5 Ιαν 2009

66 ~ Pier Paolo Pasolini: Προσδίδω μεγάλο κύρος σε αυτόν που έχω μπροστά μου, χωρίς να κάνω καμιά απολύτως διάκριση

* Το βουτυρόπαιδο και το υποπρολεταριάτο...Ήμουν δυστυχώς ένα βουτυρόπαιδο. Ο πατέρας μου αξιωματικός η μητέρα μου δασκάλα. Μεγάλωσα στην Βόρεια Ιταλία στο Φρίουλι. Μετά πήγα στην Ρώμη και γνώρισα έναν άγνωστο κόσμο. Τον κόσμο του υποπρολεταριάτου. [....] Εγώ, λοιπόν, το βουτυρόπαιδο, έφτασα στη Ρώμη... και έμεινα κατάπληκτος, εμβρόντητος... από την εμφάνιση του κόσμου που δεν γνώριζα. Μου κινήθηκε το ενδιαφέρον γι' αυτόν τον κόσμο... όπως συμβαίνει με όλα όσα με εντυπωσιάζουν βαθιά. Οι ποιητές μιλούν γι' αυτό που τους συμβαίνει. Οι ποιητές μιλούν γι' αυτά που τους εντυπωσιάζουν. [....] Σ' αυτό το σπίτι έμεινα τρία χρόνια. Εδώ έγραψα το πρώτο μου βιβλίο «Τα παιδιά της ζωής». Είναι μια απάντηση σε όλους αυτούς που λένε... ότι ήρθα στις συνοικίες της Ρώμης για τουρισμό. Έζησα εδώ γιατί ήμουνα πάρα πολύ φτωχός. Ήρθα από το Φριούλι και ήμουνα άνεργος. Έμεινα στη Ρώμη ένα χρόνο ψάχνοντας για δουλειά. Αργότερα βρήκα μια δουλίτσα σε ένα σχολείο. Στο Τσιαμπίνο, πολύ μακριά από εδώ. Δούλευα για 27.000 λιρέτες το μήνα. Έζησα από κοντά τη ζωή στις συνοικίες της Ρώμης. Έγραψα το βιβλίο «Τα παιδιά της ζωής» και την ποιητική συλλογή «Οι στάχτες του Γκράμσι». Έκανα μια ποιητική ανθολογία στην Ιταλική διάλεκτο. Και μια ανθολογία με λαϊκά ποιήματα. Δούλεψα πολύ εκείνη τη χρονιά. Βλέπετε, η πραγματικότητα σας μιλάει. Βλέπετε αυτούς τους στίχους; Σπίτια που τα έχτισαν οι εργάτες με τα χέρια τους. Είναι χαρακτηριστική συνοικία. Δεν είναι σαν τις συνοικίες του υποπρολεταριάτου. Οι συνοικίες που περιγράφω στα βιβλία και στις ταινίες είναι συνοικίες που κατασκεύασε ο φασισμός... σαν στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους φτωχούς.

