16 Οκτ 2011

122 ~ Ναγκίσα Οσίμα: ένιωσα πως η μοίρα μου ήταν συνδεδεμένη με τη μοίρα των φοιτητικών αγώνων

Εκείνη η Μέρα ήτανε μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού, όπου μια περίεργη σιωπή βασίλευε σ' ολόκληρη την Ιαπωνία. Ήμουν δεκατριώ χρονώ και πήγαινα στη δευτέρα γυμνασίου. Βρισκόμουνα στο σπίτι μου, στα προάστεια του Κυότο, κ' έπαιζα σκάκι μ' ένα φίλο. Το μεσημέρι σταματήσαμε το παιχνίδι κι ο φίλος μου πήγε να φάει σπίτι του, δυο τετράγωνα πιο κάτω απ' το δικό μου. Εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητο να φας αλλού, έξω από το σπίτι σου, ή να καλέσεις κάποιον για γεύμα στο δικό σου. Σε λίγο ο φίλος μου γύρισε και ξαναπιάσαμε την παρτίδα που είχαμε αφήσει στη μέση. Το απόγεμα ο ήλιος συνέχιζε να καίει πυρωμένος σαν το πρωί, όμως τα γέρικα σπίτια του Κυότο διατηρούσαν μέσα την ισκιερή δροσιά τους. Εμείς ήμασταν σκυμένοι διαρκώς πάνω απ' τη σκακιέρα. Η σκακιέρα αυτή ήταν ένα ξύλινο κουτί που είχαμε γυαλίσει τη μια του πλευρά κι απάνω της είχαμε κολλήσει ένα φύλλο χαρτί που με το μολύβι το χωρίσαμε σε ασπρόμαυρα τετράγωνα.

Στη διάρκεια της παρτίδας του σκακιού, ο κόσμος άλλαξε. Συνέβη το Γεγονός. Μας είχαν διαβεβαιώσει πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να συμβεί, κ' εμείς τους είχαμε πιστέψει. Εκείνη την παρτίδα το σκάκι, την κέρδισα ή την έχασα; Ούτε που θυμάμαι. Όπως και να 'χει το πράγμα, ακόμα κι αν την κέρδισα, τίποτα δεν αλλάζει. Η μητέρα μου άρχισε αμέσως να ετοιμάζεται για να πάει να βρει τη μικρή μου αδερφή, που την είχε στείλει στην εξοχή. Χρειάστηκε να ταξιδέψει μ' ένα τραίνο γεμάτο ως τα μπούνια, στριμωγμένη σα σαρδέλα σε κονσερβοκούτι, κρεμασμένη από μια πέτσινη χειρολαβή. Τη νύχτα την πέρασα μονάχος μου στο σπίτι. Άραγε, έφτιαξα τίποτα να φάω; Δε νομίζω. Μου φαίνεται πως δε βρήκα τίποτα φαγώσιμο στα ντουλάπια κ' έμεινα ως το πρωί κουλουριασμένος στο κρεβάτι μου, ακίνητος και νηστικός.

Κάνοντας μια αναδρομή στα περασμένα, πιστεύω πως η νεότητά μου άρχισε Εκείνη τη Μέρα. Κι αν αυτό είναι αλήθεια, θα πρέπει να παραδεχτώ πως η νεότητα μου ξεκίνησε με πολύ παράξενο τρόπο: γεννήθηκε τη στιγμή που κατάλαβα ότι δεν υπήρχε τίποτα, μα τίποτα, που να μπορούσε κανείς να πει με βεβαιότητα πως ήταν αδύνατο να συμβεί.

Νόμιζα πως στην αυγή της νεότητάς του έπρεπε ο καθένας μας να είναι πιο πλούσιος σε ελπίδες. Πεθαίνοντας ο πατέρας μου, μου είχε αφήσει ένα σωρό βιβλία (όταν πέθαν' εκείνος, εγώ ήμουνα μόλις οχτώ χρονώ), κ' έτσι, σε μικρή ηλικία άρχισα να διαβάζω πολλά από τα κλασικά έργα της λογοτεχνίας. Είχα επιχειρήσει μάλιστα να διαβάσω και μερικές σελίδες από μια παμπάλαιη έκδοση του «Κεφαλαίου». Αν λοιπόν πιστέψουμε αυτά τα σοφά έργα, η νεότητα θεμελιώνεται πάνω στην ελπίδα και την αγνότητα. Η δικιά μου όμως ξεκίνησε απ' την αποτυχία. Ούτε ίχνος ελπίδας πουθενά.

Την επομένη, θυμήθηκα τα βιβλία μου και βάλθηκα να σκάβω το χώμα του κήπου μας. Αν και μικρός ο κήπος αυτός, ήταν στολισμένος με πέτρινους πυργίσκους και φυτεμένος όλος με γλυκοπατάτες. Σε μια γωνιά του άνοιξα λάκο βαθύ κ' έθαψα ένα μεγάλο δοχείο που το γέμισα με βιβλία. Τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες μαζί με μερικά παλιά βιβλία τα 'στειλα εκεί που είχε καταφύγει η μικρή μου αδερφή. Όσα θεωρούσα πιο δικά μου και πιο πολύτιμα τα 'κρυψα μες στο δοχείο. Η κίνησή μου αυτή αποδείχτηκε απερίσκεπτη: καθώς το δοχείο ήταν διάβροχο, πολλά απ' τα βιβλία σάπισαν και καταστράφηκαν. Όταν ύστερ' από καιρό τα έβγαλα πάλι έξω, τα πτώματά τους ανέδιδαν μια βαριά και περίεργη μυρωδιά. Τα πέντε ή έξι επόμενα χρόνια, τα μόνα έντυπα που διάβαζα ήταν τα σχολικά εγχειρίδια και τα περιοδικά του μπέιζ-μπωλ. Δεν είχα λεφτά ν' αγοράζω βιβλια' το μόνο που έκανα, πότε-πότε, ήταν να κλέβω κανένα από τα βιλβιοπωλεία.

[....] Είπα πιο πάνω ότι από Εκείνη τη Μέρα έπαψα να διαβάζω βιβλία. Ασχολήθηκα με το μπέιζ-μπωλ, αλλά παρ' όλες μου τις προσπάθειες, έμεινα ο χειρότερος παίκτης της ερασιτεχνικής μας ομάδας. Το 'ριξα λοιπόν κι εγώ στο θέατρο' έγινα μέλος του θεατρικού ομίλου του σχολείου. Το παίξιμό μου ήταν φριχτό, όμως η ματαιοδοξία μου μ' έκανε να θεωρώ τον εαυτό μου ζεν-πρεμιέ. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, γράφτηκα στα νομικά, κι όχι στη φιλολογία. Πάσχισα — μάταια — ν' απομακρυνθώ από το φιλοσοφικό στοχασμό. Μοναδική μου φιλοδοξία ήταν να γίνω ένα σκέτο σώμα, μια σάρκινη ύπαρξη.

Με το που μπήκα στο πανεπιστήμιο, με κυρίευσε μια αδικαιολόγητη απελπισία. Είχα την εντύπωση πως η νεότητά μου είχε τελειώσει. Περίεργο. Σε μια ηλικία που, κανονικά, η νεότητα αρχίζει, εγώ ένιωθα πως η δικιά μου έπνεε τα λοίσθια. Τα μαθήματα δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον. Λεφτά δεν είχα. Και μολονότι διάλεξα τα νομικά, δε με θέρμαινε ο πόθος ν' ακολουθήσω καμιά σχετική σταδιοδρομία. Δεν ήμουν ερωτευμένος. Μερικές φορές σκεφτόμουνα: «Ίσως να είμαι ιδιοφυΐα»' ωστόσο ήταν φανερό πως δεν ήμουν διάνοια. Για πέντε ολόκληρα χρόνια έζησα έτσι, κουρασμένος από τα πάντα. Μες στην τεράστια πανεπιστημιούπολη δεν ήξερα πού να πάω και πού να σταθώ, δεν είχα πού να στηριχτώ. Το μόνο που αισθανόμουν ήταν μια τρελλή ταραχή, καθώς έβλεπα τη νιότη μου να σβήνει.

Ενώ βρισκόμουν σ' αυτή την κατάσταση, άρχισα ν' ασχολούμαι με το θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου• και από κεί, σιγά-σιγά, βρέθηκα μπλεγμένος για τα καλά στο φοιτητικό κίνημα της εποχής. Αγωνιζόμουνα μαζί με τους άλλους φοιτητές, και όταν αγωνίζεται κανείς, αναρωτιέται: Θα νικήσω; θα νικηθώ; Αργότερα, διάφορες ομάδες του κινήματος ξέφτισαν και σβήσαν. Ωστόσο, αν και νικημένοι, οι αρχηγοί αυτών των ομάδων υποστήριζαν πως είχανε νικήσει. Για ν' αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους εφεύρισκαν ένα σωρό δικαιολογίες, που δε μπορούσα να τις πιστέψω με τίποτα. Η ήττα είναι ήττα. Δεν υπάρχει λόγος να την αρνούμαστε. Όταν η σκέψη αυτή εδραιώθηκε στο μυαλό μου, ένιωσα πως η μοίρα μου ήταν συνδεδεμένη με τη μοίρα των φοιτητικών αγώνων. Ή, για να μιλήσω με κάποια μεγαλαυχία, ένιωσα συνδεδεμένος με την ίδια την Ιστορία. Από κείνη τη στιγμή η απελπισία μου εξαφανίστηκε. Άφησα το πεπρωμένο μου στις ιδιοτροπίες της στιγμής. Δε φοβόμουν πια ούτε την ήττα, ούτε την αποτυχία, ούτε τη μοναξιά. Δεν επιδίωξα και δεν πήρα καμιά ηγετική θέση στη φοιτητική κοινωνία. Έλαβα μέρος στα κινήματα και στους αγώνες μόνο και μόνο γιατί το ήθελα.

Τότε ακριβώς έπεσα πάνω σ' ένα βιβλίο και σε μια φράση, που με σημάδεψαν. Το βιβλίο ήταν «Ο Μύθος του Σισύφου» του Καμύ. Η φράση ήταν του ποιητή Αχάσι, που είχε προσβληθεί από λέπρα: «Αν δε φλέγεσαι από μόνος σου, μην περιμένεις — όπως τα ψάρια που ζούνε στο βυθό — να υπάρξει φως από πουθενά». Η φράση αυτή, καθώς και η εικόνα του Σισύφου που σπρώχνει το βράχο ως την κορφή του βουνού και συνέχεια του ξανακυλάει, αντιστοιχούσαν απόλυτα στην εσωτερική μου κατάσταση εκείνης της εποχής.

Μολονότι οι φοιτητικοί αγώνες γνώριζαν αλλεπάλληλες ήττες και μολονότι στο θέατρο του πανεπιστημίου πήγαινα από αποτυχία σε αποτυχία, τα υπόλοιπα χρόνια των σπουδών μου πέρασαν χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. Ακούγοντας το ανούσιο λογίδριο του Πρύτανη στην απονομή των πτυχίων αισθανόμουν σα να με είχαν πάρει στο κυνήγι με τις πέτρες. Από τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής, το μόνο που μου είχε μείνει ήταν η ζωηρή εικόνα της αποτυχίας.

Αυτή ήταν η μοναδική μου αποσκευή όταν πρωτομπήκα στο χώρο του κινηματογράφου. Εκεί, ξεκίνησε η δεύτερη νεότητά μου. Κι από κει αρχίζει μια μεγάλη, μια πολύ μεγάλη ιστορία. Όπως είναι φυσικό, προχώρησα πάλι πηγαίνοντας από αποτυχία σε αποτυχία. Ωστόσο, είμαι μια χαρά• οι άνθρωποι που με γνωρίζουνε, το ξέρουνε αυτό πολύ καλά.
Nagisa Oshima (1932)

*Ενημέρωση, 15/1/2013:
Ναγκίσα Οσίμα (31 Μαρτίου 1932-15 Ιανουαρίου 2013)





* Από την λέξη, τχ. 27, Σεπτέμβρης '83
* φωτογραφίες: davekehr.com, bookweb.kinokuniya.co.jp,
filmvideo.walkerart.org, movie-fan.jp,
masterlow.blog74.fc2.com, hanamiweb.com

Ετικέτες , ,