26 Ιουλ 2014

170 ~ Τόλης Νικηφόρου: κρύβω μέσα μου ένα παιδί απαρηγόρητο

Image and video hosting by TinyPic
γενέθλια πόλη, 1

αγιόκλημα και ψάθινες καρέκλες
για να τσιμπολογάνε τα παιδιά
απ' τα χουνάκια με τα τυπωμένα φύλλα
κι από το καλοτάξιδο πανί της Αίγλης
σπόρια ονείρου

εκεί στο τέρμα της ανηφοριάς
ο ήλιος ν' αμολάει απλόχερα τους ήχους
από τα κατρακύλια και τα ξύλινα πατίνια
στο καλντερίμι της Αγνώστου Στρατιώτου

αριστερά και δεξιά πιο κάτω
ν' απλώνεται η πλατεία ουρανός
με τα αρχαία Λουτρά του Παραδείσου
και τ' άσπρα σύννεφά της ν' ανεμίζουν
σημαία στο καμπαναριό του Άη Δημήτρη

μέσα απ' τη γη να ξεπροβάλλει
η ανθισμένη Παναγία Χαλκέων
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
όπως το χέρι του πατέρα
τους εφιάλτες στο σκοτάδι όταν έδιωχνε

η φλόγα απ' το δαδί να λαμπαδιάζει
στο πρωινό δωμάτιο του χειμώνα
κάθε κατώφλι μια ζεστή ποδιά
και ο βαρδάρης άγριος, παγερός και οικείος
ένας μεγάλος αδερφός, μια βεβαιότητα

διαρκώς ν' αλλάζουν και να μένουν
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
αμετακίνητη η Πλατεία Δικαστηρίων
απ' όπου ξεκινούσε κι όπου τέλειωνε
η Εγνατία Οδός αυτού του κόσμου

*
γενέθλια πόλη, 2

θίασος παιδικός της γειτονιάς
που ανέβαζε κατοχικά παιχνίδια
στο παλκοσένικο του δρόμου
ενώ ακατάπαυστα η βροχή χειροκροτούσε
στο τσίγκινο υπόστεγο του Μπεμπελέκου

οδός και πρόσβαση και χωματένιο αλώνι
ο μέγας άλλοτε Μητσαίων ποταμός
που πήγαζε στα όρη της Αμύντα
και εξέβαλε στην ωκεάνια πλατεία
όπου χιλιάδες χρόνια πριν καταποντίστηκαν
αρχαίες αγορές κι αγάλματα

Πλατεία Δικαστηρίων ο κόσμος όλος
ενώ τα ποντοπόρα πλοία διασχίζουν
το άγριο κύμα της Αγνώστου Στρατιώτου
και ναυλοχούν στο βορεινό λιμάνι Ολύμπου

διάσημα ονόματα ηθοποιοί και ναύτες
χλομά παιδιά της στέρησης με ματωμένα πόδια
πεισματικά που αγκυροβόλησαν
σε κάποια ασπρόμαυρη φωτογραφία
και αξιώθηκαν να μην γνωρίσουν
την καταισχύνη των μεγάλων

τα όνειρα που μείναν όνειρα
κι έτσι διατήρησαν το άρωμα του ονείρου
στα μαγεμένα στενοσόκακα της μνήμης

Image and video hosting by TinyPic
και από μέσα άφθαρτο

ήταν ένα κοινό παλτό, τίποτα παραπάνω, ένα παλτό πλάι στην εξώπορτα αργά το μεσημέρι, όταν γυρνούσε ο πατέρας με τα σημάδια της ζωής στο πρόσωπο, ένα παλτό που στον βαρδάρη μας χωρούσε και τους δυο. και στις βαθιές του τσέπες, κάτι για κείνον που έψαχνε, πάντα κάτι για μένα. σαν το ζεστό παλτό θυμάμαι τον πατέρα μου, στην επιφάνεια κοινό και από μέσα άφθαρτο

*
γαλάζιο βαθύ σαν αντίο

κι έμεινα μόνος, με το γαλάζιο έλεος της τελευταίας στιγμής στα μάτια σου, γαλάζιο ωκεανός και σιωπητήριο, γαλάζιο που με γέννησε, με φώτιζε και με σκοτείνιαζε, που ακτινοβολούσε και φτερούγιζε, έμεινα μόνος με το βαθύ γαλάζιο σαν αντίο στα μάτια σου, μητέρα

*
μια αγαθή σκιά, ένας ψίθυρος

καθόταν στη γωνιά της μαυροφορεμένη
κι έπλεκε
ξέφτια από κύματα
κόκκινα κεραμίδια σερπαντίνες
πολύχρωμες κλωστές από τα περασμένα

έπλεκε με τα μαλακά της δάχτυλα
κι άλλοτε στην κουζίνα
μου έπλενε το πρόσωπο
άλλοτε αναστέναζε βαθιά
πόσο έμοιαζα στην κάθε κίνηση
με τον πραματευτή παππού μου
που 'χε χαθεί στην πρώτη νιότη του