[....] Πήγαινα να δώσω μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο, όταν ένιωσα κάτι παγερό στην πλάτη και το κεφάλι. Διαπίστωσα ότι ήταν άσπρη μπογιά. Γύρισα και είδα μια ομάδα νεαρών φασιστών γύρω μου. Μαζί μου ήταν ο Νινέτο και τ' αδέλφια του. Εγώ ξεμονάχιασα έναν, αυτοί τους άλλους. Οι δύο δέχτηκαν αργότερα επίθεση με αυτοκίνητο. Αυτός που χτυπούσα εγώ το 'βαλε στα πόδια. Τον κυνήγησα για ένα χιλιόμετρο. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να μου γλιτώσει... ανέβηκε πάνω σε ένα σταματημένο τραμ, ανέβηκα και γω κι εκείνος άρχισε να με κλωτσάει. Επειδή είδε ότι ούτε με τις κλωτσιές μου ξέφευγε, βγήκε από την μπροστινή πόρτα του τραμ. Έκανα το ίδιο και συνέχισα να τον κυνηγώ. Ξαφνικά τον έχασα, είχε μπει μέσα σε ένα γκαράζ που είχε, φαίνεται, δύο πόρτες και έτσι ξέφυγε. Έτσι έχει το επεισόδιο με τους φασίστες. [....] Δύο, νομίζω, ότι είναι οι λόγοι που εξηγούν την αγάπη μου, την άνεση μου με τον χώρο του υποπρολεταριάτου. Ο ένας είναι ψυχολογικός. Εγώ, και να θέλω, δεν μπορώ να κάνω διακρίσεις. Είτε έχω μπροστά μου ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, είτε έναν ταπεινό σκουπιδιάρη, είναι το ίδιο. Κι αυτό από μια παιδική συστολή, πιστεύω. Συχνά δυσκολεύομαι να μιλήσω στον ενικό σε σκύλο, αυτή τη συστολή την έχω όχι μόνο με ανθρώπους... αλλά με κάθε ζωντανό πλάσμα. Προσδίδω μεγάλο κύρος σε αυτόν που έχω μπροστά μου, χωρίς να κάνω καμιά απολύτως διάκριση. Όλα τα ζωντανά πλάσματα που έχω μπροστά μου... είναι σχεδόν πάντα μητέρες και πατέρες. Ο δεύτερος λόγος είναι ιστορικός... λιγότερο διασκεδαστικός αλλά εξίσου σημαντικός.

[......] Στις ταινίες μου... μιλάω για τη δική μου δουλειά, δεν υπάρχουν συνεχόμενα πλάνα. Ποτέ! Υπάρχουν ελάχιστα γενικά πλάνα. Και ποτέ δεν γίνεται σύνδεση. Μοντάζ δύο γενικών πλάνων. Ή δύο μέσων πλάνων... χαρακτηριστικό των ρεαλιστικών ταινιών. Στις ταινίες μου υπάρχει κάτι ακόμα. Επικρατούν... λέγεται αυτό; (διαρκούν) τα γκρο-πλάν. Δεν χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν ζωντάνια. Αλλά μάλλον ιερότητα. Χαρακτηριστικό αυτού του ύφους δεν είναι η ελπίδα, αλλά η απελπισία. Με την εξαφάνιση της ελπίδας... χάνεται και η αγάπη για τον μέσο άνθρωπο. Αγαπούν τον ήρωα. Τον άνθρωπο - εξαίρεση. Εγώ είμαι σαν τον γλύπτη. Το πορτραίτο των ανθρώπων των συνοικιών της Ρώμης... ή κάποιου άλλου ανθρώπου... δεν είναι κάτι κομψό και οικείο... αλλά είναι τεράστιο άγαλμα. (από γαλλικό ντοκυμανταίρ που προβλήθηκε στην ΝΕΤ - απόδοση: Κούλα Καφέτζη, Σοφία Στεργιοπούλου)
* Ο Αλέκος Παναγούλης και ο αγώνας των φοιτητών
20 Nοεμβρίου, 1968 - Ο Παναγούλης πρόκειται να τουφεκιστεί κι εγώ δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια ν' ανεχτώ κάτι τέτοιο. Βρίσκομαι κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δέσμιος υποχρεώσεων, μελλοντικών σχεδίων, κ.λπ., όμως συνάμα κυριευμένος από ένα περίεργο αίσθημα νευρικότητας εξαιτίας της ανικανότητας μου ν' αντιδράσω. Είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες δεκαετίες μου συνέβη συχνά να ζυμωθώ με τον κόσμο και «ν' αποφασίσω» κι εγώ ανάμεσα σε κραυγές διαμαρτυρίας σαν αυτές που σήμερα τόσο εντυπωσιακά και βίαια εκτινάζονται ψηλά μέχρι τον ουρανό του Τορίνο. Πολλές φορές υπέφερα κι ένιωθα να σκίζονται τα σπλάχνα μου από αγωνία και θυμό, όμως ποτέ πριν δεν μου συνέβη να νοιώσω έτσι όπως σήμερα. Τι το ειδικό έχει αυτή η καταδίκη εις θάνατον; Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω. Μου 'ρχονται στο νου μονάχα κάτι κοινοτοπίες όπως π.χ.: είναι η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί τώρα ξαφνικά φαίνεται το ποτήρι αυτό γεμάτο μέχρι το χείλος ώστε να ξεχειλίσει. Βεβαίως ανέκαθεν αναρωτιόμουν αν το ποτήρι της υποταγής και της καρτερίας μας μπορούσε να έχει απύθμενη χωρητικότητα. Και βρίσκομαι τώρα να κρατώ εγώ ένα ποτήρι ξέχειλο χωρίς καθόλου να διαθέτω την εμπειρία κάποιου που έχει φτάσει στα όρια της ανοχής. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα γι' αυτό που λέω από την περίπτωση του Παναγούλη...

21 Νοεμβρίου, 1968 - Ανοίγω την εφημερίδα, που μου πέρασαν από τη χαραμάδα της πόρτας. «Λιγοστεύουν οι ελπίδες για τον Παναγούλη». Όμως γιατί λιγοστεύουν»; Διότι ο Παναγούλης ελπίζει να πεθάνει. Μα τέτοιες υπάρχουν ήδη «πολλές ελπίδες» για τον Παναγούλη. Όμως έτσι κάνει λάθος ο ίδιος γιατί δεν ξέρει πώς να είναι ήρωας. Από τη στιγμή που ο ίδιος αναγνωρίζεται ήρωας είναι ταυτοχρόνως ο εξορκισμένος, ο αποδιοπομπαίος.
Είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο το να απαιτείται η αγιότητα των άλλων για να διατηρήσουμε εμείς ήσυχη τη συνείδηση μας τη στιγμή που όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν άγιοι. Όταν συνειδητοποιήσουμε τι είναι τους καθαγιάζουμε, τους αγιοποιούμε. Η καθαγίαση τους ξεχωρίζει από τους άλλους, τους απομονώνει, τους κατηγοριοποιεί και τους καθιστά ακίνδυνους και κάπως κωμικούς και σχηματοποιημένους.
Η αυταρχική κοινωνία δημιουργεί μόνη της τους ήρωες της και μετά τους τοποθετεί στο πάνθεον της. Ο Παναγούλης είναι ήρωας. Οι συνταγματάρχες είναι σκληροί. Κι όλα πάνε μια χαρά. Εγώ από ανθρωπιά και μόνο δεν μπορώ να ανεχθώ το θάνατο του. [....] Εξ αποστάσεως κάθε φωνή διαμαρτυρίας στην πλατεία γίνεται με τις άλλες ένα. Γιατί η απόσταση διορθώνει, φιλτράροντας αδιάφορα μέσα στον χώρο, την αίσθηση εκείνων των κραυγών, τη χαώδη τους συμβατικότητα και την όποια βαρβαρότητα τους. Έτσι όλες τους γίνονται οδυνηρές, μυστηριώδεις, σαν να προέρχονται από έναν άλλον κόσμο, άλλους καιρούς. Και να, εξαιτίας της απόστασης οι κραυγές των διαδηλωτών, πέρα από το ότι είναι όλες τους όμοιες στον παρόντα χρόνο, είναι επίσης ίδιες με εκείνες τις άλλες του παρελθόντος. Αυτές κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι οι κραυγές των παλιών φασιστών ή και των λησμονημένων σήμερα παρτιζάνων (στην ανεκδιήγητη άνοιξη του '45).
Τελικά από ψηλά βλέπω ότι το Τορίνο δεν έχει αλλάξει. Οι μακροί του δρόμοι xάνονται μέσα στην γνωστή, κάπως ομιxλώδη, ατμόσφαιρα των ωραίων ψυxρών ημερών και πάνω σ' αυτά τα σκούρα, επίπεδα και αυστηρά οριοθετημένα οικοδομικά συγκροτήματα, τα σχεδιασμένα αχνά μέσα στην αύρα υπάρχει σαν μέσα σε μια γάζα το γαλάζιο, ένα καταραμένο γαλάζιο (δειλό, κυνικό σημάδι μιας άμωμης και ανέγγιχτης σύλληψης του χρόνου. Ο ουρανός και η φύση εκφράζουν μια αντίθεση που γίνεται ολοένα και πιο οδυνηρή μαζί μ' εκείνες τις κραυγές που ολοένα και περισσότερο γίνονται οι κραυγές κάθε τόπου, κάθε καιρού). Αραγε αυτοί οι φοιτητές που αγριοφωνάζοντας σκορπίζουν παντού πανικό να διαδηλώνουν υπέρ του Παναγούλη; Η παράξενη κραυγή τους που φτάνει ως εδώ κατά κύματα σαν από τα μακρινά βάθη του χρόνου ή μέσα από την καρδιά μιας μέρας μπορεί να εμπεριέχει την διαμαρτυρία εναντίον της δολοφονίας του; Ναι, είναι η μοναδική ελπίδα. Ο κόσμος όλος συρρικνωμένος σ' ένα πράγμα πολλαπλασιάζεται πολλές φορές επαναλαμβάνοντας το ίδιο αίσθημα.

