26 Μαρ 2012

131 ~ Γιάννης Τσαρούχης: Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως.

Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Όπως τα περισσότερα νέα σπίτια στον Πειραιά, ήταν νεοκλασικό. Όσο θυμάμαι, δύο μόνο δεν ήταν νεοκλασικά. Το ένα ήταν σαν μεσαιωνικό κάστρο και το άλλο Art Nouveau. Το τελευταίο γρήγορα μεταποιήθηκε για να συμμορφωθεί με τα άλλα.

Φυσικά υπήρχαν και τα μικρά παλιά σπίτια που 'χαν αυλή και κάμαρες γύρω γύρω. Απέναντι στο σπίτι που γεννήθηκα ήταν το σπίτι της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου, που ήταν χήρα και πλούσια. Τα παιδιά της ήταν όλα μεγαλύτερα από μένα.

Στον Πειραιά έμενε και μια άλλη θεία που κατοικούσε στην οδό Πραξιτέλους που 'χε δυο αγόρια και τρία κορίτσια που έκαναν παρέα μ' ένα νεαρό, όχι και πολύ πλούσιο, που λεγόταν Σταύρος Νιάρχος.

Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να σεργιανίζεις σε μία γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα. Όταν κάποτε είδα σ' ένα βιβλίο γαλλικό την εικόνα ενός τοπίου του Κλωντ Λοραίν, ρώτησα αν ήταν ο Πειραιάς την παλιά εποχή.

Από τότε μικρό παιδί ρέμβαζα αυτά τα τέλεια κυμάτια κορινθιακά ή ιωνικά καμωμένα από τραβηχτό σοβά. Όλα αυτά τα πράγματα με γέμιζαν θαυμασμό και συγχρόνως πλήξη.

Η πρώτη εντύπωση που έχω από ζωγραφική παρατήρηση είναι η εξής: μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ομοιότης των σχημάτων. Το ότι η μία τοιχογραφία, στην εκκλησία που παρίστανε τον Άγιο Παντελεήμονα μπούστο, ήταν η ίδια με το εικονισματάκι που κρεμόταν στα σίδερα του κρεβατιού μου. Αυτή η διαπίστωση μου έφερε χαρά και ταραχή. Μια άλλη «ανακάλυψη» ήταν το ότι στην τύχη έμαθα πως το γαλάζιο και το κίτρινο δίνουν πράσινο. Εκείνη την εποχή, σε ηλικία εφτά οχτώ ετών, μου άρεσε να ζωγραφίζω σε μεγάλες κόλλες χαρτί συχνά 70x100 πάντα με παστέλ. Πολλές φορές συνήθιζα να σχεδιάζω πάνω σ' έναν μαυροπίνακα με την κιμωλία. Εχώριζα στα δύο τον πίνακα με μία γραμμή κάθετο και δεξιά σχεδίαζα εγώ και αριστερά ένα άλλο παιδί συνήθως η ξαδέλφη μου. Όταν τελειώναμε, ο πίνακας πήγαινε σηκωτός από τους δυο μας στην κουζίνα για να ερωτηθούν «οι δούλες» ποιο είναι το καλύτερο απ' τα δύο.

Κατά κανόνα άρεσε συνήθως του αλλουνού και όχι το δικό μου. Για να μη στεναχωριέμαι η μαγείρισσα εύρισκε πάντα τρόπο να μάθει ποιο είχα κάνει εγώ και έλεγε πως το προτιμούσε για να μ' ευχαριστήσει.

