23 Νοε 2010

105 ~ Ρένος Αποστολίδης: υπάρχουν πράγματα δυνατώτερα απ' τον ένα και μονάχο άνθρωπο

Σαν έκλεισε πίσω μου η πύλη, δεν μπορούσα να ξέρω τι έκλεισε πίσω μου.
Ήταν 6 τ' απόγεμα μιας καυτής καλοκαιριάτικης μέρας. Ο ιδρώτας κύλαγε, γιομάτος σκόνη, πάνω στο πρόσωπο του σκοπού, κ' είχε στάξει μια, πάνω στ' όπλο του, τη στιγμή που στάθηκε προσοχή μπρος σ' έναν ξεραγκιανό αντισυνταγματάρχη με σορτ.
Ήμουν ο αριθμός 1800, κι ακόμα ο αριθμός 2152, κι ο 3368, κι ο 4600. Είχα φροντίσει με κάθε τρόπο ν' αναβάλω. Μα δεν κατάφερα τίποτα. Κ' η πύλη έκλεισε πίσω μου!..

Δεν ήταν δα και καμμιά πύλη σπουδαία. Μια παλιά καγκελλόπορτα της κακής ώρας - θα μπορούσα να την είχα ρίξει όποτε ήθελα! Μα είχε κλείσει πίσω μου - δεν ξέρω πώς έτσι άβουλα το πήρα! Σα να τόχα πια παραδεχτή πως υπάρχουν πράγματα δυνατώτερα απ' τον ένα και μονάχο άνθρωπο.

Στάθηκα μπρος σ' ένα τραπέζι. Τρία παιδάρια πίσω του με ύφος «ημετέρων». (Τα γυαλιά δεν άρεσαν - το 'νοιωθ' αυτό πολύ έντονα κείνη την ώρα!) Κάτι είπαν και για μένα'
για όλους όλο και κάτι λέγαν μεταξύ τους, σε ύφος πάντα πολύ εμπιστευτικό. (Οι άλλοι ζάρωσαν, παίρναν ύφος ένοχο. - Πολύ έξυπνη τούτη η ράτσα η μελαψή, και μπαίνει αμέσως στο νόημα! Όλοι έχουν μέσα τους έτοιμη τη ματαιοδοξία της ενοχής! Γι' αυτό τόσο εύκολα θριαμβεύει πάνω τους το ύφος εκείνο του «ημετέρου». Το εκτιμούν. Το τρέμουν. Μια συνείδηση ελευθερίας πολύ άτονη, πολύ υποτασική... Δέχονται τόσο δουλικά το καθετί που, αν εσύ δεν πάσχης απ' την ίδια υπόταση και δεν έχης την απόφαση τόσης εξυπνάδας, τόσης ενοχής κατά σύμβαση, και δουλοφροσύνης, πας χαμένος! Όχι οι άλλοι, εσύ θάσαι «ο μέγας ύποπτος» στο φτωχό μυαλό των «ημετέρων»!..) Και παίρνουν τότε βαρύτερο ύφος: -«Α, εσύ είσαι; Καλώστον!..» (με ειρωνεία και πρόκληση. Σα να σε ξέρουν - «τους ξέρουν όλους αυτοί, τ' είναι και τι δεν είναι ο καθένας!») Φυσικά είσ' εσύ -το λέει κ' η ταυτότητα!.. Σημειώνουν τότε πάνω στο χαρτί σου κάτι ακατανόητα για σένα, δικά τους, και στο ξαναδίνουν μ' ένα μυστηριώδες μειδίαμα - στυλ «ντεντέκτιβ», σε γκαγκστερίδικο έργο, πούχει το ένταλμα έτοιμο και το χέρι στο λεβιέ στης «ηλεκτρικής»!..

Όλοι με τα ίδια δικαιώματα μπρος στον Ιπποκράτη, μιας κ' είν' άλλωστ' εξαρχής όλοι «ικανοί».
Ξαναντύθηκα. Κάποιος, μ' έναν τόνο αδιόρατης ειρωνείας, μούπε να πάω στο λόχο μου «μαζί με τους υπόλοιπους».
- Ποιους υπόλοιπους;
- Τους συνταξιδιώτες σου του Λόχου Διοίκησης! (Τόνισε το «Διοίκησης». «Τ' είναι πάλι ετούτο;» αναρωτήθηκα. «Κάτι δεν πάει καλά.. - μα θα ξεδιαλύνη...»)