μια αγαθή σκιά ήταν η γιαγιά μου
ένας ψίθυρος
όπως το φως του πρωινού
δειλά σαν μπαίνει από τις χαραμάδες

μα όταν πάνω από πυκνές ρυτίδες
σήκωνε κείνα τα μάτια
ανάκατα με μπλε και πράσινο
άστραφτε ο ουρανός
άστραφταν οι μπαχτσέδες της Σωζόπολης


το τελευταίο φως γλυστρούσε κατακόκκινο

απ' το μισάνοιχτο παράθυρο το τελευταίο φως γλυστρούσε κατακόκκινο και πυρπολούσε το ελάχιστο διάστημα ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα, απελπισμένο, σαν κάτι να ζητούσε, σαν κάτι νάθελε να πει στα παιδικά μου μάτια, όμως εγώ δεν ήξερα το χρώμα του, αγνοούσα τη φωνή του, κι έμεινα εκεί αμίλητος να το κοιτάζω εκστατικά να αργοσβήνει κάτω απ' την πόρτα στο δωμάτιο του βάθους

*
σαν μελωδία

μόνος στο σπίτι
με αυτοσχέδια παιχνίδια
ή με το βλέμμα έξω στην πλατεία
άκουγα το ρολόι να χτυπάει
μελωδικά τις ώρες στο σαλόνι
να αναγγέλλει ίσως την αρχή
στην περιπέτεια της ψυχής μου

τα έπιπλα, οι φωτογραφίες στον τοίχο
το παιδικό θαμπό μου βλέμμα
τιμούσαν σιωπηλά τη μελωδία
τ' ανεξιχνίαστα μυστικά του χρόνου

και πάλι μόνος μια ζωή αργότερα
ακούω κάθε τόσο το τικ-τακ
από ένα άλλο πιο κοινό ρολόι
ακούω ξαφνικά μια μουσική
σαν από τότε

ίσως να είναι αυτοί που αγάπησα
που αναδύονται στο φως σαν μελωδία
διάφανη, μαγευτική
εκστατική μέσα στον πόνο

η μία και μοναδική απάντηση
που επιτρέπει ο νόμος του θανάτου

*
αιωνιότητα

είμαι στα δώδεκά μου χρόνια
και κάτω απ' το μπαλκόνι μου
απλώνεται η πλατεία
με χίλια δυο αυτοσχέδια παιχνίδια
μια ανοιχτή αγκαλιά
και μια αιωνιότητα

στα μέγαρα τριγύρω
σκορπίζει αχτίδες ο ήλιος
με κρότο ανοίγουν τα παντζούρια
για να χαμογελάσουν τα παράθυρα
ακούγονται φωνές παιδιών
πατίνια και ποδήλατα
το ανοιξιάτικο ξημέρωμα
ηχεί στα καλντερίμια
μοσκοβολάει στο χώμα

όλα είναι σπίτι, φίλοι, γειτονιά
το αύριο είναι τώρα
κι όλα είναι φως


το άλλο όνομα του παραδείσου

μοσχοβολούσαν οι πατάτες στο ταψί
άστραφτε το βαρύ τραπέζι καλογυαλισμένο
από τη μια ο μεγάλος μου αδερφός
αγέρωχος ιππεύοντας τα είκοσί του χρόνια
κι από την άλλη η μάγισσα μας η μικρή
το πρόσωπό της ξέφωτο στο δάσος των μαλλιών της.
και η μητέρα να θροΐζει όρθια τριγύρω
μια φράση εδώ
σαν χάδι ένα μάλωμα εκεί
οι λέξεις πινελιές απ' το χαμόγελό της.
σε ξένες θάλασσες για πάντα χάθηκε η Κυριακή
με το βαθύ γαλάζιο ιστιοφόρο των ματιών της

*
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ

δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά
και κάτω απ' τις κραυγές των γλάρων το Ωδείο.
στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα
κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας.
κάποτε φάνηκες
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες.
στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις
κι ύστερα έφυγες.
κι όσο, χρόνο το χρόνο, στο βάθος σβήνεις
τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου
μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα
πως είσαι δεκαοχτώ χρονώ
κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα
πηγαίνεις στο παλιό Ωδείο
σε λεν Σιμόνη κι αγαπιόμαστε τρελά

*
ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα

ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή

το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ' τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ' τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα

ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια

*
λονδίνο 1967-1971

ονειρεμένη πολιτεία του βορρά
ντυμένη τα βουβά σου χρώματα
μέσα σε μαγικές φωνές που προσκαλούν
μέσα σε στάλες καθημερινής βροχής

χρόνια που έζησα στη χαμηλή σοφίτα
περιπλανήθηκα στις γειτονιές σου
είδα τους κρόκους να ανθίζουν μέσα στο χιόνι
μέθυσα με το άρωμα των κοριτσιών σου

πλατείες που έχουν κατακτήσει τη γαλήνη
με γύρω τους τα σπίτια του παραμυθιού
απέραντοι κήποι και σκοτεινά παλάτια
βικτωριανά μέγαρα

απίστευτη πόλη
[….]
γυρίζεις κάθε τόσο πολιτεία του βορρά
και φανερώνεσαι χλωμή στον ύπνο μου
λουσμένη στο αβέβαιο σου φως
ποτέ, ποτέ, ποτέ δική μου


μυστικά και θαύματα, 2

ξυπόλυτη κάτω απ' την άσπρη νυχτικιά που της πηγαίνει, η Σοφία γέρνει και σκαλίζει το χώμα στη μεγάλη γλάστρα, κατάξανθος στα τρία και κάτι χρόνια του, ο Νικολίκος σηκώνει κάστρα με τους κύβους του, ενώ ο πατέρας σοβαρός του ρίχνει κάπου κάπου μία έκπληκτη ματιά πίσω απ' την κυριακάτικη εφημερίδα, στο μάρμαρο ξαπλώνει τη φουντωτή ουρά του ένα πάντα από τα δάση της γαλήνιας σεκόια, κόκκινοι σκίουροι γλυστράνε στο πεζούλι και ο αλήτης γάτος γλείφει απολαυστικά δίπλα στα κάγκελα τα πέλματα και τ' άσπρα του μουσούδια. και βέβαια κανείς ούτε στιγμή δεν έφυγε, είναι κι όλοι οι άλλοι εδώ, ακόμη αόρατοι όπως κι εγώ σε κάποια μυστική διάσταση του χρόνου, κάποτε όμως σηκώνει από το κέντημα τα μάτια η μητέρα και τότε όλοι εμφανιζόμαστε μέσα σ' ένα γαλάζιο φως

*
κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας

καμιά φορά αργά το βράδυ
ξαναγυρίζω στο παλιό μας σπίτι
με προσμονή την πόρτα ανοίγω
αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι
κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας

με το κλειδί στο χέρι ακόμα
το σιδερένιο εκείνο, το μεγάλο
από δωμάτιο σε δωμάτιο τριγυρίζω
αγγίζοντας, μυρίζοντας και βλέποντας σχεδόν
σε κάθε αέρινό μου βήμα

μήπως και είναι κάπου εδώ
πάντα ζεστό το χέρι του πατέρα
του αδερφού μου η προστατευτική αγριάδα
κι αυτή της μάνας μου
η πανταχού παρούσα απουσία
μήπως και είναι εδώ
το καλογυαλισμένο μας βαρύ τραπέζι
η φωτογραφία που χαμογελάει στον τοίχο
με τα πολύχρωμά του σχέδια το χαλί
μήπως και είναι εδώ
το πάτωμα, οι τοίχοι, το ίδιο το σπίτι
μήπως ακόμα μπαίνει από την μπαλκονόπορτα
η απέραντη πλατεία που αγαπούσα

και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι κλαίω
κλαίω απελπισμένα στ' όνειρό μου
τα δάκρυα μου όλα τα θαμπώνουν
όλα όσα το φως της μνήμης καταυγάζει

*
βόλτα στις ράμπλας τ' ουρανού, 2

αργά χτες βράδυ ξαφνικά συνάντησα στις ράμπλας τ' ουρανού κάτι παλιούς συμμαθητές να χαρτοπαίζουν, πίνοντας ξεροσφύρι τα κόκκινα και τα γαλαζοκίτρινα του Μαρκ Σαγκάλ. ξεχείλιζαν απ' τα σταχτοδοχεία τους κομήτες και διάττοντες και στη μεγάλη τρύπια τσόχα του πανάγαθου ήταν σκορπισμένα σοκολατένια σύννεφα από το ετοιμόρροπο μπακάλικο του γαλαξία, ο ένας άνοιγε με μακρινά ταξίδια, ο άλλος έμπαινε με τους παλιούς του έρωτες κι ακολουθούσε ο τρίτος μ' όλα της νιότης που δεν έζησε, είχα απομείνει έκθαμβος λες και ονειρευόμουνα καθώς ο Άκης σπινθηροβολούσε απ' τα ξανθά τσουλούφια του ως τα παράξενα κουάρκ στα τρίσβαθά του, ο Μπάκος έστρεψε επάνω μου εκείνα τα αφόρητα γλυκά του μάτια κι ο Στέργιος από πλάι δήλωσε, κούκος μονός, άργησες, ρε, και άφησες την ουτοπία να περιμένει, πιάσε ένα δορυφόρο απ' την κουζίνα κι άραξε, κι άπλωσε τα ποιήματα σου στο τραπέζι


λέξεις αμετανόητες

τα χρόνια μου έζησα εξόριστος
ένας μισοσβησμένος στίχος
σ' αρχαία μετόπη της γενέθλιας πόλης
μέσα στο κάθε κύτταρο μου ήταν γραμμένη η προαιώνια ουτοπία έτσι ακριβώς όπως την είχε ονομάσει ο καθημερινός τριγύρω θάνατος
πάντα ταξίδευα
αφού ο βαρδάρης σου με γέννησε
και το άλφα της αγάπης σου
με σφράγισε πατρίδα
αφήνοντας ορθάνοιχτες τις πύλες μου
ποτέ το ψέμα δεν προσκύνησα
την ποίηση δεν εγκατέλειψα
τα κάστρα στο γαλάζιο όταν προσεύχονται
πέρα ως πέρα φωταγωγημένα
από τα μάτια των παιδιών

*
Ένα παιδί

με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι κοιτάζω εκστατικά πίσω απ' τις στάλες της βροχής ένα πολύχρωμο κόσμο
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στον χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή
κρύβω μέσα μου ένα παιδί με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα τη γειτονιά και τους φίλους την άνοιξη που θάρθει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θάθελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του

Τόλης Νικηφόρου (1938)

Image and video hosting by TinyPic

και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω

όταν το κάτι αυτό, το οτιδήποτε, για μένα θα τελειώσει, και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω, θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει, το ύψιλον στα μυστικά, στη νύχτα, στην ψυχή, η απαλή καμπύλη στο αύριο, το χι στο χάδι ή στο χώμα της πατρίδας σας, όταν το κάτι αυτό, το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει, στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει, θα σας αγγίζει απαλά, θα σας ζητάει χαμογελώντας το αδύνατο

*τα αυτοβιογραφικά ποιήματα είναι από τα βιβλία:
- Ο πλοηγός του απείρου, Ποιήματα 1966-2002
εκδ. Νέα Πορεία, 2004
- Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας
εκδ. Μανδραγόρας, 2007
- Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα
εκδ. Μανδραγόρας, 2012
- ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
εκδ. Μανδραγόρας, 2013
- Φωτεινά παράθυρα
εκδ. Μανδραγόρας, 2014


*φωτογραφίες: η πρώτη είναι από το mandragorasmagazine.wordpress.com
οι υπόλοιπες από βίντεο του You Tube


Ακόμα:
o Τόλης Νικηφόρου
- στα λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο και
- στο γράμμα σε χαρτί

links:
- ο προσωπικός ιστοχώρος του ποιητή: τόλης νικηφόρου
- τα προσωπικά του blogs:
ο πλοηγός του απείρου
η γοητεία των δευτερολέπτων
Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
μυστικά και ντοκουμέντα

- ο Τόλης Νικηφόρου διαβάζει 10 ερωτικά ποιήματα
- ένα ταξίδι, ένα βιβλίο TV100 - Ο Στέλιος Λουκάς συζητά με
τον ποιητή και συνοδεύει με την φυσαρμόνικά του
ο Αλέξανδρος Τριανταφύλλου.

Ετικέτες , ,

5 Ιουλ 2014

169 ~ Πάμπλο Νερούδα: είμαι ποιητής της κακοκαιρίας, του κρύου λόγγου, και της βροχής

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, όπου, κάθε Δεκέμβρη με τις εξετάσεις, τα μαθηματικά μού είχανε γίνει εφιάλτης, βρέθηκα εξωτερικά έτοιμος για ν' αντιμετωπίσω το πανεπιστήμιο στο Σαντιάγο της Χιλής. Και λέω εξωτερικά έτοιμος, γιατί εσωτερικά είμουνα γεμάτος βιβλία, όνειρα και ποιήματα, που βομβούσαν στο κεφάλι μου σα μελίσσι έτοιμο να μεταναστεύσει.

Εφοδιασμένος με ένα τενεκεδένιο μπαούλο και με το απαραίτητο μαύρο κοστούμι του ποιητή, λιγνός και τροχισμένος σα μαχαίρι, μπήκα στην τρίτη θέση του νυχτερινού τρένου που θα μ' έφερνε στην πρωτεύουσα. Το ταξίδι διαρκούσε μια μέρα και μια νύχτα.

Αυτό το μακρί τρένο, που τόσες φορές με ταξίδεψε, ασκεί ακόμη στη μνήμη μου μια παράξενη γοητεία. Είχε να διατρέξει ζώνες και κλίματα διαφορετικά, που μου 'διναν την εντύπωση ότι ταξίδευα σε πολλές χώρες διαδοχικά. Και μέσα στα βαγόνια της τρίτης θέσης μια ολόκληρη ζωή ξετυλιγόταν κάθε φορά μπροστά στα μάτια μου: Χωριάτες με μουσκεμένα πόντσος και καλάθια με πουλερικά και σιωπηλοί μαπούτσοι κατάκλυζαν όλους τους χώρους. Πολλοί είταν εκείνοι που ταξίδευαν χωρίς να πληρώνουν εισιτήριο, κρυμμένοι κάτου από τα καθίσματα. Και ολόκληρη θεατρική παράσταση δινόταν οσάκις εμφανιζόταν ο ελεγκτής. Ένας αριθμός από δάφτους εξαφανιζόταν. Μερικοί σκεπάζονταν με τα πόντσα τους και πάνου τους αμέσως δυο επιβάτες προφασίζονταν ότι δήθεν παίζουν χαρτιά, χωρίς ποτέ αυτό το αυτοσχέδιο τραπέζι να κινήσει την προσοχή του ελεγκτή.

Από τα δάση τις δρεις και τις αροκάριες και τα σπίτια από χλωρό ξύλο της πατρίδας μου, μεταφερόμασταν στις λεύκες και στα χωματένια πλίθινα σπίτια του κέντρου της Χιλής. Παρότι έκαμα πολλές φορές αυτό το ταξίδι, πάει κ' έλα, από την επαρχία μου στο Σαντιάγο και αντίστροφα, ωστόσο πάντοτε αισθανόμουνα να πνίγουμαι, όταν βγαίναμε από τα μεγάλα δάση και αποχωριζόμασταν από τη μητρική αγκαλιά του ξύλου. Τα πλίθινα σπίτια, οι πόλεις με παρελθόν μού φαίνονταν γεμάτα αράχνες και σιωπή. Μέχρι τώρα εξακολουθώ να είμαι ποιητής της κακοκαιρίας του κρύου λόγγου και της βροχής, που έκτοτε τα έχασα.

Ερχόμουνα συστημένος σε μια πανσιόν της οδού Μαρούρη αρ. 513. Δεν ξεχνώ αυτό τον αριθμό για κανένα λόγο. Ξεχνώ συνήθως όλες τις ημερομηνίες ακόμη και τα χρόνια, αλλ' αυτός ο αριθμός 513 μού χαράχτηκε έκτοτε στο κεφάλι μου από το φόβο να μη φτάσω ποτέ σ' εκείνη την πανσιόν και να χαθώ μέσα στη μεγαλόσχημη και άγνωστή μου πρωτεύουσα. Το δωμάτιό μου είχε και μπαλκόνι όπου καθόμουνα να βλέπω την αγωνία του κάθε βραδιού, τον ουρανό φασκιωμένο με πράσινο και κιννάβαρι, την κατάθλιψη των προαστιακών σπιτιών που απειλούντανε από την πυρκαγιά του.

Η πείνα που τράβηξα εκείνα τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής δεν περιγράφεται. Έγραψα περισσότερα πράγματα από όσα είχα γράψει μέχρι τότε, αλλά έφαγα πολί λιγότερο. Μερικοί από τους ποιητές που γνώρισα εκείνη την εποχή δεν άντεξαν τις αυστηρές δίαιτες της φτώχιας και πέθαναν. Ανάμεσά τους θυμάμαι κ' έναν ποιητή της ηλικίας μου, πολί ψηλότερο και ασχημότερο από εμέ. Ο λεπτός του λυρισμός, γεμάτος περιεχόμενο, διαπερνούσε τα αισθητήρια όργανα του κάθε ακροατηρίου που τον άκουε. Ονομαζόταν Ρωμαίος Μούργκα.

Μ' αυτόν τον Ρωμαίο Μούργκα, μια φορά, πήγαμε να διαβάσουμε στίχους μας σε μια γιορτή που θα γινόταν στην πόλη Σαν Μπερνάρντο, κοντά στην πρωτεύουσα. Πριν εμφανιστούμε στη σκηνή μια ατμόσφαιρα μεγάλου γλεντιού επικρατούσε. Ο κόσμος διασκέδαζε με την ψυχή του• η βασίλισσα των ανθεστηρίων ακολουθούμενη από την κατάλευκη και κατάξανθη αυλή της έκανε παρέλαση• οι λόγοι των προκρίτων του χωριού έδιναν κ' έπαιρναν και τα αμυδρώς μουσικά συγκροτήματα αυτής της περιοχής ενθουσίαζαν τους πάντες• όμως μόλις εμφανίστηκα στη σκηνή και άρχισα να απαγγέλλω τους στίχους μου, με την πιο παραπονιάρικη φωνή του κόσμου, όλα άλλαξαν: το κοινό εσκυθρώπασε, έβηχε, ξεστόμιζε καλαμπούρια, τέλος άρχισε να διασκεδάζει πάρα πολι με τη μελαγχολική ποίησή μου. Μπροστά σ' αυτή την απαράδεχτη αντίδραση των βαρβάρων επίσπευσα το διάβασμά μου και παραχωρόντας τη θέση μου στο σύντροφό μου Ρωμαίο Μούργκα αποχώρησα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Βλέποντας το κοινό να βγαίνει στη σκηνή εκείνος ο μαντράχαλος Δον Κιχώτης δυο μέτρα ψηλός, με ρούχα σκούρα και φθαρμένα και να αρχίζει την απαγγελία του, με φωνή ακόμα πιο παραπονιάρικη από τη δική μου, δε μπόρεσε πια να συγκρατήσει την αγανάκτησή του και μαζικά ξέσπασε σε πρόγκα και γιουχαΐσματα: Ποιητές πεινάλες, πάρτε δρόμο και φύγετε, μας φώναζαν. Δεν άφισαν να πάει χαμένη η γιορτή τους.

Από την πανσιόν της οδού Μαρούρη αποσύρθηκα σα μαλάκιο που το σκάει από το κέλυφός του. Ξέφυγα απ' αυτή την κρυψώνα για να γνωρίσω τη θάλασσα, δηλαδή τον κόσμο. Η άγνωστη θάλασσα είτανε για με οι δρόμοι του Σαντιάγο που μόλις αντιλαμβανόμουνα πηγαίνοντας από το παλιό κτίριο του πανεπιστημίου στο απομονωτήριο δωμάτιο της πανσιόν όπου έμενα.

Ήξερα ότι οι προηγούμενές μου πείνες θα αύξαιναν με το καινούριο τόλμημά μου. Οι ξενοδόχισσές μου της πανσιόν, απόμακρα δεμένες με την επαρχία μου, μ' ευσπλαχνιζόντουσαν καμιά φορά και με φίλευαν με καμιά πατάτα ή κανένα κρεμμύδι. Αλλά είτανε δυνατό να υποχωρήσω: η ζωή, ο έρωτας, η δόξα, η ανεξαρτησία με καλούσαν. Ω, έτσι νόμιζα!

Το πρώτο ανεξάρτητο δωμάτιο που βρήκα και νοίκιασα είτανε στην οδόν Αργκουέλιες, κοντά στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Σε ένα παράθυρο αυτού του σκοτεινού δρόμου κρεμόταν μια πινακίδα: «νοικιάζουνται δωμάτια». Ο ιδιοκτήτης του σπτιού κατοικούσε στα μπροστινά δωμάτια. Είτανε ένας γκριζομάλλης άντρας με αριστοκρατική εμφάνιση, αλλά με μάτια που μου φάνηκαν αλλόκοτα. Είτανε πολιλογάς και ευφράδης. Εκέρδιζε τη ζωή του σαν κομμωτής κυριών, αλλά δεν έδινε και μεγάλη σημασία στο επάγγελμα που εξασκούσε. Οι πραγματικές ασχολίες του, καθώς μου εξήγησε, είτανε άλλες, πολί ανώτερες από τη δουλιά του και πολί υψηλές, αφορούσαν περισσότερο τον αόρατο κόσμο και το υπερπέραν.

Έβγαλα τα βιβλία μου και τα λίγα ρούχα μου από το μπαούλο, που με συντρόφευε από την Τεμούκω, και ξαπλώθηκα στο κρεβάτι για να διαβάσω και να κοιμηθώ, υπερήφανος για την ανεξαρτησία μου και την τεμπελιά μου.

Το σπίτι δεν είχε εσωτερική αυλή παρά μόνο ένα χαγιάτη όπου έβγαζαν απειράριθμα κλειστά δωμάτια. Εξερευνόντας από το πρωί της άλλης ημέρας τη δαιδαλώδη του κατασκευή παρατήρησα ότι πάνου σ' όλους τους τοίχους και στο αποχωρητήριο ακόμη κρεμόντουσαν πινακίδες που έλεγαν λίγο πολί το ίδιο πράγμα: «Συμμορφώσου. Δε μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί μας. Είσαι πεθαμένη». Προειδοποιήσεις ανησυχητικές που πλήθαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο, στην τραπεζαρία, στους διαδρόμους, στα σαλονάκια.

Έκανε ένα από κείνους τους κρύους χειμώνες του Σαντιάγο της Χιλής. Η αποικιακή κληρονομιά τής Ισπανίας άφισε τη χώρα μου ανυπεράσπιστη απέναντι στη φυσική τραχύτητα, χωρίς μέσα και βολές για ν' αντιστέκεται στο κρύο και στη ζέστη. (Πενήντα χρόνια υστερότερα απ' αυτό που διηγούμαι, ο Ιλίας Έρεμπουργκ μου έλεγε ότι ποτέ δε δοκίμασε τόσο κρύο όσο στη Χιλή, αυτός που ερχόταν από τους παγωμένους δρόμους της Μόσχας). Ο χειμώνας εκείνος είχε μπλαβίσει τα τζάμια. Τα δέντρα των δρόμων ετουρτούριζαν από την παγωνιά. Τα άλογα των παλιών αμαξιών έβγαζαν σύγνεφα ατμούς από τα ρουθούνια τους. Είταν η χειρότερη στιγμή για να ζήσω σ' αυτό το σπίτι και μάλιστα ανάμεσα σε σκοτεινούς υπαινιγμούς για το υπερπέραν.

Ο σπιτονοικοκύρης μου, coiffeur pour dames και αποκρυφιστής, μου εξήγησε με ηρεμία, ενώ με κοιτούσε βαθιά στα μάτια με τα τρελλά τα δικά του.
— Η γυναίκα μου η Χαρίτω, πέθανε πριν τέσσερεις μήνες. Η μεταθανάτια αυτή περίοδος είναι πολί δύσκολη για τους πεθαμένους. Δε μπορούν να συνηθίσουν το θάνατο και εξακολουθούν να συχνάζουν στα ίδια μέρη όπου ζούσαν πριν από το θάνατό τους. Εμείς δεν τους βλέπουμε. Πρέπει όμως να τους δώσουμε να καταλάβουν, ότι δεν πρέπει να πιστεύουν ότι μείναμε αδιάφοροι στο χαμό τους και να τους πείσουμε να μην υποφέρουν γι' αυτό. Για τούτο κ' εγώ τοποθέτησα στη Χαρίτω αυτές τις πινακίδες, που θα της δώσουν ευκολότερα να καταλάβει τη σημερινή της κατάσταση και για να βάλει καλά στο μυαλό της ότι είναι μακαρίτισσα.

Όσο και να τον άκουα πειθήνια, ο αλλόκοτος αυτός σπιτονοικοκύρης μου, είχε τη γνώμη ότι είμουνα υπερβολικά ζωηρός. Άρχισε να επιτηρεί τις εισόδους και τις εξόδους μου, να μου κανονίζει ποια γυναίκα θα με επισκεφτεί, να κατασκοπεύει τα βιβλία μου και την αλληλογραφία μου. Αν τύχαινε να μπω στο δωμάτιό μου απρόοπτα, συναντιόμουνα πάντοτε με τον αποκρυφιστή, που έψαχνε στα περιορισμένα μου έπιπλα, ελέγχοντας τα φτωχά πράγματα που πρόσφατα είχα αγοράσει.

Έπρεπε με κάθε τρόπο να ψάξω μέσα στη βαριχειμωνιά, αψηφόντας την ταλαιπωρία τής αναζήτησης μέσα από τους παγωμένους δρόμους, να βρω ένα καινούριο κατάλυμα, όπου θα στέγαζα την απειλούμενη ανεξαρτησία μου. Το βρήκα λίγα μέτρα πιο κάτω από το σπίτι που κατοικούσα, μέσα σε ένα πλυντήριο. Το 'βλέπε κανείς με το πρώτο ότι εκεί η καινούρια σπιτονοικοκυρά μου δεν είχε καμιά σχέση με το υπερπέραν. Μέσ' από κρύες εσωτερικές αυλές, με συντριβάνια φραγμένα, που η υδάτινη μούχλα εκάλυπτε με στέρεα πράσινα χαλιά, εκτείνονταν μερικοί κήποι παρατημένοι. Στο βάθος αυτών των κήπων βρισκόταν ένα δωμάτιο με ταβάνι στρωτό και πολί ψηλό, με παράθυρα ανοιγμένα πάνου από τις μεγάλες πόρτες, που μεγάλωναν στα μάτια μου την απόσταση ανάμεσα στο έδαφος και την οροφή. Στο σπίτι λοιπόν αυτό και σ' αυτό το δωμάτιο έμεινα τελικά.

Όσοι από μας τους φοιτητές είμασταν ποιητές εκάναμε μια ζωή πολί άτακτη. Εγώ βέβαια υπεράσπιζα όσο μπορούσα τις επαρχιακές συνήθειες, εργαζόμενος στο δωμάτιό μου, γράφοντας διάφορα ποιήματα την ημέρα και πίνοντας ατέλειωτα φλιτζάνια τσάι. που έψηνα μόνος μου. Αλλά δεν έμενα αδιάφορος στην πολιτάραχη ζωή των συγγραφέων της εποχής μου που διεξαγόταν έξω από το δωμάτιό μου και στους δρόμους και που ασκούσε πάνω μου τη δική της γοητεία. Οι συγγραφείς του καιρού εκείνου δε συχνάζαμε στα καφενεία αλλά στις μπιραρίες και στις ταβέρνες. Οι συζητήσεις και οι στίχοι πήγαιναν κ' ερχόντανε μέχρι τα ξημερώματα. Οι σπουδές μου πήγαιναν κ' έρχόντανε κι αυτές, αλλά πίσω.

Η εταιρία των σιδηροδρόμων προμήθευε στον πατέρα μου για την εργασία του στις μεγάλες κακοκαιρίες μια κάπα από τσόχα γκρίζα που δε χρησιμοποιούσε ποτέ. Εγώ λοιπόν αυτή την κάπα σκέφτηκα να τήνε κάμω ρεγάλο στην ποίηση. Τρεις ή τέσσερεις ποιητές ακόμη άρχισαν να χρησιμοποιούν όμοιες κάπες με τη δική μου, που απλούστατα πήγαινε από χέρι σε χέρι. Αυτό το χρησιδάνειο προκαλούσε την αγανάκτηση του καλού κόσμου καθώς και άλλου όχι τόσο καλού. Είταν η εποχή του ταγκό, που έφτανε στη Χιλή όχι μόνο με τους κανόνες του και τις κιθάρες με τις «πένες», τα ακορντεόν του και το ρυθμό τους, αλλ' ακόμη και με μια συνοδεία καθάρματα που πλημμύρισαν τη νυχτερινή ζωή και τις γωνιές μας όπου μαζευόμασταν τα βράδια. Ο κόσμος αυτός της αλητείας, χορεύτριες και αγαπητικοί, δημιουργούσε ζητήματα γύρω από τις κάπες μας και τη ζωή μας. Οι ποιητές όμως αντιστεκόμασταν με σταθερότητα.

Εκείνη την εποχή απόχτησα την ανέλπιστη φιλία μιας απερίγραφτης χήρας, με τεράστια γαλανά μάτια που αχνά σκοτείνιαζαν στην ανάμνηση του πρόσφατα πεθαμένου συζύγου της. Ο σύζυγος αυτός υπήρξε μυθιστοριογράφος, έγινε όμως περισσότερο γνωστός από την ωραία του εμφάνιση. Και οι δυο τους αποτελούσαν ένα παροιμιώδες ζευγάρι, εκείνη με μαλλιά ξανθά σταρένια, τέλειο σώμα και μάτια που θύμιζαν τη βαθιά γαλάζια θάλασσα, εκείνος πολί ψηλός, αθλητικός, με εξαίσιο παράστημα. Τζάμπα όμως όλ' αυτά: Ο μυθιστοριογράφος εκμηδενίστηκε από τη φυματίωση. Μια φυματίωση που την έλεγαν καλπάζουσα. Από τότε είχα σκεφτεί ότι η ξανθή γόησσα δεν είτανε καθόλου ξένη με το κακό που βρήκε το σύντροφο της. Η προπενικιλινική εποχή με το καλπάζον άρμα της υπέρμετρης ερωτικής ιδιοσυγκρασίας της θεάς Αφροδίτης άρπαξαν απ' αυτό τον κόσμο τον αείμνηστο μυθιστοριογράφο.

Επειδή συνδέθηκε μαζί μου η ωραία χήρα δεν χωρίστηκε από τα πένθιμα φορέματά της, μαύρα μεταξωτά και βιολετί, που την έκαναν να φαίνεται σαν ένας χιονάτος καρπός τυλιγμένος σ' ένα φλοιό πένθους. Ο φλοιός λοιπόν αυτός ένα βράδι γλύστρησε στο δωμάτιο μου στο βάθος του πλυντηρίου και μπόρεσα να ψαχουλέψω το χιονάτο καρπό, να τον διατρέξω μαλακά ολόκληρο με τα χέρια μου και να διαπιστώσω ότι τσουρούφλιζε. Έφτανε στο τέλος της η περίπτυξή μας όταν κάτω από τα μάτια μου εκείνη έκλεισε τα βλέφαρα της και φώναξε: «Ω, Ρομπέρτο, Ρομπέρτο!», αναστενάζοντας ή κλαίγοντας με αναφυλλητά. (Είχα την εντύπωση ότι διεξαγόταν μια ιεροτελεστία. Η ιέρεια έκανε έκκληση στο χαμένο Θεό πριν να παραδοθεί σε μια καινούρια λατρευτική πράξη).

Εντούτοις και παρά την ακόρεστη νεότητά μου η χήρα μού φάνηκε υπερβολική. Οι επικλήσεις της γινόντανε κάθε μέρα και περισσότερο επείγουσες και η μανιώδης καρδιά της με οδηγούσε αργά αργά αλλά σίγουρα σε μια πρώιμη εξαφάνιση. Ο ερωτάς σε τέτιες δόσεις δεν είταν σύμφωνος με τον υποσιτισμό μου. Και ο υποσιτισμός μου γινότανε ολοένα και περισσότερο δραματικός.
Pablo Neruda (1904–1973)

Image and video hosting by TinyPic

*από το αυτοβιογραφικό βιβλίο τού Πάμπλο Νερούδα
Η ζωή μου (Απομνημονεύματα)
- μετάφραση: Α.Ι. Λιβέρης
- εκδόσεις: Αλκαίος, 1975

*φωτογραφίες: poetryireland.ie, pinterest.com,
poesia.about.com, neruda.uchile.cl,
article.wn.com, theguardian.com


Ακόμα:
ο Πάμπλο Νερούδα στα λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Link:
Universidad de Chile: La vida del poeta - Cronología

Σημ: Στην αναδημοσίευση του αποσπάσματος διατηρήθηκε η ορθογραφία, η σύνταξη, και η στίξη της πρωτότυπης μετάφρασης, πλην του πολυτονικού, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και σε κάθε ανάρτηση των Αυτοβιογραφικών με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου είναι προφανές ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος.

Ετικέτες , ,