Τα πρώτα πρώτα «έργα» μου παρίσταναν αγίους με πρόσωπα κατάμαυρα σαν τις παλιές ασημωμένες εικόνες. Αυτό συνέβαινε για δυο σοβαρούς λόγους. Πρώτα γιατί δεν ήξερα, δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ένα τέλειο πρόσωπο όπως επιθυμούσα και δεύτερο γιατί κατά σύσταση μιας άλλης ευλαβικής «δούλας» ήταν καλύτερο να μη παριστάνω πρόσωπα γιατί αυτά τα χαρτιά πετιόνταν κατά γης, πατιόνταν και στο τέλος κατέληγαν στα σκουπίδια, κι' ήταν μεγάλη αμαρτία. Μη παριστάνοντας πρόσωπα, ήταν μικρότερη η «αμαρτία». Η ίδια αυτή «δούλα» η Μαριγώ είχε δει στον ύπνο της την Αγία Κυριακή κι' ήταν καταματωμένη και με πληγές και την ρώτησε, πώς είσαι έτσι σ' αυτό το χάλι Αγία Κυριακή, κι αυτή απάντησε: όταν σας βάζουν τ' αφεντικά σας να ράβετε Κυριακή το πετσί μου τρυπιέται, όταν σιδερώνετε Κυριακάτικα το κρέας μου καίγεται και πονάω, όταν σκουπίζετε ξεμερδιέται η σάρκα μου, γι' αυτό δεν πρέπει να δουλεύομε Κυριακή.

Αισθανόμουν από τότε ότι η εύτακτη οικογένειά μου έβλεπε σ' αυτή την δραστηριότητά μου μόνο αιτία λερώματος και ακαταστασίας των δωματίων. Στο νέο σπίτι που πήγαμε, το 1917 αν θυμάμαι καλά, πάλι στην οδό Λουκά Ράλλη όλα τα ταβάνια ήταν ζωγραφισμένα από έναν Ιταλό ζωγράφο.

Τo δωμάτιο όπου έπαιζα ήταν η καθημερινή τραπεζαρία. Το ταβάνι του είχε ένα κεντρικό σχήμα ωοειδές μέσα στο οποίο ήταν ζωγραφισμένος ο Αδάμ και ο Θεός του Μιχαήλ Αγγέλου. Το ωοειδές σχήμα επλαισιώνετο από διάφορα κυμάτια και κοσμήματα σε οπτική απάτη σε γκρίζους τόνους. Στο δωμάτιο της μητέρας μου υπήρχε η αλληγορία της Ανοίξεως σ' ένα μεγάλο στρογγυλό εγκόλπιο. Στην καλή τραπεζαρία μέσα σ' ένα κύκλο πάλι το άρμα του Ηλίου προοπτικώς ιδωμένο κατά πρόσωπο. Όλα αυτά ήταν περιστοιχισμένα με ανάγλυφα που μου προξενούσαν σεβασμό και κατάπληξη αλλά και πλήξη. Πολύ αργότερα όταν εγνώρισα την γενεαλογία αυτών των διακοσμήσεων στην Ιταλία και στα ναπολεόντια ταβάνια άρχισα να τα καταλαβαίνω και να τα συμπαθώ.

Την αντιγραφή του Μιχαήλ Αγγέλου είχα την ευκαιρία να συγκρίνω με μια φωτογραφία του πρωτοτύπου που βρισκόταν σ' ένα βιβλίο που 'χε φέρει ο θείος μου Χρήστος απ' τη Ρώμη. Ο θείος αυτός ήταν ένας εργένης μανιώδης για Όπερα, και χαρτοπαιξία κι' είχε τρεις φωνογράφους διαφορετικού τύπου ο καθένας. Η αισθητική μου μόρφωση συνετελείτο εκείνη την εποχή από δύο γαλλικά περιοδικά. Το ένα ήταν η Illustration καi το άλλο η Vie Parisienne. To τελευταίο ήταν ένα περιοδικό ευπρεπώς πορνογραφικό που δημοσίευε ακουαρέλλες με ημίγυμνες γυναίκες.

[....] Ανεβαίνοντας στην Αθήνα με τη μητέρα μου εντύπωση μου έκαναν στο σταθμό Μοναστηρακίου κάτι μεγάλες διαφημίσεις ζωγραφισμένες στο χέρι καμωμένες απ' την εταιρία GEO. Πολύ αργότερα έμαθα πως οι ωραίες αυτές διαφημίσεις ήταν αντίγραφα ή διασκευές από ξένα περιοδικά αντιγραμμένα από δύο εξαιρετικούς νέους ζωγράφους που λέγονταν ο ένας Κόντογλου και ο άλλος Παπαλουκάς.

