24 Νοε 2007

36 ~ Λούλα Αναγνωστάκη: Η δραματουργός του σπιτιού

* Έδώ πάντα καθόμουνα και άναβα το 'να τσιγάρο μετά το άλλο. Από αμηχανία. Πολλές φορές νόμιζα ότι όλα ήταν καπνός. Ήταν σαν να έφτανα σε μια σάλα όπου οι χορευτές δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους, κάνοντας το πιο δύσκολο, και σταματούσαν από αμηχανία γιατί ήξεραν πως ήθελα να καπνίσω. Όμως εγώ ποτέ δεν έφτασα σε καμιά σάλα χορού. Παλιά, στη Θεσσαλονίκη, όταν ξεκίναγα το ταξίδι, βρέθηκα σε σπίτια ποιητών. Οι μουσικές στα πικάπ οδηγούσαν τα πόδια μας στο παρκέ. Άλλοι χειροκροτούσαν. Άλλοι γέλαγαν. Εμείς, με τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, χορεύαμε στα λόγια του τραγουδιού. Ήταν υπέροχο. Μέχρι που ακούστηκε ο πυροβολισμός. Απ' την πλατεία. Όλη τη νύχτα ακούγονταν πυροβολισμοί. Και τότε κάποιος είπε: το πάρτι τελείωσε.

* Αν ζούσε η Αγαύη, ο πόνος μου θα ήταν απαλότερος. Στεκόταν απέναντι και με κοιτούσε. Στα μάτια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι γάτες κοιτούν τον άλλο στα μάτια. Γιατί διαλέγουν από όλο το σώμα το πρόσωπο κι από το πρόσωπο τα μάτια. Αυτό ποτέ δεν θα το μάθω. Ήταν η χαρά για όλους μας. Ο Γιώργος τη λάτρευε. Ανέβαινε στα χέρια του. Τον περίμενε. Το ίδιο και τον Θανάση [*]. Και άνθρωπος να ήταν, θα καταλάβαινε λιγότερα από όσα αυτή η γάτα. Πολλές φορές νομίζω πως θα πέσω πάνω της. Γυρίζει στα δωμάτια. Αναζητεί μια συντροφιά. Ένα βλέμμα δειλό πίσω από την πόρτα. Όταν οι πόρτες είναι κλειστές σχηματίζει εικόνες στο κεφάλι της. Τα φαντάζεται όλα. Δεν υπάρχουν γι αυτήν πόρτες κλειστές. Παρελάσεις. Πλατείες με προτομές. Πυροβολισμοί. Βροχή. Δάκρυα. Γιατί τα βλέπει μπροστά της. Η δραματουργός αυτού του σπιτιού είναι η γάτα Αγαύη. Όμως, πάει, έφυγε. Πέθανε. Αφού έζησε, όπως στα παραμύθια. Αιώνια.
Λούλα Αναγνωστάκη

[* ο γιος τους, συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς]


* Το κείμενο είναι από το κεφάλαιο "Η Αθηναϊκή Άνοιξη της Κυρίας
Αναγνωστάκη
" που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Γιώργου Χρονά
"Το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ" - εκδ. Οδός Πανός, 2007
* Η φωτογραφία είναι από το culture.ana-mpa.gr


Για την Λούλα Αναγνωστάκη: Art & Theater
(blog 2ου Λυκείου Αγίου Δημητρίου)

Ετικέτες , ,

15 Νοε 2007

35 ~ Ράλλης Κοψίδης: Τα παραμύθια των πειρατών

Το είδα μόλις έφτασα εκείνο το μαγαζάκι του λιμανιού, που ήταν στα μάτια μου τόσα χρόνια. Στεκόμουν, τότε, εκστατικός μπροστά στη μικρή του βιτρίνα, όπου μέσα της απλωνόταν ένας απίστευτος κόσμος. Όλη κι όλη η βιτρίνα ήταν ένα παράθυρο με σκονισμένα τζάμια. Αλλά στα ράφια της, τα ντυμένα με μπλε χαρτί, που είχε πια ξεθωριάσει, τι θησαυρός! Φυλλάδες του Καραγκιόζη, βιβλία για ληστές, η Γενοβέφα, ο Σεβάχ-θαλασσινός, ο Ναστραντίν χότζας, ο Ερωτόκριτος, τετράδια, πένες, χρυσό μελάνι, (εκείνο το βιολετί), σουγιαδάκια, σφυρίχτρες, γκαζές, (τα λεγόμενα γυαλινάκια), πλήθος μαγικά, όσον και δυσπρόσιτα, πράγματα.

