31 Αυγ 2007

26 ~ Paul Auster: To Κόκκινο Σημειωματάριο - Έτσι έγινα συγγραφέας

Ήμουν οχτώ χρονών. Σ' αυτή τη στιγμή της ζωής μου, τίποτε δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα απ' το μπέιζμπολ. Η ομάδα μου ήταν οι Νew Yorks Giants, και παρακολουθούσα τα κατορθώματα των αντρών με τα μαυροπορτοκαλιά καπέλα, με την αφοσίωση ενός αληθινού πιστού. Ακόμη και τώρα, όταν θυμάμαι εκείνη την ομάδα που πια δεν υπάρχει, να παίζει σ' ένα γήπεδο που επίσης δεν υπάρχει, μπορώ να ξετυλίξω τα ονόματα σχεδόν κάθε παίχτη με τη σειρά. Alvin Dark, Whitey Lockman, Don Mueller, Johnny Antonelli, Monte Irvin, Hoyt Wilhelm. Αλλά κανένας δεν ήταν μεγαλύτερος, κανένας πιο τέλειος, κανένας που ν' άξιζε τη λατρεία περισσότερο απ' τον Willie Mays, τον αναψοκοκκινισμένο, που σε φώναζε γεια σου μικρέ.

Εκείνη την Άνοιξη με είχαν πάρει στον πρώτο μου μεγάλο αγώνα για το πρωτάθλημα. Φίλοι των γονιών μου είχαν εισιτήρια στα θεωρεία του γηπέδου Polo Ground, και μια Απριλιάτικη νύχτα μερικοί από μας πήγαμε να παρακολουθήσουμε τους Giants να παίζουν με τους Milwaukee Braves. Δεν ξέρω ποιος κέρδισε, δεν μπoρώ να θυμηθώ την παραμικρή λεπτομέρεια, αλλά θυμάμαι πως μόλις τέλειωσε το παιγνίδι οι γονείς μου και οι φίλοι τους κάθησαν μιλώντας στις θέσεις τους μέχρι που οι άλλοι θεατές έφυγαν. Είχαμε καθυστερήσει τόσο ώστε έπρεπε να διασχίσουμε το γήπεδο του μπέιζμπολ και να βγούμε απ' την κεντρική έξοδο, που ήταν και η μόνη ανοιχτή. Κι όπως συνέβη, εκείνη η έξοδος ήταν ακριβώς κάτω απ' τα αποδυτήρια των παιχτών.

Μόλις πλησιάσαμε τον τοίχο, πήρε το μάτι μου τον Willie Mays. Δεν είχα καμιά αμφιβολία σχετικά με το ποιος ήταν. Ήταν ο Willie Mays, που είχε ήδη βγάλει τη στολή και καθόταν εκεί με τα καθημερινά του ρούχα ούτε δέκα βήματα μακριά μου. Κατάφερα να κρατήσω τα πόδια μου που κατευθυνόταν προς το μέρος του, συγκεντρώνοντας κάθε ίχνος κουράγιου, εξαναγκάζοντας το στόμα μου να πει μερικές λέξεις. Κύριε Mays, είπα, θα μπορούσα παρακαλώ νά ‘χω ένα αυτόγραφο;

Πρέπει νάταν όλο κι όλο εικοσιτέσσερα χρονών, αλλά δεν μπορούσα να καταφέρω να προφέρω το μικρό του όνομα. Η απόκριση στην ερώτηση μου ήταν απότομη αλλά φιλική. Βεβαίως, μικρέ, βεβαίως, είπε. Έχεις ένα μολύβι;. Ήταν τόσο γεμάτος από ζωή, θυμάμαι, τόσο γεμάτος νεανική ενέργεια, που συνέχιζε να αναπηδά πάνω κάτω όσο μίλαγε.

Δεν είχα μολύβι, έτσι ρώτησα τον πατέρα μου αν μπορούσα να δανειστώ το δικό του. Δεν είχε ούτε εκείνος. Ούτε και η μητέρα μου. Ούτε, όπως αποδείχτηκε, και κανένας άλλος απ' τους μεγάλους. Ο άφταστος Willie Mays καθόταν εκεί παρακολουθώντας σιωπηλά. Όταν έγινε ξεκάθαρο πως κανένας από μας δεν είχε τίποτε για να γράψεις μ' αυτό, γύρισε προς τη μεριά μου και σήκωσε τους ώμους. Συγνώμη μικρέ, είπε. Αν δεν έχεις μολύβι, δεν μπορώ να σου δώσω αυτόγραφο. Και στη συνέχεια βγήκε απ' το γήπεδο μέσα στη νύχτα.

Δεν ήθελα να κλάψω, αλλά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου, και δεν μπορούσα να τα σταματήσω. Ακόμη χειρότερα, έκλαιγα μέσα στο αυτοκίνητο, σ όλη την επιστροφή προς το σπίτι. Ναι, είχα συντριβεί από την απογοήτευση, αλλά είχα επίσης πεισμώσει με τον εαυτό μου που δεν μπόρεσε να κρατήσει εκείνα τα δάκρυα. Δεν ήμουν μωρό. Ήμουν οχτώ χρονών, και τα μεγάλα παιδιά δεν επιτρεπόταν να κλαίνε για τέτοια πράγματα. Όχι μόνο δεν είχα το αυτόγραφο του Willie Mays, δεν είχα και τίποτε άλλο. Η ζωή με είχε δοκιμάσει, κι απ' όλες τις απόψεις είχα βρει τον εαυτό μου να υπολείπεται.

Mετά από κείνη τη νύχτα, άρχισα νά' χω ένα μολύβι μαζί μου όπου κι αν πήγαινα. Έγινε συνήθεια μου να μη βγαίνω απ' το σπίτι δίχως να ‘χα σιγουρευτεί πως είχα ένα μολύβι στην τσέπη μου. Δεν είναι πως είχα ιδιαίτερα σχέδια γι' αυτό το μολύβι, αλλά δεν ήθελα να 'μαι απροετοίμαστος. Είχα πιαστεί μια φορά με άδεια χέρια και δεν επρόκειτο να επιτρέψω να μου ξανασυμβεί.

Αν όχι τίποτε άλλο, τα χρόνια με δίδαξαν το εξής: Αν έχεις ένα μολύβι στην τσέπη, παρουσιάζεται πάντα μια καλή ευκαιρία να μπεις στον πειρασμό και μια μέρα ν’ αρχίσεις να το χρησιμοποιείς.

Όπως μου αρέσει να λέω στα παιδιά μου, έτσι έγινα συγγραφέας.
Πωλ Ώστερ (1947)



* Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Πολ Όστερ "Το Κόκκινο Σημειωματάριο"
όπως δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός - τ.108, Απρ.2000.
Την μετάφραση έκανε ο Σωκράτης Κ. Παπαγεωργίου
(το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδ.
Αδελφοί Ζαχαρόπουλοι σε μετάφραση Βίκυς Κυριαζή)
* Φωτογραφίες: news.bbc.co.uk, perso.orange.fr,
wwwheatherconley.com, www.grafein.org

Ετικέτες , ,

19 Αυγ 2007

25 ~ Umberto Saba: Μισό προσκέφαλο για τον άγγελο

Αυτοβιογραφία 2

Όταν γεννήθηκα, η μητέρα μου θρηνούσε
τη νύχτα μόνη της στο έρημο κρεβάτι.
Για μένα και γι' αυτήν που ο πόνος τυραννούσε
όλοι στο γκέττο κουβαλούσαν κι από κάτι.

Τα ψώνια έφερνε -και τον ευχαριστούσε-
μονάχος ο πιο γέρος' κι έκλεινε το μάτι
κι έλυνε το μαντίλι και κρυφογελούσε:
με δυο φιορίνια κρέας, ε; - και τι κομμάτι!

Τι όμορφη θα ήταν τότε η πολιτεία
που ζούσα: ολόκληρη σαν λαϊκή αγορά!
Μέσα από πράσινο πολύ, με τη μητέρα

σαν σ' όνειρο έβγαινα, θυμάμαι, μια φορά
κι έναν καιρό. Κι έπειτα - η μελαγχολία'
μοναχοπαίδι μακριά από τον πατέρα.

*
Αυτοβιογραφία, 3

"Κακούργος" ήταν ο πατέρας μου για μένα
ώσπου τον γνώρισα, στα είκοσί μου πια,
κι είδα πως ήτανε παιδάκι -σαν και μένα-
και μου 'χε δώσει ό,τι καθένας μας ζητά

απ' τον πατέρα του: γλυκά και ζορισμένα
στη φτώχεια του χαμογελούσε, γαλανά
μάτια κι εκείνος είχε. Γύρναγε στα ξένα
όπως γυρνάμε σε γυναίκας αγκαλιά.

Όλα τα βάρη η μητέρα να σηκώνει'
κι εκείνος εύθυμος, ανάλαφρα να ζει.
Και ξέφυγε απ' το χέρι της σαν το μπαλόνι.

"Κοίτα μην μοιάσεις στον πατέρα σου", είχε πει.
Δυο φυλές ήσαν - τίποτα δεν τις ενώνει:
Το ξέρω πια, στον εαυτό μου το 'χω δει.

*
Αυτοβιογραφία 4

Τη φτωχική ζωή μου είχαν ευλογήσει
οι παιδικοί μου φίλοι και τα ταπεινά
ζωάκια και μια θεια που μ' είχε αγαπήσει
σαν μάνα κι ο Θεός ψηλά που δεν ξεχνά.

Τα βράδια, το μισό προσκέφαλο είχα αφήσει -
να γείρει ο άγγελος... Τον γύρεψα συχνά
όταν τη γλύκα της σαρκός είχα γνωρίσει'
την όψη του δεν ονειρεύτηκα ξανά.

Στην τάξη πάντα προκαλούσα όλων τη χλεύη
και μια παράξενη χαρά στον εαυτό μου
όταν με σήκωναν για ν' απαγγείλω στίχους

κι ακόμη πρόγκα και καζούρα ακούω, σαν ήχους
ζώων στο βάλτο εδώ που βρίσκομαι του κόσμου -
και τη φωνή που μυστικά μ' επιβραβεύει.

Ουμπέρτο Σάμπα (1883-1957)


* Τα αυτοβιογραφικά ποιήματα είναι από το βιβλίο του Γιώργου Κοροπούλη
Περί των γάμων υδραργύρου και θείου, εκδ. Ύψιλον, 2001
* Φωτογραφία: www.windoweb.it

Ετικέτες , ,