25 Ιουν 2008

52 ~ Μελισσάνθη: Έγινα ποιήτρια για να σπαταλήσω τη συλλογή μου

...στην ηλικία των δέκα μου χρόνων δοκίμασα το πάθος του συλλέκτη για τα είδη γραφικής ύλης. Είχα συγκεντρώσει ένα μικρό θησαυρό από κόλλες διαγωνισμού, χαρακωμένες κι αχαράκωτες, τετράδια, κοντυλοφόρους, γομολάστιχες κ.τ.λ. κι ένοιωθα τη χαρά του συλλέκτη να τον βλέπω να μεγαλώνει. Ωσότου κάποια μέρα την ώρα που καμάρωνα τ' αποκτήματά μου, ένιωσα οξύτατα το αίσθημα της ματαιότητας να μου διαπερνά την καρδιά. Θα πέθαινα κάποιαν απρόβλεπτη στιγμή κι ο θησαυρός μου θα έμενε αχρησιμοποίητος σαν μια ειρωνεία. Προς τι λοιπόν αυτή η φροντίδα της συσσώρευσης; Έτσι βάλθηκα να τον σπαταλήσω το γρηγορότερο.
Mελισσάνθη (1910-1990)
Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη



...
(Πόσο σοφός είν' ο πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ασφάλεια νιώθει στο μεγάλο χέρι!
Τίποτε, αν το κρατή, στον κόσμο δεν φοβάται!..)

Ξάφνου, του λέει εκείνο: "- Σαν θα μεγαλώσω..."
"- Τότε εγώ πια ένα φτωχός γεράκος θάμαι...
Δε θα μπορώ στα χέρια μου να σε σηκώσω,
και θα μου λες: ακούμπα πάνω μου να πάμε...

Σαν θάρχωνται για να σε παίρνουν έξω οι ξένοι,
μόνος στη σκοτεινή γωνίτσα μου θα μένω..."
"- Εγώ στην άμαξά μου πάντα θα σε παίρνω!"
λέει, έτοιμη η μικρή να κλάψη, κ' επιμένει.

Νιώθει μια τέτοια ανυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα να γίνη,
αν είναι δυνατόν την ώρα αμέσως κείνη,
για να του δείξη πόσο θα τον αγαπάη!..

Κι όπως θερμά τον σφίγγη το λιγνό χεράκι,
ο κουρασμένος νιώθει τόση εμπιστοσύνη!..
(Έγινε εκείνος τώρα το μικρό παιδάκι,
και ο προστατευτικός πατέρας είναι εκείνη...)

(Μελισσάνθη: Στη μνήμη του πατέρα μου)

* Το κείμενο και η φωτογραφία είναι από τη λέξη - τ.67, Σεπτ. '87
* Το ποίημα είναι από την Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη

Ετικέτες , ,

13 Ιουν 2008

51 ~ Dylan Thomas: Αναμνήσεις απ' τα παιδικά χρόνια

Υπήρχε ένας άλλος κόσμος, όπου μαζί με τους φίλους μου συχνά περνούσαμε τις ώρες που δεν είχαμε σχολείο, τεμπελιάζοντας κάτω στην πλαγιά και στην ακτή που βλέπει στη θάλασσα του Ντήβον, με την ελπίδα να βρούμε χρυσά ρολόγια ή τον σκελετό από κανένα πλοίο ή κάποιο μήνυμα μέσα σ' ένα μπουκάλι που θα τόχε ξεβγάλει η παλίρροια. Κι ένας άλλος κόσμος, όπου συχνά περιπλανιώμασταν, σφυρίζοντας μέσ' στα στριμωγμένα δρομάκια, τα χωρίς κανένα ενδιαφέρον, σαν τα μπαγιάτικα σάντουϊτς του σταθμού. Τριγυρνούσαμε, στα επιβλητικά εργοστάσια γκαζιού και στα σφαγεία, προσπερνούσαμε τα μαυρισμένα αρχαία μνημεία και το μουσείο που θά 'πρεπε να βρίσκεται σε κάποιο μουσείο. Ή αποτραβιόμασταν, σ' ένα μέρος πού 'μοιαζε με γήπεδο του κρίκετ, πάνω στη φαλακρή και καρβουνιασμένη επιφάνεια της δημοσιάς ή παίρναμε το τραμ που κουνιότανε σαν ένα σιδερένιο ζελέ και κατεβαίναμε στην πλατφόρμα πού ήταν καρφωμένη μέσ' τη θάλασσα, για να σκαρφαλώσουμε, κρεμασμένοι επικίνδυνα πάνω στα πόδια του σκελετού της ή τρέχαμε μέχρι το τέρμα. Εκεί, άνεργοι ναυτικοί με τα μάτια στηλωμένα καρτερικά στή θάλασσα, μέσ' στα σκουφιά και τις κουκούλες τους, ψάρευαν καθισμένοι στην άκρη της παραλίας άνοστα ψάρια, μασώντας μέσ' στο στόμα, τα τσιμπούκια τους, που είχαν προ πολλού σβήσει.

Είμαι σίγουρος, ότι ποτέ δεν ξανάγινε τέτοια πόλη σαν τη δική μας, έτσι όπως μαλλώναμε με τους αλήτες, πάνω στους αμμόλοφους ή παρακινούσαμε ο ένας τον άλλον να σκαρφαλώσει πάνω στις σκαλωσιές, απ' τα γιαπιά που σύντομα τα ονομάσαμε "Λάβουρνα", ή "Οξυές". Είμαι σίγουρος, ότι ποτέ δεν ξανάγινε τέτοια πόλη με τη μυρωδιά απ' τα ψάρια και τις τηγανιτές πατάτες, τ' απογεύματα του Σαββάτου. Με τις προβολές του σινεμά τα Σαββατόβραδα, όπου ξεφωνίζαμε και γιουχαΐζαμε για τις τρεις πέννες μας. Με τα πλήθη στους δρόμους, τις διεθνείς νύχτες, με τα φτερά στα καπέλα τους. Με το πάρκο, το ανεξερεύνητο, γεμάτο θάμνους και μυστήριο, πάρκο του κόκκινου Ινδιάνου, όπου ο καμπούρης καθόταν ολομόναχος και τα δασάκια ήταν πλημμυρισμένα στα μπλε, με τους ναύτες. Οι αναμνήσεις απ' τα παιδικά μου χρόνια δεν έχουν σχολείο σαν το δικό μας, μ' εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά απ' τις γαλότσες, με την γλυκειά και αδέξια μουσική απ' τα μαθήματα πιάνου που έφτανε απ' το πάνω πάτωμα, κάτω στη μοναχική αίθουσα, όπου μόνο αυτοί που ήταν άτακτοι κάθοταν καμιά φορά κλαίγοντας, πάνω από περιλήψεις που δεν έγιναν ή οι τιμωρημένοι για μια μικρή αταξία, όπως το τράβηγμα των μαλλιών ενός κοριτσιού, την ώρα της γεωγραφίας ή το πονηρό τσίμπημα, κάτω απ’ το σχολείο, ήταν ένα στενό μονοπάτι, όπου μόνο οι μεγαλύτεροι και οι τολμηρότεροι έριχναν χαλίκια στα παράθυρα, μάλλωναν και καυχιότανε, λέγοντας ψέμματα για τις γνωριμίες τους:

«Ο πατέρας μου πήρε έναν σωφέρ»
«Ο πατέρας μου είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στη πόλη»
«Ο πατέρας μου είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ουαλλία»
«Ο πατέρας μου κρατάει στα χέρια του τον κόσμο»
Ντύλαν Τόμας (1914–1953)


* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός - τ. 4, Ιαν. 1982
σε μετάφραση Τάνιας Σαραφιανού

* Φωτογραφίες: filter.ac.uk, blog.eupoets.net

Ετικέτες , ,