Δεν παρέλειπα ποτέ να επαναλαμβάνω από μνήμης με παστέλ ό,τι είχα δει. Μετά το 1925 δύο άλλα περιοδικά με πληροφορούσαν για το Παρίσι, το Femina και το Vogue. Tα κουβαλούσαν οι ξαδέλφες μου μαζί με παρτιτούρες τραγουδιών της μόδας που τα παίζανε στο πιάνο και τα τραγουδούσανε. Στα σαλόνια της θειας μου σχεδιασμένα απ' τον Τσίλλερ και επιπλωμένα απ' τον στενό του συνεργάτη Χάιμαν συνέβαιναν παράταιρα πράγματα. Πότε έβλεπες ιεράρχες με επικαλύμμαυχα που η ευλαβής θεία μου εδέχετο με σέβας και υπερηφάνεια, ποτέ καλογήρους του Αγίου Όρους που έφερναν εικόνες των Ιωσαφαίων για πούλημα, πότε την ηθοποιό Κυβέλη κι ένα σωρό προξένους και πρεσβευτάς. Σ' αυτό το σπίτι με τα πολυτελή χρυσοποίκιλτα ταβάνια και τους απαλόχρωμους ταμπλάδες των τοίχων δεν υπήρχαν έργα ζωγραφικής κρεμασμένα. Υπήρχαν μόνο φωτογραφίες φυσικού μεγέθους, αναρτημένες πολύ ψηλά κοντά στο ταβάνι με κορνίζες χρυσές με ωοειδή πασπαρτού περίτεχνα και χρυσοποίκιλτα. Υπήρχαν επίσης μεγάλες χρωμολιθογραφίες που παρίσταναν κοριτσάκια ή χανούμισσες με ξέπλεκα μαλλιά, στολισμένα με διαμαντένια μισοφέγγαρα. Ένα μόνο έργο ζωγραφικής υπήρχε που παρίστανε ένα στρατιώτη τρία τέταρτα με μαύρο φόντο. Άκουγα συνεχώς ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο. Αργότερα κρεμάστηκαν έργα ζωγραφικής που πιθανόν προέρχονταν από χρέος ή ήσαν δώρα ευεργετηθέντος. Πολλά ήταν δουλεμένα με την σπάτουλα και άγνωστο γιατί τα έλεγαν γερμανική ζωγραφική.

Στο σπίτι αυτό, όπως είπα, εσύχναζαν πολλοί πρεσβευτές και πρόξενοι' επίσης η ηθοποιός Κυβέλη και μετά μια ορισμένη εποχή η Ελένη Παπαδάκη. Στο σπίτι αυτό είδα δυο γάμους στα καταστόλιστα με τριαντάφυλλα σαλόνια του και τον πρώτο θάνατο της οικογενείας, της θείας μου. Μέσα στα ίδια σαλόνια ντυμένα με μαύρα τούλια και κορδέλλες πένθιμες και πολλά λουλούδια και ανθισμένες αμυγδαλιές.

Στο σπίτι της θείας μου εφιλοξενήθηκα από το 1920 ως το 1925 επειδή έλειπαν στο εξωτερικό οι γονείς μου. Ήταν η εποχή που άρχισα να ζωγραφίζω με κάποιες αξιώσεις. Εγκατέλειψα τα παστέλ που χρησιμοποιούσα ως τότε και άρχισα να ζωγραφίζω με ακουαρέλλα. Από τότε θυμάμαι δεν ζωγράφισα ποτέ μου με ευκολία και με αγωνία έπιανα τα πινέλα. Επήρα και μερικά μαθήματα, σχεδίου από ένα Γάλλο ζωγράφο που λεγόταν Πικ και ήταν ειδικευμένος για παιδιά. Νομίζω πως του ΄δωσα την εντύπωση πως ήμουν ανεπίδεκτος μαθήσεως και κάποτε σταμάτησα τα μαθήματα. Άρχισα να ζωγραφίζω πάντα με ακουαρέλλα πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα στην οδό Ερμού κοντά στο Μοναστηράκι. Εζωγράφιζα πάντα απ' το φυσικό νεκρές φύσεις ή τοπία κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες. Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλλα που παριστάνει το σπίτι του χειρούργου Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ' αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που 'χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά.