23 Νοεμβρίου, 1968 - Δεν μπορώ να καταλάβω αυτό τον αγώνα των φοιτητών να απαιτούν να πραγματοποιούν τις συνελεύσεις τους μέσα στις σχολές. Και γιατί μέσα; Γιατί δεν συνεχίζουν τις συγκεντρώσεις τους στις πλατείες, στους κήπους, ή στις σοφίτες; Γιατί απαιτούν και αποσπούν από τους «ανωτέρους» αυτή την ελευθερία και μάλιστα την εξασφαλίζουν σε χώρους οι οποίοι από τη φύση τους δεν είναι χώροι ελευθερίας; Αυτό που έχω να πω εδώ είναι ότι όποιος διεκδικεί την ελευθερία του μετά [όταν την έχει] δεν ξέρει τι να ην κάνει. Σκέφτομαι λοιπόν ότι οι φοιτητές θα 'πρεπε να αγωνιστούν όχι για να κερδίσουν την αυτονομία και την εφαρμογή των δικαιωμάτων τους: τουλάχιστον όχι μόνο γι' αυτό. Αλλά κυρίως για να πετύχουν να αποτελούν μέρος πραγματικά σημαντικό της κοινής γνώμης. Το λέω αυτό γιατί - όπως ήταν τελικά αναμενόμενο - στην πραγματικότητα δεν ήταν οι ίδιοι αλλά η άλλη κοινή γνώμη, η επίσημη, που συνετέλεσε στη διφορούμενη απόφαση για τη ζωή του Παναγούλη (την επ' αόριστον αναβολή της θανατικής εκτέλεσης).