Γιατί τα λεφτά (για μένα τουλάχιστον), σπανίζαν. Κύταζα, λοιπόν, θαυμαστικά, (ενώ ήταν κομμένες οι κλωστές που με δένανε με τα πέριξ) τα όσα ήταν εκεί αραδιασμένα, στη μαγική τούτη βιτρίνα. Και από μέσα η Αρετούσα να μου γνέφει, αλλά πώς να φτάσω να πάρω το χρυσό της μήλο που μου έδινε, όταν τζάμια αδιαπέραστα την ξεχώριζαν από μένα;

Πότε πότε βέβαια, μου έπεφτε στα χέρια η δυσεύρετη δραχμή ή το δίφραγκο, και τότε, μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης βαθύτατης, προσερχόμουν στον έμπορο κι’ έπαιρνα την φυλλάδα κι’ έτρεχα στο σπίτι να την απολαύσω. Κι’ αυτά τα διαβάσματα ήταν τα φτερά που πετούσα...

Γιατί ήταν ο κόσμος τριγύρω μου απέραντος, και φραγμένοι οι ορίζοντες... Έτσι μια μέρα με φέραν τα βήματά μου ξανά κατά κεί. Κι’ είδα ένα μικρό βιβλιάριο καινουγιοφερμένο. Έγραφε επάνω του: Tα παραμύθια των πειρατών! Είχανε πάντα, δόξα μεγάλη, στο νου μου, οι αφανείς (δυστυχώς) πειρατές! Ένα καράβι ήταν φουνταρισμένο στο εξώφυλλό του, μέσα σε χρώματα ζαλιστικά των ματιών. Πειρατές μαντηλόδετοι με χατζάρες στα χέρια, είχαν κάνει ρεσάλτο σ’ ένα άλλο πλεούμενο, και μέσα σε θριαμβευτική αιματοχυσία, σαν ν’ ακούγονταν κραυγές πειρατικές νικητήριες! Ενώ η μαύρη σημαία ανέμιζε πάνω ψηλά στον παπαφίγκο!... – Άχ, να το είχα, συλλογίστηκα κεραυνομένος. Μα το ξώφυλλο έγραφε απάνω: 2 δραχμές. Και τις δύο τούτες δραχμές πού να τις βρω; Γιατί τα λεφτά τάχουν, ως γνωστόν, οι μεγάλοι. Όμως και πάλι έπεφτε στα χέρια μας η δραχμή, ή το «δίδραχμον», (ή και πιο πολλά), μετά από επίμονα παρακάλια, στους αρκετά σφιχτοχέρηδες, (λόγω ανάγκης), γονιούς μας, ή με κάποια «θελήματα».