Το αντίγραφο του Δαφνιού το είχα κάνει πριν φύγει η μητέρα μου για το εξωτερικό, θυμάμαι πως πήγαμε με αμάξι με άλογα το 1920 για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, γιατί το Δαφνί λειτουργιόταν τότε. Τον παπά τον πήραμε μαζί μας με το αμάξι. Έμενε απέναντι απ' το σπίτι μας σε μια μάντρα με πολλά δωμάτια, ήταν Κρητικός κι' είχε δώδεκα παιδιά. Το δωδέκατο το ΄χε βαφτίσει ο Βασιλιάς. Είχε έναν αδελφό χωροφύλακα και συνήθιζε να λέει στη μητέρα μου: «Όσα δεν προφθαινω εγώ με την φοβέρα στην εκκλησία, τα αποτελειώνει ο αδελφός μου ο χωροφύλακας κι έτσι σας προστατεύουμε κι' οι δυο απ' τους κακοποιούς».

[....] Ένα άλλο είδος εντύπωση μου 'χαν κάνει οι δυο μου επισκέψεις στο Δαφνί. Στη δεύτερη έκανα το αντίγραφο. Η ευχάριστη ταραχή που μου προξένησαν αυτά τα μωσαϊκά ήταν σαν μια πληγή που εδέχτηκα. Μια πληγή που ξαναμάτωσε όταν γνώρισα τον Κόντογλου και είδα τα εξαιρετικά αντίγραφα που είχε κάνει απ' το Δαφνί και τον Όσιο Λουκά. Το 1927 ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου μαζί με την Κατίνα Λάσκαρη, σήμερα σύζυγο του Δημήτρη Φωτιάδη και τότε συμμαθήτριά μου. Μαζί μας ήταν και δύο άλλα παιδιά. Είχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρελλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου 'πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: «Μου 'παν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό, παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού». Μέρες και μήνες βάσταξε η στεναχώρια μου γιατί εθαύμαζα πολύ τον Κόντογλου. Είχε καταρρακώσει όλη μου την αστική περηφάνεια που δεν ήταν και πολύ στερεή. Η οικογένειά μου και το περιβάλλον της ακολουθούσαν τα υποδείγματα της Ευρώπης. Στις μόδες, στα εσώρουχα, στα καπέλα, στην αρχιτεκτονική, στα έπιπλα, στην μουσική, στην φιλολογία, σε όλα. Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως. Τα λόγια του Κόντογλου, γιατί μου είχε πει πολλά, ξύπνησαν μέσα μου αλλοτινές επαφές και συναντήσεις απ' την παλιά Ελληνική Τέχνη. Εξήγειραν ζωηρές εντυπώσεις απ' τις ρεκλάμες του Δεδούσαρου του Καραγκιοζοπαίχτη, την πληγή απ' τις πρώτες εντυπώσεις του Δαφνιού, θυμήθηκα τον παπά που ερχόταν κάθε πρώτη του μηνός να κάνει αγιασμό στο σπίτι ή παρακλήσεις στις δύσκολες στιγμές της οικογενείας ή κατά τον Δεκαπενταύγουστο. Άρχισα να δουλεύω διαφορετικά, να σκέπτομαι διαφορετικά, χωρίς ωστόσο να μαϊμουδίζω τον Κόντογλου. Αυτό θα γινόταν αργότερα.