Νύχτωνε... Φως 5 κηρίων φώτιζε αχνά τα μουντζαλωμένα χαρτιά κάποιου επιλοχία πάνω σ' ένα τραπέζι από σανίδες: - «Περίμενε!»
Περίμενα ώσπου βράδιασε... Τη στιγμή πια που πήγαιναν να κοιμηθούν, θυμήθηκαν την ύπαρξη μου. Μου πέταξαν δυο κουβέρτες και μούπαν να πάω για ύπνο στη σκηνή που έβλεπα μπρος μου.
* * *
Μα τι ήταν κείνα μπρος σε τούτα δω; Τώρα κοιμάμαι χάμω -εκεί τουλάχιστο είχε ένα φορείο. Εδώ ούτ' αυτό! Τα νερά της βραδινής νεροποντής κύλησαν ανεμπόδιστα χτες τη νύχτα κάτω από την πλάτη μου' βρέξανε το χώμα, λάσπωσαν καλά-καλά, κ' ύστερα μούσκεψαν την κουβέρτα, το χιτώνιο, το πουκάμισο... Μπήκαν ως και στα τσιγάρα - τα μούλιασαν: το πρωί τάβρα σκέττο καπνό και τσιγαρόχαρτα ανοιγμένα... Κουβάλησα έξι κάσες bren. Έφτειασα ένα πρόχειρο κρεββάτι... (Ε, από τότε έκανε ένα μήνα να ξαναβρέξη γερά!)

Το βράδυ, αργά, μετά τις έντεκα, αρχινούν τα μακρινά ουρλιαχτά των λύκων και τα σιμοτινά ροκανίσματα των ποντικών, που τραγανίζουν όλη νύχτα την κουραμάνα μου. (Το πρωί που σηκώνομαι, κάνω την ταχτική μου «απόξεση» σ' όλα τα λαγούμια πούναι γινωμένα μες στην ψίχα. Έτσι έχω ήσυχη τη συνείδηση μου!)

Το φαί τόχω καταργήσει. Του καζανιού κανένα δεν τρώγεται. (Και νάταν και κοντά; Δέκα ώρες δρόμο θέλεις ως το μεγάλο πλάτανο του σταθμού, που έχουνε στήσει τα μαγειρεία. Μια καραβάνα νερόβραστα φασόλια, απ' τα σπασμένα... Χύνεις τα μισά στο δρόμο, κι όταν φτάσης, τ' άλλα μισά τα κερνάς στους σκύλους του καταυλισμού! Αν έλειπε και το εβαπορέ!.. Νερό έχω μέρες να πιω! Κι αυτό μακριά - στον ίδιον πλάτανο. Μια ολάκερη ιστορία να πας...).

Χαζεύεις τα έρημα βαγόνια: «ΙΠΠΟΙ 8 - ΑΝΔΡΕΣ 24». Κάνεις ξανά την ίδια σκέψη για τις γραμμές, που φέρνουν όπου θέλεις (φτάνει να μπορής), και καταλήγεις πάντα σ' εκείνο το σπιτάκι στο λιβάδι, κάθεσαι ανάμεσα στα ρημάδια του και πιάνεις πάλι να συλλογιέσαι τα ίδια...

Κάθε βράδυ, στις 9, φτάνει το τραινάκι απ' το Βόλο. Φέρνει - παίρνει, μακριά μας όλ' αυτά... Το σφύριγμά του αντηχεί παράταιρα... Κ' ύστερ' ακούς τις μανούβρες. Μετά τις έντεκα ησυχάζουν όλα κι αρχινάν τα ουρλιαχτά των λύκων. Και το ροκάνισμα...