Άλλη λύση δεν είχε. Μια και δυό τρέχω προς το ραφτάδικο του πατέρα. Τον βρίσκω να βάζει χοντρές βελονιές σ’ ένα καναβάτσο για να στρώσει τα πέτα σ’ ένα σακκάκι. –Πατέρα, φωνάζω, έχεις τίποτα έτοιμο να το πάω; -Έχω πως δεν έχω! Στην ώρα ήρθες. Να στο τυλίξω μονάχα. Θα το πας εκεί, σ’ εκείνον τον έμπορα, όπου κάθεται στον καροτσόδρομο λίγο πιο πάνω απ’ τα κατσιβέλικα, κι’ έχει την χουρμαδιά στον μπαξέ του. Ξέρεις εσύ! (Τη χουρμαδιά να μην ήξερα;), - και μην ξεχάσεις να πεις: «με γεια σας», και «φχαριστώ» για ό,τι σου δώσουν, γιατί αλλοιώτικα μπαξίσι δεν δίνουν. Ξεχνιούνται όμως τα τέτοια; Το βουτάω λοιπόν, το έτοιμο κουστούμι, τυλιγμένο σε κόλλα χαρτί, καρφιτσωμένο στις άκρες, (γιατί δεν είχε τότε σελοτέπ και τα τέτοια), και δρόμο. Γεμάτος ελπίδες φτάνω και χτυπάω το μπρούτζινο χεράκι της πόρτας. Και να που ανοίγουν, και βγαίνει η δούλα, και της το δίνω. – Με γεια σας να πεις! της φωνάζω, είπε ο πατέρας μου. Και «φχαριστώ»! μούπε να σας πω, κι’ από πάνω. – Περίμενε λέει η δούλα, και πάει κατά μέσα. Και σε λίγο γυρνάει κι ένα δίφραγκο γυάλιζε στο χέρι της και μου το δίνει.- Άντε σούφεξε πάλι! φωνάζοντας, μου κλείνει με βρόντο την πόρτα. Γιατί έτσι πρέπει να κλείνονται οι μεγάλες πόρτες, και νάναι πάντα κλειστές, καθώς και τα ψηλά παραθύρια, για να μην πολυφαίνονται στα γύρω, και πέσει η υπόληψή τους στα χαμηλά. Είχε τάξη τότε βλέπεις ο κόσμος...

-Δεν πάει να σφαλνά και ν’αμπαρώνει, τώρα, συλλογιέμαι. Και παίρνω δρόμο για το λιμάνι. Από κείνους τους στραβούς και λιθόστρωτους δρόμους, τρέχω να προφτάσω. –Αν τόχει πάρει κανένας άλλος στο μεταξύ; μου περνάει από το νου η απαίσια σκέψη. Αλλά να η βιτρίνα, και νάτο κει ακουμπισμένο το βιβλιαράκι. Εκεί καταμεσίς με περιμένουν τα παραμύθια των πειρατών! Μπαίνω, και πριν προφτάσει ακόμα ο έμπορας να με ρωτήσει: -Έχεις τα λεφτά; του δίνω το δίφραγκο και το παίρνω, και πάλι τρέχοντας, φτάνω στο μαγαζί του πατέρα μου.

-Μπαλώθηκες πάλι, μου λέει, βλέποντας τι κρατούσα στο χέρι. Και τι πήρες, για να δούμε; -Κάτι παραμύθια λέω. –Ά! Μπράβο! –Για φέρε να δω! (Άχ διενεκής λογοκρισία)! –Τι ’ναι τούτα; Τι πειρατές κι αηδίες! Τι εγκληματικά και ληστρικά είναι τούτα; φωνάζει. –Ποιός σου έμαθε να διαβάζεις για αυτούς τους κακούργους! Τι θα γίνεις άμα διαβάζεις τέτοια βιβλία; Έ; Να σου πω εγώ τι θα γίνεις! Θα σε φάνε οι φυλακές φουκαρά μου, σαν αυτουνούς! Και θυμώδης ως ήταν, πιάνει και σκίζει κομματάκια το βιβλιαράκι, και τα πετάει, φύλλο και φτερό, προς τα έξω. Και τα παίρνει τ’αεράκι που φύσαγε ο μπάτης, και τα σκορπά στη στενή αγορά.

Δεν πειράζει. Για το καλό μου τάκανε όλα. Τόσο ήξερε κι' αυτός. Αλλά τότε που να το καταλάβω; Τώρα όμως που θυμάμαι εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα, όταν πέσαν με πάταγο, που κανένας δεν άκουσε, τα φτερά της φαντασίας από πάνω μου, και γίναν κομμάτια, στο γεμάτο βρωμιές λιθόστρωτο, δεν ήξερε, αναρωτιέμαι, ο πατέρας μου, ποιοί είναι οι αληθινοί πειρατές, οι γνήσιοι κακούργοι, σ’αυτόν τον κόσμο; Δεν τους έβλεπε άραγες γύρω, (νάχουν συχνά όψιν αγίου), τους ξεχώρισε στο τέλος, τους αληθινούς κουρσάρους απ’ τους ψεύτικους; Μάλλον, ναι, απ’ ότι ξέρω, αλλά ποτέ δεν το είπε... Γιατί ήταν πάντα η Ανάγκη που έφραζε τα στόματα, και πότε σταμάτησε αυτό;...
Ράλλης Κοψίδης (1929)

