριβιού του Γιώργου Ελευθεριάδη, το οποίο είχα μετατρέψει σε ατελιέ και δούλευα τα καλοκαίρια από το 1977 μέχρι το 1986, στην Πέτρα της Λέσβου.
Αύγουστος μήνας, προς το τέλος του, η μέρα μίκρυνε πολύ, κλείδωσα και πήγα να συναντήσω τους άλλους που άρχισαν τα ούζα στην πλατεία. Ο καιρός έχει ψυχράνει αρκετά και ξέχασα τη ζακέτα μου στο χώρο του σαπουναριού όπου δούλευα —το σαπουναριό είναι ο επάνω χώρος του λιοτριβιού— αναβάλλω να πάω να την πάρω, όμως όσο νυχτώνει, νιώθω να κρυώνω περισσότερο. Στο τέλος με στέλνει η Ελένη με το ζόρι. Το χώρο τον γνωρίζω σαν να είναι σπίτι μου. Άνοιξα, ο διακόπτης του ηλεκτρικού είναι δίπλα στο κλειστό φύλλο της πόρτας, αλλά διστάζω, γιατί στη σχισμή υπάρχουν αραχνοφωλιές και παράτησα τον αναπτήρα μαζί με τα τσιγάρα στο τραπέζι. Βιάζομαι να τελειώσω. Είμαι σίγουρος για το χώρο, κι ας μη βλέπω τίποτα. Το τσιμεντένιο πεζούλι, μέσα από την πόρτα, μια δρασκελιά, μετά ένα μικρό, χαμηλό σκαλί, κανονικά θα έπρεπε να ήταν τρία, αλλά θα έκλειναν το χώρο της δουλειάς. Κατεβαίνω. Σαν να συνηθίζω το σκοτάδι και παρόλο που άφησα την πόρτα ανοιχτή, τα φώτα του δρόμου δε φτάνουν να φωτίσουν αυτό τον Άδη. Οι ασπρισμένοι τοίχοι στο βάθος, πάνω από την τζαμαρία που χωρίζει τον πίσω χώρο, στο πατάρι του μεσοπατώματος μόλις που διακρίνονται. Λίγο αριστερά να αποφύγω τους πάγκους με τα φίλτρα. Μετά το βαρέλι στενεύει το πέρασμα, να προσέξω μην ακουμπήσω και λερωθώ. Άλλα τρία βήματα, δίπλα το αυλάκι, μπροστά στη σκάλα ένας σωλήνας χάνει νερό και έχει δημιουργηθεί λασπουριά, το τσουπί που ρίξανε πάνω έχει μουλιάσει, μεγάλο βήμα λοιπόν για το πρώτο σκαλί. Τα ποντίκια χαρχαλεύουν εκεί δίπλα, δε φαίνεται να ενοχλούνται από την παρουσία μου. Δε με νοιάζουν τα ποντίκια. Το επόμενο βήμα στο τρίτο σκαλί, γιατί το δεύτερο είναι ξεκολλημένο. Έφτασα στο διάδρομο του μεσοπατώματος. Παρόλο που έχω απλωμένα και τα δύο χέρια μπροστά από τα μούτρα μου, ένας αραχνοϊστός μού κόλλησε στο κούτελο, η αφή του μου δημιουργεί μια αίσθηση φρίκης. Τέσσερα βήματα και δεξιά η απότομη σκάλα που ανεβάζει στο χώρο του σαπουναριού. Είναι πολύς ο καιρός που έπαψε να λειτουργεί σαν τέτοιο, γι' αυτό και ο χώρος είναι εντελώς άδειος, στρωμένος απ' άκρη σ' άκρη με τσουπιά που τα απλώσανε μετά το πλύσιμο τους να στεγνώσουν, αφού βγήκε το λάδι και της φετινής σοδειάς.
Έπειτα από το σκοτάδι... Μα πού βρέθηκα ξαφνικά; Σαν να πέρασα σε άλλη διάσταση... Μέσα στον αχανή ενιαίο χώρο με τα χτισμένα παράθυρα από τις τρεις μεριές ανοιχτά —και μάλιστα τα περισσότερα να λείπουν, εντελώς κατεστραμμένα, απομένουν μονάχα τα παράθυρα της όψης από τη μεριά της θάλασσας— υπήρχε ένα φως, σαν από φεγγαρόφωτο! Έξω η σκοτεινή βοή του κύματος, νύχτα ασέληνη. Από πού έφεγγε αυτό το φως; Μήπως η θάλασσα που έσκαγε στα κράσπεδα του δρόμου, που τη χωρίζει από το λιοτρίβι, αντανακλούσε με τρόπο μυστηριακό εκεί μέσα το φως του ήλιου που ολημέρα τη ζέσταινε; Ή μήπως ξεχάστηκε απ' το απομεσήμερο, όταν οι αχτίδες της δύσης ανάβουν τα ντουβάρια μέχρι μέσα; Ήταν κάτι που δεν μπορούσα λογικά να εξηγήσω, όπως στα θαύματα! Το φως, εγκλωβισμένο σ' εκείνο τον κλειστό χώρο, έκανε τους τοίχους να φωσφορίζουν και να μεταβάλλουν συνέχεια τα σχήματα τους, ενώ τα χτισμένα με τούβλα παράθυρα μοιάζαν πόρτες που κάθε μια άνοιγε σ' έναν τόπο μυστικό. Σκεφτόμουν ότι μετά τον Άδη εδώ ήταν το Καθαρτήριο όπου όφειλα να εγκαταλείψω όλες τις εκδοχές του καλού και του κακού, αναζητώντας μόνο την ενότητα του εαυτού μου...