Πάει και τούτη η μέρα!..
Ρένος Αποστολίδης (1924–2004)




* απόσπασμα από το αυτοβιογραφικο βιβλίο του Ρένου Αποστολίδη
Πυραμίδα 67 - Το βιβλίο του Εμφυλίου
εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006
* φωτογραφίες: από τον ιστότοπο renosapostolidis.gr


Περισσότερα:
- renosapostolidis.gr
- o Ρένος Αποστολίδης στο Radar

Ετικέτες , ,

5 Νοε 2010

104 ~ Έντμουντ Κήλυ: Το καλοκαίρι του 1940

Το τοπίο εκείνου του καλοκαιρινού ταξιδιού χάθηκε εν μέρει κάτω από το βάρος άλλων αναμνήσεων. Το 1940 επισκεφτήκαμε εθνικά πάρκα και απόμερες πόλεις που έκαναν ξανά την εμφάνισή τους με ουσιώδη κι επομένως πιο αξιομνημόνευτο τρόπο κατά τη διάρκεια ενός άλλου καλοκαιρινού ταξιδιού με δανεικό αυτοκίνητο, που πραγματοποίησα με τους συγκάτοικούς μου στο κολέγιο το 1948: η Μέσα Βέρντε, όπου για μερικές μέρες ξεφορτώναμε από φορτηγά και στοιβάζαμε κούτσουρα, ώστε να κερδίσουμε χρήματα για να φτάσουμε στο Γιόσεμιτι, όπου δουλέψαμε εξολοθρεύοντας τους μύκητες των πεύκων και τους κροταλίες για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο Λος Άντζελες, όπου καθαρίζαμε τα αίματα σ' ένα σφαγείο, ώστε να καταφέρουμε να πάμε στα εξαγνιστικά χιόνια του όρους Ρενιέρ, στη σκιά του οποίου μαζεύαμε λυκίσκους προκειμένου να συγκεντρώσουμε τα απαιτούμενα μετρητά για να φτάσουμε στο Γέλοουστοουν κι από εκεί να πάρουμε τον γεμάτο δυσκολίες δρόμο της επιστροφής, που μας οδήγησε στις ανατολικές ακτές και σε μιαν ακόμη χρονιά στο πανεπιστήμιό μας. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από εκείνο το οικογενειακό ταξίδι με το τροχόσπιτο το 1940 ήταν η καθημερινή πολύωρη οδήγηση, απαραίτητη ώστε να καλυφτούν οι αποστάσεις της προσεκτικά σχεδιασμένης διαδρομής που είχε επιλέξει για μας ο πατέρας μου. Κάναμε περιστασιακές στάσεις σε σπίτια γνωστών - κάποιου συγγενή που βοήθησε στην ανατροφή του πατέρα μου, όταν πέθανε η μητέρα του, ή κάποιου συνταξιούχου που κάποτε υπηρέτησε μαζί του σε κάποιο πόστο -, μα όλες τις νύχτες τις περνούσαμε σε χώρους στάθμευσης για τροχόσπιτα, οι οποίοι θεωρούνταν ασφαλείς για μια πενταμελή οικογένεια που ζούσε αυτόνομα σε συνθήκες πολυκοσμίας, δίχως προφανή ανάγκη ή ευκαιρία για επικοινωνία με άλλα ζωντανά όντα εκτός από περαστικά ελάφια που διέσχιζαν τρομαγμένα τον δρόμο μας ή φιλικές αρκούδες που πλησίαζαν ψαχουλεύοντας τα σκουπίδια μας.

Εκείνο το οποίο θυμάμαι από τα τοπία που συνάντησα στο ταξίδι με το τροχόσπιτο είναι τα λιγοστά μέρη στα οποία μείναμε αρκετό χρόνο, ώστε να αποτυπωθούν στο μυαλό μου, ή ήταν αρκετά παράξενα, ώστε να καταγραφούν στο μικρό φωτογραφικό άλμπουμ του ταξιδιού μας, που είχε τότε φτιάξει η μητέρα μου κι ήταν κρυμμένο για χρόνια μαζί με όσα άλλα άλμπουμ κληρονόμησα μετά τον θανατό της: το καταφύγιο του Λίνκολν στο Ιλινόις, το Απολιθωμένο Δάσος στην Αριζόνα, το Γκραντ Κάνιον που έχανε λίγο απ' το μεγαλείο του στις θολές, μικρές φωτογραφίες, μια βόλτα με μουλάρια μέσα από τη γη των καουμπόιδων έως μια μεγάλη φυσική γέφυρα σε σχήμα ουράνιου τόξου, δύο Ινδιάνοι αρχηγοί με τα φτερά τους στο κεφάλι να περιμένουν υπομονετικά για να πουλήσουν στους περαστικούς ένα χαλί Ναβάχο, το καινούργιο μας «Ντε Σότο», απελευθερωμένο απ' το τροχόσπιτο, να διασχίζει μια σήραγγα ανοιγμένη στον κορμό μιας γιγάντιας σεγκόγια στην Καλιφόρνια.

Δεν ξέρω πόσα από αυτά τα παράξενα θα έμεναν στη μνήμη δίχως το άλμπουμ -κάποια σίγουρα-, μα εκείνο που συγκράτησα χωρίς βοήθεια ήταν η έκπληξη την οποία μου προξένησε το απέραντο μέγεθος της αγροτικής περιοχής που διασχίζαμε, τόσο διαφορετική από εκείνη της Μακεδονίας, μια πλατιά έκταση από αγρούς σε κείνη τη φαινομενικά ατέρμονη πολιτεία, η οποία συνόρευε με μια εξίσου μεγάλη έκταση στην επόμενη πολιτεία, ώσπου φτάσαμε στα Βραχώδη Όρη και μετά μας περίμενε κι άλλη ύπαιθρος που δεν έλεγε να τελειώσει, η γη συχνά ακαλλιέργητη και ξερή αλλά γεμάτη από τα δικά της ευφάνταστα περιγράμματα και χρώματα, μέχρι τους πρόποδες της επόμενης οροσειράς, λίγο πριν από την απέραντη έκταση της δυτικής θάλασσας, όλα τόσο εντυπωσιακά σε μέγεθος και ποικιλία όμως τόσο εκπληκτικά άγνωστα, που τελικά η επαφή με αυτήν τη νέα μεγάλη μου πατρίδα μού προκαλούσε υπερηφάνεια και δέος ταυτόχρονα.

Εκείνο το οποίο θυμάμαι εντονότερα απ' το καλοκαίρι αυτό είναι οι στιγμές που η οικογένειά μας έκανε ένα διάλειμμα από το αμείλικτο κυνήγι του δρομολογίου μας, τραβούσε το τροχόσπιτο στην άκρη του δρόμου κι έβγαινε απ' το αυτοκίνητο για πικνίκ σε κάποιο ύψωμα, από το οποίο μπορούσες να δεις όλη την κοιλάδα που απλωνόταν στα πόδια μας και να προσποιηθείς για λίγο ότι εξερευνούσες τα μυστικά της περάσματα που οδηγούσαν όπου ήθελε η φαντασία σου. Ή στην άκρη ενός δάσους, όπου μπορούσες να ξαπλώσεις για λίγο σαν να ήθελες να πάρεις έναν υπνάκο, ενώ κατέγραφες τα πολυάριθμα κελαηδίσματα των πουλιών πάνω απ' το κεφάλι σου και μερικές φορές τον μακρινό ήχο άγνωστων ζώων. Ή όταν η στάση για φαγητό γινόταν κοντά σ' ένα ποτάμι κι όλοι εμείς πετούσαμε τα ρούχα μας για να πλυθούμε στα κρύα νερά, η μητέρα και ο πατέρας μου λίγο πιο πέρα από μας, αλλά όχι τόσο μακριά ώστε να μην ακούμε την παιχνιδιάρικη ταραχή που τους προκαλούσε το άγγιγμα του νερού, καθώς έβρεχαν ο ένας τον άλλο ολόγυμνοι. Και πάνω απ' όλα, τις στιγμές εκείνες όπου ο πατέρας μου ξεκούραζε το χέρι του στο ανοιχτό παράθυρο του οδηγού και τραγουδούσε κάποιο τραγούδι που άκουγα για πρώτη φορά, αν και πάντοτε άρχιζε έτσι: «Είναι μακρύς ο δρόμος για το Τιπερέρι, είναι ο δρόμος πολύ μακρύς», ενώ μητέρα μου δεν τον συνόδευε, μα όταν εκείνος δεν την έβλεπε, τον κοιτούσε χαμογελώντας αμυδρά και όλο νόημα. Δεν νομίζω πως οι δυο τους υπήρξαν άλλη φορά τόσο ευτυχισμένοι.
Edmund Leroy Keeley (1928)



* Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Έντμουντ Κήλυ Ακροβατώντας στα όρια
μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
εκδ: Ωκεανίδα, 2004

* φωτογραφίες: του Robert W. Kelley για το Time & Life
(Απρ.1958), εκτός της δεύτερης που είναι από το βιβλίο.

Ετικέτες , ,