[....] Εκείνη την εποχή, θα 'μουν δεκαεννιά ετών, γνώρισα μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Αυτό που λένε έναν άτυχο έρωτα, κι' αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω σιγά σιγά μη τρώγοντας καθόλου. Στους γονείς μου που τους παραξένευε το γεγονός πως δεν καθόμουν στο τραπέζι έλεγα πως είχα φάει πριν. Σιγά σιγά άρχισα να αδυνατίζω και να γεμίζω σπυριά από αβιταμίνωση νομίζω. Το 1930 αποφάσισα να σταματήσω την αυτοκτονία με την πείνα και πήγα να δουλέψω στον Κόντογλου όπως παν στο Μοναστήρι για να ξεχάσουν τα πριν. Γίνηκα ένας καλός βοηθός και ένας πειθαρχικός μαθητής. Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του - κι' είχε πολλές - χωρίς να πάψω να φοιτώ στο Πολυτεχνείο. Με τον καιρό άρχιζα να τον κρίνω πιο γαλήνια, να βλέπω πιο καθαρά την προσπάθειά του, να τον κριτικάρω, αλλά πάντα να τον σέβομαι και να τον θαυμάζω. Εκείνη την εποχή βρήκα κι ένα γερο Αϊβαλιώτη για να μάθω να διαβάζω παρασημαντική. Ήταν πολύ καλός ψάλτης και συγχρόνως πουλούσε στην παράγκα του στον Βύρωνα κάρβουνα και ξύλα. Είχε δυο γιους, Ο ένας ήταν αστυφύλακας κι' ο άλλος κλέφτης φυλακισμένος στην Θεσσαλονίκη. Η γυναίκα του, από σεμνοτυφία ίσως, την βυζαντινή μουσική την έλεγε Βαζαντινή.
Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989)



* το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από την λέξη, τχ. 7
Σεπτέμβρης '81

* φωτογραφίες: ardin-rixi.gr, tovima.gr, os3.gr,
omikron.tv, silezukuk.tumblr.com, paidevo.gr


Links:
- Περιοδικό Ως3:
Αφιέρωμα στον Γιάννη Τσαρούχη
- Το Βήμα:
Ο μεγάλος έλληνας ζωγράφος κάνει
την προσωπική εξομολόγησή του


Aκόμα:
- Ακροκέραμα:
Εμπλουτισμένη, με πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη,
αναδημοσίευση της παρούσας ανάρτησης.


Ετικέτες , ,

5 σχόλια:

Anonymous Χρήστος :

ο Γιάννης Τσαρούχης στο Γιάννη Μόραλη


7.10.58

Αγαπητέ μου Γιάννη,

Έλαβα σήμερα το γράμμα της 7ης Οκτωβρίου και χάρηκα που είχα νέα από σένα και από την Αθήνα.
Χτες που ήταν η πρεμιέρα της Μήδειας. Καλή κοινωνία από όλα τα μέρη της γης, κριτικοί επίσης από όλα τα μέρη της γης και η Έλσα Μάξουελ τόσο πολύ άσκημη που αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρουσα. Όλη αυτή τη βδομάδα την περάσαμε ξενυχτώντας, ανησυχώντας, χωρίς να τρώμε και χωρίς να καθόμαστε λεπτό. Τις τρεις τελευταίες μέρες η αγωνία μας έφτασε στο κατακόρυφο. Τα σκηνικά τα έφτιαχναν αργά και όλο λάθη. Μια χωριάτικη υπερηφάνεια και ευθιξία η οποία με ερέθιζε, και γινόμουν τόσο σκληρός εναντίον τους που πολλοί φοβήθηκαν ότι θα με μαχαίρωναν. Στην αρχή μου είπαν ότι θέλω να μιμηθώ tην Κάλλας, μετά όμως έστειλαν το διευθυντή να μιλήσει στην Κάλλας και να της πει ότι αν θέλει να είναι έτοιμα τα σκηνικά πρέπει να με παρακαλέσει να μην ενοχλώ τους εργάτες. Η Κάλλας απήντησε: «Το αντίθετο μόνο μπορώ να τον διατάξω, όχι να τον παρακαλέσω: να έρχεται συχνότερα, για να γίνουν καλύτερα, γιατί βεβαίως όταν δεν γίνονται καλά θα τα ξανακάνετε, έτσι κάνω κι εγώ». Αυτό μας έσωσε, και άρχισαν να δουλεύουν πιο γρήγορα, όχι όμως και πιο προσεχτικά. Η επί των ηλεκτρικών μου σύστησε να είμαι ευγενέστερος' απ' εκείνη την ώρα γίνηκα ένα σωστό θηρίο' μετρούσα όλα με το χιλιοστό της ίντσας. Φευ είναι δυνατό να κάνεις κάτι καλό στην Αμερική.
Τέλος η πρεμιέρα γίνηκε με τα σκηνικά κάπως ημιτελή και με φωτισμούς για μένα κακούς' για τον Μινωτή καλούς. Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά για το θέατρο; Το κοινόν έμεινε κατενθουσιασμένο.
Ύστερα από την καταπληκτική παράσταση της Τραβιάτας -μία από τις ωραιότερες παραστάσεις εν γένει που 'χω δει στη ζωή μου (τι σκηνικά, τι κοστούμια, τι εκτέλεσις!)- περιμέναμε να μας προγγίξουν με τη φτωχή Μήδεια. Το κοινό την περίμενε σαν κάτι το άνευ προηγουμένου και τη δέχτηκε ως κάτι τέτοιο. Μόλις άνοιξε η αυλαία άρχισαν να χειροκροτούν επί δέκα λεπτά' το σκηνικό αυτό γίνηκε σε κάθε πράξη. Άσχετα από την επιτυχία που είχε η Κάλλας (μία πολλή μεγάλη επιτυχία, που μόνο με τις μεγάλες επιτυχίες της Μαρίκας Κοτοπούλη μπορεί να συγκριθεί). Το κοινό ενθουσιάστηκε και με την σκηνοθεσία και με τα σκηνικά. Φαίνεται ότι είχαμε δουλέψει καλά, γιατί δεν ήταν το κοινό του Ντάλλας που χειροκροτούσε, αλλά κόσμος που καταλαβαίνει. Τα υπόλοιπα θα σας τα πω όταν με αξιώσει ο Θεός να έλθω στην πατρίδα. Ο ενθουσιασμός του κόσμου στο τέλος έφτασε στο παραλήρημα. Ακούγαμε να φωνάζουν Μπράβο Κάλλας, Μπράβο Μινότι ή Μενότι, Μπράβο Τζαρούκι!

3/4/13 20:37  
Anonymous Χρήστος :

