29 Δεκ 2010

107 ~ Αττίλα Γιόζεφ: δεν είχα κανέναν που θα μπορούσε να με βοηθήσει με μια φιλική συμβουλή

Γεννήθηκα στα 1905 στη Βουδαπέστη, είμαι ορθόδοξος. Ο πατέρας μου, ο μακαρίτης Ααρών Γιόζεφ, μετανάστεψε στην Αμερική όταν εγώ είμουν τριών χρονών. Το «Ίδρυμα Προστασίας των Παίδων» μ' έστειλε στο Έτσεντ, σε μια χωριάτικη οικογένεια να με κηδεμονεύει. Εκεί έζησα ως τα εφτά μου χρόνια. Από τότε άρχισα να δουλεύω - όπως κάνουν συνήθως τα φτωχά αγροτόπαιδα' - φύλαγα γουρούνια. Όταν είχα γίνει εφτά χρονών η μητέρα μου, η μακαρίτισσα Μπορμπάλα Πέτσε, μ' έφερε ξανά στη Βουδαπέστη και μ' έγραψε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Η μάνα μου ξενοδούλευε - είταν πλύστρα και παραδουλεύτρα - κ' έτσι μας ζούσε εμάς, τις δύο μεγαλύτερες αδερφές μου και μένα. Η μάνα πήγαινε σε σπίτια και δούλευε απ' το πρωί ως το βράδι, ενώ εγώ, χωρίς την επίβλεψη των δικών μου, το 'σκαζα απ' το σχολειό και τριγυρνούσα στους δρόμους σα χαμίνι. Μα μια μέρα, μέσα στο Αναγνωστικό της Γ' τάξης βρήκα μια ενδιαφέρουσα ιστορία για το βασιλιά Αττίλα και από τότε ρίχτηκα με τα μούτρα στο διάβασμα.

Οι ιστορίες για το βασιλιά των Ούννων δε μ' ενδιέφεραν μονάχα επειδή και μένα με λέγανε Αττίλα, μα προ παντός μ' ενδιέφεραν επειδή οι «κηδεμόνες» μου στο Έτσεντ μ' έλεγαν Πίστα. Ύστερα από μια... σύσκεψη μαζί με τους γείτονες είχαν διαπιστώσει - είμουνα και γω μπροστά - ότι τ' όνομα «Αττίλα» είναι ανύπαρκτο. Αυτό με είχε εκπλήξει τόσο πολύ, σα να είχε αμφισβητήσει κάποιος την ίδια την ύπαρξή μου.

Η αποκάλυψη των παραδόσεων για το βασιλιά Αττίλα επηρέασε, νομίζω, αποφασιστικά κάθε προσπάθειά μου από κει και πέρα και, σε τελευταία ανάλυση, ίσως αυτό το βίωμα να με οδήγησε στη λογοτεχνία. Αυτό το βίωμα μ' έκανε άνθρωπο που σκέφτεται, που ακούει και τη γνώμη των άλλων, άλλα με κριτικό πνεύμα, - μ' έκανε άνθρωπο που ακούει και απαντάει βέβαια όταν τον φωνάζουν «Πίστα», ώσπου ν' αποδειχτεί σωστή η δική του πεποίθηση, ότι δηλαδή πρέπει να λέγεται «Αττίλα».

Όταν είμουν εννιά χρονών, ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και η ζωή μας χειροτέρευε όλο και περισσότερο. Στεκόμουν ουρά μπροστά στα μαγαζιά από τις 9 το βράδι ως τις 8 το πρωί και συχνά τύχαινα, όταν θα 'ρχόταν επί τέλους η δική μου σειρά, να 'χει σωθεί το χοιρινό λίπος. Βοηθούσα τη μάνα μου όσο μπορούσα. Πουλούσα νερό στον κινηματογράφο «Βιλάγκ». Έκλεβα ξύλα και κάρβουνο από το σιδηροδρομικό σταθμό του Φερεντσβάρος, για να ζεσταθούμε. Έφτιαχνα παιχνίδια από χρωματιστά χαρτιά και τα πουλούσα σε παιδιά που είχαν καλύτερη μοίρα απ' τη δική μου. Κουβαλούσα καλάθια, πακέτα κλπ. στις αγορές. Το καλοκαίρι του 1915 πέρασα τις διακοπές μου στην Αμπάζια, χάρη στο Ίδρυμα «Βασιλική Δράσις» που φρόντιζε για τις διακοπές των παίδων.

[....] Τα Χριστούγεννα του 1919 πέθανε η μάνα μου. Η «Υπηρεσία Περιθάλψεως Ορφανών» διόρισε για κηδεμόνα μου το γαμπρό μου, τον Δρ. Έντεν Μάκαϊ, που πέθανε πρόσφατα. Μια άνοιξη κ' ένα καλοκαίρι δούλευα σε μαούνες του Δούναβη που είχαν ονόματα, Βίχαρ, Τερέκ, Τατάρ, - ιδιοκτησία της ναυσιπλοϊκής εταιρείας Ατλάντικα. Αυτόν τον καιρό έδωσα εξετάσεις στην Δ' τάξη της Συμπληρωματικής Μέσης Σχολής, χωρίς να έχω παρακολουθήσει μαθήματα. Έπειτα ο κηδεμόνας μου, μαζί με τον Δρ. Σάντορ Γκίσβαϊν μ' έστειλαν στο Νιέργκεσουϊφαλου, στο σεμινάριο των Σαλησιανών Αδελφών, να σπουδάσω παπάς. Έμεινα εκεί δυο βδομάδες μονάχα, αφού δεν είμουν καθολικός, μα ορθόδοξος. Από κει πήγα στο Μακό, στο Κολλέγιο DEMKE όπου δεν άργησα να πετύχω μια θέση δωρεάν. Το καλοκαίρι παρέδιδα μαθήματα στο Μεζοχιεγκες, για να κερδίσω έτσι το ψωμί μου. Τέλειωσα με άριστα την ΣΤ' τάξη του γυμνασίου, παρ' όλο που εξ αιτίας κάποιων διαταραχών της εφηβικής ηλικίας, επεχείρησα κάμποσες φορές ν' αυτοκτονήσω. Είναι αλήθεια ότι ούτε τότε μα ούτε και πρωτύτερα δεν είχα κανέναν που θα μπορούσε να με βοηθήσει με μια φιλική συμβουλή.

Την ίδια εποχή έχουν πια δημοσιευτεί τα πρώτα ποιήματά μου, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νιούγκατ». Η δημοσίευση έγινε όταν είμουν 17 χρονών. Με θεωρούσαν παιδί-θαύμα, ενώ δεν είμουν παρά μονάχα ένα παιδί ορφανό.

Όταν τελείωσα την ΣΤ' τάξη του γυμνασίου, διέκοψα τις σπουδές μου, εγκατέλειψα το Κολλέγιο, γιατί ένιωθα φοβερά τη μοναξιά μου και την ορφάνια μου. Δε μελετούσα, μια και την ώρα της παράδοσης των καθηγητών είχα κιόλας μάθει τα μαθήματα. Αυτό μαρτυρούν, άλλωστε, και οι βαθμοί μου (όλοι άριστα) στο ενδεικτικό μου. [....] Ύστερα, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, είμουν πλασιέ βιβλίων στη Βουδαπέστη και τον καιρό του πληθωρισμού δούλεψα τραπεζικός υπάλληλος στην ιδιωτική τράπεζα Μάουτνερ. Μετά την εισαγωγή της μεθόδου Χιντς δούλευα στο λογιστήριο. Λίγο αργότερα, και προς μεγάλη αγανάκτηση των πιο ηλικιωμένων συναδέλφων μου, ανατέθηκε σε μένα ο έλεγχος των τραβηκτικών, που εκδίδονταν την ημέρα της πληρωμής. Εδώ οι συνάδελφοι μού κόψανε λιγάκι τα φτερά του επαγγελματικού μου ζήλου φορτώνοντας μου ένα μέρος και της δικής τους δουλειάς, και μην αφήνοντας ευκαιρία να με πειράζουν για τα ποιήματά μου, που δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και περιοδικά. «Και γω έγραφα ποιήματα, όταν είμουν στην ηλικία σου» - μου 'λεγε ο καθένας. Λίγο αργότερα η Τράπεζα χρεωκόπησε.

Επί τέλους, αποφάσισα να γίνω συγγραφέας και ν' αποκτήσω ανάλογο «αστικό» επάγγελμα, που να 'ναι στενότατα συνδεδεμένο με τη λογοτεχνία. Γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ. Οι κλάδοι που διάλεξα ήταν: ουγγρική και γαλλική φιλολογία, καθώς και φιλοσοφία. Πενηνταδύο παραδόσεις παρακολουθούσα τη βδομάδα και σε είκοσι μαθήματα έδωσα εξετάσεις με άριστα. Από τα συγγραφικά δικαιώματα που έπαιρνα με τη δημοσίευση ποιημάτων μου, έτρωγα μέρες ολόκληρες. Απ' αυτά πλήρωνα και το νοίκι μου. Είμουν πολύ περήφανος που ένας από τους καθηγητές μου, ο Λάιος Ντέζι, μ' έβρισκε άξιο να κάνω επιστημονικές έρευνες μόνος μου. Έχασα όμως το κέφι μου όταν ένας άλλος καθηγητής μου, ο Άνταλ Χόργκερ, με κάλεσε στο γραφείο του και μπροστά σε δυο μάρτυρες - θυμάμαι ακόμα τα ονόματά τους, έγιναν και αυτοί τώρα πια καθηγητές - μου δήλωσε ότι, όσο είναι αυτός στη ζωή, εγώ δε θα γίνω ποτέ καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, γιατί - όπως έλεγε — «δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε την διαπαιδαγώγηση της νέας γενεάς σε έναν άνθρωπο που γράφει τέτοια ποιήματα». Και μου έδειξε ένα φύλλο της εφημερίδας «Σέγκεντ». Πολλές φορές αναφέρουν την ειρωνεία της τύχης και δω πραγματικά πρόκειται για κάτι τέτοιο. Το ποίημα μου αυτό - «Καθαρή καρδιά» είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη, γράφτηκαν γι' αυτό εφτά άρθρα. Ο Λάιος Χάτβανυ είπε ότι αποτελεί ντοκουμέντο όλης της μεταπολεμικής γενιάς. Κι ο Ιγκνότους ότι «λίκνιζε, κανάκευε, γλυκομουρμούριζε μες στην ψυχή του» αυτό το «πεντάμορφο» ποίημα, όπως έγραφε στο περιοδικό «Νιούγκατ»' και στην «Ars poetica» του το ποίημα αυτό το χαρακτήρισε πρότυπο της νέας ποίησης.

Την επόμενη χρονιά, είμουν τότε 20 χρονών, πήγα στη Βιέννη, γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο. Ζούσα πουλώντας εφημερίδες στην είσοδο του Ράτχαους-Κέλλερ και καθαρίζοντας τις αίθουσες της Ουγγρικής Ακαδημίας στη Βιέννη. Ο διευθυντής της Ακαδημίας, ο Άνταλ Λάμπαν, όταν έμαθε την κατάστασή μου, επενέβη και φρόντισε να μπορώ να τρώω στο Collegium Hungaricum. Μου βρήκε μάλιστα και δυο μαθητές: Τους γιους του Ζόλταν Χάιντου, γενικού διευθυντή της άγγλο-αυστριακής Τράπεζας.

Από τη Βιέννη — από ένα φριχτό τενεκέ-μαχαλά, όπου δεν είχα ούτε καν σεντόνι — βρέθηκα κατευθείαν φιλοξενούμενος στον Πύργο των βαρώνων Χάτβανυ στο Χάτβαν. Η κυρία Άλμπερτ Χιρς, η οικοδέσποινα, μ' εφοδίασε με χρήματα για τα έξοδα του ταξιδιού μου κ' έτσι, κατά το τέλος του καλοκαιριού, πήγα στο Παρίσι, όπου γράφτηκα στη Σορβόννη. Το καλοκαίρι το πέρασα στην παραλία της Νότιας Γαλλίας, σ' ένα ψαράδικο χωριό.

Μετά ήρθα στη Βουδαπέστη και παρακολούθησα δύο εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο। [....] Ύστερα βρήκα μια θέση αλληλογράφου στα γαλλικά και τα ουγγρικά, όταν ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εξωτερικού Εμπορίου... ... ...

Τότε όμως με βρήκαν τόσα απρόοπτα χτυπήματα της μοίρας, που - όσο κι αν είχα σκληραγωγηθεί στη ζωή μου -, δε βάσταξα παραπάνω και το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων μ' έστειλε σε σανατόριο με νευρασθένεια βαρείας μορφής. Έπειτα πήρα πληρωμένη αναρρωτική άδεια. Εγκατέλειψα λοιπόν τη θέση μου, γιατί κατάλαβα πως δεν είναι σωστό να επιβαρύνω με την αρρώστια μου ένα νεοσύστατο ίδρυμα. Από τότε ζω απ' τα γραφτά μου. Είμαι συντάκτης του λογοτεχνικού κριτικού περιοδικού «Σεπ Σο» (Ωραίος Λόγος)... ... ...
Attila József (1905-1937)




* Το αυτοβιογραφικό κείμενο, σε μετάφραση Εύας Κοππ,
είναι από το βιβλίο Αττίλα Γιόζεφ, Ποιήματα
εκδ. Κέδρος, 1975
*φωτογραφίες: huembwas.org, btasahnesi.net,
lexpress.fr, magyarulbabelben.net,
imaginehungary.com


Περισσότερα:
- Αττίλα Γιόζεφ: Σύντομα πια θ' αφανιστώ, στο χωρίς άλλη αναβολή
- Αφιέρωμα με φωτογραφικό υλικό: ŞAİR ATTİLA JOZSEF ÜZERİNE

Ετικέτες , ,

11 Δεκ 2010

106 ~ Bάσω Κατράκη: σπίτι μέσα στη θάλασσα

Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου. Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέουνε με τη στεριά δυο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθότανε όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά , μπακανιασμένα από την ελονοσία.

Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπάνια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευότανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει. Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι.

Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτητής τότε της φιλολογίας μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρωματιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρότερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυό τους.

Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η έξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ ή ποίηση. Κοντά στ’ αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ.

Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό, τι έβλεπα, έλεγα: - Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω. Kαι πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία. Δεν ήξερα ακόμα ότι, άλλο πράμα είναι η Τέχνη.

Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα. Κι’ αν γίνω ζωγράφος; Πώς έγινε έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλό στο μυαλό μου νύχτα και μέρα. Μα, χίλιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά κι έπεσε πολύ πίκρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια.

Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω. ... ...
Βάσω Κατράκη (1914-1988)




* To αυτοβιογραφικό κείμενο και οι φωτογραφίες είναι
από τον επίσημο ιστότοπο για την Βάσω Κατράκη
.

Ετικέτες , ,