1 Φεβ 2014

161 ~ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ: Στο σπίτι της Ευτυχίας

Image and video hosting by TinyPic
Από το Κολόμπο έφτασα στο νότιο άκρο της Ινδίας που δεν το γνώριζα. Πέρασα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες σε ένα τρένο όπου δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε λέξη από όσα λέγονταν γύρω μου. Ύστερα έφτασα στον ανοιχτό Βορρά και τη Λαχώρη, όπου ξέκλεψα μερικές μέρες για να επισκεφτώ τους δικούς μου. Θα επέστρεφαν σε λίγο για να εγκατασταθούν μόνιμα στην «Πατρίδα». Αυτή λοιπόν ήταν η τελευταία μου ματιά στο μόνο πραγματικό σπιτικό που είχα γνωρίσει μέχρι τότε.

Ύστερα κατέβηκα στη Βομβάη, όπου η άγια μου, τόσο γερασμένη αλλά και τόσο ίδια κι απαράλλακτη, με υποδέχτηκε με ευχές και δάκρυα. Κατόπιν πήγα στο Λονδίνο για να παντρευτώ, το Γενάρη του '92', εν μέσω μιας επιδημίας γρίπης, κατά την οποία οι εργολάβοι κηδειών δεν έβρισκαν πια μαύρα άλογα και αναγκάζονταν να μεταφέρουν τους νεκρούς με καφετιά. Οι ζωντανοί ήταν οι περισσότεροι κλινήρεις. (Δε γνωρίζαμε τότε πως η επιδημία αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση ότι η μάστιγα που είχαμε ξεχάσει για πολλές γενιές είχε αρχίσει να κινείται έξω από τη Μαντζουρία).

Όλα αυτά με επηρέασαν όσο θα επηρέαζαν οποιονδήποτε άλλο νέο υπό τις συνθήκες αυτές. Μέλημα μου ήταν να φύγω από το λοιμοκαθαρτήριο το συντομότερο δυνατόν. Δεν ήμουν άνθρωπος κάποιας σημασίας; Δεν είχα αρκετές -περισσότερες από δυο, τουλάχιστον- χιλιάδες λίρες σε καταθέσεις; Ο ίδιος ο διευθυντής της τράπεζας, μου είχε προτείνει να επενδύσω κάποιο μέρος του «κεφαλαίου» μου, σε λουλάκι για παράδειγμα. Προτίμησα για άλλη μια φορά, όμως, να επενδύσω σε εισιτήρια από τον Κουκ -για δυο- και να κάνω ένα ταξίδι σε όλο τον κόσμο. Όλα κανονίστηκαν με ακρίβεια, ώστε τίποτα να μην μπορεί να ανατρέψει τα σχέδια.

Έτσι παντρευτήκαμε στην εκκλησία με το μυτερό καμπαναριό στην πλατεία Λάνγκαμ. Ο Γκος, ο Χένρυ Τζέημς και ο ξάδερφος μου Άμπροζ Πόιντερ ήταν όλοι κι όλοι οι καλεσμένοι στο γάμο. Χωρίσαμε στην πόρτα της εκκλησίας σκανδαλίζοντας το νεωκόρο• η γυναίκα μου πήγε να δώσει τα φάρμακα στην άρρωστη μητέρα της και εγώ στο γαμήλιο πρόγευμα με τον Άμπροζ Πόιντερ. Όταν επέστρεψα μετά για να πάρω τη σύζυγό μου, είδα στερεωμένη με βαρίδια στο βρεμένο πεζοδρόμιο, όπως ήταν το έθιμο εκείνες τις ξέγνοιαστες μέρες, μια αφίσα από χαρτί εφημερίδας που ανακοίνωνε το γάμο μου, κάτι που με έκανε να αισθανθώ αμήχανος κι απροστάτευτος.

Μερικές μέρες αργότερα ανεβήκαμε στο μαγικό χαλί μας, που επρόκειτο να μας ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ξεκινώντας από τον βυθισμένο στο χιόνι Καναδά. Ανάμεσα στα γαμήλια δώρα μας ήταν ένα μεγάλο ασημένιο φλασκί γεμάτο ουίσκι, που έπασχε όμως από ακράτεια. Χύθηκε μέσα στη βαλίτσα όπου βρισκόταν μαζί με τα φανελένια πουκάμισα. Μύριζε όλο το βαγόνι απ' άκρη σ' άκρη πολύ πριν καταλάβουμε την αιτία. Όταν πια καταλάβαμε από πού ερχόταν η μυρωδιά, όλοι οι συνταξιδιώτες μας, οικτίρανε το κακόμοιρο το κορίτσι που είχε δέσει τη ζωή της με έναν αναίσχυντο μέθυσο. Έτσι, μέσα σε μια βαριά ατμόσφαιρα, για την οποία εμείς ήμασταν ολότελα αθώοι, φτάσαμε στο Βανκούβερ, όπου με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και για να επιβεβαιώσουμε τον πλούτο μας, αγοράσαμε -ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε- είκοσι εκτάρια στην ερημιά που ονομαζόταν Βόρειο Βανκούβερ και τώρα είναι μέρος της πόλης. Υπήρχε όμως κάποιος λάκκος στη φάβα, όπως μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα και αφού είχαμε πληρώσει ένα σωρό φόρους για την έκταση αυτή: ανακαλύψαμε ότι ανήκε σε κάποιον άλλον. Η μόνη παρηγοριά που είχαμε από τους χαμογελαστούς ανθρώπους του Βανκούβερ ήταν: «Το αγοράσατε από τον Στηβ, έτσι; Μάλιστα, τον Στηβ. Δεν έπρεπε να αγοράσετε από τον Στηβ. Όχι! Όχι από τον Στηβ». Και έτσι ο καλός Στηβ μάς θεράπευσε από την κλίση μας στην κερδοσκοπία των ακινήτων.

Ύστερα πήγαμε στη Γιοκοχάμα, όπου ένα ζευγάρι μάς περιποιήθηκε με εκπληκτική ευγένεια και δεν έδειξε καμιά ιδιοτέλεια. Μας φιλοξένησαν στο σπίτι τους και φρόντισαν να επισκεφτούμε την Ιαπωνία την εποχή που ανθίζουν οι ακακίες και οι παιωνίες. Εκεί, ένα ζεστό ξημέρωμα, μας ξάφνιασε ένας σεισμός (προφητικός όπως αποδείχτηκε) και τρέξαμε έξω στον κήπο, όπου ένας ψηλός γιαπωνέζικος κέδρος κουνούσε με φρενήρη ρυθμό την κορυφή του μπρος πίσω σαν να έλεγε «σ' τα 'λεγα εγώ», παρόλο που τίποτε άλλο δεν κουνιόταν. Λίγο αργότερα, κάποιο υγρό πρωινό, επισκέφτηκα το υποκατάστημα της τράπεζας μου στη Γιοκοχάμα για να πάρω ένα μέρος των χρημάτων μου. Ο διευθυντής μου είπε: «Γιατί να μην πάρετε περισσότερα; Θα είναι εξίσου εύκολο». Απάντησα ότι δεν ήθελα να έχω πάνω μου πολλά μετρητά, καθώς ήμουν απρόσεχτος, αλλά ότι θα κοίταζα τους λογαριασμούς μου και ίσως να πήγαινα ξανά αργότερα το απόγευμα. Αυτό και έκανα. Μέσα σε αυτό όμως το μικρό χρονικό διάστημα η τράπεζά μου, όπως εξηγούσε η ανακοίνωση στην κλειστή της πόρτα, είχε αναστείλει τις πληρωμές. (Ναι, τελικά θα ήταν καλύτερα να είχα επενδύσει το «κεφάλαιο» μου, όπως είχε προτείνει ο διευθυντής στο Λονδίνο).

Επέστρεψα για να μεταφέρω τα νέα στη σύζυγό μου. Είχαμε μόλις τρεις μήνες παντρεμένοι και περιμέναμε παιδί. Εκτός από τα χρήματα που είχα πάρει εκείνο το πρωί (ο διευθυντής με είχε παροτρύνει όσο του επέτρεπε η θέση του), τα κουπόνια του Κουκ που δεν είχαμε εξαργυρώσει και τα προσωπικά μας είδη στις αποσκευές μας, δεν είχαμε τίποτε απολύτως. Συστάθηκε αμέσως μια Επιτροπή Τρόπων και Μέσων, που βοήθησε τη μεταξύ μας κατανόηση πολύ περισσότερο από έναν κύκλο αξιόχρεου συζυγικού βίου. Η υποχώρηση -ή φυγή αν προτιμάτε- ήταν ενδεδειγμένη. Πόσα θα μας επέστρεφε ο Κουκ για τα εισιτήρια, χωρίς βέβαια να περιλαμβάνεται το κόστος των χαμένων μας ονείρων; «Όλα όσα έχετε πληρώσει βέβαια», απάντησαν από το υποκατάστημα του Κουκ στη Γιοκοχάμα. «Αυτά τα πράγματα είναι τυχερά, και ορίστε η επιστροφή των χρημάτων σας».

Και έτσι πήραμε το δρόμο της επιστροφής, διασχίζοντας τον παγωμένο Βόρειο Ειρηνικό και το χιονισμένο Καναδά, και φτάσαμε στις παρυφές μιας μικρής πόλης της Νέας Αγγλίας, όπου ο παππούς της γυναίκας μου από τη μεριά του πατέρα της (ένας Γάλλος) είχε στήσει το σπιτικό και το υποστατικό του πριν από πολλά χρόνια. Η περιοχή ήταν ανοιχτή, με βουνά και δάση και χωρισμένη σε αγροκτήματα των πενήντα ως δυο χιλιάδων άγονων εκταρίων. Οι χωματόδρομοι συνέδεαν τα αγροτόσπιτα που ήταν ντυμένα με άσπρες σανίδες, και τα πιο ηλικιωμένα μέλη των οικογενειών αγωνίζονταν για να κρατήσουν σε χαμηλά επίπεδα τις υποθήκες που ροκάνιζαν τις περιουσίες τους. Οι νεότεροι είχαν -φύγει για άλλα μέρη. Υπήρχαν επίσης πολλά εγκαταλειμμένα σπίτια. Κάποια κατέρρεαν μπροστά στα μάτια σου. Από άλλα είχαν μείνει μόνο οι πέτρινες καμινάδες, ή μικρές λιμνούλες με πράσινα νερά που τις συγκρατούσε κάποιος αήττητος θάμνος πασχαλιάς. Σε ένα μικρό αγρόκτημα υπήρχε ένα κτίριο, γνωστό με την ονομασία «Σπίτι της Ευτυχίας», στο οποίο συνήθως κατοικούσε κάποιος εργάτης. Είχε έναν και μισό όροφο, δεκαεπτά πόδια ύψος μέχρι την κολοφώνια δοκό, δεκαεπτά πόδια βάθος, και συνολικό πλάτος, μαζί με την κουζίνα και την ξυλαποθήκη, είκοσι επτά πόδια. Η παροχή νερού ήταν μόνο ένας μολύβδινος σωλήνας της μισής ίντσας, συνδεδεμένος με μια πηγή στη γειτονιά. Ήταν όμως κατοικήσιμο και διέθετε ένα μεγάλο υγρό κελάρι. Το ενοίκιο του ήταν δέκα δολάρια ή δυο λίρες το μήνα.

Το πήραμε. Το επιπλώσαμε με την απλότητα που διακρίνει το σύστημα αγοράς-ενοικίασης. Αγοράσαμε, από δεύτερο ή τρίτο χέρι, μια τεράστια σόμπα αέρος που την εγκαταστήσαμε στο κελάρι. Κάναμε μεγάλες τρύπες στα λεπτά πατώματα για να περάσουμε τους σωλήνες οκτώ ιντσών από κασσίτερο που είχε η σόμπα (το πώς δεν καιγόμασταν στα κρεβάτια μας κάθε βδομάδα του χειμώνα, δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω) και ήμασταν εξαιρετικά ικανοποιημένοι από τον εαυτό μας.

Καθώς πέρασε το καλοκαίρι της Νέας Αγγλίας και προχωρήσαμε στο θερμό φθινόπωρο, στοίβαξα συμμετρικά κομμένα ξύλα γύρω γύρω στα περβάζια του σπιτιού και βοήθησα στην κατασκευή μιας μικρής βεράντας χωρίς σκεπή στη μια πλευρά του για μελλοντική χρήση. Όταν ήρθε ο χειμώνας και τα καμπανάκια των ελκήθρων ακουγόντουσαν όλη την ώρα στο λευκό κόσμο που μας περιέβαλλε, αισθανθήκαμε ασφάλεια. Κατά καιρούς είχαμε και κάποια υπηρέτρια. Αυτές, μερικές φορές έβρισκαν την απομόνωση αβάσταχτη και έφευγαν απροειδοποίητα, μια μάλιστα άφησε και το μπαούλο της. Το γεγονός δεν μας προβλημάτιζε καθόλου. Ένα πιάτο έχει πάντα δυο πλευρές και το πλύσιμο των κατσαρολικών κρύβει τόσο λίγο μυστήριο όσο και το στρώσιμο των κρεβατιών. Όταν πάγωναν οι μολύβδινοι σωλήνες, φορούσαμε τα πανωφόρια μας από δέρμα ρακούν και τους ζεσταίναμε με κεριά. Η κρεβατοκάμαρα στη σοφίτα δεν είχε χώρο για παιδική κούνια και έτσι αποφασίσαμε ότι ένα μπαούλο θα ήταν ό,τι πρέπει. Δε φθονούσαμε κανέναν. Ακόμα και όταν άρχισαν να κόβουν βόλτες στο κελάρι μας ασβοί, γνωρίζοντας τη φύση των ζώων, ακινητοποιηθήκαμε μέχρι να ευαρεστηθούν να αποχωρήσουν.

Οι γείτονές μας όμως αντιμετώπιζαν χωρίς καθόλου χιούμορ τη συμπεριφορά μας. Εδώ υπήρχε ένας ξένος από μια αντιπαθητική ράτσα, που οι φήμες έλεγαν ότι «έβγαζε εκατό δολάρια από ένα μπουκάλι μελάνι των δέκα σεντς», που «έγραφαν οι εφημερίδες γι' αυτόν» και που είχε παντρευτεί ένα «κορίτσι των Μπαλεστιέ». Μήπως και η γιαγιά της δεν ζούσε ακόμα στο κτήμα των Μπαλεστιέ, όπου ο «γερο-Μπαλεστιέ», αντί για υποστατικό, είχε χτίσει ένα μεγάλο σπίτι, στο οποίο δειπνούσαν αργά και με επίσημο ένδυμα, πίνοντας κόκκινα κρασιά, σύμφωνα με τα γαλλικά έθιμα, αντί για το πρέπον ουίσκι; Και ιδού αυτός ο Βρετανός, με την πρόφαση ότι έχει χάσει λεφτά, είχε βολέψει τη γυναίκα του «ανάμεσα στους δικούς της» στο Σπίτι της Ευτυχίας. Δεν ήταν κόσμιο να κάνουν τέτοιου είδους σχόλια ενώπιον μας. Έτσι μας παρακολουθούσαν, όσο διακριτικά μπορούν οι χωριάτες της Νέας Αγγλίας, και η όποια ανοχή έδειχναν στο «Βρετανό» ήταν μόνο για χάρη του «κοριτσιού των Μπαλεστιέ».

Είχαμε όμως δεχτεί το πρώτο σοκ της νέας ζωής μας στην πρώτη κρίση που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε. Η Επιτροπή Τρόπων και Μέσων πέρασε μια ριζοσπαστική απόφαση, που δεν ανακλήθηκε ποτέ, ότι στο εξής, όποιο κι αν ήταν το τίμημα, θα έπρεπε να είναι κυρία του συλλογικού εγώ της.

Καθώς άρχισαν να έρχονται χρήματα από την πώληση βιβλίων και διηγημάτων, το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να πάρουμε πίσω τα δικαιώματα για τα Υπηρεσιακά Στιχουργήματα, τις Απλές Ιστορίες και τα έξι βιβλία τσέπης που είχα πουλήσει για να μπορέσω να φύγω από την Ινδία το '89. Κόστισαν αρκετά, αλλά όταν πια πέρασαν στην ιδιοκτησία μας, το Σπίτι της Ευτυχίας ανάσανε πιο άνετα.
Joseph Rudyard Kipling (1865–1936)

Image and video hosting by TinyPic

*από το αυτοβιογραφικό βιβλίο τού
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Κάτι από τη ζωή μου,
σε μετάφραση Σοφίας Παυλίδου
Εκδόσεις: Printa, 2002

*φωτογραφίες: commons.wikimedia.org,
rudyard-kipling.tumblr.com, commons.wikimedia.org,
heritage-history.com, www.pbs.org, theguardian.com


ακόμα:
- ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ στους νομπελίστες της λογοτεχνίας

Ετικέτες , , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα