67 ~ Ted Hughes: Σίγουρα είχαμε σχεδιάσει μια ημερήσια εκδρομή...

Ήταν Μάης. Πώς είχε αρχίσει; Τι
μας έκανε ευέξαπτους; Ποιο τέχνασμα
της λεπίδας του φεγγαριού μας είχε βάλει, πρωί πρωί,
να σκοτωνόμαστε; Τι είχα κάνει; Είχα,
κάπως, παρερμηνεύσει. Απροσπέλαστη
στη μοχθηρή μανία σου, πέταξες
βιαστικά τα μωρά στ' αμάξι, ξεκίνησες. Σίγουρα
είχαμε σχεδιάσει μια ημερήσια εκδρομή,
κάπου στην ακτή, μια εξερεύνηση -
κι έτσι άρχισες να οδηγείς.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Θυμάμαι
ότι σκέφτηκα: Θα κάνει κάτι παλαβό. Κι άνοιξα απότομα
την πόρτα και πήδησα μέσα, πλάι σου.
Έτσι πήγαμε δυτικά. Δύση. Στα δρομάκια της Κορνουάλης.
Θυμάμαι μιαν ανακωχή να σιγοβράζει
καθώς κοιτούσες, με σιδερένιο πρόσωπο,
κάποια μακρινά τοπία καταιγίδας
κάποιου απόκοσμου πολέμου. Απλώς
βημάτιζα δίπλα σου, κουβαλούσα τα μωρά,
περίμενα να επιστρέψεις στη φύση.
Προσπαθήσαμε να βρούμε την ακτή.
Τα 'βαλες με την ιδιωτική αγγλική μας πλεονεξία
που έφραζε όλες τις προσβάσεις στην ακτή,
κρύβοντας τη θάλασσα απ' τους δρόμους, απ' όλο το εσωτερικό.
Επέκρινες τις ρυπαρές ακτές της Αγγλίας όταν έφτασες εκεί.
Εκείνη η μέρα ανήκε στις μανίες. Έψαξα το χάρτη
για να βρω τις φάρμες και τα ιδιωτικά βασίλεια.
Εν τέλει μια είσοδος. Ήταν δροσερή μέρα,
μέσα Μαΐου. Κάπου αγόρασα φαΐ.
Διασχίσαμε ένα λιβάδι και φτάσαμε στο ανοιχτό
γαλάζιο ανέμισμα της θαλασσινής αύρας. Ένας γκρεμός με σχοίνα,
βατομουριές, στενές κοιλάδες με βελανιδιές. Βρήκαμε
μια αετοφωλιά, ακριβώς κάτω απ' την κορυφή του γκρεμού.
Μου φάνηκε τέλεια. Καθώς τάιζες τα μωρά,
το γερμανικό σου σκυθρώπιασμα σε πλαισίωνε σαν περικεφαλαία,
αμετάφραστο. Καθόμουν αμήχανος.
Ήμουν μια μύγα έξω απ' το παράθυρο
του οικιακού μου δράματος. Αρνήθηκες να κάτσεις εκεί
τεμπελιάζοντας, το μισούσες αυτό.
Τούτο το επίπεδο, ανεμοδαρμένο πιάτο δεν ήταν ωκεανός.
Έπρεπε να φύγεις κι έφυγες. Κι
ήρθα ξοπίσω σου, σαν σκύλος, κατά μήκος της κορυφής,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . στην άκρη του λιβαδιού,
μέσα σε ένα δάσος από βελανιδιές που τις σβάρνιζε ο αέρας -
και βρήκα μια παγίδα.
Χάλκινο σύρμα που έλαμπε, χορδή καφετιά, ανθρώπινο τέχνασμα,
αχρησιμοποίητη. Δίχως λέξη
τη διέλυσες και την πέταξες στα δέντρα.
Έμεινα άναυδος. Πιστός
στους θεούς της χώρας μου, είδα
την ιερότητα των παγίδων να βεβηλώνεται.
Είδες στομωμένα δάχτυλα, αίμα στις παρωνυχίδες,
να σφίγγουν ένα μπλε κύπελλο. Είδα
τη φτώχια του χωρικού να κερδίζει μια πένα,
γεμίζοντας το κυριακάτικο κατσαρόλι στιφάδο. Είδες στραγγαλισμένους
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . αθώους
με μωρουδίστικα μάτια, είδα ένα ιερό
αρχαίο έθιμο. Είδες τη μια παγίδα μετά την άλλη
και προχώρησες μπροστά, τραβώντας τις
και πετώντας τις μ' ορμή στο δάσος. Σ' είδα
να ξεριζώνεις τα επισφαλή, πολύτιμα δενδρύλλια
της κληρονομιάς μου, δικαιώματα εκμετάλλευσης, κερδισμένα με κόπο,
με απαγχονισμούς και εξορίες
για να ζούμε από τη γη. Ούρλιαξες: «Δολοφόνοι!»
Έκλαιγες με οργή
που καμιά σχέση δεν είχε με τα κουνέλια.Ήσουν κλειδωμένη
σε κάποιο θάλαμο, ασθμαίνοντας για οξυγόνο,
όπου δεν μπορούσα να σε βρω, ή να σ' ακούσω πραγματικά,
πόσο μάλλον να σε καταλάβω.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σ' εκείνες τις παγίδες
είχες πιάσει κάτι.
Είχες πιάσει κάτι μέσα μου,
κάτι νυκτόβιο και άγνωστο σε μένα; Ή ήταν
ο καταδικασμένος, ο βασανισμένος σου εαυτός που έκλαιγε
κι ασφυκτιούσε; Ό,τι κι αν ήταν αυτό,
'κείνα τα τρομερά, υπερευαίσθητα
δάχτυλα των ποιημάτων σου έκλεισαν γύρω του και
το ανάστησαν. Τα ποιήματα, σαν σπλάχνα καπνισμένα,
μαλάκωσαν μέσα στα χέρια σου.
Τεντ Χιουζ (1930–1998)
* Το ποίημα είναι από το βιβλίο Τεντ Χιουζ, Γράμματα γενεθλίων -
εκδ. Μελάνι 2005
σε μετάφραση Γιάννη Αντιόχου
* φωτογραφίες: thejulyproject.co.uk, dorschgallery.com
εκδ. Μελάνι 2005
σε μετάφραση Γιάννη Αντιόχου
* φωτογραφίες: thejulyproject.co.uk, dorschgallery.com
Ετικέτες ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΞΕΝΟΙ, ΞΕΝΟΙ