* Τα κατά Ματθαίον πάθη
Ήμουν φιλοξενούμενος στην Φίλο Χριστιανική Κοινότητα της Ασσίζης την οποία άλλωστε επισκέφθηκα και μετά, περισσότερο από μια φορά, εφόσον ήταν μια πόρτα πάντοτε ανοιχτή γι' ανθρώπους σαν κι εμένα. Ήταν 2 Οκτωβρίου 1962 και επρόκειτο να φθάσει από το Λορέτο ο πάπας Ιωάννης XXIII, ο πρώτος πάπας που έβγαινε από το Βατικανό κι ερχόταν να προσευχηθεί στο κοιμητήρι του Φτωχούλη για την προσεχή Σύνοδο.
Είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι και μου άρεσε ν' αφουγκράζομαι την πόλη που έβραζε από φωνές και βήματα, διψούσε από περιέργεια και ικανοποίηση. Άκουγα χιλιάδες ποδοβολητά στους δρόμους να ηχούν. Συλλογιζόμουν εκείνο τον γλυκύτατο χωρικό Πάπα που είχε στρέψει τις καρδιές προς μια ελπίδα η οποία φαινόταν τότε απλησίαστη και προς την οποία ήταν ανοιχτές οι πύλες της Παναγίας των Ουρανών, έτσι καθώς πήγαινε να συναντήσει κλέφτες κι εγκληματίες. Ήταν οπλισμένος μονάχα με την απέραντη φιλευσπλαχνία του.
Ακόμη κι εγώ αισθάνθηκα για μια στιγμή την ανάγκη να σηκωθώ, να τρέξω να πάω να τον συναντήσω, να τον δω από κοντά και να τον κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια. Ενώ όμως οι κωδωνοκρουσίες βούιζαν στο κεφάλι μου ξαφνικά η επιθυμία μου να τον δω εξαφανίστηκε. Συνειδητοποίησα ότι αν μ' έβλεπε ο κόσμος θα γινόταν τρομερό πανδαιμόνιο και θα μπορούσαν να με κατηγορήσουν ότι βρήκα την ευκαιρία να κάνω εύκολη διαφήμιση.
Εφόσον δεν αισθανόμουν καθόλου άσωτος υιός για πολλούς αυτή η συμπεριφορά μου θα ήταν μια κακόγουστη σκηνή.
Απλωσα ενστικτωδώς το χέρι στο κομοδίνο και πήρα την Καινή Διαθήκη που υπάρχει σε όλους τους ξενώνες και ξεκίνησα να διαβάζω από την αρχή, δηλαδή από το πρώτο εκ των τεσσάρων Ευαγγελίων, αυτό του Ματθαίου. Κι από την πρώτη σελίδα έφτασα μέχρι την τελευταία - το θυμάμαι πολύ καλά - από αντίδραση, σχεδόν αμυνόμενος, αλλά και με ικανοποίηση, για τον έξω θόρυβο της πόλης στη γιορτή. Τελικά κλείνοντας το βιβλίο ανακάλυψα ότι ανάμεσα στην πρώτη οχλοβοή και στις τελευταίες κωδωνοκρουσίες που ξεπροβόδιζαν στην αναχώρηση του τον προσκυνητή Πάπα, είχα διαβάσει ολόκληρο αυτό το έντονο μα συνάμα γαλήνιο, το τόσο εβραϊκό και μαχητικό κείμενο που είναι ο λόγος του Ματθαίου.
Και παλιότερα μου είχε περάσει πάλι από το νου να κάνω μια ταινία πάνω στα Ευαγγέλια όμως αυτή η ταινία γεννήθηκε σ' εκείνο το χώρο, εκείνη τη μέρα, εκείνες ακριβώς τις στιγμές. Κατάλαβα επίσης ότι πέραν της διπλής υποβλητικότητας - της ανάγνωσης μου από τη μια και της έξωθεν ηχητικής υπόκρουσης από την άλλη, με τις φωνές και τις κωδωνοκρουσίες -υπήρχε ήδη στο μυαλό μου ο πραγματικός πυρήνας και το προσχέδιο του σεναρίου. Συνεπώς ο μοναδικός στον οποίο θα μπορούσα ν' αφιερώσω την ταινία δεν ήταν άλλος από τον Πάπα Ιωάννη. Και γι' αυτό την αφιέρωσα στην αγαπημένη του «σκιά». Στην σκιά του που είναι η επιβλητική φτώχεια της πίστης και όχι το αντίθετο της. - (απόδοση: Θ. Φωσκαρίνης)Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922-1975)



* Τα κείμενα είναι από το αφιερωματικό τεύχος της Οδού Πανός -
Νο.130
, Οκτ. 2005

* φωτογραφίες: pasian.it, georgiamada.splinder.com


* για τον Π.Π.Π., ο Γιάννης Ρίτσος, ο Αλέξανδρος Παναγούλης και
ο Γιώργος Χρονάς

* H Μαρία Κάλλας στον Π.Π.Π.
* Περισσότερα για τον Πιερ Πάολο Παζολίνι
από το blog Gay Βιβλιογραφία στα Ελληνικά:

(1),(2), (3), (4), (5), (6), (7), (8)

Ετικέτες , , , ,

2 σχόλια:

Blogger Βαγγέλης Μπέκας :

Μεγάλος!
Ένας από αυτούς που γεμίζει τη φαρέτρα μας με ραδιενεργά καλώδια, χρώματα και ήχους.

5/1/09 16:06  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Σκέπτεσαι πόσα θα είχε να δώσει ακόμα αν τον είχαν αφήσει να ζήσει περισσότερο;

Κάποιοι άνθρωποι διαψεύδουν το "ουδείς αναντικατάστατος".

13/1/09 09:25  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα