26 Μαρ 2012

131 ~ Γιάννης Τσαρούχης: Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως.

Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Όπως τα περισσότερα νέα σπίτια στον Πειραιά, ήταν νεοκλασικό. Όσο θυμάμαι, δύο μόνο δεν ήταν νεοκλασικά. Το ένα ήταν σαν μεσαιωνικό κάστρο και το άλλο Art Nouveau. Το τελευταίο γρήγορα μεταποιήθηκε για να συμμορφωθεί με τα άλλα.

Φυσικά υπήρχαν και τα μικρά παλιά σπίτια που 'χαν αυλή και κάμαρες γύρω γύρω. Απέναντι στο σπίτι που γεννήθηκα ήταν το σπίτι της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου, που ήταν χήρα και πλούσια. Τα παιδιά της ήταν όλα μεγαλύτερα από μένα.

Στον Πειραιά έμενε και μια άλλη θεία που κατοικούσε στην οδό Πραξιτέλους που 'χε δυο αγόρια και τρία κορίτσια που έκαναν παρέα μ' ένα νεαρό, όχι και πολύ πλούσιο, που λεγόταν Σταύρος Νιάρχος.

Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να σεργιανίζεις σε μία γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα. Όταν κάποτε είδα σ' ένα βιβλίο γαλλικό την εικόνα ενός τοπίου του Κλωντ Λοραίν, ρώτησα αν ήταν ο Πειραιάς την παλιά εποχή.

Από τότε μικρό παιδί ρέμβαζα αυτά τα τέλεια κυμάτια κορινθιακά ή ιωνικά καμωμένα από τραβηχτό σοβά. Όλα αυτά τα πράγματα με γέμιζαν θαυμασμό και συγχρόνως πλήξη.

Η πρώτη εντύπωση που έχω από ζωγραφική παρατήρηση είναι η εξής: μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ομοιότης των σχημάτων. Το ότι η μία τοιχογραφία, στην εκκλησία που παρίστανε τον Άγιο Παντελεήμονα μπούστο, ήταν η ίδια με το εικονισματάκι που κρεμόταν στα σίδερα του κρεβατιού μου. Αυτή η διαπίστωση μου έφερε χαρά και ταραχή. Μια άλλη «ανακάλυψη» ήταν το ότι στην τύχη έμαθα πως το γαλάζιο και το κίτρινο δίνουν πράσινο. Εκείνη την εποχή, σε ηλικία εφτά οχτώ ετών, μου άρεσε να ζωγραφίζω σε μεγάλες κόλλες χαρτί συχνά 70x100 πάντα με παστέλ. Πολλές φορές συνήθιζα να σχεδιάζω πάνω σ' έναν μαυροπίνακα με την κιμωλία. Εχώριζα στα δύο τον πίνακα με μία γραμμή κάθετο και δεξιά σχεδίαζα εγώ και αριστερά ένα άλλο παιδί συνήθως η ξαδέλφη μου. Όταν τελειώναμε, ο πίνακας πήγαινε σηκωτός από τους δυο μας στην κουζίνα για να ερωτηθούν «οι δούλες» ποιο είναι το καλύτερο απ' τα δύο.

Κατά κανόνα άρεσε συνήθως του αλλουνού και όχι το δικό μου. Για να μη στεναχωριέμαι η μαγείρισσα εύρισκε πάντα τρόπο να μάθει ποιο είχα κάνει εγώ και έλεγε πως το προτιμούσε για να μ' ευχαριστήσει.

Τα πρώτα πρώτα «έργα» μου παρίσταναν αγίους με πρόσωπα κατάμαυρα σαν τις παλιές ασημωμένες εικόνες. Αυτό συνέβαινε για δυο σοβαρούς λόγους. Πρώτα γιατί δεν ήξερα, δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ένα τέλειο πρόσωπο όπως επιθυμούσα και δεύτερο γιατί κατά σύσταση μιας άλλης ευλαβικής «δούλας» ήταν καλύτερο να μη παριστάνω πρόσωπα γιατί αυτά τα χαρτιά πετιόνταν κατά γης, πατιόνταν και στο τέλος κατέληγαν στα σκουπίδια, κι' ήταν μεγάλη αμαρτία. Μη παριστάνοντας πρόσωπα, ήταν μικρότερη η «αμαρτία». Η ίδια αυτή «δούλα» η Μαριγώ είχε δει στον ύπνο της την Αγία Κυριακή κι' ήταν καταματωμένη και με πληγές και την ρώτησε, πώς είσαι έτσι σ' αυτό το χάλι Αγία Κυριακή, κι αυτή απάντησε: όταν σας βάζουν τ' αφεντικά σας να ράβετε Κυριακή το πετσί μου τρυπιέται, όταν σιδερώνετε Κυριακάτικα το κρέας μου καίγεται και πονάω, όταν σκουπίζετε ξεμερδιέται η σάρκα μου, γι' αυτό δεν πρέπει να δουλεύομε Κυριακή.

Αισθανόμουν από τότε ότι η εύτακτη οικογένειά μου έβλεπε σ' αυτή την δραστηριότητά μου μόνο αιτία λερώματος και ακαταστασίας των δωματίων. Στο νέο σπίτι που πήγαμε, το 1917 αν θυμάμαι καλά, πάλι στην οδό Λουκά Ράλλη όλα τα ταβάνια ήταν ζωγραφισμένα από έναν Ιταλό ζωγράφο.

Τo δωμάτιο όπου έπαιζα ήταν η καθημερινή τραπεζαρία. Το ταβάνι του είχε ένα κεντρικό σχήμα ωοειδές μέσα στο οποίο ήταν ζωγραφισμένος ο Αδάμ και ο Θεός του Μιχαήλ Αγγέλου. Το ωοειδές σχήμα επλαισιώνετο από διάφορα κυμάτια και κοσμήματα σε οπτική απάτη σε γκρίζους τόνους. Στο δωμάτιο της μητέρας μου υπήρχε η αλληγορία της Ανοίξεως σ' ένα μεγάλο στρογγυλό εγκόλπιο. Στην καλή τραπεζαρία μέσα σ' ένα κύκλο πάλι το άρμα του Ηλίου προοπτικώς ιδωμένο κατά πρόσωπο. Όλα αυτά ήταν περιστοιχισμένα με ανάγλυφα που μου προξενούσαν σεβασμό και κατάπληξη αλλά και πλήξη. Πολύ αργότερα όταν εγνώρισα την γενεαλογία αυτών των διακοσμήσεων στην Ιταλία και στα ναπολεόντια ταβάνια άρχισα να τα καταλαβαίνω και να τα συμπαθώ.

Την αντιγραφή του Μιχαήλ Αγγέλου είχα την ευκαιρία να συγκρίνω με μια φωτογραφία του πρωτοτύπου που βρισκόταν σ' ένα βιβλίο που 'χε φέρει ο θείος μου Χρήστος απ' τη Ρώμη. Ο θείος αυτός ήταν ένας εργένης μανιώδης για Όπερα, και χαρτοπαιξία κι' είχε τρεις φωνογράφους διαφορετικού τύπου ο καθένας. Η αισθητική μου μόρφωση συνετελείτο εκείνη την εποχή από δύο γαλλικά περιοδικά. Το ένα ήταν η Illustration καi το άλλο η Vie Parisienne. To τελευταίο ήταν ένα περιοδικό ευπρεπώς πορνογραφικό που δημοσίευε ακουαρέλλες με ημίγυμνες γυναίκες.

[....] Ανεβαίνοντας στην Αθήνα με τη μητέρα μου εντύπωση μου έκαναν στο σταθμό Μοναστηρακίου κάτι μεγάλες διαφημίσεις ζωγραφισμένες στο χέρι καμωμένες απ' την εταιρία GEO. Πολύ αργότερα έμαθα πως οι ωραίες αυτές διαφημίσεις ήταν αντίγραφα ή διασκευές από ξένα περιοδικά αντιγραμμένα από δύο εξαιρετικούς νέους ζωγράφους που λέγονταν ο ένας Κόντογλου και ο άλλος Παπαλουκάς.

Δεν παρέλειπα ποτέ να επαναλαμβάνω από μνήμης με παστέλ ό,τι είχα δει. Μετά το 1925 δύο άλλα περιοδικά με πληροφορούσαν για το Παρίσι, το Femina και το Vogue. Tα κουβαλούσαν οι ξαδέλφες μου μαζί με παρτιτούρες τραγουδιών της μόδας που τα παίζανε στο πιάνο και τα τραγουδούσανε. Στα σαλόνια της θειας μου σχεδιασμένα απ' τον Τσίλλερ και επιπλωμένα απ' τον στενό του συνεργάτη Χάιμαν συνέβαιναν παράταιρα πράγματα. Πότε έβλεπες ιεράρχες με επικαλύμμαυχα που η ευλαβής θεία μου εδέχετο με σέβας και υπερηφάνεια, ποτέ καλογήρους του Αγίου Όρους που έφερναν εικόνες των Ιωσαφαίων για πούλημα, πότε την ηθοποιό Κυβέλη κι ένα σωρό προξένους και πρεσβευτάς. Σ' αυτό το σπίτι με τα πολυτελή χρυσοποίκιλτα ταβάνια και τους απαλόχρωμους ταμπλάδες των τοίχων δεν υπήρχαν έργα ζωγραφικής κρεμασμένα. Υπήρχαν μόνο φωτογραφίες φυσικού μεγέθους, αναρτημένες πολύ ψηλά κοντά στο ταβάνι με κορνίζες χρυσές με ωοειδή πασπαρτού περίτεχνα και χρυσοποίκιλτα. Υπήρχαν επίσης μεγάλες χρωμολιθογραφίες που παρίσταναν κοριτσάκια ή χανούμισσες με ξέπλεκα μαλλιά, στολισμένα με διαμαντένια μισοφέγγαρα. Ένα μόνο έργο ζωγραφικής υπήρχε που παρίστανε ένα στρατιώτη τρία τέταρτα με μαύρο φόντο. Άκουγα συνεχώς ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο. Αργότερα κρεμάστηκαν έργα ζωγραφικής που πιθανόν προέρχονταν από χρέος ή ήσαν δώρα ευεργετηθέντος. Πολλά ήταν δουλεμένα με την σπάτουλα και άγνωστο γιατί τα έλεγαν γερμανική ζωγραφική.

Στο σπίτι αυτό, όπως είπα, εσύχναζαν πολλοί πρεσβευτές και πρόξενοι' επίσης η ηθοποιός Κυβέλη και μετά μια ορισμένη εποχή η Ελένη Παπαδάκη. Στο σπίτι αυτό είδα δυο γάμους στα καταστόλιστα με τριαντάφυλλα σαλόνια του και τον πρώτο θάνατο της οικογενείας, της θείας μου. Μέσα στα ίδια σαλόνια ντυμένα με μαύρα τούλια και κορδέλλες πένθιμες και πολλά λουλούδια και ανθισμένες αμυγδαλιές.

Στο σπίτι της θείας μου εφιλοξενήθηκα από το 1920 ως το 1925 επειδή έλειπαν στο εξωτερικό οι γονείς μου. Ήταν η εποχή που άρχισα να ζωγραφίζω με κάποιες αξιώσεις. Εγκατέλειψα τα παστέλ που χρησιμοποιούσα ως τότε και άρχισα να ζωγραφίζω με ακουαρέλλα. Από τότε θυμάμαι δεν ζωγράφισα ποτέ μου με ευκολία και με αγωνία έπιανα τα πινέλα. Επήρα και μερικά μαθήματα, σχεδίου από ένα Γάλλο ζωγράφο που λεγόταν Πικ και ήταν ειδικευμένος για παιδιά. Νομίζω πως του ΄δωσα την εντύπωση πως ήμουν ανεπίδεκτος μαθήσεως και κάποτε σταμάτησα τα μαθήματα. Άρχισα να ζωγραφίζω πάντα με ακουαρέλλα πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα στην οδό Ερμού κοντά στο Μοναστηράκι. Εζωγράφιζα πάντα απ' το φυσικό νεκρές φύσεις ή τοπία κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες. Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλλα που παριστάνει το σπίτι του χειρούργου Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ' αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που 'χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά.

Το αντίγραφο του Δαφνιού το είχα κάνει πριν φύγει η μητέρα μου για το εξωτερικό, θυμάμαι πως πήγαμε με αμάξι με άλογα το 1920 για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, γιατί το Δαφνί λειτουργιόταν τότε. Τον παπά τον πήραμε μαζί μας με το αμάξι. Έμενε απέναντι απ' το σπίτι μας σε μια μάντρα με πολλά δωμάτια, ήταν Κρητικός κι' είχε δώδεκα παιδιά. Το δωδέκατο το ΄χε βαφτίσει ο Βασιλιάς. Είχε έναν αδελφό χωροφύλακα και συνήθιζε να λέει στη μητέρα μου: «Όσα δεν προφθαινω εγώ με την φοβέρα στην εκκλησία, τα αποτελειώνει ο αδελφός μου ο χωροφύλακας κι έτσι σας προστατεύουμε κι' οι δυο απ' τους κακοποιούς».

[....] Ένα άλλο είδος εντύπωση μου 'χαν κάνει οι δυο μου επισκέψεις στο Δαφνί. Στη δεύτερη έκανα το αντίγραφο. Η ευχάριστη ταραχή που μου προξένησαν αυτά τα μωσαϊκά ήταν σαν μια πληγή που εδέχτηκα. Μια πληγή που ξαναμάτωσε όταν γνώρισα τον Κόντογλου και είδα τα εξαιρετικά αντίγραφα που είχε κάνει απ' το Δαφνί και τον Όσιο Λουκά. Το 1927 ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου μαζί με την Κατίνα Λάσκαρη, σήμερα σύζυγο του Δημήτρη Φωτιάδη και τότε συμμαθήτριά μου. Μαζί μας ήταν και δύο άλλα παιδιά. Είχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρελλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου 'πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: «Μου 'παν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό, παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού». Μέρες και μήνες βάσταξε η στεναχώρια μου γιατί εθαύμαζα πολύ τον Κόντογλου. Είχε καταρρακώσει όλη μου την αστική περηφάνεια που δεν ήταν και πολύ στερεή. Η οικογένειά μου και το περιβάλλον της ακολουθούσαν τα υποδείγματα της Ευρώπης. Στις μόδες, στα εσώρουχα, στα καπέλα, στην αρχιτεκτονική, στα έπιπλα, στην μουσική, στην φιλολογία, σε όλα. Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως. Τα λόγια του Κόντογλου, γιατί μου είχε πει πολλά, ξύπνησαν μέσα μου αλλοτινές επαφές και συναντήσεις απ' την παλιά Ελληνική Τέχνη. Εξήγειραν ζωηρές εντυπώσεις απ' τις ρεκλάμες του Δεδούσαρου του Καραγκιοζοπαίχτη, την πληγή απ' τις πρώτες εντυπώσεις του Δαφνιού, θυμήθηκα τον παπά που ερχόταν κάθε πρώτη του μηνός να κάνει αγιασμό στο σπίτι ή παρακλήσεις στις δύσκολες στιγμές της οικογενείας ή κατά τον Δεκαπενταύγουστο. Άρχισα να δουλεύω διαφορετικά, να σκέπτομαι διαφορετικά, χωρίς ωστόσο να μαϊμουδίζω τον Κόντογλου. Αυτό θα γινόταν αργότερα.

[....] Εκείνη την εποχή, θα 'μουν δεκαεννιά ετών, γνώρισα μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Αυτό που λένε έναν άτυχο έρωτα, κι' αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω σιγά σιγά μη τρώγοντας καθόλου. Στους γονείς μου που τους παραξένευε το γεγονός πως δεν καθόμουν στο τραπέζι έλεγα πως είχα φάει πριν. Σιγά σιγά άρχισα να αδυνατίζω και να γεμίζω σπυριά από αβιταμίνωση νομίζω. Το 1930 αποφάσισα να σταματήσω την αυτοκτονία με την πείνα και πήγα να δουλέψω στον Κόντογλου όπως παν στο Μοναστήρι για να ξεχάσουν τα πριν. Γίνηκα ένας καλός βοηθός και ένας πειθαρχικός μαθητής. Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του - κι' είχε πολλές - χωρίς να πάψω να φοιτώ στο Πολυτεχνείο. Με τον καιρό άρχιζα να τον κρίνω πιο γαλήνια, να βλέπω πιο καθαρά την προσπάθειά του, να τον κριτικάρω, αλλά πάντα να τον σέβομαι και να τον θαυμάζω. Εκείνη την εποχή βρήκα κι ένα γερο Αϊβαλιώτη για να μάθω να διαβάζω παρασημαντική. Ήταν πολύ καλός ψάλτης και συγχρόνως πουλούσε στην παράγκα του στον Βύρωνα κάρβουνα και ξύλα. Είχε δυο γιους, Ο ένας ήταν αστυφύλακας κι' ο άλλος κλέφτης φυλακισμένος στην Θεσσαλονίκη. Η γυναίκα του, από σεμνοτυφία ίσως, την βυζαντινή μουσική την έλεγε Βαζαντινή.
Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989)



* το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από την λέξη, τχ. 7
Σεπτέμβρης '81

* φωτογραφίες: ardin-rixi.gr, tovima.gr, os3.gr,
omikron.tv, silezukuk.tumblr.com, paidevo.gr


Links:
- Περιοδικό Ως3:
Αφιέρωμα στον Γιάννη Τσαρούχη
- Το Βήμα:
Ο μεγάλος έλληνας ζωγράφος κάνει
την προσωπική εξομολόγησή του


Aκόμα:
- Ακροκέραμα:
Εμπλουτισμένη, με πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη,
αναδημοσίευση της παρούσας ανάρτησης.


Ετικέτες , ,

8 Μαρ 2012

130 ~ Αλέξης Πάρνης: ο φανταστικός μου Παπαδιαμάντης

Το πατρικό μου σπίτι βρισκότανε σε μια απότομη ακτή της Καστέλλας κι αγνάντευε την Ακρόπολη, τα Φάληρα, τον Υμηττό, την Πεντέλη και τον Πάρνη, όλο το αττικό τοπίο με τα κλασικά χαρακτηριστικά - δεν είχε προφτάσει ακόμα να τα αλλοιώσει η αναγκαστική επιμιξία με το τσιμέντο της άναρχης βαρβαρικής δόμησης. Απ' την πλευρά του δρόμου ήταν ένα χαμηλό διώροφο, αλλά αν το έβλεπες απ' τη θάλασσα είχε θωριά τετραώροφου πύργου, θύμιζε τα σκαρφαλωμένα στο βράχο της Ύδρας αρχοντικά. Μια στενή πέτρινη σκάλα φιδογλιστρώντας ανάμεσα στους βράχους και τ' αλμυρισμένα αγριόθαμνα σε κατέβαζε απ' την κουζίνα στη μικρή τσιμεντένια προβλήτα. Την είχαν φτιάξει για να ποδίζουνε οι ψαράδες και ν' απλώνουν τα δίχτυα τους στα βότσαλα της στενόμακρης ακρογιαλιάς. Εκεί άραζα κι εγώ το βαρκάκι μου. Δεν ήταν μεγαλύτερο απ' τη σκάφη του πλυσταριού μας κι ωστόσο έκανε θαύματα στο ψάρεμα της τσιπούρας, που αφθονούσε στα καθαρά προπολεμικά νερά του Σαρωνικού. Η μοίρα του ήθελε να γίνει κι αυτό ένα από τα θύματα του κατοχικού χειμώνα. Μια βροχερή νύχτα του Νοέμβρη το κλέψανε. Σίγουρα το χρειάστηκαν κάποιοι απ' τους αμέτρητους ανέστιους του καιρού που κυνηγάγανε με πάθος χρυσοθήρα ό,τι μπορούσε να γίνει καυσόξυλο. Στενοχωρήθηκα αφάνταστα, αλλά πείσμωσα κιόλας, αποφασίζοντας ν' αγοράσω ένα άλλο, το γρηγορότερο.

Ο πατέρας μου είχε ένα μικρό υφαντουργείο με τέσσερις αργαλιούς στο Νέο Φάληρο. Έφτιαχνε πετσέτες και γάζες για το στρατό. Ύστερα απ' την κατάρρευση του μετώπου, εφοδίαζε την αγορά με μαντήλια. Τον βοηθούσα όταν δεν είχα σχολείο παίρντοντας τ' ανάλογο χαρτζιλίκι, που συχνά είχε μεγέθη κανονικού μιστού. Έτσι μάζεψα γρήγορα ένα ποσό αρκετό για την προκαταβολή της καινούργιας μου βάρκας - υπήρχε μια διαθέσιμη στο διπλανό Τουρκολίμανο, όπως το λέγανε τότε. Όμως την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής, το μάτι μου ξεχώρισε σε κάποια εφημερίδα μια αγγελία που μ' έκανε να ματαιώσω την αγορά της βάρκας για ν' αγοράσω ένα... ολόκληρο πλοίο μ' ενεργό δράση στις "πνευματικές θάλασσες". Κάποιος πουλούσε όλους τους τόμους της "Νέας Εστίας", από τον ιδρυτικό χρόνο του 1927 μέχρι κείνες τις μέρες, σε τιμή ευκαιρίας. Το περιοδικό "Νέα Εστία" το διάβαζα από τις πρώτες ακόμα τάξεις του Γυμνασίου. Το έβρισκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά, που μ' είχε καθημερινό σχεδόν αναγνώστη. Ήταν τόσο μεγάλη η δίψα μου για λογοτεχνικά κείμενα που συχνά το 'σκαγα από τα μαθήματα για να πάω στο αναγνωστήριο και να πέσω με τα μούτρα στην ανάγνωση, με τις ώρες, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου. Και τώρα ξαφνικά μπορούσα να φέρω μια ολόκληρη βιβλιοθήκη στο σπίτι μου! Ήταν δυνατό να χάσει παρόμοια ευκαιρία ένας μανιώδης αναγνώστης και επίδοξος συγγραφέας όπως εγώ;

Πήρα όσα λεφτά είχα μαζέψει κι έτρεξα στη διεύθυνση του πωλητή - ήταν σ' ένα ήσυχο δρομάκι της Κυψέλης. Μου άνοιξε ένας ηλικιωμένος άντρας, με αυστηρό γενειοφόρο πρόσωπο κι ευγενικό αλλά επιφυλακτικό ύφος. Ήταν συνταξιούχος καθηγητής που θα 'φευγε σε λίγες μέρες για το χωριό του. Εκεί υπήρχε ελπίδα να επιζήσει κι αυτός κι η γυναίκα του, κάτι αδύνατο στην τωρινή Αθήνα γι' ανθρώπους της συνομοταξίας του. Το δυάρι που νοικιάζανε ήταν ισόγειο και σχεδόν άδειο από έπιπλα - φαίνεται τα 'χανε πουλήσει κι αυτά - κάτι καρέκλες, το τραπέζι και το κρεβάτι κάνανε πολύ θλιβερό το φωτισμένο από μια λάμπα πετρελαίου δωμάτιο. Θέρμανση δεν υπήρχε, το ηλεκτρικό ήταν κομμένο κι ο γέρος έδειχνε να κρυώνει μέσ' στο τριμμένο μακρύ παλτό του. Σε μιαν άκρη, ήταν τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο τα περιοδικά - χάρτινες στοίβες, χωρισμένες σε τόμους και σφιχτοδεμένες με σπάγκο. Μου 'πε, καθώς με παρατηρούσε εξεταστικά κάτω απ' τα γυαλιά του, ότι πριν από μένα είχαν έρθει άλλοι τρεις αγοραστές, όμως τους έδιωξε γιατί υποπτεύθηκε πως ήταν εμποράκοι που θέλανε να μεταπουλήσουνε τα περιοδικά σαν χαρτί περιτυλίγματος ή απλά να τα πάνε για πολτοποίηση. Όμως αυτός με τίποτα δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Ήθελε να τα πάρει ένας άνθρωπος φιλομαθής, βιβλιόφιλος που σεβόταν την πνευματική προσφορά όπως ο καλός χριστιανός τη θεία μετάληψη. Ήταν συνδρομητής του περιοδικού, από τον πρώτο χρόνο της ίδρυσης κι είχε χρέος να το παραδώσει σε καλά χέρια. Σα σκυτάλη.

[....] Ο ασπρομάλλης, καχεκτικός δάσκαλος με τα βαθουλωμένα μάγουλα και τη γενειάδα μιας χλωμής βυζαντινής αγιογραφίας, που 'χε φέξει απ' την αναγκαστική νηστεία, αποχαιρετούσε αυτή τη νύχτα μαζί με τα περιοδικά του μια πλειάδα αγαπημένους ποιητές και συγγραφείς - απ' τον Παλαμά, τον Πορφύρα και τον Ξενόπουλο ως τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Μυριβήλη και τόσους άλλους φίλους, δεμένους μαζί του με τους ακατάλυτους δεσμούς μιας ψυχικής και πνευματικής συγγένειας. Ήταν μ' ένα λόγο οι άνθρωποί του που δεν είχε τη δυνατότητα να τους πάρει μαζί του, και έπρεπε να τους αφήσει. Τουλάχιστον να τους παραλάβει κάποιος που ξέρει την αξία τους και σέβεται την αξιοπρέπειά τους. Αυτό ζητούσε μόνο ο γέρο-καθηγητής κι εγώ του απόδειξα τελικά ότι είμουν ο κατάλληλος άνθρωπος, επειδή οι φίλοι του ήταν και δικοί μου φίλοι, ήξερα πολλά κείμενα κι είχα αποστηθίσει τα ποιήματά τους. Ολότελα αυθόρμητα αρχίσαμε να απαγγέλουμε - μια εγώ, μια αυτός. Όταν φτάσαμε στο αποχαιρετιστήριο «σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος», τα μάτια του βουρκώσανε και το πεταμένο καρύδι άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στον αδύνατο ζαρωμένο λαιμό, αλλά τελικά κατανίκησε τη συγκίνηση μ' αξιοπρέπεια ευπατρίδη και φώναξε στη γυναίκα του δυνατά μ' ένα ξαφνικό κέφι, να φέρει «το χωριάτικο τσίπουρο που το φυλάγανε για τις έκτακτες περιπτώσεις». Εκείνη, μια ασπρόμαλλη γυναίκα πιο αδύνατη από τον άντρα της, σχεδόν άυλη, σα σκιά, υπάκουσε με χαμογελαστή προθυμία. Όπως με πληροφόρησε αργότερα είχε πολύν καιρό να τον δει σε τέτοια χαρούμενη έξαψη, ήταν κάτι που το χρώσταγαν σε μένα «κι ο Θεός να μ' έχει καλά και να πραγματοποιήσω ό,τι επιθυμώ» - μου ευχήθηκε. «Θέλει να γίνει συγγραφέας» - της αποκάλυψε τότε εκείνος. «Και θα γίνει, θα γίνει!», πρόσθεσε χαρούμενος υψώνοντας το ποτήρι. Τα χλωμά του μάγουλα πήρανε χρώμα, τα μάτια του πετάξανε αστραπές. Ξαφνικά τον κυρίεψε ο παλιός δασκαλίστικος οίστρος, ποιος ξέρει τι εγερτήριες νοσταλγίες ανάδεψε στην ψυχή του το τσίπουρο, άρχισε να με συμβουλεύει, ν' αραδιάζει τους συγγραφείς και τα κείμενα που έπρεπε να μελετήσω ιδιαίτερα. Ο Παπαδιαμάντης ήταν φυσικά πρώτος στον κατάλογο. Τον αγαπούσε διπλά, - σαν αναγνώστης και σαν δάσκαλος, - το Μεγάλο αυτό Σκιαθίτη τον ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά, τον είχε διδάξει σε χιλιάδες παιδιά. Θέλησε να μου δείξει μερικά δείγματα της διδασκαλίας του, ενώ η γυναίκα του τον κοιτούσε με καμάρι, θυμήθηκε κάποια κείμενα και τα 'πε χαμηλόφωνα, ευλαβικά, αντιγράφοντας τον δημιουργό τους σε όλα: στην ταπεινή στάση, το χαμηλόθωρο βλέμμα. το σκύψιμο της κεφαλής. Ανεπαίσθητα μεταμορφώθηκε σ' ένα σωσία του Κυρ-Αλέξανδρου, βοηθούσε σ' αυτό και το μυσταγωγικό μισόφωτο της κάμαρης. Ήταν μια φυσιογνωμική ομοιότητα που την έφερνε όλο και πιο κοντά στο πρωτότυπο η πνευματική ταύτιση. Ο πολύχρονος συγχρωτισμός με τα κείμενα ενός μεγάλου συγγραφέα, η μεθοδική επαφή με τη σκέψη του, κάνει συχνά το φανατικό αναγνώστη, κι' ιδιαίτερα το μελετητή του, να νιώθει και να φέρεται σα να 'ναι σε κάποιο βαθμό η μετεμψύχωσή του. (Είναι κι αυτό μια από τις πολλές μορφές της ανθρώπινης αθανασίας). Έτσι ή αλλιώς εγώ δεν θα ξεχνούσα ποτέ εκείνο το παγερό δωμάτιο του φανταστικού μου Παπαδιαμάντη που πριν να φύγει στο χωριό του για να πεθάνει, φώναξε προφητικά σηκώνοντας το ρακοπότηρο: «Θέλει να γίνει συγγραφέας. Και θα γίνει». Θα ήταν καλύτερα βέβαια να το άκουγα αυτό από τον ίδιο τον Κυρ-Αλέξαντρο. Όμως κι η "μετεμψύχωσή" του έκανε καλή δουλειά. Ανέβασε αρκετά το ηθικό μου σε κείνα τα κατοχικά Χριστούγεννα που τα πέρασα κλεισμένος στην κάμαρή μου ξεφυλλίζοντας τα 334 τεύχη της "Νέας Εστίας". (Το 335, που έκλεινε τον τόμο του 1942 - αυτό το αγόρασα εγώ απ' το περίπτερο - ήταν αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη).

Προσθέτω μια λεπτομέρεια στην περιγραφή κείνης της τόσο αποδοτικής για μένα αγοράς-επένδυσης. Έφυγα πολύ αργά από το σπίτι του γέρο-καθηγητή, ήταν αδύνατο να βρω μεταφορικό μέσο για να κουβαλήσω τ' ακριβό μου φορτίο. Αλλά αυτό δεν με ανησυχούσε. Θα έμενε εκεί τη νύχτα και το πρωί θα έστελνα ένα πειραιώτη ταξιτζή, που εξυπηρετούσε συχνά τον πατέρα, να το παραλάβει. Πριν αποχαιρετήσω τον καλοκάγαθο φίλο μου, ακούμπησα το συμφωνημένο ποσό στο τραπέζι, όμως αυτός απρόσμενα αρνήθηκε να πάρει τα χρήματα. «Θα 'θελα να στα κάνω δώρο αυτά τα τεύχη. Έτσι για να με θυμάσαι. Ποιος ξέρει. Ίσως με χρόνια και καιρούς να γράψεις κάτι και για μένα...» είπε χαμογελώντας με μια σπάνια για την ηλικία του και την εποχή αισιοδοξία. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα την ανθρώπινη προσφορά του με το γνωστό: «ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο». Δεν βρήκα να πω τίποτ' άλλο. Σε παρόμοιες στιγμές υπέρτατης συγκίνησης, το μυαλό δεν προλαβαίνει την καρδιά. Αυτό τρέχει με την ταχύτητα του ήχου, κι εκείνη με την ταχύτητα του φωτός. Τελικά δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τ' όνομά του, το παρασύρανε οι κατοπινοί χρόνοι της θύελλας κι έτσι αναγκαστικά τον ανακαλώ στη μνήμη μου με τ' όνομα του Παπαδιαμάντη. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα τον ξεχάσω ποτέ...

Πάει καλά, εγώ μνημόνευα όσο μπορούσα καλύτερα τον Παπαδιαμάντη, ή μάλλον την έννοια που αντιπροσώπευαν οι μετεμψυχώσεις του εδώ στη γη. Αλλά πώς θα μνημόνευε αυτός εμένα και τη μαρξιστική μου στράτευση αν υπήρχε η δυνατότητα της αμοιβαίας ανταπόκρισης; Σίγουρα τα λόγια του δεν θα ήταν και τόσο κολακευτικά, όμως πιστεύω ότι θ' αναγνώριζε σαν μεγάλο ελαφρυντικό ότι ξεκίνησα με ευγενικές προθέσεις και ανιδιοτελή κίνητρα. Στο κάτω-κάτω είχε κι εκείνος κάποια ευθύνη για την ιδεολογική μου επιλογή, καταγγέλοντας από τις σελίδες εκείνου του χριστουγεννιάτικου αφιερώματος της "Νέας Εστίας" τον διαρκή "Αντίχριστο" που αντιπροσωπεύει η πλουτοκρατία: «Αυτή γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργία, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς... Αυτή παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα...» Ναι έτσι ακριβώς το έγραφε.

Και λοιπόν τι ήθελες να κάνει Κυρ-Αλέξανδρε ένας δεκαεφτάχρονος έφηβος όταν ήρθανε κάποιοι μαχητικοί αντίπαλοι της πλουτοκρατίας να τον στρατολογήσουνε σ' έναν αγώνα που 'χε σαν τελικό σκοπό την εξαφάνισή της; Ζώστηκε τ' άρματα και πήγε να δώσει τη ζωή του για το σωτήριο τούτο σκοπό. Δεν θα μετάνιωνε ποτέ γι' αυτό. Απλά θα ωρίμαζε όσο έπρεπε για να καταλάβει ότι οι κοινωνικοί αγώνες εκφράζουνε ένα περιορισμένο ποσοστό της ανθρώπινης ψυχής που πρέπει να κάνει ένα τιτάνιο προσωπικό αγώνα για να καλύψει το υπόλοιπο. Οι τωρινές μου περιπέτειες κι η άρνησή μου να συμβιβαστώ με την εκσυχρονισμένη σοβιετική μορφή της "σηπεδόνος", δείχνανε πόσο πολύ είχα καταλάβει αυτή την αυταπόδεικτη αλήθεια...
Αλέξης Πάρνης (1924)
(Σωτήρης Λεωνιδάκης)




* το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από την Νέα Εστία, τχ. 1561
15 Ιουλίου 1992 - [Αρχείο ΕΚΕΒΙ]
(αποτελεί κεφάλαιο από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Αλέξη Πάρνη "Τα χειρόγραφα του Τυρταίου")

* φωτογραφίες: alexisparnis.com, 62.103.28.111 (Αρχεία
Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας), amazon.co.uk,
ntng.gr, rizospastis.gr

Links:
- Αλέξης Πάρνης: Ταξίδια, στην "Κίχλη"
- Βιογραφικό, στον ιστότοπο των εκδόσεων Καστανιώτη
- Βιογραφικό σημείωμα, στο ΕΚΕΒΙ
- Νίκος Ζαχαριάδης: «Δεν θεμελιώσαμε την εξουσία απ΄ τα κάτω και κοιμόμασταν»
Συνταρακτικές εξομολογήσεις από τη Σιβηρία του άλλοτε ηγέτη του ΚΚΕ
στις άγνωστες ως τώρα επιστολές του στον συγγραφέα Αλέξη Πάρνη
, στo Bήμα
- Η Οδύσσεια των Διδύμων, στα ΝΕΑ
- Αναφορά στον Αλέξη Πάρνη, στον Ριζοσπάστη

Ετικέτες , ,