12 Σεπ 2013

154 ~ Κοραλία Θεοτοκά: μια Σωκρατική σχέση, σε άνθηση και πληρότητα

...παντρευτήκαμε [11 Ιουλίου 1966] στην Βασιλική της Σωτήρας, στην Πλάκα. Το μυστήριο έκαμε ένας παπάς με βροντερή φωνή και καθαρή άρθρωση, με πίστη που ίσια εξακοντιζόταν στον Θεό. Η μορφή του, δαιμονική. Τον λέγανε Δαπέργολλα, Κερκυραίος. Το πρωί φόρεσα το άσπρο μου φόρεμα, γαλλική χοντρή νταντέλλα, έβαλα λουλούδια στα μαλλιά, κύματα γλυκειάς ταραχής και γαλήνης αναδεύονταν μέσα μου. Ήμουν σταθερή, κάτι περισσότερο• αφιερωμένη. Στον άντρα μου, τον άντρα που ερωτεύθηκα κι έζησα μαζί του τη φύση και τις ιδέες και τα πράγματα, τον Άνθρωπο, τον Γιώργο Θεοτοκά. Μας στεφάνωσε ο Αλέκος Καλοβιδούρης, παιδικός του φίλος, στις 11. Η μητέρα του δεν ήλθε. Ο μπαμπάς, πολύ άρρωστος, έμεινε καθιστός και συγκινημένος όλην την ώρα της λειτουργίας. Η μαμά γελούσε, έκλαιγε, κι η Λιλή είχε μια συγκίνηση συγκρατημένη. Τις λαμπάδες κρατούσαν η Δανάη κι ο Νίκος.

Την Τζούλια και το Γιώργο, τ' αδέλφια μου, τα 'νιωθα κοντά μου. Με φίλησε με την τρυφεράδα, που μόνο ο Γιώργος μπορούσε να 'χει, γιατί ανέβαινε από μέσα κι από βαθιά του, πολύ, η αγάπη. Ήταν σοβαρός, θυμούμαι, μου κρατούσε με σιγουριά το χέρι, ήμουν η γυναίκα του. Θα με στήριζε και θα τον στήριζα. Ξεκινούσαμε μ' ανοιχτή καρδιά. Κι οι πέντε αισθήσεις πάλλονταν και χαίρονταν. Ήμασταν προνομιούχοι. Σάρκα μία, πνεύμα ένα, και μία ψυχή. Καταργήσαμε τους φραγμούς που φέρνουν τα χρόνια, ήτανε μια Σωκρατική σχέση, σε άνθηση και πληρότητα. Τον αγαπώ, μ' αγαπά, και τώρα. που πάνε εννιά μήνες που πέθανε, το πρωί στον τάφο, το 'νιωσα. Αγαπιόμαστε. Μακάρι ν' αληθεύει ή Δευτέρα Παρουσία. Θα ξανασμίξουμε. Τούτα τα δύο «εγώ», που 'γιναν ένα «Εσύ», δεν μπορεί να διαλυθούν, κάπου θα πλανιούνται, κάπου θα συναντηθούν. Θέλω να ελπίζω, για να μην αυτοκτονήσω (μην κι ανατραπεί ή τάξη και δεν τον ξαναβρώ ποτέ). Ήταν ωραίος, πνευματικός, γελούσε σαν τέλειωσε η λειτουργία, και καθήσαμε στο ωραίο τραπέζι, στο σπίτι της μητέρας του. Θυμούμαι το παγωτό, ένα κομμάτι τέχνης, ονειρεμένο. Ύστερα πήγα κι άλλαξα. Ήμουν πνιγμένη από συγκίνηση. Σ' ευχαριστώ, του είπα. Χαμογέλασε και με φίλησε. Μαζί. Μαζί ως το τέλος. Αλήθεψε. Όταν τον ακολούθησα ως την πόρτα του χειρουργείου, μόλις τον άφησα, πέθανε. Ύστερα ξανασυνήλθε μα δεν ένιωθε πια.

Σήμερα, πρωί, 8.30 ξεκίνησα για τον τάφο. Τον είχα πλύνει από προχθές, ήταν γιομάτος λουλούδια. Του πήγα φρέσκες μαργαρίτες και χρυσάνθεμα. Άναψα το καντήλι, τα δυο κεριά, λύθηκαν τα δάκρυα μου. Σκέφτηκα να φωνάξω παπά και να κάνω τρισάγιο. Όμως κανείς, θαρρώ, έξω από μένα, δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει καλύτερα με τον Θεό και μ' εκείνον. Έκαμα μια προσευχή, έλεγα λόγια, άγγιζα το μάρμαρο, εκεί στο μέρος που ήταν το αγαπημένο κεφάλι, το πλατύ κι ερωτευμένο στήθος, ο άντρας, που γεύτηκα τόσες νύχτες και μεσημέρια. Στο φως, στο φως, να 'σαι στο φως, αγάπη μου, έλεγα, και να βλέπεις και το δράμα του κόσμου. Ό,τι όμορφο, ό,τι καλό, ό,τι θα σου 'δινε χαρά. Ήσουν και είσαι η ευτυχία μου. Ο κόσμος είναι τραγικός, μια πληγή είναι, καλύτερα που είσαι μακριά κι αναπαμένος, Αν θέλεις πάρε με, να 'ρθω, όχι, δεν φοβούμαι, ούτε λυπούμαι, ξέρω πως θα φροντίζεις για μένα, Άντρα μου, Αγιέ μου.

Κι αφού έκλαψα πολύ, και χαμογέλασα για να σ' ευχαριστήσω, έφυγα. Κλείστηκα στην κάμαρα μας. Διάβασα το «Ταξίδι στην Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος», ένα μέρος του. Μετά το φαγητό, αποκοιμήθηκα. Με ξύπνησε δυνατή βροχή. Στάλες κάθετες και πλούσιες. Άνοιξα το παράθυρο...
Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά (1935-1976)

* Το αυτοβιογραφικό κείμενο, είναι από την λέξη, τχ. 59-60
Νοέμβρης '86
* οι φωτογραφίες είναι από τα τεύχη 10, 14 και
107, του ίδιου λογοτεχνικού περιοδικού


Ακόμα:
η Κοραλία Θεοτοκά στο χωρίς άλλη αναβολή

Ετικέτες , ,