Η Κάλλας έκλαιγε και μοίραζε από αμηχανία τα τριαντάφυλλα σ' όλους τους συνεργάτες της. Ήταν μεγάλη όσο ο Γκρέκο' έδωσε την ιδιοφυΐα της φυλής, την πεμπτουσία αυτής της αξιοπρέπειας, για να ζωντανέψει ένα παλιό ξεχασμένο έργο και να το κάνει αγνώριστο. Αν τραγουδούσαν τα ωραιότερα φρέσκα της Πομπηίας έτσι θα τραγουδούσαν. Η ίδια είπε ότι ποτέ στη ζωή της δεν γνώρισε τέτοια επιτυχία. Στο καμαρίνι φώναζε «να ζήσει η Ελλάδα, τους φάγαμε όλους». Μιλάει πάντα ελληνικά στους Έλληνες, γαλλικά στους Γάλλους, αγγλικά στους Αμερικανούς, και ιταλικά στους Ιταλούς' κάθε φορά που πηγαίναμε να της μιλήσουμε ξένη γλώσσα απαντούσε ελληνικά. Μετά επηκολούθησε το προσκύνημα του Επιταφίου, επί ώρες. Κατά τις δύο το βράδυ πήγαμε στη Λάρισα όλοι μαζί -θέλω να πω τόσο μακριά. Στο σπίτι ενός πλουσίου και νεαρού ζεύγους. Είναι τόσο ωραίοι και οι δύο που μοιάζουν σαν ταινία. Η κυρία μου ζήτησε να της κάνω ένα φόρεμα σαν τη Μήδειας. Μου έφερε 10 τόπια χρυσοΰφαντα ινδικά υφάσματα να διαλέξω. Η Κάλλας τηλεφώνησε από κει προς όλες τις εφημερίδες της Αμερικής και του κόσμου, για να εξηγήσει γιατί αποφάσισε να σπάσει το συμβόλαιο με τη Μετροπόλιταν. Είπε: «Όταν βλέπω ότι μπορώ να κάνω παραστάσεις τέλειες, όπως τις θέλω εγώ, γιατί να δουλεύω σε κακά θέατρα όπως το Μετροπόλιταν, δόξα σοι ο Θεός έχω να ζήσω». Νομίζω όμως ότι αυτή τη φορά φοβήθηκε γενικά την Αμερική εξαιτίας της κακής οργάνωσης των εδώ παραστάσεων. Για μια στιγμή φοβήθηκαν όλοι ότι θα φύγει θυμωμένη και δεν θα τραγουδήσει καθόλου. Ο εδώ διοργανωτής την έτρεμε. Εμένα μου είπε ότι από δω και πέρα θα τραγουδά όταν και όπου θέλει. Δεν εννοεί να είναι ένα αξιοπερίεργο νούμερο που πληρώνεται, αλλά μια καλλιτέχνις που συνεργάζεται με πολλούς καλλιτέχνες. Υποφέραμε όλοι μας πολύ από τα διάφορα δευτερεύοντα τσογλάνια, όλα διπλωματούχα από ειδικές θεατρικές σχολές, όντα ανίκανα και αντιπαθητικά. Επληρώνοντο για να κάνουν σαμποτάζ, εφαρμόζοντας αυτά τα σωστά συστήματα τους κατά τους συνδικαλιστικούς νόμους... Τους έδωσα την κατάρα μου να ρημάξουν. Α, θεέ μου, τι κόσμος.
Δίπλα σ' αυτά τα τέρατα, άγγελοι σωστοί, και με υπηρετούσαν, είναι οι αντιπαθέστατοι Έλληνες της Αμερικής' τους ενδιέφερε να λένε ότι με γνωρίζουνε και να θέλουνε να με καλούν για ρεκλάμα δική τους.
Το κτίριο του θεάτρου κάτι σαν το Ροζικλέρ στο στυλ, μεγαλύτερο όμως από το Ρεξ. Μια σκηνή ακριβώς σαν του Ρεξ. Οι κυρίες με τα φορέματα Ντιορ και του Μπαλανσιάγκα πατούσανε απάνω στο χαλασμένο τσιμέντο, γεμάτο πατημένες τσίκλες που έχουνε γίνει σαν ένα σώμα με το πάτωμα. Το καμαρίνι της Κάλλας σαν του Λαιμού στην Καλλιθέα, μέσα εκεί φορούσε τα πανάκριβα σμαράγδια για να πάει στις δεξιώσεις.
Νεοπλουτισμός και αντιθέσεις, δίπλα ένα κομμάτι από τη Νέα Υόρκη, ακριβώς δίπλα βλέπεις το Μοσχάτο με τα βενζινάδικα. Η Ελευσίνα με τα χαλασμένα τραίνα που πετάνε, όλο αλουμίνιο. Ωραία σπίτια νεοκλασικά να σε παίρνουν τα κλάματα από την ομορφιά. Μια ιδιοτυπία της Αμερικής, τα Μορτίσιανς. Μεγάλες πανέμορφες βίλες νεοκλασικές ή μοντέρνες, που είναι για τους πεθαμένους. Μέσα εκεί ταριχεύονται οι νεκροί, μακιγιάρονται και εκτίθενται σε προσκύνημα μέσασε ωραία ακριβά έπιπλα και λουλούδια. Κάθε φορά που ρωτάω ποιανού είναι αυτή η θαυμάσια βίλα με τα ωραία βικτωριανά έπιπλα από σίδερο βαμμένο άσπρο στον κήπο, μου απαντούν «Μορτίσιανς».
Κάθε μέρα έχουμε τρεις ως τέσσερις προσκλήσεις. Είναι σπίτια όπως στα φιγουρίνια. Ταμπλώ απ' τον Παρνασσό ή την γκαλερί Κούρος, καμιά φορά και Μπρακ ή Ρουώ, συνήθως όμως και πορτραίτα με λαδομπογιά από τον Μούγιο.
Τα φαγητά αμύθητου πλούτου άνοστα και τόσο πολύ καρυκευμένα που μπορείς να πάθεις έλκος αμέσως. Μας υποδέχονται με τόσο μεγάλο σεβασμό που μας παίρνουν τα γέλια. Χρήμα Χρήμα Χρήμα και μια αθωότητα προπολεμική.
Σου στέλνω δύο εφημερίδες για να δεις σε ποιο τόνο μας κρίνουν. Ελπίζω και εύχομαι γρήγορα να ανταμώσουμε.

Σε φιλώ
Γιάννης

3/4/13 20:37  
Anonymous Χρήστος :

Από το βιβλίο Αγαπητέ μου Γιάννη, εκδόσεις Ίκαρος, 1997.

3/4/13 20:41  
Blogger Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. :

Μιας και έκανες αναφορά στον Γιάννη Μόραλη, να συμπληρώσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου "ελυτης, μοραλης, τσαρουχης", που οι μισές σελίδες του είναι κείμενο και οι υπόλοιπες είναι ασπρόμαυροι πίνακες των δύο ζωγράφων (εκδ. γράμματα 1980)
:

Ένας ναύτης ο βίος του Τσαρούχη

Ατελείωτη ροή η ανθρώπινη μορφή. Ο κόσμος του Μόραλη οικείος, αστικός, θήλυς. Και γυμνός, νέος, νωχελής, αναμένων, μυστικός και κάπως πένθιμος. Με την ιδέα του θανάτου μάχεσαι τον έρωτα. Στον Τσαρούχη (που έχει μεγαλύτερη ποικιλία) διακρίνεις άντρες και γυναίκες, γδυτούς και ντυμένους, ομάδες και μοναχικούς, παλικάρια, παρήλικες, ιδιώτες και στολήν φέροντας. Παρέλασις φτωχολογιάς με συμμετοχήν οπλιτών και μόρτηδων, όλων αθηναίων. Οι γυναίκες των Μεγάρων ή της Αταλάντης αποτελούν ποικίλματα. Ο ναύτης με την παρωχημένη στολή ο ήκιστα στρατιωτικός. Ο ναύτης δεν έχει ούτε όπλο ούτε εθνόσημο. Μέλος θιάσου ο ναύτης. Η νίκη τοις εκάστοτε ηττημένοις. Μόραλης και Τσαρούχης χιαστοί ζωγράφοι ακριβών στιγμών προσωπικών και της Ελλάδος.


υ.γ.
"Μοιάζει εφηβικό ξέσπασμα" που δεν του "αρέσει πια" γράφει ο Πετρόπουλος για το βιβλίο του.

(...και νέο υλικό για το "γράμμα σε χαρτί")

4/4/13 10:50  
Anonymous Χρήστος :

"Μοιάζει εφηβικό ξέσπασμα" που δεν του "αρέσει πια" γράφει ο Πετρόπουλος για το βιβλίο του.

Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης
Συγγραφέας: Ηλίας Πετρόπουλος
Περιγραφή:
Το παρόν βιβλίο, γραμμένο για το χατίρι Μιας (γυναίκας), που συχνά ρωτούσε για τον Ελύτη και τον Μόραλη και τον Τσαρούχη, είναι και πρέπει να διαβάζεται σαν σειρά ερωτικών επιστολών.

Nα ευχαριστήσουμε αυτή τη γυναίκα, λοιπόν. :-)

5/4/13 20:21  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα