18 Απρ 2014

165 ~ Κωνσταντίνος Τσάτσος: το πρώτο μάθημά μου για την αρχοντιά

Θα 'μουνα δέκα χρονών. Το καλοκαίρι, όταν τέλειωνα το σχολείο κατέβαινα στο ισόγειο δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου, όπου και με έβαζαν να αντιγράφω δικόγραφα. Για τις τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μια δραχμή.

Καθισμένος σ' ένα από τα γραφεία των βοηθών χάζευα πού και πού τους πελάτες, κάθε λογής, πού μπαινόβγαιναν.

Ένα πρωινό ήρθε ένας λεβεντόγερος με κάτασπρη φουστανέλλα. Οι φουστανελλάδες ακόμη τότε δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Είδα τους βοηθούς δικηγόρους να σηκώνονται και να του κάνουν μιαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή.

Ο πρώτος βοηθός που φαίνεται να τον γνώριζε καλά, έπιασε κουβέντα μαζί του. Και μια στιγμή τον ρωτάει: «Και τώρα, μπάρμπα Μήτρο, πόσων χρόνων είσαι;» Και ο μπάρμπα Μήτρος, με τ' όνομα Δημήτριος Μαλαμούλης που είχε εν τω μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, του απαντάει μονολεκτικά... «Δύο». Δηλαδή εκατόν δύο. Από τα εκατό είχε αρχίσει νέα αρίθμηση.

Βγήκε εν τω μεταξύ ο πατέρας μου. Τον οδήγησε στο μέσα γραφείο τα είπανε με αυτόν και το γιο του, ένα λεβέντη εβδομηνταπεντάρη, και όταν βγήκαν στο δωμάτιο που βρισκόμουν και εγώ, πρώτα με σύστησε και ύστερα μου ανήγγειλε ότι θα πάμε την Κυριακή να επισκεφθούμε τον Μαλαμούλη στο χειμαδιό του, κάπου στον Ωρωπό.

Από κουβέντα δεν έπαιρνε ο μπάρμπα Μήτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τους βοηθούς τού πατέρα μου κι εμένα είχα το αίσθημα ότι μας έβλεπε σαν μικρό κοπάδι αρνάκια. Μικρό, διότι ό Μαλαμούλης είχε απάνω από 3000 αρνιά και κατσίκια, στα Άγραφα το καλοκαίρι και τον χειμώνα στα ορεινά της Αττικής.

Την Κυριακή, όταν φθάναμε στον τόπο όπου είχε στήσει τα τσαντήρια του, των παιδιών, των εγγονών και των δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οι καθιερωμένες μπαταριές και μετά μαζευτήκαμε στο μεγάλο τσαντήρι του Γέρου. Είχα μαζί μου, νέο εικοσάχρονο, τον δάσκαλό μου Basset, αυτόν που έκανα πρόσωπο στους «Διαλόγους σε μοναστήρι». Αυτός που δεν χόρταινε να θαυμάζει.

Σε λίγο σταύρωσε ο Γέρος το πρώτο ψωμί. Και οι γυναίκες, αμίλητες και φασαρεμένες μοίραζαν τα κοψίδια, αρνάκι, κατσικάκι, όλα τα αγαθά. Θυμάμαι ακόμη τις βεδούρες τα γιαούρτια. Ο γέρο Μαλαμούλης, στη μέση καθισμένος σταυροπόδι, μέσ' στις άσπρες βελέντζες, τα επόπτευε όλα και έδινε στις γυναίκες και στους παραγιούς προσταγές.

Όταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Οδύσσεια» τον γέρο Μαλαμούλη τον ταύτιζα μέσ' στη φαντασία μου με τον Νέστορα, όταν δέχονταν τον Τηλέμαχο.

Καθώς ήμουν καθισμένος πλάι στον πατέρα μου τον ρώτησα ψιθυριστά: «Qu'est-il ce vieux;». «C'est un grand seigneur» μου απαντάει o πατέρας μου και αυτός ψιθυριστά. Και γυρίζοντας αργότερα το λόγο στα ελληνικά: «Να καταλάβεις τι είναι αρχοντιά».

Ήταν το πρώτο μάθημά μου για το μέγα τούτο ηθικό αγαθό: την αρχοντιά.

Αργότερα, μεγάλος σ' ένα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα έναν άλλο πιο νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στο πρόσωπό του ξανασυνάντησα αυτό που είχα γνωρίσει παιδί στο πρόσωπο του Μαλαμούλη: την αρχοντιά. Το σταύρωμα του καρβελιού από αυτόν ήταν μια ιεροπραξία.

Η αρχοντιά δεν είναι συνώνυμο με την αριστοκρατικότητα, δεν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ή μια διαφορά πλούτου. Αλλά δεν είναι και ένα ηθικό απλώς γνώρισμα. Είναι μια σύνθεση υπερηφάνιας, ευπρέπειας, αυτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Άρχοντες βρίσκεις εγκατεσπαρμένους σε όλα τα είδη ανθρώπων. Ο άρχοντας δεν γίνεται ποτέ μάζα, σε όποια τάξη και αν ανήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δεν μπορώ — ίσως αδυναμία μου — με μια φράση να την ορίσω την αρχοντιά. Αλλά όταν συναντώ κάποιον που έχει αυτό το σύμπλεγμα των αρετών που την απαρτίζουν, τότε την αναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αυτός είναι άρχοντας. Ανήκει σε ααυτή την εκλεκτή κατηγορία ανθρώπων.

Έχομε άρχοντες κατά την νομικήν έννοια, που δεν έχουν αρχοντιά. Έχομε όμως χειρώνακτες που έχουν αρχοντιά.
Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899-1987)

Image and video hosting by TinyPic

*  από την Ευθύνη, τχ. 169 / Ιανουάριος 1986
* φωτογραφίες: presidency.gr, ascsa.edu.gr, agp.archeio.gr

Ετικέτες , ,

21 Δεκ 2013

159 ~ Κώστας Ζουράρις: Παραμονή πρωτοχρονιάς του 1948

Γύρω, όλα ζεστά και παιχνίδια παιδικά για μεγάλους που δεν υπήρχαν, αλλά τους περιμέναμε εμείς τα παιδιά και βρέφη και τα τσουρέκια αχνιστά, να περιμένουν κι αυτά εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1948, βράδυ πια που περιμένει τα μεσάνυχα, ο θείος μας καταδικασμένος εις θάνατον και ο πατέρας μας, που τον είχαν αρπάξει μπροστά μου, ντυμένο στην άσπρη ιατρική του φορεσιά, εκεί πάνω τώρα, χτισμένος στο Γεντή Κουλέ, "νέκυιαι μυροφόρων Ανταρτών". Στο Πειραματικό, η δασκάλα μου η κυρία Αγγέλα, την τελευταία ώρα πριν σχολάσουμε, με χάιδεψε με το χαμόγελό της εκείνο, που νικούσε το Γεντή Κουλέ και, ξέροντας ―όλα τα ήξερε η κυρία Αγγέλα― μου είπε πως, παραμονή, θα έρθει να με δει, να μας δει. Και τώρα, παραμονή στις οχτώ, έχουν μείνει η γιαγιά μας η Χαρίκλεια και η μητέρα μας, με τους τρεις άντρες ―εμάς τα νήπια― μόνες στην Πρωτοχρονιά του 1948, στην Πρωτοχρονιά των άλλων, των νικητών. Οχτώ η ώρα της παραμονής, η μητέρα μου με κοιτάει, πρασινογάλαζη Καλλονή στην θλιμμένη ξανθιά ομορφιά της, Γελαστή: ― Δεν έχουμε μανταρίνια, είναι περασμένες οχτώ, κι εσύ είσαι πια οχτώ χρονώ, δεν έχουμε άλλον, πήγαινε πίσω από το Μοντιάνο, στην Ερμού, θα βρεις καροτσάκια ακόμη εκεί, και θα πάρεις τα μανταρίνια. Ήταν η πρώτη φορά, που έβγαινα μετά τις οχτώ, οχτώ χρονώ, από την Αγίας Σοφίας 23, μόνος, κρύο, χειμώνα, νύχτα. Περίμενα όμως την κυρία Αγγέλα, που ήταν πιο δυνατή από το Γεντή Κουλέ. Έκανε πολύ κρύο, λάσπη, σιωπή, σκοτάδι κι ήταν όλα σιωπηλά κι ήμουν μόνος, γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Βγήκα για τα μανταρίνια στις οχτώ, οχτώ χρονώ, Παραμονή του σαράντα οχτώ. Πήγα, βγήκα, γύρισα.
Κώστας Ζουράρις (1940)



*το αυτοβιογραφικό κείμενοα μανταρίνια στος οκτώ, του '48",
είναι από τον ιστοχώρο του Πρότυπου Πειραματικού Σχολείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
. Πρώτη δημοσίευση τον Δεκέμβριο
του 2003 στο περιοδικό Πλατεία, τχ. 3
*οι φωτογραφίες είναι από βίντεο αναρτημένο στο you tube

Ετικέτες , , , , , ,

13 Απρ 2012

132 ~ Ανδρέας Συγγρός: Να απομακρύνωμεν την πτώχευσιν ναι, αλλά να την αποφύγωμεν όχι.

Η Κυβέρνησις Δηλιγιάννη λυσσωδώς επολεμείτο υπό της αντιπολιτεύσεως, είναι δε γνωστόν πόσον ο Τρικούπης ήτο ισχυρός εν τη αντιπολιτεύσει ένεκα της αδιαφιλονίκητου αυτού ικανότητος εν πάσι και της ασυγκρίτου προς τον Δηλιγιάννην υπεροχής του, κατωρθώθη δε να πεισθή το Στέμμα ότι με την Κυβέρνησιν αυτήν η πτώχευσις της Ελλάδος είναι άφευκτος, ενώ ερχομένη η του Τρικούπη δύναται ν' απαλλάξη την Ελλάδα της ατιμίας αυτής και της παρεπόμενης καταστροφής.

Κατηγορήθην τότε διά της δημοσιογραφίας ονομαστί και από του βήματος της Βουλής εις τρόπον ώστε πας τις ακούων τον Δηλιγιάννην αγορεύοντα περί χρηματιστικών σκευωριών προς ανατίμησιν του χρυσού να εννοή ότι έμέ ως ούτω σκευωρούντα υπαινίσσεται. Ουδέν τούτου ανακριβέστερον' μάτην δε επανειλημμένως εβεβαίουν την Βουλήν ότι δεν εισήλθον εις αυτήν επιδιώξας το βουλευτικόν αξίωμα, ούτε διά να πολιτευθώ κομματικώς, αλλ' όλως αμερολήπτως να λέγω κάποτε ό,τι τουλάχιστον φρονώ συμφέρον τη Πολιτεία.

Επιστεύετο και ότι δήθεν υποσκάπτω την Κυβέρνησιν εκείνην παρά τω Στέμματι μεταβαίνων εις την Αυλήν μυστηριωδώς. Και τούτου ουδέν ανακριβέστερον, διότι από της ελεύσεως εις την εξουσίαν του Δηλιγιάννη μέχρι της πτώσεως αυτού, άπαξ μόνον και τούτο κατά τους συνήθεις τύπους είχον την τιμήν ιδιαιτέρας ακροάσεως παρά τω Βασιλεί, ακριβώς διότι δεν επεθύμουν και εγώ να παρεξηγώμαι και τον Βασιλέα να θέτω εις δυσκολίας απέναντι των Υπουργών του.

Το παράδοξον είναι, ότι καίπερ μη εγκρίνων την καθόλου πολιτείαν και κατά το 1885-1886 του Δηλιγιάννη ως και την κατά το 1891-1892 ειδικώς διά το οικονομικόν ζήτημα, δεν τον κατέκρινα ως σφαλερώς διαχειριζόμενον τα Οικονομικά, ούτε ως ετοιμάζοντα διά της διαχειρίσεώς του εκείνης την πτώχευσιν της χώρας, αλλά ως ασυνεπή προς τα εκπεφρασμένας, οπότε ευρίσκετο εν τη αντιπολιτεύσει, ορθάς κατ' εμέ γνώμας του, διότι δεν επεδίωκεν άμεσον συνεννόησιν μετά των δανειστών, αλλ' επέμενε πάση θυσία και εξαντλών πάντα πόρον του Κράτους να εξοικονομή την πληρωμήν των τόκων του Δημοσίου Χρέους.

Ανεπιφυλάκτως προς πάντα ερωτώντα με επί του προκειμένου από του ανωτάτου μέχρι του ιδιώτου απεκρινόμην:
Να απομακρύνωμεν την πτώχευσιν ναι, αλλά να την αποφύγωμεν όχι.

Επέμενον δε τούτο φρονών, ενόσω μάλιστα έβλεπον ότι ουδέν ηρωικόν μέτρον προς αποφυγήν αυτής λαμβάνουν αι Κυβερνήσεις και με τα εν τη Βουλή ρητορικά σχήματα και αποστροφάς, οίον «Τολμάς ν' αναφέρης περί χρεοκοπίας», το Κεντρικόν Ταμείον δεν επληρούτο και δη από χρυσόν.

Την τελευταίαν Κυριακήν της Απόκρεω του 1892 επεσκέφθην τον μακαρίτην Ανδ. Κουντουριώτην όλως φιλικώς, εν τη ομιλία μου δε μετ' αυτού διείδον ότι επίκειται αλλαγή Υπουργείου και έλευσις του Τρικούπη εις την εξουσίαν και, αν ούτος δεν δεχθή, ότι θα κληθή εις την εξουσίαν Υπουργείον Υπηρεσίας προς ενέργειαν Βουλευτικών εκλογών.

Διείδον, είπον, όλα ταύτα, αλλ' ούτε την κρίσιν επερίμενον τόσον ταχείαν, ούτε, εν περιπτώσει αρνήσεως του Τρικούπη, την πρόσκλησιν του Κωνσταντοπούλου εθεώρουν βεβαίαν, την υπώπτευον όμως έκ τινων άλλοτε περιελθόντων εις την ακοήν μου ψιθυρισμών.

Την επιούσαν Καθαράν Δευτέραν διήλθον εις την εξοχήν μου τα «Ανάβρυτα», όθεν επανήλθον την εσπέραν, καθ' ην ουδείς μ' επεσκέφθη, αλλ' ενωρίς απεσύρθην προς ύπνον.

Το πρωί της Τρίτης, ενώ ελάμβαναν το πρωινόν πρόγευμα, επιφυλαττόμενος μετά τούτο να αναγνώσω τινάς των εφημερίδων της ημέρας, η σύζυγός μου προλαβούσα με είχε ρίψει, ως συνηθίζει να λέγη, την ματιά της επί μιας εφημερίδος και μετ' απορίας μο λέγει :
Ήξευρες ότι θα πέση το Υπουργείον; εδώ λέγει η εφημερίς ότι έπεσε χθες την νύκτα.
- Για να ίδώ, τη αποκρίνομαι' πώς ήτο δυνατόν να το ηξεύρω ;

Έλαβον την εφημερίδα και πραγματικώς ανέγνωσα την παύσιν του Υπουργείου Δηλιγιάννη, ενεθυμήθην δε την ομιλίαν μου της Κυριακής μετά του Ανδρέου Κουντουριώτου.

Μετ' ολίγον, κατερχόμενος εις το γραφείον μου, έμαθον παρ' ενός των υπηρετών μου ότι εκεί προ δέκα λεπτών με περιμένουσιν οι Κ. Κωνσταντόπουλος και Γ. Αθηνογένης, και έσπευσα προς αυτούς μη εξηγών την σύγχρονον επίσκεψιν των δύο τούτων.

Μοι εξήγησαν, άμα τους εχαιρέτησα, ότι συνηντήθησαν παρ' εμοί κατά σύμπτωσιν, του Αθηνογένους προσερχόμενου, όπως μάθη αν γνωρίζω τι επί των συμβαινόντων, του δε συγκεκινημένου εκτάκτως δηλώσαντός μοι ότι έχει δύο λόγια να μοι είπη.

Παρεκάλεσα τον Αθηνογένην να με περιμένη εις το παραπλεύρως του γραφείου μου δωμάτιον, όπερ και έπραξε. Τότε ο Κωνσταντόπουλος μοι είπεν.
Ο Βασιλεύς εκάλεσε τον Τρικούπην να σχηματίση Υπουργείον, αλλά δεν εδέχθη. Προ ολίγου εκάλεσεν εμέ προς τούτο, εγερθέντα της κλίνης, διότι από χθες αδιαθετώ. Ο Βασιλεύς επιθυμεί περί την 2 μ.μ. αφεύκτως να σχηματισθή και να ορκισθή το νέον Υπουργείον. Εθεώρησα πρέπον προ παντός άλλου να έλθω προς υμάς και σας παρακαλέσω να λάβετε θέσιν εις το Υπουργείον.

Τον ηυχαρίστησα και τω είπον ότι, ως και αυτός και ο Βασιλεύς ακόμη γνωρίζουσιν, εγώ δεν αποβλέπω εις Υπουργείον, μη αισθανόμενος εμαυτόν ικανόν προς τούτο, αλλ' ότι τω υπόσχομαι ανεπιφυλάκτως την υποστήριξίν μου εις τον μόνον κλάδον, εις ον αισθάνομαι έχων ποιάν τινα ικανότητα, τον οικονομικόν, και τούτον εις γενικάς γραμμάς, όχι δηλαδή εις λεπτομερείας της οικονομικής εσωτερικής διοικήσεως, της οποίας αγνοώ και τα στοιχειωδέστατα.

Τω προσέθηκα:
Σπεύσατε να συνεννοηθήτε μετά των λοιπών μελών της ομάδος σας, άλλωστε τα επτά ή οκτώ εκτός υμών μέλη μοι φαίνονται λίαν ευδιάθετα διά χαρτοφυλάκιον και φοβούμαι μη δεν ευρεθούν ικανά τοιαύτα δι' όλους και μείνη καί τις δυσηρεστημένος.
Βεβαίως, μοι είπε, δι' Υπουργούς δεν θα στενοχωρηθώ, άλλ' έπρεπε να εκτελέσω πρώτον το προς υμάς καθήκον μου.
Και πάλιν τον ηυχαρίστησα προπέμψας αυτόν μετά της φράσεως «ο Θεός μαζί σας».

Πασίγνωστα είναι τα κατ' εκείνην την ημέραν συμβάντα' η αντίρρησις δηλαδή του Δηλιγιάννη να δώση την παραίτησίν του, η σύγκλησις της Βουλής προς επίδειξιν της υπ' αυτόν μενούσης πλειονοψηφίας και η άρνησις αυτού να ορκίση τους διαδόχους του Υπουργούς, προς δε η διαγωγή τινών εκ των αξιωματικών τού κατά την γην Στρατού υποστηριζόντων τον Δηλιγιάννην, συνεπεία της οποίας υφίστατο έκρυθμος και ανησυχητική δι' όλους κατάστασις. Αφ' ετέρου η δυσαρέσκεια του Ράλλη επί τη μη προτιμήσει αυτού και η άρνησις αυτού να μετάσχη εις το νέον Υπουργείον, συνεπεία του οποίου ηρνήθη και ο Σωτηρόπουλος και πάντες οι της ομάδος εκείνης εκτός του Γ. Φιλαρέτου.

Ένεκα των αρνήσεων τούτων ηδυνάτει ο Κωνσταντόπουλος να εύρη ουνεργάτας Υπουργούς και η θέσις καθίστατο πλέον ανώμαλος.

Εγώ, μένων εν τω οίκω μου, επερίμενον το αποβησόμενον και μόνον την εσπέραν επεσκέφθην τον Τρικούπην, όστις λίαν ανήσυχος με παρεκίνησε να εύρω τρόπον να γνωστοποιήσω, όπως δύναμαι αρμοδίως, ότι είναι απόλυτος ανάγκη κατά την εσπέραν εκείνην να ορκισθή Υπουργείον, έστω και με δύο μόνον Υπουργούς, του των Στρατιωτικών και των Εσωτερικών αναλαμβανόντων προσωρινώς όλα τα λοιπά Υπουργεία, όπως μη διασαλευθή η τάξις μενούσης της χώρας άνευ Κυβερνήσεως.

Κατ' αρχάς τω είπον ότι τούτο δεν είναι της αρμοδιότητός μου, αλλά με το σύνηθες επιβάλλον αυτώ μοι είπε:
Πάντοτε είναι τις αρμόδιος δοκιμάζων τουλάχιστον να φανή χρήσιμος εις την πατρίδα του.
Ούτω με έπεισε και έγραψα εις τον Κουντουριώτην μεταδίδων την γνώμην του Τρικούπη περί του επείγοντος του σχηματισμού του Υπουργείου.

Ευτυχώς την 7 μ.μ. ωρκίζετο Υπουργείον Κωνσταντοπούλου με αυτόν Πρόεδρον, Υπουργόν των Εσωτερικών και προσωρινώς επί των Οικονομικών, Γ. Φιλάρετον της Δικαιοσύνης και προσωρινώς των Εξωτερικών και της Παιδείας νομίζω, Μαστραπάν επί των Στρατιωτικών και Επαμ. Κριεζήν επί των Ναυτικών. Μετέπειτα προσελήφθησαν οι Σ. Δεϊμέζης διά το Υπουργείον των Οικονομικών και Λ. Μελετόπουλος διά το Υπουργείον των Εξωτερικών.
. . . . . . . . . . . . . . . . .

Κατά Μάρτιον, αν καλώς ενθυμούμαι, εδημοσιεύθη η διάλυσις της Βουλής και διετάχθησαν νέαι βουλευτικαί εκλογαί, αίτινες ανέδειξαν το κόμμα του Τρικούπη μεγάλως πλειονοψηφούν, του Δηλιγιάννη απ' εναντίας μεγάλως μειονοψηφούντος και εκ των μελών αυτών του Υπουργείου του των πλείστων αποτυχόντων.

Μοι εβεβαιούτο ότι εκ των υποστηριζόμενων εις τας εκλογάς εκείνας υπό του Υπουργείου Κωνσταντοπούλου υποψηφίων υπέρ τους 35 είχον επιτύχει, υπήρχον δε γραπταί υποσχέσεις ότι θα ακολουθήσουν την πολιτικήν του. Αλλά μετά την βεβαίωσιν του αποτελέσματος των εκλογών και της, ως είπον, μεγάλης πλειονότητας των επιτυχόντων Τρικουπικών, προαγγελλούσης την έλευσιν αυτών εις τα πράγματα, άπαντες έστρεψαν πρώραν προς τον Τρικουπικόν λιμένα και ούτως ο Κωνσταντόπουλος απέμεινε με 2 ή 3 πολιτικούς οπαδούς.

Εξελέγην και εγώ τότε πάλιν απών βουλευτής της επαρχίας Σύρου. Επί τινα μάλιστα χρόνον, δηλαδή καθ' όλην την πρώτην σύνοδον της Βουλής εκείνης, έμενον είς Παρισίους, ούτε καν είχον δώσει αμέσως κατά την έναρξιν της Συνόδου τον νενομισμένον βουλευτικόν όρκον. Κατηγορηθείς όμως μετέπειτα ως φυγόπονος ηναγκάσθην να ενδώσω, καίπερ πάντοτε πεπεισμένος ότι είς ουδέν η εν τη Βουλή παρουσία μου δύναται να ωφελήση δια τους λόγους, ους προεξέθηκα.
Ανδρέας Συγγρός (1830-1899)


* το κείμενο είναι από την Βασική Βιβλιοθήκη, τόμος 45
-Το απομνημόνευμα 1453-1953-
Εκδόσεις Αετός, 1954

* φωτογραφίες, εικόνες: flickr.com από Nikos Vatopoulos,
oidromoimas.pblogs.gr, fhw.gr, erasmus.gr, wikipedia org,
cultureportalweb.uoi.gr

Ετικέτες , ,

28 Δεκ 2009

87 ~ Ανδρέας Παπανδρέου: Χριστούγεννα στο σπίτι

Στις 6.00' μ.μ. της Παρασκευής 22 Δεκεμβρίου χτύπησε την πόρτα μου ένας χωροφύλακας. Κάποιοι σπουδαίοι ξένοι επισκέπτες είχαν έρθει να με δουν. Μου είπε να ετοιμαστώ να τους συναντήσω στο δωμάτιο όπου συνήθως συναντούσα το δικηγόρο μου. Αν ήθελα, μπορούσα να πάρω μαζί μου τη μικρή μου θερμάστρα. Θα βελτίωνε τις συνθήκες για τους επισκέπτες. Αυτό μου έκανε έκπληξη. Γιατί επέτρεψαν στους ξένους να με επισκεφθούν; Το καλοκαίρι μού είχε γίνει μια σημαντική επίσκεψη από βουλευτές των σκανδιναβικών χωρών. Επιστρέφοντας στις χώρες τους, περιέγραφαν με λεπτομέρειες τις συνθήκες της φυλάκισης μου και δημιούργησαν αναρίθμητα προβλήματα στις σχέσεις της χούντας με τη Δυτική Ευρώπη. Πώς τόλμησε ο Παπαδόπουλος να επαναλάβει το πείραμα;

Συνάντησα τους επισκέπτες μου. Ήταν εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ήρθαν στην Ελλάδα με σκοπό να συλλέξουν στοιχεία και, επιστρέφοντας, να υποβάλουν την αναφορά τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. [...] Μπορούσα να μιλήσω ελεύθερα. Τίποτα από ό,τι θα έλεγα δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί σε βάρος μου. Για μένα αυτό ήταν θεόπεμπτο.

[...] Την επομένη η επίσκεψη της Μαργαρίτας και των παιδιών καθυστέρησε κάπως από την άφιξη καινούριων κρατουμένων. Έφτασα στο χώρο των επισκέψεων στις 12.45' μ.μ., μόλις δεκαπέντε λεπτά πριν αρχίσει το ραδιόφωνο να μεταδίδει τα νέα. Βρήκα τη Μαργαρίτα, τον Γιώργο και τη μητέρα μου σε κάπως καλύτερη διάθεση. Κυκλοφορούσαν φήμες στην Αθήνα πως θα αποφυλακιζόμουν σύντομα, αλλά κανείς μας δεν ήθελε να το πιστέψει. Παρόμοιες φήμες είχαν και άλλοτε κυκλοφορήσει. Στη συζήτηση κυριαρχούσε η σκέψη πως θα περνούσα τα Χριστούγεννα στη φυλακή. Η Μαργαρίτα απεχθανόταν την ιδέα αυτή. Γι' αυτή τα Χριστούγεννα ήταν η διαχωριστική γραμμή. Είχε συνηθίσει στη σκέψη πως, αν δεν ήμουν ελεύθερος μέχρι τα Χριστούγεννα, ίσως να μην ελευθερωνόμουν ποτέ. Στη 1.00' μ.μ. το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει τα νέα. Δυναμώσαμε τις φωνές μας, για να μπορούμε να ακούμε ο ένας τον άλλο. Ξαφνικά, εκκωφαντικές επευφημίες κάλυψαν το κτίριο. Η Μαργαρίτα ξαφνιάστηκε.
- Τι ήταν αυτό; ρώτησε.
-Ίσως κάποιο αθλητικό γεγονός, απάντησα. Τα αθλητικά πάντα ενθουσιάζουν τους κρατούμενους.
Αλλά ο Γιώργος μας διέκοψε.
-Όxι, όxι, είπε. Άκουσα τη λέξη «αμνηστία». Στην πραγματικότητα, μου φαίνεται πως άκουσα «γενική αμνηστία».

Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελα να το πιστέψω. Στράφηκα προς τον αξιωματικό που στεκόταν δίπλα στη Μαργαρίτα.
- Μίλησε το ραδιόφωνο για αμνηστία; ρώτησα.
Δεν ξέρω. Μη οας απασχολεί το ραδιόφωνο. Μιλάτε στη σύζυγο σας.

Τα δάκρυα της Μαργαρίιας κυλούσαν ακατάπαυστα.
- Μη, Μαργαρίτα, είπα. Μην αφήνεις τη συγκίνηση να σε καταλάβει. Ακόμα κι αν είναι αμνηστία, δεν ξέρουμε αν με αφορά.

Αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Τουρνάς.
- Τι ακούω, τι ακούω; είπε με συστολή.
- Τι νέα; ρώτησα. Ανακοίνωσαν καμιά αμνηστία;
Έτσι άκουσα, είπε χαμογελώντας ο Τουρνάς και προχώρησε προς το προαύλιο της φυλακής.
Η ώρα πέρασε. Η Μαργαρίτα, ο Γιώργος και η μητέρα μου έπρεπε να φύγουν.
-Αν είναι αμνηστία, γιατί σε κρατάνε εδώ; Θέλω να σε πάρω μαζί μου τώρα, έλεγε η Μαργαρίτα κλαίγοντας.

Έφυγαν. Μετά ήρθαν τα τρία μικρότερα παιδιά μου, η Σοφία, ο Νίκος και ο Ανδρέας. Με επισκέφθηκαν στο γραφείο του αρxιφύλακα. Άκουσαν τα νέα και ήταν κατασυγκινημένα. Σε λίγο έσβησε κάθε αμφιβολία. Ήρθε πάλι ο Τουρνάς.
- Ναι, είπε. Σας δόθηκε αμνηστία. Ο πρωθυπουργός μόλις είπε πως όλοι, από τον Ανδρέα Παπανδρέου μέxρι τον τελευταίο Έλληνα, θα πάρουν αμνηστία.

Για πρώτη φορά επέτρεψα στον εαυτό μου να νιώσει χαρούμενος. Τα παιδιά με φιλούσαν συνεχώς, ρωτώντας πότε θα πήγαινα στο σπίτι. Ο Τουρνάς απάντησε στα παιδιά:
- Εντός ωρών. Μόλις λάβουμε την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα απολύσουμε τον πατέρα σας.

Δε με απέλυσαν ως τις εφτά το βράδυ της επομένης, που ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Από την ώρα που άκουσα τα νέα μέχρι να απολυθώ υπέφερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Οι ώρες έμοιαζαν με αιωνιότητα. Καθώς περνούσαν οι ώρες, η αμφιβολία μου μεγάλωνε. Έβλεπα τώρα την απαίσια ασχήμια του Αβέρωφ σε όλο της το μέγεθος, γιατί τώρα πια δε χρειαζόταν να το κρύβω από τον εαυτό μου. Δε χρειαζόταν πια να ελέγχω τα συναισθήματα μου, να υποβάλλομαι στην αυστηρή αυτοπειθαρχία την οποία απαιτούσε η μακροχρόνια φυλάκιση που πίστευα πως με περίμενε. Η φρουρά μου, η χωροφυλακή, όλοι άλλαξαν εντελώς. Προσπάθησαν να μου φέρονται ευχάριστα. Όλοι οι κανονισμοί ξεχάστηκαν. Οι νεαροί αξιωματικοί της χωροφυλακής άρχισαν να μου μιλάνε ελεύθερα. Μου αποκάλυψαν αμέσως το σύστημα των αξιών τους. Ήταν αφοσιωμένοι θαυμαστές του Παπαδόπουλου. Ένιωθαν καταφρόνια για τον πολιτικό κόσμο. Δυσφόρησαν για την απόπειρα του βασιλιά να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο. Εγώ τους ήμουν αίνιγμα. Τους άρεσαν οι προοδευτικές μου θέσεις, αλλά πίστευαν πως με χρησιμοποιούσαν για προσωπείο οι κομουνιστές. Στην αμνηστία έδωσαν την εξήγηση πως ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να με χρησιμοποιήσει, να συνεργαστεί μαζί μου. Πίστευαν πως μερικές από τις αξίες του Παπαδόπουλου δεν ήταν διαφορετικές από τις δικές μου. Κάποτε, ένας από αυτούς πέταξε ένα από τα αστεία που κυκλοφορούσαν τότε: «Τι Παπανδρέου, τι Παπαδόπουλος. Το ίδιο είναι. Και οι δύο είναι εναντίον του βασιλιά και εναντίον του κατεστημένου. Κόρακας κοράκου βγάζει μάτι;» Με τρόμαξε η ιδέα που είχαν για μένα, αλλά με έπιασε φρίκη στη σκέψη πως ο Παπαδόπουλος έτρεφε ελπίδες πως θα συνεργαζόμουν μαζί του.

Την Κυριακή, παραμονή των Χριστουγέννων, με επισκέφθηκε πάλι η Μαργαρίτα. Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Γιατί αργούσαν τόσο πολύ; Γιατί δεν έφτασε η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως; Συνέβη τίποτα; Τίποτα δε συνέβη. Φαίνεται όμως πως η αμνηστία δημιούργησε προβλήματα. Μερικά μέλη της χούντας πίστευαν πως ο Παπαδόπουλος προχώρησε περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να περιοριστεί η έκταση της αμνηστίας. Αλλά, αφού το όνομα μου αναφέρθηκε σαφώς, δεν μπορούσε νε αλλάξει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος. Τι θα γινόταν όμως με τις χιλιάδες των πολιτικών κρατουμένων που περίμεναν να απολυθούν; Στο τέλος της όλης διαδικασίας μόνο τριακόσιοι πολιτικοί κρατούμενοι ωφελήθηκαν από το μέτρο.

Είχε κιόλας σκοτεινιάσει. Από το παράθυρο του κελιού μπορούσα να δω πολλά γνωστά πρόσωπα που μαζεύτηκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αλεξάνδρας περιμένοντας την απόλυσή μου. Υπηρεσιακά αυτοκίνητα έρχονταν κι έφευγαν. Κάθε τόσο οι χωροφύλακες διέλυαν το μικρό πλήθος. Εγώ περίμενα. Τελικά, στις 6.30' μ.μ. ο Τουρνάς ήρθε στο κελί μου. Ήταν έτοιμοι. Η γυναίκα μου περίμενε απέξω για να με πάρει στο σπίτι. Τον ακολούθησα στο γραφείο του.Ένας εισαγγελέας με περίμενε εκεί.
Είστε τυxερός. Πρέπει να αισθάνεστε βαθιά ευγνωμοσύνη για την εθνική κυβέρνηση. Αν όμως κάνετε άλλη παράνομη πράξη, θα είμαστε πολύ αυστηροί.

Εγώ δεν είχα διάθεση για συζητήσεις. Ρώτησα ποια ήταν η διαδικασία. Έπρεπε να υπογράψω ορισμένα χαρτιά. Καθώς υπέγραφα, άκουσα τυχαία τη συζήτηση μεταξύ Τουρνά και εισαγγελέα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, που κρατιόταν δίπλα στο νοσοκομείο Αβέρωφ, επρόκειτο επίσης να απολυθεί, σύμφωνα με τους όρους της αμνηστίας. Ο πατέρας του τον περίμενε έξω. Ο εισαγγελέας όμως ανακάλυψε πως το διάταγμα άφηνε ένα παραθυράκι. Ύστερα από «προσεκτική» ερμηνεία, η αμνηστία δε φαινόταν να τον καλύπτει.

[....] Είκοσι λεπτά αργότερα είχα φτάσει στο σπίτι. Αρκετοί φίλοι περίμεναν μπροστά στο σπίτι και δύο χωροφύλακες βημάτιζαν πάνω κάτω για να εξασφαλίσουν το αδιατάρακτο της «δημοσίας τάξεως». Ο Γιώργος βγήκε από το σπίτι. Τον αγκάλιασα και περπατήσαμε μαζί τα σκαλιά ως την πόρτα. Η Μαργαρίτα, τα παιδιά και πολλοί φίλοι ήταν εκεί για να με υποδεχτούν. Την άλλη μέρα ήταν Χριστούγεννα και ήταν για όλους μας μια χαρούμενη μέρα. Αλλά γρήγορα, γρηγορότερα απ' ό,τι περίμενα, άρχισα να νιώθω το βάρος της δικτατορίας. [....] Αισθανόμουν μεγάλη αδυναμία. Με ενοχλούσε το στομάχι μου και τα πόδια μου έτρεμαν. Οι οχτώ μήνες στον Αβέρωφ είχαν τα αποτελέσματα τους. Το βράδυ των Χριστουγέννων πήγαμε στο Καστρί για να φάμε με τον πατέρα μου. Ήταν μια στιγμή που λαχταρούσα για πολύ καιρό. Τώρα που πλησίαζε, δείλιασα. Φοβόμουν πως δε θα άντεxε ο πατέρας μου τη συγκίνηση της συνάντησης μας έπειτα από τόσο καιρό. Αντίθετα, ήταν εξαιρετικά ευτυχής. Δεν τον θυμάμαι ποτέ τόσο ανακουφισμένο και τόσο ήρεμο όσο εκείνο το βράδυ. Ήμασταν πάλι μαζί. Ελεύθεροι, με περιορισμένη βέβαια σημασία, να ιδωθούμε, να μιλήσουμε, να πιούμε μαζί ένα ποτήρι κρασί.
Ανδρέας Παπανδρέου (1919-1996)




* από το βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου
"Η Δημοκρατία στο απόσπασμα"

εκδ. Καρανάση, 1974 (και Α.Α. Λιβάνη, 2006)
*
Φωτογραφίες: ethnos.gr, kathimerini.gr,
agp.archeio.gr, ert.gr,
pandektis.ekt.gr, newsit.gr

Ετικέτες , ,

28 Σεπ 2009

82 ~ Μελίνα Μερκούρη: Ποτέ δεν διάβασα τίποτα

Ο πρώτος άντρας που αγάπησα ονομαζόταν Σπύρος. Ήταν υπερβολικά όμορφος, υπερβολικά γοητευτικός. Το στόμα του μύριζε γλυκύτερα απ' το στόμα οποιουδήποτε άντρα που γνώρισα ποτέ. Λάτρευα το αγκάλιασμά του, ένα αγκάλιασμα που ήταν αρωματισμένο με ροδόνερο και βασιλικό. Ήταν δυνατός. Ήταν ψηλός. Αγαπούσε τη γυναίκα του και την απατούσε. Αγαπούσε τους γιους του και τους φρόντιζε. Ένιωθε πάθος για μένα, κι αυτό έκανε τα παιδικά μου χρόνια πολύ ευτυχισμένα. Ο Σπύρος ήταν ο παπούς μου. Ήταν επίσης Δήμαρχος Αθηναίων επί τριάντα χρόνια.

Ο γιος του, ο Σταμάτης, ο πατέρας μου, ήταν επίσης προορισμένος για την πολιτική. Αλλά ακόμα κι όταν παντρεύτηκε στην προχωρημένη ηλικία των είκοσι δύο χρόνων με μια κοπέλα που ήταν είκοσι ενός, εξακολούθησε να ζει στο σπίτι του Μεγάλου Σπύρου και να κυριαρχείται από εκείνον. Ο Σπύρος ήταν η ανώτατη εξουσία. Όλοι ήμαστε σκλάβοι του αλλά ήταν μια γλυκιά σκλαβιά. [....] η μητέρα μου η Ειρήνη και η γιαγιά μου η Αμαλία, ήταν περιορισμένες στο σπίτι και στις χαρές του κεντήματος. Αν ποτέ έρριχναν μια λοξή ματιά σ' έναν άντρα, απειλούνταν με στραγγαλισμό ή και διώξιμο. Εξάλλου, κανένας Αθηναίος με λογική δεν θα τολμούσε να πλησιάσει μια γυναίκα της οικογένειας μας. Ο Μεγάλος Σπύρος είχε πιστόλια στο σπίτι. Αυτό ήταν γνωστό. Και ο πατέρας μου, όχι μόνο για έναν εντυπωσιακό κατάλογο από απιστίες αλλά και για το ανέμελο θάρρος του, ονομαζόταν «Ντ' Αρτανιάν».

Ακόμη και σαν παιδί αναγνώριζα το άδικο αυτών των διπλών κριτηρίων. Υπήρχαν πολλοί «Ντ' Αρτανιάν» στην Αθήνα, αλλά όχι αρκετές «Μυλαίδες». Αποφάσισα να γίνω η «Μυλαίδη» ή η Λαίδη Χάμιλτον ή η Μεγάλη Αικατερίνη, αλλά ασφαλώς να μην δεχθώ τη ζωή της μητέρας μου ή της γιαγιάς μου. Με λίγα λόγια, ήθελα ν' αλλάξω την εποχή. Αμφιβάλλω αν ήμουν εγώ υπεύθυνη γι' αυτό, αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει.

Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Ο παπούς με προστάτευε. Μ' έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε. Όλα μάς διασκέδαζαν κι όλοι μάς ζήλευαν. Ήμουν η αγαπημένη του και ήταν παράδεισος να' σαι η αγαπημένη του αγαπημένου τέκνου της Αθήνας. Ιδιαίτερα τις απόκριες. Τις Κυριακές της απόκριας, διασχίζαμε την Αθήνα μέσα σ' ανοιχτό αμάξι κι ο άρχοντας της πόλης συναντούσε το λαό του. Κι εγώ ήμουν εκείνη που καθόταν δίπλα του. Αλλά πρώτα, μια μικρή πρόβα. Κάθισε ίσια, με αξιοπρέπεια, με σιγουριά. Υποκλίσου με χάρη, δεξιά, αριστερά. Πολύ καλά! Πάμε!

[....] Ας μην ξεχάσω τους σωματοφύλακες του παπού Σπύρου. Ήταν θαυμάσιοι και χρήσιμοι — η Ελλάδα, δόξα τω Θεώ ήταν πάντα θερμή χώρα και η συνεχής επανεκλογή του Μεγάλου Σπύρου, του δημιουργούσε μερικούς εχθρούς. Οι σωματοφύλακές του ήταν οι πρώτοι σύντροφοι μου στα παιχνίδια. Μ' άφηναν να πιάνω τα πιστόλια τους και να φοράω τις σιδερένιες γροθιές τους...

Αν δεν έχω άλλο ρεκόρ, έχω ένα ρεκόρ που θα το διατηρήσω για πάντα. Κανένα παιδί σ' οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα οπουδήποτε, δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει στη σχολική του καριέρα περισσότερα μηδενικά από μένα. Δεν ήταν ότι ήμουν εντελώς ηλίθια. Το σχολείο ήταν ένα ατέλειωτο μαρτύριο. Ήταν ένα συνωμοτικό σχέδιο των ενηλίκων που είχε σκοπό να με βάλει με το ζόρι σε μια ομάδα μαζί με άλλα κακότυχα παιδιά με μοναδικό σκοπό να μου κοπανήσει στο κεφάλι πράγματα που μ' έκαναν να πλήττω μέχρι θανάτου. Κανένας δεν πήγε σε περισσότερα σχολεία, γιατί δεν πέταξαν κανέναν έξω από περισσότερα σχολεία. Ποτέ δεν μπορούσα να περάσω σ' ένα διαγωνισμό. Ποτέ. Στο τέλος όλοι οι δάσκαλοι μου υιοθετούσαν την ίδια τακτική. Από αγάπη για τον παπού μου ή από απελπισμένη ανάγκη να με ξεφορτωθούν, με προβίβαζαν στις μεγαλύτερες τάξεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αλλά για ν' αποφοιτήσω, είχα μπροστά μου τις απολυτήριες εξετάσεις.

Ήταν καταστροφή. Δεν ήξερα απολύτως τίποτα κι ο καθηγητής ήξερε πως δεν ήξερα τίποτα. Κοίταζα συνεχώς μια την άσπρη κόλλα, μια τον καθηγητή κι ύστερα ξανά την άσπρη κόλλα. Μετά από μια ολόκληρη ώρα η κόλλα ήταν ακόμα λευκή. Άφησα κάτω το μολύβι μου και σήκωσα ψηλά τα χέρια μου κάνοντας νόημα πως παραδίδομαι. Πράγμα παράξενο, ο καθηγητής μου χαμογέλασε με τρόπο γεμάτο αγάπη. Με πλησίασε. Μου έκανε μια ερώτηση σχετικά με γεωμετρία. Του είπα πως δεν ήξερα τίποτα. Κοίταξε πέρα, ύστερα με ξανακοίταξε και το χαμόγελο του έδειχνε περισσότερη αγάπη παρά ποτέ. Μου έκανε μια ερώτηση σχετικά με τη βυζαντινή ιστορία. Του είπα πως οι ερωτήσεις του δεν θα τον οδηγούσαν πουθενά. Πάλι κοίταξε αλλού και με ξανακοίταξε με χαμόγελο λατρείας. Τότε μάντεψα ξαφνικά τι κοίταζε κάθε φορά που έστρεφε τα μάτια του από μένα. Εκεί, πίσω απ' το τζάμι της πόρτας, στέκονταν ο Μίμης κι ο Κώστας. Με μάτια που φλέγονταν και τα πιστόλια τους τραβηγμένα, έδειχναν ποια ακριβώς τύχη περίμενε το δάσκαλο αν η Μελίνα αποτύχαινε στις εξετάσεις της.

... ...
Αν έχω δώσει την εντύπωση πως τα παιδικά μου χρόνια ήταν όλο γέλιο και διασκέδαση, επιτρέψτε μου να επανορθώσω αμέσως. Υπήρχε επίσης ένας ωκεανός από σκοτούρες. Η πρώτη μου συνάντηση με την απελπισία έγινε όταν ήμουν τριάμισι χρονών. Η μητέρα μου ανήγγειλε ότι θ' αποκτούσε ένα άλλο παιδί. Αμέσως αναγνώρισα ότι αυτή ήταν μια συνωμοσία εναντίον της ασφάλειας μου και της προνομιακής μου θέσης. Το μίσος κι ο θυμός μου δεν έμειναν ανεκδήλωτα. Έπαψα να μιλάω στη μητέρα μου και στον πατέρα μου. Ούτε καλημέρα ούτε καλησπέρα. Ούτε λέξη. Αλλά χρειαζόμουν ένα συνένοχο. Ποιον άλλον απ' τον παπού Σπύρο; Όπως το περίμενα, με κατάλαβε θαυμάσια. Πρότεινε να εφαρμόσουμε το σπαρτιατικό νόμο και με ρώτησε αν καταλάβαινα τι εννοούσε. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα, αλλά τον κοίταξα ίσια στα μάτια κι είπα ναι. Όμως μου το εξήγησε. Αν το νεογέννητο ήταν κορίτσι κι αυτό φοβόμουν περισσότερο, τότε θα το στραγγάλιζε, θα τό' πνιγε, θα το εξαφάνιζε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι αν ήταν αγόρι, δεν θά 'πρεπε να στενοχωριέμαι. Καθησυχασμένη, ξανάρχισα να λέω καλημέρα στη μητέρα μου.

Η τύχη το' φέρε να γεννηθεί το παιδί αρσενικό κι έτσι το κρατήσαμε. Τό 'βγαλαν Σπύρο. Τον δέχτηκα. Δεν είχα περιθώριο εκλογής. Η μητέρα μου τον αγαπούσε, η γιαγιά μου τον αγαπούσε, ο παπούς μου τον αγαπούσε, οι σωματοφύλακες τον αγαπούσαν, ο θείος Γιώργος τον αγαπούσε και τώρα που το ξανασκέφτομαι, είμαι σίγουρη πως κι ο πατέρας μου τον αγαπούσε αν και δεν βρισκόταν εκεί όταν έφτασε ο γιος του. Όχι, αυτή ήταν η δεύτερη κακοτυχία. Ο πατέρας μου ο Σταμάτης, ο «Ντ' Αρτανιάν», όταν η μαμά βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, τό 'σκασε με μια γοητευτική ηθοποιό, που είχε τα πιο όμορφα μάτια στην Αθήνα μετά από μένα. Ήταν σε δυσμένεια στο σπίτι, του πατέρα του. Δεν επιτρεπόταν σε κανένα ν' αναφέρει τ' όνομα του. Αλλά η γιαγιά Αμαλία τον επισκεπτόταν κρυφά. Αναγνώριζα πως η φυγή του πατέρα μου ήταν σοβαρή αλλά η αληθινή συμφορά ήρθε όταν η μητέρα μου, που είχε εγκαταλειφθεί, αποφάσισε να καταφύγει στο σπίτι της μητέρας της. Δεν νομίζω να γνώρισα ποτέ τόσο έντονη δυστυχία όσο τη μέρα που αφήσαμε το σπίτι του παππού. Η γιαγιά Λάππα ήταν καλή γυναίκα αλλά ήταν αυστηρή και απαιτούσε τάξη και σιωπή. Ο άντρας της είχε πεθάνει από άσθμα και στα πολλά χρόνια που τού 'κανε τη νοσοκόμα είχε συνηθίσει να μένει στο σπίτι. Κρατούσε τα παντζούρια μισόκλειστα. Ήταν νευρωτική σχετικά με τα χρήματα. Παρά ν' αγοράζει ρούχα προτιμούσε να ντύνεται σπάνια. Κυκλοφορούσε στα σιωπηλά σκοτεινά δωμάτια με μια αρχαία ρόμπα και παντόφλες. Το να πάμε από το σπίτι του παπού Σπύρου στο δικό της ήταν σαν να πηγαίναμε απ' το καρναβάλι στο μοναστήρι. Μόνο η σπλαχνική απόφαση της μαμάς να μ' αφήνει να πηγαίνω για φαγητό στον Μεγάλο Σπύρο κάθε μέρα μ' εμπόδισε να πάθω νευρικό κλονισμό.

Έπειτα χτύπησε η τραγωδία. Ο παπούς Σπύρος, ο ένας και μοναδικός, το πάθος μου, για να μην τον ξεπεράσει ο γιος του, ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα. Το όνομα της ήταν Νανά, σαν τη Νανά του Ζολά και μου φαινόταν χίλιες φορές χειρότερη απ' τη Νανά του Ζολά. Μια παράξενη εκλογή. Ποτέ δεν διάβασα το Ζολά. Ποτέ δεν διάβασα τίποτα.

Το δέρμα της Νανάς ήταν άσπρο σαν το γάλα. Αυτό από μόνο του, στην Ελλάδα, ήταν πρόκληση απιστίας. Ήταν παχουλή, ήταν μικρόσωμη, όχι μικρόσωμη, αλλά κοντή. Αλλά ο Σπύρος την αγαπούσε και την έβλεπε όμορφη. Η γιαγιά μου η Αμαλία ένιωθε σχεδόν τόσο προδομένη όσο εγώ. Εκείνη η αξιαγάπητη γυναίκα που ήταν αξιαγάπητη και χαρούμενη κι έλεγε θαυμάσιες ιστορίες, δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει αυτό το φριχτό γεγονός. Όπως οι περισσότερες Ελληνίδες, είχε μάθει να συμβιβάζεται με τις απιστίες του άντρα της. Αλλά αυτή τη φορά ήταν ερωτευμένος. Αυτό ήταν άλλο ζήτημα. Τι έπρεπε να κάνει; Έγινε ένα συμβούλιο γυναικών. Η γιαγιά μου, η μητέρα μου, η γιαγιά Λάππα κι εγώ. Έγινε στο δωμάτιο της Αμαλίας. Καθίσαμε εκεί μπροστά σε ολόκληρες σειρές από περούκες που είχε φτιάξει μόνη της. Ήταν ο ιστός της Πηνελόπης της. Το συμβούλιο εξέφρασε ομόφωνα αντιπάθεια για τη Νανά, για όλους τους άντρες και, πάνω απ' όλα, για τον Σπύρο. Στην ηλικία του και στη θέση του! Στο κάτω κάτω ήταν ο Δήμαρχος της Αθήνας! (Η Αμαλία δεν τον έλεγε ποτέ «Σπύρο», αλλά πάντα «Δήμαρχε»). Το συμβούλιο πήρε γρήγορα μια απόφαση. Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που, στερώντας τον απ' τη στοργή και τη φροντίδα του, θα μπορούσε να τον κάνει να υποφέρει και να λογικευθεί. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η Μελίνα, εγώ.

Ψηφίστηκε πως δεν θα έτρωγα πια μαζί του το μεσημέρι. Έπειτα η απόφαση άλλαξε. Θα έτρωγα μαζί του αλλά δεν θα του μιλούσα. Ούτε λέξη. Όχι ώσπου ν' αφήσει την πόρνη του, τη Νανά. Ο παπούς Σπύρος κατάλαβε αμέσως τη συνωμοσία. Αλλά ήταν καμωμένος από σκληρό μέταλλο. Αντιμετώπισε τη σιωπή μου με τη δική του. Ήταν ένας αγώνας θελήσεων. Υπήρξαν εβδομάδες καθημερινών γευμάτων κι ούτε λέξη δεν ειπώθηκε. Στην αρχή νόμισα πως ήθελε να δείξει πως η γυναίκα του σπιτιού δεν μπορούσε να του επιβάλει τη θέληση της. Έπειτα κατάλαβα πως ήταν βαθιά επηρεασμένος απ' τη Νανά. Ήμουν τρελή από ζήλεια.

Μια μέρα, μετά το συνηθισμένο σιωπηλό γεύμα, με πήρε σταθερά απ' το χέρι. Με οδήγησε σ' ένα δρόμο και σ' ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Εκεί ήταν ακόμη ένας σοφέρ κι οι σωματοφύλακες, ο Μίμης και ο Κώστας. Έδωσε διαταγή να ξεκινήσουμε. Τότε μόνο κατάλαβα πως ήταν ντυμένος μάλλον επίσημα. Αλλά δεν του έκανα καμιά ερώτηση. Προχωρήσαμε σιωπηλοί. Όταν απείχαμε μίλια απ' τη ν Αθήνα, ανήγγειλε ότι πηγαίναμε σε μια επίσημη εκδήλωση. Ένα καινούριο ξενοδοχείο έκανε εγκαίνια στην Κηφισιά, λίγο έξω απ' την Αθήνα. Δέχθηκα αυτή την εξήγηση χωρίς κανένα σχόλιο — σιωπηλά. Ύστερα λίγο πριν φτάσουμε στην Κηφισιά μου αποκάλυψε τους σκοτεινότερους σκοπούς του. Η Νανά θα πήγαινε στην τελετή κι εγώ έπρεπε να την χαιρετίσω ευγενικά. Τον κοίταξα με μίσος και ζήτησα να με γυρίσει αμέσως στην Αθήνα. Ο Μεγάλος Σπύρος διάταξε να σταματήσει το αυτοκίνητο. Έδειξε το δρόμο. Ο τρόπος του ήταν τόσο αποφασιστικός ώστε ούτε οι σωματοφύλακες δεν είπαν τίποτα. Το να βγει κανείς από ένα αυτοκίνητο είναι άχαρη δουλειά ακόμη και στην καλύτερη στιγμή. Τα κατάφερα με χάρη. Χωρίς λέξη απομακρύνθηκα κι άρχισα να βαδίζω αποφασιστικά προς την Αθήνα. Δεν σκέφτηκα τα πολλά χιλιόμετρα που θά'πρεπε να περπατήσω. Περπατούσα, γεμάτη θυμό και ζήλεια. Πέρασε πολλή ώρα ώσπου το αυτοκίνητο γύρισε για να με πάρει. Ο Μίμης άνοιξε την πόρτα και με τράβηξε στο μπροστινό κάθισμα.

Η δεξίωση στην Κηφισιά ήταν μεγάλη. Πολλοί επίσημοι ήταν εκεί. Μερικοί απ' αυτούς είδαν τη Νανά, ντυμένη στην πένα, νά 'ρχεται προς το μέρος μου και να μου προσφέρει το λευκό σαν γάλα χέρι της. Είδαν επίσης εμένα να μένω ακίνητη σαν άγαλμα και να την κοιτάζω ώσπου τράβηξε το χέρι της. Σ' όλο το δρόμο της επιστροφής προς την Αθήνα, ο Σπύρος καθόταν και με κοίταζε με τον τρόπο ενός άντρα που καταλαβαίνει τις γυναίκες. Κι ένιωσα ένα θαυμάσιο συναίσθημα πως ήμουν μεγάλη. Χωρίς να μιλήσει μου είπε: «Ζηλεύεις κι αυτό είναι φυσιολογικό». Χωρίς να μιλήσω του είπα: «Είσαι θυμωμένος μαζί μου κι έχεις το δικαίωμα να είσαι». Και πήρα το χέρι του. Πάντα μ' άρεσε ν' αγγίζω τις λεπτές γαλάζιες φλέβες του χεριού του. Με πήρε στην αγκαλιά του. Κι έτσι, σε μικρή ηλικία, οραματίστηκα για λίγο τι μπορούσε να είναι η αγάπη. Πάντως, είμαι υποχρεωμένη να προσθέσω πως δεν άφησε τη Νανά.
Μελίνα Μερκούρη (1920-1994)




* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
της Μελίνας Μερκούρη Γεννήθηκα Ελληνίδα, Ιούνιος 1995
* οι φωτογραφίες είναι από το site
του Δημήτρη Λυμπερόπουλου (liberopoulos.gr)

Ετικέτες , , , ,

10 Μαρ 2008

44 ~ Fidel Castro: Έτσι ξεκίνησε ο αγώνας μας

Το 1955, οι πρώτοι πολεμιστές της Μονκάδα, που είχαν μόλις αποφυλακιστεί, έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κούβα. Ένας από τούς πρώτους συντρόφους που παρενοχλήθηκε και διώχθηκε με επιμονή ήταν ο Ραούλ, που κατέφυγε στο Μεξικό. Εγώ έφτασα εκεί λίγες εβδομάδες αργότερα. Ο Ραούλ είxε ήδη έρθει σε επαφή με άλλους συντρόφους, που δεν είxαν φυλακιστεί, και είxε γνωρίσει επίσης και τον Τσε. Λίγες μέρες μετά την άφιξη μου στο Μεξικό, γνωρίστηκα με τον Τσε σε ένα σπίτι όπου διέμεναν ορισμένοι Κουβανοί στην οδό Εμπαράν, αν θυμάμαι σωστά το όνομα – δε θυμάμαι όμως αυτή τη στιγμή τον αριθμό του σπιτιού.

Ο Τσε δεν ήταν τότε ο Τσε. Ήταν ο Ερνέστο Γκεβάρα. Οι Κουβανοί άρχισαν να τον αποκαλούν Τσε, εξαιτίας του αργεντίνικου εθίμου να αποκαλούν ο ένας τον άλλον «τσε».
[...]Μείναμε λίγο παραπάνω από ένα χρόνο στο Μεξικό, δουλεύοντας υπό αντίξοες συνθήκες και με ελάχιστους πόρους. Δεν έχει όμως και πολλή σημασία το γεγονός αυτό, καθώς κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο στα πλαίσια του αγώνα, όπως και στα πλαίσια κάθε αγώνα. Και στις 25 Νοεμβρίου του 1956, ξεκινήσαμε επιτέλους για την Κούβα.

Το κίνημά μας χρησιμοποιούσε ένα σύνθημα ενάντια στους σκεπτικιστές, ενάντια σε αυτούς που αμφέβαλαν ως προς την πιθανότητα συνέχισης του αγώνα μας, ενάντια σε αυτούς που διαφωνούσαν με την άποψή μας ότι στην κατάσταση αυτή δεν υπήρχε άλλη λύση – είχαμε ανακοινώσει μάλιστα το 1956 ότι ή θα ελευθερωνόμασταν ή θα γινόμασταν μάρτυρες. Η ανακοίνωση αυτή αποτελούσε για το Κουβανικό έθνος μία απλή επαναβεβαίωση της αποφασιστικότητάς μας να πολεμήσουμε και της πεποίθησής μας ότι ο αγώνας θα ανανεωνόταν χωρίς καθυστέρηση.
[...]
Είναι αλήθεια ότι πολλοί άνθρωποι - όχι οι άνθρωποι της οργάνωσής μας, καθώς εκείνοι καταλάβαιναν απόλυτα το νόημα του συνθήματός μας - δεν κατάλαβαν για ποιο λόγο δώσαμε την υπόσχεση να επιστρέψουμε στην Κούβα σε μία καθορισμένη στην ουσία ημερομηνία. Ο λόγος ήταν ότι πολλοί άνθρωποι στη χώρα μας, εξαιτίας της ψυχολογικής τους διάθεσης, που ήταν αποτέλεσμα των απογοητεύσεων και των παραδοσιακών τεχνασμάτων των πολιτικών, είχαν αρχίσει να γίνονται σκεπτικιστές. Επιπλέον, υπήρχαν και πολλοί που αντιπροσώπευαν διάφορα συμφέροντα και οι οποίοι ήταν αφοσιωμένοι σε πολιτικούς ελιγμούς, στη μεγάλη προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν πολιτικές συμφωνίες με τη δικτατορία του Μπατίστα και να εξαλείψουν την πίστη του λαού στον επαναστατικό αγώνα.

Γι' αυτόν το λόγο υποχρεωθήκαμε να προωθήσουμε το σύνθημα, είτε ήταν σωστό είτε όχι. [...] Οι άνθρωποι δεν ενεργούν πάντα βάσει ενός σχεδίου. Οι άνθρωποι δεν κατασκευάζουν την ιστορία βάσει της δικής τους ιδιοτροπίας ή βάσει των επιθυμιών τους. Οι άνθρωποι μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία της ιστορίας, αλλά και η ιστορία διαμορφώνει τους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν, είτε για καλό είτε για κακό, προωθήσαμε το σύνθημα αυτό. Και, είτε για καλό είτε για κακό, ήμασταν αποφασισμένοι να το κάνουμε πραγματικότητα.

Ειδικές περιστάσεις μπορούσαν να προκύψουν, και πράγματι προέκυψαν, και υπήρξαν σοβαρές επιπλοκές την παραμονή της αναχώρησής μας. Πάντοτε είχαμε όμως ένα μικρό αριθμό όπλων κρυμμένο, και είπαμε ότι ακόμη και αν δεν μπορούμε όλοι μας να πάμε, ορισμένοι από εμάς θα πάνε οπωσδήποτε. 82, λοιπόν, πολεμιστές αναχώρησαν πάνω σε ένα μικρό σκάφος, που ονομαζόταν Grαnmα. Ταξιδέψαμε για 2.400 χιλιόμετρα και φτάσαμε στην ακτή της Κούβας στις 2 Δεκεμβρίου του 1956.

...Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε ο αγώνας μας.
Φιντέλ Κάστρο




* Από το βιβλίο Ο Φιντέλ Κάστρο μιλάει για τον Τσε,
σε επιμ. Ντέιβιντ Ντόιτσμαν και μετάφρααη Ν. Φαφούτη
Εκδόσεις Παιδεία, 2008 (Έθνος, 5/4/08)
Αποτελεί μέρος ομιλίας του, που δόθηκε στο Σαντιάγκο, το 1971
* Φωτογραφίες: britannica.com, nytstore.com, martinfrost.ws

Ετικέτες , , , ,

6 Νοε 2007

34 ~ Κώστας Σκανδαλίδης: Η θέση μου ήταν ζηλευτή

1959... Είμαι έξι χρόνων. Λίγο χρόνο πριν - ίσως μια διετία - έχω επιλέξει ως εύηχη λέξη και αγαπημένο χρώμα, το χρώμα της φωτιάς, την ομάδα που υποστηρίζω. Τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Είναι μια από τις πρώτες αναμνήσεις μου, βαθιά χαραγμένη στο νου μου. Παίζει ο Ολυμπιακός με τη Μίλαν του Αλταφίνι και του Μαλντίνι (του πατέρα του σημερινού αρχηγού της «Σκουάντρα Ατζούρα») για το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης.

Από νωρίς έχω πάρει τη θέση μου στο περίπτερο «του Θοδωρή», στο κέντρο της Κω, επί της 25ης Μαρτίου λίγο πιο πέρα από την Πλ. Ελευθερίας και τον «Ορφέα». Η θέση μου ήταν ζηλευτή ανάμεσα στους συνομήλικούς μου. Είχα το προνόμιο να ανεβαίνω σ' ένα πρόχειρο σκαλοπάτι φτιαγμένο από τούβλα που παίρναμε από το διπλανό γιαπί και να χώνω τη μούρη μου κυριολεκτικά μέσα στο περίπτερο. Γιατί ήταν προνομιακή η θέση μου; Πρώτα γιατί μαζευόμασταν πάνω από είκοσι άτομα από πέντε μέχρι και σαράντα πέντε χρονών να παρακολουθήσουμε από το τρανζίστορ τα ματς (όπως σήμερα γίνεται σε αίθουσες με video-wall και με εισιτήριο). Επειτα γιατί χώνοντας τη μούρη μου στο περίπτερο είχα το αφτί μου πιο κοντά στην περιγραφή από οποιοδήποτε άλλο. Και σήμερα που το σκέφτομαι ακόμη δεν έχει φύγει από τη μύτη μου η απίστευτη μυρωδιά του περιπτέρου. Κάτι ανάμεσα σε «ΙΟΝ αμυγδάλου», ταμπάκο από τα «σέρτικα» και τα «ζενίθ» και το άρωμα της πανσπερμίας των αγαθών που πουλούσε ο Θοδωρής, ένας περιπτεράς που κούτσαινε και με πείραζε για τον Ολυμπιακό.

Δεν θυμάμαι ακριβώς το λεπτό, ούτε τον σπορτκάστερ που μετέδιδε τον αγώνα Ολυμπιακός - Μίλαν. Ούτε τον εξτρέμ που έκανε την κοφτή παράλληλη σέντρα, νομίζω ήταν ο Κώστας Παπάζογλου. Θυμάμαι όμως ότι η σέντρα ήταν πολύ δυνατή, παράλληλη με το έδαφος, σε ένα ύψος ένα με ενάμισι μέτρο και όλα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα καθώς σηκώθηκε από το έδαφος ο Ηλίας Υφαντής σε ένα ανεπανάληπτο βολ-πλανέ (για όσους δεν είναι μυημένοι ένα γυριστό και φαλτσαριστό σουτ) από το ύψος της περιοχής. Ο σπίκερ τρελάθηκε. Φώναζε με άναρθρες κραυγές. Το ωραιότερο γκολ που σημειώθηκε ποτέ...

Έκτοτε πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Δεν ντρέπομαι να το πω. Οι παίκτες ήταν ινδάλματα για μένα, το ποδόσφαιρο έγινε ένα μεγάλο κομμάτι από τη ζωή μου. Επαιξα και στον «Ανταγόρα» της Κω (ξέρετε, αυτόν που είναι ο μοναδικός που νίκησε στην πάλη τον Ηρακλή σύμφωνα με το μύθο). Γνώρισα από το ραδιόφωνο του σπιτιού μου (ένα Φίλιπς μεγάλο που ψάχναμε τις συχνότητες στα μεσαία και όταν άκουγα το αθλητικό σήμα του ΕΙΡ ανέβαινα στον ουρανό της ελπίδας και της αγωνίας), από το τρανζίστορ του Θοδωρή, από την «Ομάδα» της Τρίτης, από το «Φως» της κάθε μέρας, από το «Σούπερ-Σπορ» του Σαββάτου κι από το περιοδικό (που ξεχνώ το όνομά του) που έβγαινε Κυριακή με φωτογραφίες όλων των γκολ της περασμένης βδομάδας, τον Γιώργο Σιδέρη, τον Μίμη Παπαϊωάννου, τον Μίμη Δομάζο, τον Τάκη Λουκανίδη, όλα τα αστέρια της καθημερινότητάς μου. Μετά ήρθε η χούντα και οι φάσεις που εντυπώνονται για χρόνια στο μυαλό μου σε κατάμεστα γήπεδα με ουρανομήκεις ζητωκραυγές και τον σπίκερ να περιγράφει το σημείο της ντρίπλας, την απόσταση του σουτ, το ύψος της κεφαλιάς, οι φάσεις που με έμαθαν να ντριπλάρω, να σουτάρω, να πασάρω και να στέλνω την μπάλα στο πλεκτό, πρώτη φορά γίνονται ζωντανές με τα «Επίκαιρα» μπροστά στα έκπληκτα μάτια του παιδιού που γίνεται έφηβος.

Περνούν τα χρόνια, ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για την Ε' Γυμνασίου και με ζητούν στο γήπεδο του Μ. Αλεξάνδρου Ηρακλείας να υπογράψω δελτίο στον ΠΑΟΚ ή στον Ηρακλή. Το ίδιο και στην Στ' Γυμνασίου από τον Παπαρσείου (γνωστό προπονητή της Εθνικής Ενόπλων και διάφορων ομάδων) που ήθελε να πάω σε μεγάλη ομάδα. Και κάτι που δεν το ξέρετε. Εκείνη τη χρονιά (1970-71) έγινε ένα πρωτάθλημα Γυμνασίων. Φθάσαμε στον τελικό εμείς από το Α' Γυμνάσιο της Πλάκας και το Γυμνάσιο του Παλαιού Φαλήρου. Σκορ 5-3 σε βάρος μας. Εβαλα και τα τρία γκολ της ομάδας, αλλά από την άλλη μεριά τα τέσσερα από τα πέντε τέρματα σημείωσε ένα εκπληκτικό παιδάκι που μάλιστα πήγαινε Ε' Γυμνασίου. Το όνομα αυτού: Θωμάς Μαύρος.

Από τα «Επίκαιρα» της χούντας κάποια στιγμή βρίσκομαι μέσα στο γήπεδο. Ολυμπιακός - Πανιώνιος 3-1. Ο Γιώργος Σιδέρης ο «φόντακας», το «τανκ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, προσγειώνεται με ένα άλμα στη συμβολή της κάθετης γραμμής της μεγάλης περιοχής και της γραμμής του άουτ κυνηγώντας μια χαμένη «ψηλοκρεμαστή» και κάθετη μπαλιά και με το εξωτερικό του δεξιού του ποδιού πιάνει ένα «ουγγαρέζικο» (σήμα κατατεθέν της μεγάλης Ουγγαρίας των αρχών της δεκαετίας του '50). Η μπάλα παίρνει μια απίστευτη τροχιά από τη γραμμή του άουτ, εισέρχεται στο γήπεδο, περνά μπροστά από το έκπληκτο βλέμμα του Κουρκουβέλα (διεθνούς τερματοφύλακα του Πανιωνίου), στρίβει κυριολεκτικά, αλλάζει πορεία και στρογγυλοκάθεται στην άλλη γωνία.

Κάτι μπορούσα να κάνω στο ποδόσφαιρο. Ημουν αριστεροπόδαρος, θαύμαζα τον Παπαϊωάννου, τον Δεκηκάρη, τον Αργυρούδη, όσους χειριζόντουσαν την μπάλα με το αριστερό πόδι, αλλά βλέπετε διάλεξα - ως ολίγον αφελής - το Πολυτεχνείο. Εκτοτε ο Υφαντής, ο Λουκανίδης, ο Σιδέρης, ο Παπαϊωάννου, ο Δομάζος, ο Δεληκάρης, ο Μποτίνος, ο Ασλανίδης, ο Νεστορίδης, ο Ζαντέρογλου, ο Θ. Λουκανίδης, ο Καμάρας, ο Αντωνιάδης και όλοι οι άλλοι, αλλά και από τα άλλα αθλήματα, έγιναν φίλοι μου. Βγαίνουμε συχνά έξω τα βράδια και τρελαίνομαι να μου λένε ιστορίες από κείνες κυρίως που φανταζόμουνα όταν αγωνιζόμουνα να φτάσω το τρανζίστορ του Θοδωρή. Ολοι τους είναι μικρά παιδιά, αυθόρμητα, λαϊκά, με πηγαίο χιούμορ και μεγάλη καρδιά. Και προπαντός μεγάλοι παραμυθάδες. Οπως θα καταλάβατε ίσως το επιδίωξα για να ξεπληρώσω το κενό μιας λαθεμένης ίσως επιλογής.
Κώστας Σκανδαλίδης

Ηταν μια προσωπική ιστορία με αφορμή το βιβλίο Μόνο για άνδρες που επιμελήθηκε ο Θανάσης Νιάρχος. Ηθελα να γράψω για το βιβλίο αλλά καθώς και αυτό είναι μια συλλογή 36 προσωπικών ιστοριών, αυθόρμητα έγραψα τη δική μου. Το βιβλίο πάντως ανοίγει με το διάσημο ποίημα του Αρη Δικταίου «Επίνικος 1959 Μήτσω Υφαντίδη, Πειραιεί, ποδοσφαίρα» για τον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Ηλία Υφαντή, που συνοδεύεται από συνέντευξη του ποδοσφαιριστή που δόθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στον Θανάση Νιάρχο. Τις προσωπικές ιστορίες του βιβλίου υπογράφουν οι Κ. Ακρίβος, Γ. Βαρβέρης, Β. Βασιλικός, Γ. Βέης, Μ. Βιντιάδης, Κ. Γεωργουσόπουλος, Α. Καμάρας, Ν. Καραγεώργος, Γ. Κοντός, Δ. Κοσμόπουλος, Π. Κυπαρίσσης, Χ. Λιοντάκης, Μ. Λουκάκης, Η. Μαγκλίνης, Γ. Μανιώτης, Γ. Μαρκόπουλος, Μ. Μαυρομμάτης, Μ. Μιχαηλίδης, Ν. Μπακουνάκης, Θ. Νιάρχος, Ν. Οικονομίδης, Γ. Πανταγιάς, Λ. Παπαδόπουλος, Ν. Παπανδρέου, Π. Παπαντωνίου, Σ. Πασχάλης, Α. Πεπελάσης, Ν. Πετράτος, Π. Τατσόπουλος, Α. Φασιανός, Σ. Φυντανίδης, Θ. Χειμωνάς, Δ. Χουλιαράκης, Γιώργος Χρονάς, Γ. Χρυσούλης, Τ. Χυτήρης. - Κώστας Σκανδαλίδης (TΟ ΒΗΜΑ , 02-03-2003)


* Η κεντρική φωτογραφία είναι από το προσωπικό site του Κώστα Σκανδαλίδη

Ετικέτες , ,

3 Μαΐ 2007

1 ~ Κωστής Μοσκώφ: Στα Όρια του Έρωτα και της Ιστορίας

Δεν ξέρω αν είναι μελαγχολικοί οι έρωτες. Χαρμόλυποι θα 'λεγα. Και το ένα και το άλλο. Δηλαδή άγρια χαρά και άγρια λύπη. Χαρά γιατί καίγεται ο εαυτός σου, κινητοποιείται ο οργανισμός σου, τα κύτταρά σου τρέχουν, προχωρούν με μεγάλα άλματα ή τρέχουν. Λύπη γιατί ποτέ δεν κατακτάς εκείνο που θέλεις. Εγώ πάντα είχα την αίσθηση, ήθελα τον Θεό και έβρισκα τους αγγέλους. Η μελαγχολία μου θά ΄λεγα ότι είναι προϊόν των τελευταίων δυο χρόνων. Βέβαια υπάρχει μια κατάθλιψη των τελευταίων δυο χρόνων. Προέρχεται βασικά, ότι δεν βρίσκω τόση ένταση γύρω μου, είτε στο πεδίο της πολιτικής, είτε στο προσωπικό μου πεδίο, όση θα ήθελα. Προέρχεται από το ότι η κοινωνία, αυτή που κάποτε την ανεχόμουν γιατί είχα ζήσει μέσα της, από τη στιγμή που μαθαίνεις να ζεις δίχως αυτήν, μετά δύσκολα την υποφέρεις. Δηλαδή, μου είναι κάπως αφόρητο να βρεθώ στον κόσμο των μεγαλοαστών, στα πάρτυ ξέρω 'γω της κοινωνίας τους, σκυλοβαριέμαι όταν τους βλέπω... Λοιπόν, να ένας πρώτος λόγος, ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός, κοινωνικός, ερωτικός. Τρίτος λόγος είναι ότι συμβαίνουν πράγματα που στην αρχή τα υφίστασαι, μετά όμως σε κουράζουν. Δηλαδή, μ' έχει κουράσει αυτή η αντιπαλότητα των διπλωματών όταν κι απ' την άλλη μεριά δεν μπορείς να κάνεις αυτοκριτική, να πεις κάνω λάθος, γιατί έχεις όλο τον έπαινο του δήμου και ξαφνικά έχεις την αντιπαλότητα ορισμένων κύκλων. Μ' έχει κουράσει - ακόμη ότι και στον άμεσο χώρο που ζω, υπάρχει αγάπη, υπάρχει φιλία, υπάρχουν όλα αυτά, αλλά δεν υπάρχει πάθος. Και χωρίς πάθος εγώ δύσκολα ζω, ακόμα και δω που ζω στην εξοχή. Κι αυτό μου λείπει. Δηλαδή, εγώ έχω ανάγκη την πυρκαγιά!
Κωστής Μοσκώφ (1939 - 1998)



* To κείμενο είναι από το βιβλίο Στα όρια του Έρωτα
και της Ιστορίας
- εκδ. Ιανός, 1997
* Φωτογραφίες: από το λογοτεχνικό περιοδικό
"Οδός Πανός" του Γιώργου Χρονά - τ.118, Οκτ.2002

Ετικέτες , , , , , ,