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι. Συνήλθα μόνο όταν άκουσα να με φωνάζουν απ' έξω.
Χρόνης Μπότσογλου (1941)Αύγουστος μήνας, προς το τέλος του, η μέρα μίκρυνε πολύ, κλείδωσα και πήγα να συναντήσω τους άλλους που άρχισαν τα ούζα στην πλατεία. Ο καιρός έχει ψυχράνει αρκετά και ξέχασα τη ζακέτα μου στο χώρο του σαπουναριού όπου δούλευα —το σαπουναριό είναι ο επάνω χώρος του λιοτριβιού— αναβάλλω να πάω να την πάρω, όμως όσο νυχτώνει, νιώθω να κρυώνω περισσότερο. Στο τέλος με στέλνει η Ελένη με το ζόρι. Το χώρο τον γνωρίζω σαν να είναι σπίτι μου. Άνοιξα, ο διακόπτης του ηλεκτρικού είναι δίπλα στο κλειστό φύλλο της πόρτας, αλλά διστάζω, γιατί στη σχισμή υπάρχουν αραχνοφωλιές και παράτησα τον αναπτήρα μαζί με τα τσιγάρα στο τραπέζι. Βιάζομαι να τελειώσω. Είμαι σίγουρος για το χώρο, κι ας μη βλέπω τίποτα. Το τσιμεντένιο πεζούλι, μέσα από την πόρτα, μια δρασκελιά, μετά ένα μικρό, χαμηλό σκαλί, κανονικά θα έπρεπε να ήταν τρία, αλλά θα έκλειναν το χώρο της δουλειάς. Κατεβαίνω. Σαν να συνηθίζω το σκοτάδι και παρόλο που άφησα την πόρτα ανοιχτή, τα φώτα του δρόμου δε φτάνουν να φωτίσουν αυτό τον Άδη. Οι ασπρισμένοι τοίχοι στο βάθος, πάνω από την τζαμαρία που χωρίζει τον πίσω χώρο, στο πατάρι του μεσοπατώματος μόλις που διακρίνονται. Λίγο αριστερά να αποφύγω τους πάγκους με τα φίλτρα. Μετά το βαρέλι στενεύει το πέρασμα, να προσέξω μην ακουμπήσω και λερωθώ. Άλλα τρία βήματα, δίπλα το αυλάκι, μπροστά στη σκάλα ένας σωλήνας χάνει νερό και έχει δημιουργηθεί λασπουριά, το τσουπί που ρίξανε πάνω έχει μουλιάσει, μεγάλο βήμα λοιπόν για το πρώτο σκαλί. Τα ποντίκια χαρχαλεύουν εκεί δίπλα, δε φαίνεται να ενοχλούνται από την παρουσία μου. Δε με νοιάζουν τα ποντίκια. Το επόμενο βήμα στο τρίτο σκαλί, γιατί το δεύτερο είναι ξεκολλημένο. Έφτασα στο διάδρομο του μεσοπατώματος. Παρόλο που έχω απλωμένα και τα δύο χέρια μπροστά από τα μούτρα μου, ένας αραχνοϊστός μού κόλλησε στο κούτελο, η αφή του μου δημιουργεί μια αίσθηση φρίκης. Τέσσερα βήματα και δεξιά η απότομη σκάλα που ανεβάζει στο χώρο του σαπουναριού. Είναι πολύς ο καιρός που έπαψε να λειτουργεί σαν τέτοιο, γι' αυτό και ο χώρος είναι εντελώς άδειος, στρωμένος απ' άκρη σ' άκρη με τσουπιά που τα απλώσανε μετά το πλύσιμο τους να στεγνώσουν, αφού βγήκε το λάδι και της φετινής σοδειάς.
Έπειτα από το σκοτάδι... Μα πού βρέθηκα ξαφνικά; Σαν να πέρασα σε άλλη διάσταση... Μέσα στον αχανή ενιαίο χώρο με τα χτισμένα παράθυρα από τις τρεις μεριές ανοιχτά —και μάλιστα τα περισσότερα να λείπουν, εντελώς κατεστραμμένα, απομένουν μονάχα τα παράθυρα της όψης από τη μεριά της θάλασσας— υπήρχε ένα φως, σαν από φεγγαρόφωτο! Έξω η σκοτεινή βοή του κύματος, νύχτα ασέληνη. Από πού έφεγγε αυτό το φως; Μήπως η θάλασσα που έσκαγε στα κράσπεδα του δρόμου, που τη χωρίζει από το λιοτρίβι, αντανακλούσε με τρόπο μυστηριακό εκεί μέσα το φως του ήλιου που ολημέρα τη ζέσταινε; Ή μήπως ξεχάστηκε απ' το απομεσήμερο, όταν οι αχτίδες της δύσης ανάβουν τα ντουβάρια μέχρι μέσα; Ήταν κάτι που δεν μπορούσα λογικά να εξηγήσω, όπως στα θαύματα! Το φως, εγκλωβισμένο σ' εκείνο τον κλειστό χώρο, έκανε τους τοίχους να φωσφορίζουν και να μεταβάλλουν συνέχεια τα σχήματα τους, ενώ τα χτισμένα με τούβλα παράθυρα μοιάζαν πόρτες που κάθε μια άνοιγε σ' έναν τόπο μυστικό. Σκεφτόμουν ότι μετά τον Άδη εδώ ήταν το Καθαρτήριο όπου όφειλα να εγκαταλείψω όλες τις εκδοχές του καλού και του κακού, αναζητώντας μόνο την ενότητα του εαυτού μου...
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι. Συνήλθα μόνο όταν άκουσα να με φωνάζουν απ' έξω.
Θα πρέπει να ήμουνα στο γυμνάσιο (εξατάξιο). Δε θυμάμαι πού το διάβασα, είναι όμως από τα πράγματα που παίξανε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησής μου, μια επιλογή η οποία καθόρισε τη σπουδή στην τέχνη μου. Είχα διαβάσει ότι ο Μπέρναρντ Σο σε μια συνέντευξή του είχε πει: «Εγώ είμαι μεγάλος καλλιτέχνης, όμως δεύτερης κατηγορίας». Κάπως έτσι το κατάλαβα. Με απασχόλησε το τι εννοούσε, με βασάνισε πολύ, πολλά χρόνια. Και αποφάσισα ότι εγώ θα γίνω πρώτης κατηγορίας, χωρίς να με νοιάζει αν θα μείνω μικρός καλλιτέχνης.
*απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μπότσογλου
Το χρώμα της σπουδής
Εκδόσεις Πατάκη, 2005
*φωτογραφίες: gkakourouchroni.com, enet.gr,
popaganda.gr, epsilonartgallery.blogspot.com
*πίνακες: poemsgolitsis.blogspot.com,
ebooks.edu.gr, e-go.gr
links:
- tovima.gr: Χρόνης Μπότσογλου - Πίσω από το είδωλο
(συν/ξη στην Σόνια Ζαχαράτου. Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τχ. 483
- kathimerini.gr: Χρόνης Μπότσογλου - Ταλέντο είναι η ικανότητα επιλογής
(της Γιούλης Επτακοίλη)
- Βιβλιοθήκες Ε.Ε.Ι.: Χρόνης Μπότσογλου - Η ζωή και το έργο του
- popaganda.gr: Χρόνης Μπότσογλου: «Μνήμη είναι ο τρόπος που ζούμε τα πράγματα»
(της Λίνας Ρόκου)
Το χρώμα της σπουδής
Εκδόσεις Πατάκη, 2005
*φωτογραφίες: gkakourouchroni.com, enet.gr,
popaganda.gr, epsilonartgallery.blogspot.com
*πίνακες: poemsgolitsis.blogspot.com,
ebooks.edu.gr, e-go.gr
links:
- tovima.gr: Χρόνης Μπότσογλου - Πίσω από το είδωλο
(συν/ξη στην Σόνια Ζαχαράτου. Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τχ. 483
- kathimerini.gr: Χρόνης Μπότσογλου - Ταλέντο είναι η ικανότητα επιλογής
(της Γιούλης Επτακοίλη)
- Βιβλιοθήκες Ε.Ε.Ι.: Χρόνης Μπότσογλου - Η ζωή και το έργο του
- popaganda.gr: Χρόνης Μπότσογλου: «Μνήμη είναι ο τρόπος που ζούμε τα πράγματα»
(της Λίνας Ρόκου)
Ετικέτες ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ, ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΕΛΛ., ΕΛΛΗΝΕΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα