28 Σεπ 2011

121 ~ Τάκης Σινόπουλος: Η σιγουριά δεν ήταν μάνα μου, μήτε και των γονιών μου μάνα

Τελικά με θρέψανε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος (Ντουάνα), ο Λάδωνας, ο Αλφειός. Κάπου κοντά στ' Άσπρα Σπίτια και το Μπέλεσι τα ποτάμια σμίγουν, γίνονται Αλφειός που κυλάει έξω από τα Ολύμπια και παρακάτω χύνεται στη θάλασσα, κοντά στην Αγουλινίτσα - το χωριό που γεννήθηκα - το σπίτι που γεννήθηκα - η κυρία Ρούσα Βενέτα Σινοπούλου - ο καθηγητής κ. Γιώργης Σινόπουλος - τα κουνούπια της Αγουλινίτσας - το κρασί και το λάδι της Αγουλινίτσας - τα ψάρια και τα χέλια από τη λίμνη της Αγουλινίτσας - τώρα την ξέραναν, πάει κι αυτή.
==

Κατοικούσα τότε Αγίας Αναστασίας 7, Περισσός. Το σπίτι περίπου ισόγειο, γωνία. Επάγγελμα γιατρός. Οικονομική κατάσταση, μετριότατη. Απασχόληση: η ποίηση κι όλα τα σχετικά. Και είναι Αύγουστος. Μεσημέρι Αυγούστου. Τα ψιθυρίσματα δύο ανθρώπων έξω από το παράθυρο, ο αέρας του Αυγούστου σηκώνει χώματα και σκόνη, οι απέναντι λεύκες στο μικρό κήπο σαλεύουν άσκημα, το κρεβάτι κακοφτιαγμένο, η ντουλάπα απέναντι από το κρεβάτι, ο σκοτωμένος ύπνος. Η σκόνη μιας Τετάρτης μεσημέρι - απομεσήμερο καλοκαιριού, βουλιάζεις στη ζέστη, διαλύεσαι. Το καλοκαίρι ένας καθρέφτης του κενού.
==

Σάββατο όλη τη μέρα με ψιλή βροχή, νυχτερινή περιπλάνηση στους έρημους δρόμους. Καταβύθιση σε θολά συναισθήματα, μνημονικές αναδρομές ανεξέλεγκτες, στο απροσδιοόριστο άπειρο-μηδέν, ή στο για μένα δεν υπάρχει τόποτα. Σκέψη μιας γρήγορης αυτοκαταστροφής, που ξύνει το μυαλό και φεύγει. Αργότερα επιστροφή στο σπίτι, στην αδιατάραχτη ησυχία. Μονάχα ένα λάθος τηλεφώνημα και τίποτ' άλλο. Ύστερα το βιβλίο, Borges, Blanchot, καμιά παρηγοριά. Η σόμπα, η παγωνιά του Μάρτη μήνα. Η Κυριακή την άλλη μέρα γιομάτη πνιγμένες κραυγές, ωστόσο άγριες απ' το πρωί ως το βράδυ. Ακατάπαυστα.
==

Από αρκετόν καιρό έχω κουφαθεί (ή μισοκουφαθεί) από το δεξί μου αυτί. Το αριστερό, για την ώρα δουλεύει καλά. Στις παρέες, στις συζητήσεις, στη δουλειά μου δεν έχω καμιά δυσκολία. Όταν όμως κοιμάμαι δεν ακούω πολλές φορές μήτε το τηλέφωνο, μήτε το ξυπνητήρι. Στο διάστημα της ημέρας δεν ξεχωρίζω τα λόγια της Μαρίας, όταν μου μιλάει από το άλλο δωμάτιο. Ωστόσο μου φαίνεται πως τώρα ακούω καλύτερα από πριν τις λεγόμενες "εσωτερικές" φωνές. Φαίνεται πως στο κορμί μου ανοίγονται καινούργιες διαρκώς / στοές ακοής. Έτσι το λέει κάπου η Ελένη Βακαλό.
==

Βράδυ ώρα 8 συνάντηση με τον κ. Άγγελο Τερζάκη, διευθυντή του περιοδικού "Εποχές", στο γραφείο του, 3ος όροφος, αριστερά προτού φτάσεις στην πόρτα του "Ταχυδρόμου". Χτυπάω με γωνία το δάχτυλο. Εμπρός. Μπαίνω. Χειραψία. Καθίστε. Κάθομαι. Το θέμα είναι ν' αναλάβω την κριτική της ποίησης στο περιοδικό, εναλλάξ ή ταυτόχρονα με τον κ. Κώστα Στεργιόπουλο. Όλα αυτά μετά την παραίτηση του Αλεξ. Αργυρίου. Ο κ. Τερζάκης σοβαρός - όπως πάντα. Στο "σοβαρός" περιλαμβάνεται και το "αγέλαστος". Διευκρινίζει ορισμένες λεπτομέρειες. Φροντίστε, λέει, αυτό, τούτο, εκείνο. Κατά τα άλλα είστε απολύτως ελεύθερος να διατυπώνετε τη γνώμη σας. Υποχρέωση καμία, προκατάληψη καμία. Ο κ. Τερζάκης σηκώνεται. Ευθυτενής. Από σήμερα κ. Σινόπουλε σας θεωρούμε ταχτικό συνεργάτη των "Εποχών". Χειραψία.
Χαίρετε.
Χαίρετε.
==

Προχτές τη νύχτα, ώρα 10, ταξίδι στον Πύργο με το λεωφορείο, για να ψηφίσω. Το λεωφορείο γεμάτο, πήχτρα. Γέλια, καυγάδες, φασαρία, φωνές. Έφτασα στον Πύργο χαράματα. Περπάτησα στους έρημους δρόμους, στο Σταθμό, στο Επαρχείο, στην Παλιόβρυση, στην Αγορά, στη γειτονιά τους Άι-Θανάση, Χαλικιάτικα, Κοκκινόχωμα. Ακατοίκητα σπίτια, πολλοί που φύγανε, περίεργες καταστάσεις, ανακατέματα στο βυθό της μνήμης.

Όταν βγήκε ο ήλιος πήγα και ψήφισα. Ύστερα στο σπίτι, κοιμήθηκα 2-3 ώρες, πολύ κουρασμένος. Μεσημέρι φαγητό στον Αγιαντρέα κι η θάλασσα ήσυχη να λάμπει στον ήλιο, απόγευμα ώρα 5 έφυγα. Έφτασα στην Αθήνα περίπου μεσάνυχτα. Κάθε ταξίδι εκεί κάτω ταυτόχρονα και ταξίδι στο παρελθόν. Ένας ολάκερος ξεχασμένος κόσμος έρχεται και συνωστίζεται στο προσκήνιο. Πολλή συλλογή, πολλή θλίψη και κάτι μικρά σπαράγματα, κάποτε βγαίνουν άγρια στην επιφάνεια.
==

Απόψε στο σπίτι έρχεται ο Σεφέρης με την Μαρώ. Κι ο Σαββίδης με τη Λένα. Κι ο Αργυρίου. Πρόχειρες κοφτές κουβέντες, ζωηρές, πράγματα μισοειπωμένα, άλλα αποσιωπημένα. Ο Σεφέρης δεν κάθεται. φυρίζει, κοντοστέκεται, κοιτάζει, ξανάρχεται, το μάτι του ψάχνει, σκαλίζει τα πάντα. Κοιτάζει τους πίνακες που έχω φτιάξει, ρωτάει. Δε λέει γνώμη καμία, παρατήρηση καμία. Κατεβάζω έναν πίνακα απ' το καρφί. Αυτός είναι για σας, του λέω. Ήτανε εκείνο το άλογο, το κεφάλι του βγαίνει παλεύοντας μέσα από ένα πλήθος ανάκατες φόρμες που δένουν το κορμί του αιχμάλωτο. Το κεφάλι είχε μια τρομαχτική προσπάθεια να ξεφύγει, μια δυνατή απόγνωση. Ο Σεφέρης έχει αλλάξει κουβέντα. Η βραδιά συνεχίζεται. Έφυγε νωρίς χωρίς να πάρει τον πίνακα.
==

Όσο θυμάμαι, η σιγουριά δεν ήταν μάνα μου (αυτό το κατάλαβα κάπως νωρίς) - μήτε και των γονιών μου η μάνα (πράγμα που το 'ξερα πολύ νωρίς).
Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)


* Αποσπάσματα από το βιβλίο του Τάκη Σινόπουλου Νυχτολόγιο
Εκδ. Κέδρος, 1978

* φωτογραφίες και σκίτσο: yousouroum.gr, ekebi.gr,
zonews.gr


Links:
- Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος - Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης
- Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος: Aνθολόγιο
- IONIANET: Χρίστος Ρουμελιωτάκης: Μερικές σκέψεις, με αφορμή
τα 25 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Τάκη Σινόπουλου

(αναδημοσίευση από την Αυγή/28.5.2006)
- yousouroum.gr: Τάκης Σινόπουλος "Ο καιόμενος"

Ετικέτες , ,

10 Σεπ 2011

120 ~ Ινιάτσιο Μπουττίττα: Έτσι άρχισα ν' αγαπώ εκείνους που υποφέρουν

Τη ζωή μου θα 'θελα να τη γράψω τραγουδώντας' ξεκούρδιστη όμως η κιθάρα μου και η φωνή μου βραχνιασμένη... Βέβαια, καλύτερα να τραγουδάς άσχημα παρά να κλαις ωραία, μα τι να κάνω; Να ζητήσω τη βοήθεια του Πανάγαθου; Έτσι έκανε η παραμάνα που με βύζαξε: έκλεινε την πόρτα, άναβε το καντήλι, με ξάπλωνε στο κρεβάτι κι άρχιζε την προσευχή. «Κύριε, σώσε την ψυχή μου, δώσε μου την υγεία, τον άρτο τον επιούσιο, το κρασί το νερό τ' αλάτι, και μη ξεχάσεις το πιπέρι». Γύριζε σε μένα: «Ιγνάτιε, ξαναπές το». Εγώ το ξανάλεγα και κείνη συνέχιζε: «Κύριε, κράτησέ με μακρυά από πειρασμούς, από θανάσιμα αμαρτήματα, από την όψιμη πείνα κι απ' τους κακούς γειτόνους». Εγώ το ξανάλεγα, και κείνη: «Κύριε, η νύχτα είναι μεγάλη, μη μ' αφήνεις μόνη. Έτσι κι έρθει ο διάβολος, θα κλέψει το παιδί μου». Το ξανάλεγα κι έτρεμα.

Μια ώρα, δυο ώρες με προσευχές' ο άνεμος έμπαινε σαν τη σαΐτα από τις χαραμάδες κι ο γάτος στη γωνιά μιαούριζε παραπονιάρικα. Οι προσευχές εκείνες σπαρταράνε ακόμα στη μνήμη μου. Συνέχισα να τις επαναλαμβάνω κάθε βράδυ, χωρίς να πιστεύω πως θα φτάσουν στον ουρανό, ούτε πως το ψωμί και τη δουλειά τα στέλνει ο Κύριος. Νόμιζα πως μιλούσα στα πουλιά. Δεν υπήρχε όμως άλλος τρόπος να με πάρει ο ύπνος, έπρεπε να πω τις προσευχές εκείνες και ύστερα να σταυροκοπηθώ. Ήταν σα να μου είχε κολλήσει κάποιο κακό συνήθειο.

[....] Άρχισα στα δεκαπέντε: ήμουν όμορφος στα δεκαπέντε, πίσω απ' τον πάγκο του μπακάλικου, παιδί για θελήματα, χτενισμένος όμως με τη μόδα και με άσπρη ποδιά. Άρεσα στις γυναίκες. Μπαίνανε στο μαγαζί: «Εκατό γραμμάρια τυρί». Έκοβα το τυρί, έκοβα το σαλάμι κι έκοβα τα χέρια μου. Έχω ακόμη τα σημάδια. Κοίταζα τις κυρίες, όχι το μαχαίρι. Λάθευα στο βάρος και στο μέτρο. Στα χρόνια εκείνα για να βρεις γυναίκα, έπρεπε να 'χεις αρματωμένους εφτά καραμπινιέρους για περίπολο.

[...] Την σελήνη του μέλιτος την πέρασα με μια γρηά θρήσκα που έβλεπε οράματα. Την ηλικία δε σας τη λέω. Πόσα πράγματα δε μπορούμε να πούμε! Ούτε ότι ήταν παρθένα. Οι λέξεις φτάνουνε μέχρι το στόμα, μασημένες, κι ύστερα γλυστράνε στην κοιλιά. Την έλεγαν Δόννα Ευτυχία, ένα όνομα για ευχές. Ερχόταν με ακρίβεια, τα μεσάνυχτα, σαν ξυπνητήρι και με μια οικογενειακή φίλη στην αγκαλιά: τη γάτα. Εγώ στεκόμουν πίσω απ' την πόρτα, άκουγα το μιαούρισμα και άνοιγα. Η γάτα ήταν η ρουφιάνα αλλά δεν το ήξερε. Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να δίνουν λογαριασμό για τα όσα κάνουν; Ότι ο νόμος τις καταδικάζει; Ότι ο άντρας αν τις πιάσει τις σκοτώνει; Ανάμεσα στις γάτες δεν υπάρχουν αυτές οι μπερδεψιές. Ούτε γίνονται εγκλήματα για λόγους τιμής. Δίνουν ραντεβού στις στέγες' η γάτα καταφθάνει με βήματα μετρημένα, ήρεμη: αστροφεγγιά στον ουρανό! Ο γάτος την περιμένει' νοτίζει τα μουστάκια του με τη γλώσσα, σηκώνει τη φούντα της ουράς και κάνει ουράνιο τόξο. Η γάτα ήταν συνένοχος δίχως να το ξέρει' επειδή, περνώντας το δρόμο η Δόννα Ευτυχία, αν τύχαινε να συναντήσει κάποιον, τη δικιολογία την είχε έτοιμη: μου 'φυγε η γάτα. Πήραν τα μυαλά της αέρα! Και τη χτυπούσε με το δάχτυλο στο κεφάλι. Ο περαστικός το πίστευε: εκείνη συνέχιζε να μαλώνει τη γάτα και ύστερα έμπαινε. Έμπαινε με τη γάτα.

Η γάτα, σε ξένο σπίτι, μιαούριζε, τρόμαζε τα ποντίκια. Περισότερο όμως τρόμαζα εγώ. Μην ξεχνάτε ότι η Δόννα Ευτυχία ήταν οραματιζόμενη. Έβγαζε τα ρούχα της, έσβηνε το φως και κουβέντιαζε με τους άγιους. Ένας διάλογος με μια φωνή. Τα λόγια δε μπορούσες να τα καταλάβεις. Μου 'λεγε πως ζητούσε συγχώρεση απ' τα πλάσματα τ' ουρανού, πως ήταν θανάσιμο αμάρτημα να σκανδαλίζεις ένα παιδί. Η συγχώρεση της παραχωρούνταν κάθε βράδυ. Το ίδιο και σε μένα. Εκείνη το έλεγε και με τα χέρια μου έκανε το σημείο του σταυρού. Μου έδινε την άγια ευλογία.

[...] Τις πρώτες ανακαλύψεις, τις έκανα μικρό παιδί, χωρίς σχολειά και δάσκαλους. Δεν έκανα κριτική, δεν προχωρούσα σε βάθος. Περίμενα να πήξει το μυαλό μου. Όταν ο πατέρας μου, έλεγε: «Όποιος σπλαχνίζεται τους άλλους ρίχνει τη σάρκα του στους σκύλους», δεν καταλάβαινα το νόημα που είχαν τα λόγια εκείνα. Έλεγε ακόμη: «Έμεινα ορφανός και ποτέ κανένας δε μου 'δωκε ένα κομμάτι ψωμί. Μ' ανάστησε η μάνα μου με την ανάσα της». Ο πατέρας μου ήταν αγράμματος' κι εγώ αργότερα κατάλαβα πως τα βάσανα διαστρεβλώνουν τα αισθήματα και αποχτηνώνουν τον άνθρωπο. Έβλεπα την αδικία χαραγμένη στα πρόσωπα των φτωχών, στα γυμνά πόδια κάθε μικρού παιδιού, στη ζωή των μεροκαματιάρηδων που ξεκινούσανε χαράματα μ' ένα ξεροκόμματο κι ένα κρεμύδι, και γύριζαν τ' απόβραδο σέρνοντας τα ποδάρια. Θυμάμαι: μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας και μου ζήτησε ένα άδειο κουτί. Δεν τον κοίταξα στο πρόσωπο, γιατί διαφορετικά θα καταλάβαινα. Τον είδα ύστερα να περνάει με το κουτί στο κεφάλι. Κουβαλούσε στο κοιμητήρι ένα κοριτσάκι. Ήταν ο πατέρας: ένας νεκρός που συνόδευε μια νεκρή.

Έτσι άρχισα ν' αγαπώ εκείνους που υποφέρουν. Ακόμη όμως δεν ήταν ο σοσιαλισμός.
Ignazio Buttitta (1899–1997)



Οι σημερινοί ποιητές
-στον Cesare Zavattini

Ποιητή στρατευμένο με λένε για να με προσβάλλουν
λες και δεν φοράω πουκάμισο
ρούχα στο κορμί και παπούτσια στα πόδια.
Λες και δεν τρώω ψωμί για να κρατιέμαι ολόρθος
λες και δεν πέφτω για ύπνο το βράδυ με την κοιλιά γεμάτη.

Πρόβατο δίχως μαλλί και γάιδαρο δίχως ουρά
θα μ' ήθελαν: της φύσης έκτρωμα.
Γιατί τέτοιοι είναι οι σημερινοί ποιητές,
πουλιά δίχως κελάηδημα
πουλιά τυφλά με τα φτερά τους μαδημένα;
έχουν τον κόσμο να θερίσουνε
κι αυτοί σταχολογάνε μέσα στο άδειο στήθος τους.

Ανύπαντροι κι αντάμα χήροι φάλτσοι οργανοπαίχτες
ψάχνουν να βρουν την αρμονία σε μια μόνο χορδή της κιθάρας.
Και δεν ξέρουν ότι ο ποιητής είναι θαλασσινός
που ψαρεύει με την απόχη, πως είναι κυνηγός πουλιών
με τα δίχτυα του κάθε εποχή στημένα.
Κι ούτε καταλαβαίνουν πως η ποίηση
έχει τις ρίζες της στη γη και τα κλωνιά ανθισμένα
απλωμένα στον άνεμο σαν τα χέρια τ' ανθρώπου.

Ποιητές αστράτευτοι, σας χαιρετώ'
τον κουρνιαχτό μαζέψτε!
"Μοναξιά και αγιότης" είναι τα λόγια σας'
η αλήθεια όμως σήμερα και πάντα,
μένει ανάμεσα στους ανθρώπους.

απόδοση: Θόδωρος Ιωαννίδης

* Το κείμενo και το ποίημα είναι από το βιβλίο
Ignazio Buttitta, Ο ποιητής ανάμεσα στους ανθρώπους
Απόδοση και επιμέλεια: Θόδωρος Ιωαννίδης
Εκδόσεις: Εγνατία, χ.χ.

* φωτογραφίες: magnumphotos.com


Link:
- Φωτογραφικό άλμπουμ του ποιητή από τον
Ferdinando Scianna (στο Magnum Photos)

Ετικέτες , ,