*Ενημέρωση, Αύγουστος 2010:
Ράλλης Κοψίδης (1929-2010)


Ράλλης Κοψίδης: Το πατρικό μου σπίτι


* Το κείμενο είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Ράλλη Κοψίδη
"το τετράδιο του γυρισμού" και δημοσιεύθηκε στο σερραϊκό
περιοδικό "Γιατί" του Βασίλη Τζανακάρη (Ανθολόγιο 1987)
* Φωτογραφία: Ελευθεροτυπία
* Οι πίνακες του Ράλλη Κοψίδη είναι από το new.depap.gr
και το limnos.e-papadakis.gr

Ετικέτες , ,

6 Νοε 2007

34 ~ Κώστας Σκανδαλίδης: Η θέση μου ήταν ζηλευτή

1959... Είμαι έξι χρόνων. Λίγο χρόνο πριν - ίσως μια διετία - έχω επιλέξει ως εύηχη λέξη και αγαπημένο χρώμα, το χρώμα της φωτιάς, την ομάδα που υποστηρίζω. Τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Είναι μια από τις πρώτες αναμνήσεις μου, βαθιά χαραγμένη στο νου μου. Παίζει ο Ολυμπιακός με τη Μίλαν του Αλταφίνι και του Μαλντίνι (του πατέρα του σημερινού αρχηγού της «Σκουάντρα Ατζούρα») για το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης.

Από νωρίς έχω πάρει τη θέση μου στο περίπτερο «του Θοδωρή», στο κέντρο της Κω, επί της 25ης Μαρτίου λίγο πιο πέρα από την Πλ. Ελευθερίας και τον «Ορφέα». Η θέση μου ήταν ζηλευτή ανάμεσα στους συνομήλικούς μου. Είχα το προνόμιο να ανεβαίνω σ' ένα πρόχειρο σκαλοπάτι φτιαγμένο από τούβλα που παίρναμε από το διπλανό γιαπί και να χώνω τη μούρη μου κυριολεκτικά μέσα στο περίπτερο. Γιατί ήταν προνομιακή η θέση μου; Πρώτα γιατί μαζευόμασταν πάνω από είκοσι άτομα από πέντε μέχρι και σαράντα πέντε χρονών να παρακολουθήσουμε από το τρανζίστορ τα ματς (όπως σήμερα γίνεται σε αίθουσες με video-wall και με εισιτήριο). Επειτα γιατί χώνοντας τη μούρη μου στο περίπτερο είχα το αφτί μου πιο κοντά στην περιγραφή από οποιοδήποτε άλλο. Και σήμερα που το σκέφτομαι ακόμη δεν έχει φύγει από τη μύτη μου η απίστευτη μυρωδιά του περιπτέρου. Κάτι ανάμεσα σε «ΙΟΝ αμυγδάλου», ταμπάκο από τα «σέρτικα» και τα «ζενίθ» και το άρωμα της πανσπερμίας των αγαθών που πουλούσε ο Θοδωρής, ένας περιπτεράς που κούτσαινε και με πείραζε για τον Ολυμπιακό.

Δεν θυμάμαι ακριβώς το λεπτό, ούτε τον σπορτκάστερ που μετέδιδε τον αγώνα Ολυμπιακός - Μίλαν. Ούτε τον εξτρέμ που έκανε την κοφτή παράλληλη σέντρα, νομίζω ήταν ο Κώστας Παπάζογλου. Θυμάμαι όμως ότι η σέντρα ήταν πολύ δυνατή, παράλληλη με το έδαφος, σε ένα ύψος ένα με ενάμισι μέτρο και όλα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα καθώς σηκώθηκε από το έδαφος ο Ηλίας Υφαντής σε ένα ανεπανάληπτο βολ-πλανέ (για όσους δεν είναι μυημένοι ένα γυριστό και φαλτσαριστό σουτ) από το ύψος της περιοχής. Ο σπίκερ τρελάθηκε. Φώναζε με άναρθρες κραυγές. Το ωραιότερο γκολ που σημειώθηκε ποτέ...

Έκτοτε πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Δεν ντρέπομαι να το πω. Οι παίκτες ήταν ινδάλματα για μένα, το ποδόσφαιρο έγινε ένα μεγάλο κομμάτι από τη ζωή μου. Επαιξα και στον «Ανταγόρα» της Κω (ξέρετε, αυτόν που είναι ο μοναδικός που νίκησε στην πάλη τον Ηρακλή σύμφωνα με το μύθο). Γνώρισα από το ραδιόφωνο του σπιτιού μου (ένα Φίλιπς μεγάλο που ψάχναμε τις συχνότητες στα μεσαία και όταν άκουγα το αθλητικό σήμα του ΕΙΡ ανέβαινα στον ουρανό της ελπίδας και της αγωνίας), από το τρανζίστορ του Θοδωρή, από την «Ομάδα» της Τρίτης, από το «Φως» της κάθε μέρας, από το «Σούπερ-Σπορ» του Σαββάτου κι από το περιοδικό (που ξεχνώ το όνομά του) που έβγαινε Κυριακή με φωτογραφίες όλων των γκολ της περασμένης βδομάδας, τον Γιώργο Σιδέρη, τον Μίμη Παπαϊωάννου, τον Μίμη Δομάζο, τον Τάκη Λουκανίδη, όλα τα αστέρια της καθημερινότητάς μου. Μετά ήρθε η χούντα και οι φάσεις που εντυπώνονται για χρόνια στο μυαλό μου σε κατάμεστα γήπεδα με ουρανομήκεις ζητωκραυγές και τον σπίκερ να περιγράφει το σημείο της ντρίπλας, την απόσταση του σουτ, το ύψος της κεφαλιάς, οι φάσεις που με έμαθαν να ντριπλάρω, να σουτάρω, να πασάρω και να στέλνω την μπάλα στο πλεκτό, πρώτη φορά γίνονται ζωντανές με τα «Επίκαιρα» μπροστά στα έκπληκτα μάτια του παιδιού που γίνεται έφηβος.

Περνούν τα χρόνια, ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για την Ε' Γυμνασίου και με ζητούν στο γήπεδο του Μ. Αλεξάνδρου Ηρακλείας να υπογράψω δελτίο στον ΠΑΟΚ ή στον Ηρακλή. Το ίδιο και στην Στ' Γυμνασίου από τον Παπαρσείου (γνωστό προπονητή της Εθνικής Ενόπλων και διάφορων ομάδων) που ήθελε να πάω σε μεγάλη ομάδα. Και κάτι που δεν το ξέρετε. Εκείνη τη χρονιά (1970-71) έγινε ένα πρωτάθλημα Γυμνασίων. Φθάσαμε στον τελικό εμείς από το Α' Γυμνάσιο της Πλάκας και το Γυμνάσιο του Παλαιού Φαλήρου. Σκορ 5-3 σε βάρος μας. Εβαλα και τα τρία γκολ της ομάδας, αλλά από την άλλη μεριά τα τέσσερα από τα πέντε τέρματα σημείωσε ένα εκπληκτικό παιδάκι που μάλιστα πήγαινε Ε' Γυμνασίου. Το όνομα αυτού: Θωμάς Μαύρος.

Από τα «Επίκαιρα» της χούντας κάποια στιγμή βρίσκομαι μέσα στο γήπεδο. Ολυμπιακός - Πανιώνιος 3-1. Ο Γιώργος Σιδέρης ο «φόντακας», το «τανκ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, προσγειώνεται με ένα άλμα στη συμβολή της κάθετης γραμμής της μεγάλης περιοχής και της γραμμής του άουτ κυνηγώντας μια χαμένη «ψηλοκρεμαστή» και κάθετη μπαλιά και με το εξωτερικό του δεξιού του ποδιού πιάνει ένα «ουγγαρέζικο» (σήμα κατατεθέν της μεγάλης Ουγγαρίας των αρχών της δεκαετίας του '50). Η μπάλα παίρνει μια απίστευτη τροχιά από τη γραμμή του άουτ, εισέρχεται στο γήπεδο, περνά μπροστά από το έκπληκτο βλέμμα του Κουρκουβέλα (διεθνούς τερματοφύλακα του Πανιωνίου), στρίβει κυριολεκτικά, αλλάζει πορεία και στρογγυλοκάθεται στην άλλη γωνία.

Κάτι μπορούσα να κάνω στο ποδόσφαιρο. Ημουν αριστεροπόδαρος, θαύμαζα τον Παπαϊωάννου, τον Δεκηκάρη, τον Αργυρούδη, όσους χειριζόντουσαν την μπάλα με το αριστερό πόδι, αλλά βλέπετε διάλεξα - ως ολίγον αφελής - το Πολυτεχνείο. Εκτοτε ο Υφαντής, ο Λουκανίδης, ο Σιδέρης, ο Παπαϊωάννου, ο Δομάζος, ο Δεληκάρης, ο Μποτίνος, ο Ασλανίδης, ο Νεστορίδης, ο Ζαντέρογλου, ο Θ. Λουκανίδης, ο Καμάρας, ο Αντωνιάδης και όλοι οι άλλοι, αλλά και από τα άλλα αθλήματα, έγιναν φίλοι μου. Βγαίνουμε συχνά έξω τα βράδια και τρελαίνομαι να μου λένε ιστορίες από κείνες κυρίως που φανταζόμουνα όταν αγωνιζόμουνα να φτάσω το τρανζίστορ του Θοδωρή. Ολοι τους είναι μικρά παιδιά, αυθόρμητα, λαϊκά, με πηγαίο χιούμορ και μεγάλη καρδιά. Και προπαντός μεγάλοι παραμυθάδες. Οπως θα καταλάβατε ίσως το επιδίωξα για να ξεπληρώσω το κενό μιας λαθεμένης ίσως επιλογής.
Κώστας Σκανδαλίδης

Ηταν μια προσωπική ιστορία με αφορμή το βιβλίο Μόνο για άνδρες που επιμελήθηκε ο Θανάσης Νιάρχος. Ηθελα να γράψω για το βιβλίο αλλά καθώς και αυτό είναι μια συλλογή 36 προσωπικών ιστοριών, αυθόρμητα έγραψα τη δική μου. Το βιβλίο πάντως ανοίγει με το διάσημο ποίημα του Αρη Δικταίου «Επίνικος 1959 Μήτσω Υφαντίδη, Πειραιεί, ποδοσφαίρα» για τον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Ηλία Υφαντή, που συνοδεύεται από συνέντευξη του ποδοσφαιριστή που δόθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στον Θανάση Νιάρχο. Τις προσωπικές ιστορίες του βιβλίου υπογράφουν οι Κ. Ακρίβος, Γ. Βαρβέρης, Β. Βασιλικός, Γ. Βέης, Μ. Βιντιάδης, Κ. Γεωργουσόπουλος, Α. Καμάρας, Ν. Καραγεώργος, Γ. Κοντός, Δ. Κοσμόπουλος, Π. Κυπαρίσσης, Χ. Λιοντάκης, Μ. Λουκάκης, Η. Μαγκλίνης, Γ. Μανιώτης, Γ. Μαρκόπουλος, Μ. Μαυρομμάτης, Μ. Μιχαηλίδης, Ν. Μπακουνάκης, Θ. Νιάρχος, Ν. Οικονομίδης, Γ. Πανταγιάς, Λ. Παπαδόπουλος, Ν. Παπανδρέου, Π. Παπαντωνίου, Σ. Πασχάλης, Α. Πεπελάσης, Ν. Πετράτος, Π. Τατσόπουλος, Α. Φασιανός, Σ. Φυντανίδης, Θ. Χειμωνάς, Δ. Χουλιαράκης, Γιώργος Χρονάς, Γ. Χρυσούλης, Τ. Χυτήρης. - Κώστας Σκανδαλίδης (TΟ ΒΗΜΑ , 02-03-2003)


* Η κεντρική φωτογραφία είναι από το προσωπικό site του Κώστα Σκανδαλίδη

Ετικέτες , ,